21 Δεκ 2019

Ονόματα ζώων

Η ονοματολογία των ζώων οικόσιτων ή ελεύθερης βοσκής συνδεόταν και ακόμα συνδέεται:
1. Αμεσα με το χρώμα του τριχώματος, την επιφάνεια εξάπλωσής του, τη θέση στο σώμα του ζώου και με το συνδυασμό χρωμάτων, αν υπάρχουν περισσότερα του ενός.
2. Με κάποια σωματικά χαρακτηριστικά, ατέλειες γενετικές ή επίκτητες, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα κατά τα άλλα πανόμοιά τους.
3. Με συμπεριφορές ευδιάκριτες, ξεχωριστές και διαφορετικές από την κοινή.
4. Με την ημερομηνία και την ημέρα γέννησής τους, όπως και με τα παραδοσιακά ονόματα.
5. Σπάνια αλλά υπαρκτά με ονόματα της μυθολογίας μας. Κυρίως για τους φύλακες του νοικοκυριού, τους σκύλους. Όπως: Άρης, Ήρα, Άρτεμις κ.α.

Τα ονόματά τους μονοσύλλαβα, δισύλλαβα ή και τρισύλλαβα. Σπάνια με περισσότερες συλλαβές. Ιδιαίτερα αν τ’ όνομα του ζώου χρησιμοποιούνταν ή χρησιμοποιείται και για να το καλούν κοντά τους, αυτό θα έχει μια ή δύο συλλαβές. Όσο το δυνατό να προκαλεί μικρό ηχητικό άκουσμα π.χ. Τζεκ από το Τζέκος ή Βούλα από το Παρασκευούλα κ.λ.π. Έχει παρατηρηθεί ότι όσο μικρότερο το όνομα, τόσο γρηγορότερα κι ευκολότερα μαθαίνεται από τ’ ονομασθέν.


Α. ΥΠΟΖΥΓΙΩΝ

Ι) Αλόγων: όπως σ’ όλο το Πανελλήνιο έτσι και δω τα γνωστά: Κίτσος, Ψαρής, Αράπης, Κούλα κ.α.
ΙΙ) Γαϊδουριών: Μέντης, Αράπης, Μαλάμω, Μπατάλω, Γύφτος κ.α.
ΙΙΙ) Μουλαριών: Δεν υπάρχουν, γιατί το χωριό δεν είχε μουλάρια.


Β. ΒΟΪΔΩΝ
Τα θ(φ)ηλυκά τα έλεγαν γελάδες και τ’ αρσενικά βόιδα.
Δρακούλα, -ό: Όταν είχαν δύο χρώματα. Άσπρο και μαύρο.
Ρόιδα, -ο: τα κοκκινόχρωμα.
Τριγώνα, -ι: τα γκριζόχρωμα
Αράπα, -ικο: τα μαυρόχρωμα.
Κουτσούμπα, -ικο: αν είχαν μικρά πολύ ή σπασμένα κέρατα.
Μονοκέρα, -ικο: αν είχαν ένα μόνο κέρατο και το άλλο είχε σπάσει.


Γ. ΑΙΓΟΠΡΟΒΑΤΩΝ
Ι) Γιδιών: τα θηλυκά είναι οι γίδες ή κατσίκες, τ’ αρσενικά οι τράγοι ή τραγιά και τα πολύ μικρά είναι τα κατσίκια. Αν πλησιάζουν να χρονίσουν, λέγονται βετούλια.
Γκεσέμι: μεγαλόσωμο μουνουχισμένο (ευνουχισμένο) τραγί. Ήταν και είναι ο αρχηγός του κοπαδιού και ο μπροστάρης του στις μετακινήσεις. Αυτό ανοίγει το δρόμο για ν’ ακολουθήσουν οι υποτελείς του. Κουβαλάει στο λαιμό του το μεγαλύτερο τροκάνι ή κουδούνι, που είναι τα γαλόνια του.
Γκιόσα, -ος: έχουν άσπρα τα πόδια και την κοιλιά. Το υπόλοιπο σώμα μαύρο.
Κόρμπα, -ος: έχουν κατάμαυρο όλο το τρίχωμα.
Κοροβέσα, -ης: όταν έχουν μικρά ή κομμένα αυτιά.
Κουντουρή, -ός: όταν έχουν μικρή ή κομμένη ουρά.
Λυάρα, -ος: όταν έχουν άσπρο και μαύρο τρίχωμα, διάσπαρτα.
Μπάρτσα, -ος: από τη μέση και μπρος άσπρο τρίχωμα, το υπόλοιπο μαύρο.
Μπούσκα, -ος: όταν έχουν κόκκινο τρίχωμα στα δύο μάγουλα.
Ντρένια, -ος: από τη μέση και μπρος έχουν κόκκινο τρίχωμα, το υπόλοιπο μαύρο.
Πισωκερατού, -ος: τα κέρατα με καμπύλη μικρή ή μεγάλη γυρίζουν πίσω.
Ρούσα, -ος: αν έχουν τρίχωμα ξανθό ή λίγο καφετί ή κοκκινωπό.
Σκουλαρικού, -άς: όταν έχουν σκουλαρίκια που τους κρέμονται στο λαιμό ή στη βάση των αυτιών. Έτσι ξεχωρίζουν από τ’ άλλα τα ομοιόχρωμά τους. Τα σκουλαρίκια είναι κρεάτινες κωνικοκυλινδρικές αποφύσεις με μήκος δύο έως τρία εκατοστά, που ταλαντεύονται με την κίνηση του ζώου, όπως τα γυναικεία.
Σούτα, -ος: αυτά που δεν έχουν καθόλου κέρατα.
Στραβοκέρα, -ος: αυτά που έχουν στραβά κέρατα, δηλαδή άταχτα αναπτυγμένα.
Στριφτόκερη, -ος: αν τα κέρατά τους περιστρέφονται περί τον άξονά τους.
Τραγουλή, -ός: όταν τα κέρατά τους έχουν αναπτυχθεί κατά την κατακόρυφη διεύθυνση, είναι δηλαδή όρθια.
Φαλάρα, -ης: άσπρο τρίχωμα μετώπου και το άλλο όλο κατάμαυρο.
Ψάρα, -ος: αν έχουν γκρίζο χρώμα τριχώματος.

Δίπλα στο… κύριο όνομα, προστίθεται αν υπάρχει και το επίκτητο, το παρατσούκλι δηλαδή π.χ. «Έχασα το ψαρί τραγί, τον καυγατζή…» , ή «Πούλησα τη Φαλάρα, τη Βασίλω». Βασίλω την είπε, γιατί γεννήθηκε του Αγίου Βασιλείου.

ΙΙ) Προβάτων: τα θηλυκά είναι οι προβάτες ή προβατίνες. Τ’ αρσενικά είναι οι κριοί ή κριάρια. Τα παιδιά τους είναι τ’ αρνιά, που αν περάσουν το χρόνο μέχρι και τα δύο χρόνια λέγονται ζυγούρια (ζυγούρα - ζυγούρι).
Βάκρα, -ικο: ολόμαυρο τρίχωμα με καφέ στη μούρη.
Καλέσα, -ικο: με μαύρο τρίχωμα μόνο γύρω - γύρω στα μάτια. Το υπόλοιπο άσπρο.
Κατσένα, -ικο: όλη η μούρη με κόκκινο τρίχωμα. Το υπόλοιπο άλλο χρώμα τριχώματος.
Κερατού: αν έχει κέρατα.
Κοκκίνα, -ικο: λίγο κόκκινο τρίχωμα μόνο στα μάτια.
Κοροβέσα, -ικο: με μικρά αυτιά ή κομμένα.
Λάγια, -ιο: ολόμαυρα.
Μαυροκέφαλη, -ο: όλο το τρίχωμα του κεφαλιού μαύρο.
Μπέλα, -ικο: ολόασπρα.
Περδέλα, -ικο: τρίχωμα μαύρο με άσπρες λωρίδες.

Για να ξεχωρίσουν τα όμοια μεταξύ τους, δίπλα στο κύριο όνομα βάζουν και το παρατσούκλι π.χ. «Το μπέλικο κριάρι, ο φονιάς…» (αυτό που επιτίθεται και στ’ αφεντικό του), «Η καλέσα η ζημιάρα» κ.λ.π.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου