1 Μαΐ 2012

Το γλωσσικό ιδίωμα του χωριού Γαβαλάς


 Tο χωριό μας παρουσιάζει πολύ μικρό γλωσσικό ιδίωμα σε σχέση με τα χωριά που είναι αναπτυγμένα στον βόρειο ορίζοντά του και κυρίως με τα Κουμιοχώρια. Σ’ αυτό το φτωχό γλωσσοϊδίωμα μπορούν να ενταχθούν ορισμένες μετατροπές ή αντικαταστάσεις γραμμάτων με άλλα, μετατροπή φωνήεντος σε δίφθογγο, αλλά και προσθήκη ή αποβολή ενός φωνήεντος ως αρχικό της λέξης. 
Έτσι δημιουργείται ένα ελαφρό ηχητικά παράξενο άκουσμα, εξαιτίας της μικρής απόκλισης από την «καθομιλουμένη». Π.χ.: 
1α. Κουτάφι αντί κουτάβι. Εδώ το β έγινε φ. Σοφατζής αντί σοβατζής
●Βαβ – βαβ αντί γαβ – γαβ (Το σκυλί πόψε ούλη νύχτα βάβιζε). Εδώ το γ έγινε β.
●Βασούλια αντί φασόλια. Εδώ το φ έγινε β και το ο, ου.
●Μουσκάρι αντί μοσχάρι. Εδώ το χ έγινε κ και το ο, ου.
●Πελιστέρι αντί περιστέρι
●Γλήγορα αντί γρήγορα. Εδώ το ρ γίνεται λ. Γληγόρης αντί Γρηγόρης.
●Λειδινό αντί δειλινό. Εδώ το δ έγινε λ.
●Παλαθούρι αντί παραθύρι. Εδώ το ρ γίνεται λ και το υ, ου
Όξου αντί έξω. Εδώ το ε γίνεται ο και το ω, ου.
●Θυροστιά αντί πυροστιά. Το π γίνεται θ.
●Α-σκάλα αντί σκάλα. Προστίθεται το α. 
●Α-μασκάλη αντί μασχάλη. Προστίθεται το α και το χ γίνεται κ.
Αλήγορα αντί γρήγορα. Προστίθεται το α και το ρ γίνεται λ.
●Ποκεί αντί αποκεί. Αποβάλλεται το α. 
●Πόξου αντί απέξω. Αποβάλλεται το α, αλλά και όπως αναγράφηκε, μετατρέπεται το ε σε ο και το ω σε ου.
●Λέπου αντί βλέπω. Έχουμε αποβολή του β και το ω γίνεται ου.
●Λελούδι αντί λουλούδι. Έχουμε μετατροπή του διφθόγγου ου σε φωνήεν ε.
●Γεναίκα αντί γυναίκα. Το υ τρέπεται σε ε. Γι’ αυτό και η τοποθεσία του χωριού μας Γεναικάρι αντί Γυναικάρι, αφού είναι γνωστό ότι εκεί υπήρχε από πάρα πολύ παλιά μοναστήρι όπου μόναζαν γυναίκες.
●Όμπυο αντί πύο. Εδώ γίνεται προσθήκη του ο και μετατροπή πιθανόν του π σε μπ.
●Χαριστώ, χαριστήθηκα αντί ευχαριστώ, ευχαριστήθηκα. Αποβολή της διφθόγγου ευ.
1β. Σε κάποιες λέξεις το κ έχει μετατραπεί σε τσ.
Π.χ. Πουλάτσι μου – αντί πουλάκι μου, παιδάτσα – αντί παιδάκια, Γιαννάτσης – αντί Γιαννάκης, λησφάτσι – αντί λησφάκι (το φασκόμηλο) κ.ά.
Η μετατροπή αυτή του «Κ», που υπάρχει μέσα στη λέξη κι όχι στην αρχή, γινόταν αισθητή σήμερα πολύ λιγότερο– σε στιγμές τρυφερότητας, καλοπιάσματος ή ειρωνείας. Όπως: Πήγε να κόψει τη μουριά μ’ ένα πριονάτσι τόσο δα! ή Πού πάτε πουλάτσα μου ξυπόλητα στ’ αγκάθια; Δηλωτικό το «τσι» και του μικρού μεγέθους.
2. Στις επικλήσεις ή και κλήσεις ακόμα προ του καλουμένου ονόματος μπαίνει το κλητικό «Ω», όπως: Ω Γιαννάτση, πουλάτσι μου άμα πας για νερό στο πηγάδι, πάρε και το κανατάτσι μου να μου το γεμίσεις… ή Ω Νικολόοο, ρε έλα, πού είσαι ρέεεε!!
3. Η κατάληξη των τοπικών επιρρημάτων σε -ου αντί σε –ω. Όπως: Κάτου, πάνου, χάμου, πίσου, όξου.
4. Το άρθρο του ήταν κοινό στη γενική και για τα τρία γένη, πριν από το κύριο ρήμα και μετά το κύριο όνομα.
Π.χ. Του πατέρα του είπα…
Της μάνας του είπα…
Του παιδιού του είπα…
5. Τα ρήματα της ενεργητικής φωνής στον ενεστώτα δεν έχουν κατάληξη σε –ω αλλά σε –ου.
Π.χ. τρέχου, παίζου, πίνου, τρώου, γράφου, κλουθάου (ακολουθάου)…
Ο Παρατατικός σχηματίζεται κανονικά: έτρεχα, έπαιζα, έπινα, έτρωγα, έγραφα, κλούθαγα κλπ.
Ο Μέλλοντας σχηματιζόταν όπως ο Ενεστώτας με το θα: θα πίνου, θα παίζου, θα τρώου κλπ.
Στην Παθητική Φωνή, αντί της κατάληξης –ομαι, έχουμε –ουμαι για τον Ενεστώτα. Όπως: φορτώνουμαι, χτενίζουμαι, πλένουμαι, κλπ.

Παραδείγματα κλίσης των ρημάτων:
Παθητική Φωνή
Ενεστώτας   Παρατατικός
πλέν-ουμαι  πλεν-ούμανε
πλέν-εσαι     πλεν-έσανε
πλέν-εται     πλεν-έτανε
πλεν-ούμαστε πλεν-ούμασταν ή πλεν-ουμάστανε
πλέν-εστε πλεν-έσασταν ή πλεν-έσαστε
πλέν-ουνται πλεν-ούντανε ή πλέν-ουνταν


Σχηματισμός στα ασυναίρετα ρήματα:
Ενεργητική Φωνή - Ενεστώτας
πειν-άου τρώ-ου φιλ-άου
πειν-άς τρω-ς φιλ-άς
πειν-άει τρώ-ει φιλ-άει
πειν-άμε τρώ-με φιλ-άμε
πειν-άτε τρώ-τε φιλ-άτε
πειν-άνε τρώ-νε φιλ-άνε
Ενεργητική Φωνή - Παρατατικός
πείν-αγα έτρω-γα
πείν-αγες έτρω-γες
πείν-αγε έτρω-γε
πειν-άγαμε τρώγ-αμε χωρίς την
πειν-άγατε τρώγ-ατε αύξηση «ε»
πειν-άγανε τρώγ-ανε στον πληθυντικό

Παθητική Φωνή - Ενεστώτας
αγαπ-ιούμαι τραβ-ιούμαι ή τραβ-ιέμαι
αγαπ-ιέσαι τραβ-ιέσαι
αγαπ-ιέται τραβ-ιέται
αγαπ-
ιούμαστε τραβ-ιούμαστε
αγαπ-ιέστε τραβ-ιέστε
αγαπ-
ιούνται τραβ-ιούνται

Παθητική Φωνή - Παρατατικός
αγαπ-ιούμανε τραβ-ιούμανε
αγαπ-
ιέσανε τραβ-ιέσανε
αγαπ-
ιέτανε τραβ-ιέτανε
αγαπ-
ιούμασταν τραβ-ιούμασταν(ε)
αγαπ-
ιέσαστε ή αγαπ-ιέσασταν τραβ-ιέσαστε ή τραβ-ιέσασταν
αγαπ-
ιούντανε ή αγαπ-ιούνταν τραβ-ιούντανε ή τραβ-ιούνταν
 

Ενεργητική Φωνή Παθητική Φωνή
Αόριστος Αόριστος
κλούθ-ησα αγαπ-ήθηκα
κλούθ-ησες αγαπ-ήθηκες
κλούθ-ησε αγαπ-ήθηκε
κλουθ-ήσαμε αγαπ-ηθήκαμε
κλουθ-ήσατε αγαπ-ηθήκατε
κλούθ-ησαν ή κλουθ-ήσανε αγαπ-ήθηκαν ή αγαπ-ηθήκανε


Εκτός από τα παραπάνω, υπάρχουν και πολλές άλλες λέξεις που μπορεί να ενταχθούν στο γλωσσικό ιδίωμα ή ντοπιολαλιά. Μερικές απ’ αυτές ίσως ανήκουν και στα ιδιώματα των λίγο ή πολύ γειτονικών μας χωριών.
Σήμερα για μας, εκφορείς τέτοιων σπάνιων ακουσμάτων είναι μόνο τα ελάχιστα υπερήλικα άτομα που έχουν απομείνει και όσοι νεότεροι ως ωτακουστές τ’ αποτύπωσαν και τα διατηρούν ακόμα στην πλάκα του εγκεφάλου τους. Για τη νεολαία τέτοιες λέξεις φαντάζουν στο άκουσμά τους σαν ταφικά κτερίσματα που ανασύρονται από την τελευταία κατοικία του αρχαίου ενοίκου της, γι’ αυτό και τις αναφέρουμε.
Χρέος μας η διάσωση και καταγραφή σήμερα όσων είναι μπορετό. Τέτοιες λέξεις είναι: 

αγγούλα = μπαστούνι με κυκλική λαβή 
αγκλιά = το κομμένο κάτω μέρος του νεροκολοκυθιού, σαν τάσι, που το χρησιμοποιούσαν για να πιάνουν διάφορα υγρά, κυρίως όμως στα λιοτρίβια για το λάδι.
αγλήγορα = γρήγορα
άζα = πολύ πικρό, φαρμάκι 
Αλέτρια = Ερέτρια
Αληβέρου = Αλιβέρι 
αλητήρα = μεταλλική κατασκευή αποτελούμενη από δύο μικρούς κύκλους πάχους ενός αρκετά χοντρού καρφιού. Μπορούσαν να περιστρέφονται χωρίς να απομακρύνονται μεταξύ τους. Ήταν εξάρτημα του σκοινιού που έδεναν μικρά κυρίως ζα, ώστε με την ανεξάρτητη περιστροφή τους, δεν έστριβαν τα δύο κομμάτια του σκοινιού που ένωνε. 
αλόρτα = όρθια
Αλουκάς ή Σουλουκάς = το χωριό Άγιος Λουκάς
Αλουκαΐτες ή Σουλουκαΐτες = οι κάτοικοι του Αγίου Λουκά
αμή = εμαμπολή = το βαθύ αυλάκι, που έφερνε το νερό από τη Δέση στη στέρνα του νερόμυλου 
αμποργιά = η πόρτα της αυλής ή του φραχτού (αυλόπορτα) 
αποκαής = ο φούρνος που ανάβεται για δεύτερη φορά πριν καλά καλά κρυώσει. Ο πότης που ξαναπίνει μόλις έχει ξεμεθύσει. 
άρνα – κούκουλα = τούμπα ή «σωρό δεμάτι»
αρουλιάζει = ιδιόμορφο μακρόσυρτο κλάμα σκυλιού ασκάλα = σκάλα
άσμα
= εδώ το άσθμα 

ατζάνεμος ή ατζανέμι = μέρος που δεν το χτυπά κρύος αέρας (απανέμι)
αχεργιώνα = ο αχυρώνας
αχιουρίζου = ρίχνω άχυρο στο παχνί των ζώων
βαταλάησε = έσκασε στο κλάμα (συνήθως για μωρά)
βασούλια = φασούλια= φασόλια 
βέζου = βάζω
βλαρό = μαλακό, φρέσκο, πράσινο
βλογιά = το πρόσφορο, η λειτουργιά
βολά = φορά 
βόλαθρο = το βάραθρο
βορδόλακας = βρυκόλακας
βότσι = ο κώνος του καλαμποκιού
βουληθιά = ακαθαρσία βοδιού 
βουλωμένος = βρισιά για τον σημαδεμένο
βρωμάρι = βρώμη
γελάδα= αγελάδα
γεράνι = είδος μοχλού απλής κατασκευής που βοηθούσε στο βγάλσιμο νερού από ρηχό πηγάδι 
γενέτανε = γινότανε
γερανίζου = γέρνω
γκάρδι = ο σκορδόκηπος 
γκορίτζα = γκοριτσιά
γκουμούλι
= κωνικού σχήματος μικρός σωρός χώματος στη ρίζα φυτών. Ενδεικτικό της απαγόρευσης για βόσκηση χορτονομής, όταν δεν γινόταν στη ρίζα του φυτού, αλλά σκόρπια στο χτήμα.

γκουμουράδα = ο σωρός από τις πέτρες του γκρεμισμένου σπιτιού ή τοίχου 
γκουρδουλάνι = το λαρύγγι 
γκράπα = ξύλινη διχάλα με ένα μικρό και ένα μεγάλο σκέλος, που τη χρησιμοποιούσαν για να πιάνουν διάφορους καρπούς, κυρίως για σύκα.
γκράτζα = το κάτω μέρος της στάμνας μετά το σπάσιμό της, που το χρησιμοποιούσαν για ποτίστρα και ταΐστρα μικρών ζώων.
γκρόπα = βαθύς χωμάτινος λάκκος
γλίδα = λίγδα
γουλόλαιμος = λαίμαργος
γρούνι
= γουρούνι
δέση = το μέρος στο ποτάμι, όπου γινόταν, με προσωρινή ή μόνιμη κατασκευή, η εκτροπή μέρους του νερού της κοίτης του στην αμπολή.
διαφεντής
= διευθυντής, αφεντικό 

διαφέτι = ετοιμασία για φαγοπότι, το τραπέζωμα πολλών 
δισκάφισμα = το ελαφρό σκάψιμο για ξεχορτάριασμα του αμπελιού, του μποστανιού κλπ. (γινόταν με πλατιά τσάπα) 
δρακουλό βόιδι = βόιδι με μαύρο και άσπρο χρώμα 
δραπάνι = δρέπανο
δρομίς
= γρήγορο περπάτημα, ελαφρό τρέξιμο 

δρωτσίλες = τα μεγάλα σπιθούρια
δρωτσίλια = τα μικρά σπιθουράκια του δέρματος από διάφορες αιτίες
δωχάμου = εδωδά
εμή = εμ, τότες, ναι, άρα… ανάλογα με τα συμφραζόμενα
έρριζα
= σύρριζα
ζάρακας = βρισιά για τον μικρόσωμο και καχεκτικό άνθρωπο ή ζώο
ζάφτι = καταφέρνω, νικώ
ζο
= ζώο
ζουντανός
= ζωντανός 

ζουτουλιάρης = ζητιάνος
ζουράου = υποφέρω πολύ ζώντας
ζουρείο = η καμάρα και ο χώρος γύρω της απ’ όπου έφευγε το νερό του νερόμυλου
θάμα = το θαύμα
θανεύου
= το καθάρισμά του για σπορά χωραφιού από θάμνους, αγκάθια, χόρτα κ.ά.

θυροστιά = πυροστιά ή σιδεροστιά
κακάλι = το λειρί της κότας
καλαστρούμπι
= είδος αράχνης με πολύ λεπτά και μεγάλα πόδια
καλλίκεψε
= καβαλίκευσε 

καμπαδόχι = η καπνοδόχος του τζακιού
κάνε… = ή (διαζευκτικό)(π.χ. … ήτανε θεριστής, κάνε αλωνάρης τότε που..) 
καλαπόδια = και είδος πίτας (ένα φύλλο διπλό σε σχήμα ημικυκλικό, που μέσα έχει χόρτα ειδικά άγρια, κλεισμένο κατά το ημικύκλιο, ψημένο σε πλάκα).
καλαχίδα = το διάτρητο αντικείμενο. Το μικρό αμπάρι πάνω από τις μυλόπετρες του νερόμυλου, απ’ όπου έφευγε το στάρι κι έπεφτε σ’ αυτές
κανιάρης = ο με πρόβλημα στο ματόκλαδο 
καραντούτσα = βρισιά για νέα γυναίκα 
κάρκανο = το πολύ ξεροψημένο ψωμί, φαγητό κλπ.
καρόγκια = βεδούρα = το ξύλινο ή μεταλλικό δοχείο που χρησιμοποιούσαν οι βοσκοί για το άρμεγμα των ζώων τους 
καρτσαβέτσα = τα αγγούρια
καστόρα = αχυρώνας, στάβλος 
καταπότι = το αυλάκι που μέσα τρέχει το νερό (υπάρχει στο περιβόλι, στις αυλές, στα χωράφια..)
κατέ = προς (κατεκεί, κατεπάνου κλπ.)
κατσαβούρι= κρύος αέρας με ψιλό νερόχιονο
κειχάμου = εκειδά
κεψές = η τρυπητή μεγάλη και ρηχή κουτάλα 
κοκκιάζου= ταιριάζω λέξεις 
κοκκορέτσα = κοκκορεβυθιά = η αγριοφυστικιά
κοκκοτσέλι = χαλάζι
κοκόσι = το πολύ καθαρό και άσπρο π.χ. για το σφαγμένο γρούνι. (Το μαδήσαμε, το καθαρίσαμε, το πλύναμε κι έγινε κοκόσι )
κόλλημα = …και ένα κομμάτι παλιού πανιού, η πατσαβούρα
κολληματούρα = πυκνές και μεγάλες νιφάδες χιονιού, που κολλάνε
κονοπίτσα = η λυγαριά 
κορήτα = η σκαλιστή στην πέτρα ποτίστρα, που υπήρχε στο αλώνι του πηγαδιού, για να πίνουν τα ζώα νερό και να πλένουν οι χορτοσυλλέκτριες τα χόρτα τους
κοτάου = τολμώ 
κουκουβία = κουκουβάγια
κουκουμάτσα = το κούμαρο αλλά και η κουμαριά
κουλιούμπι ή κουλούμπρι = κολύμπι
κουλουράου ή τσουλουράου = κυλίω
κουλούτσι = ό,τι δεν βλέπει (το στραβό), ο τυφλός ή στραβός 
κούντουλια = η κούνια με σκοινί, που κρεμόταν από ψηλά
κουντουρό = το κολοβό
κούρης = τεμπέλης
κουτσαφιά = το κομμένο φυτό του κουκιού με ή χωρίς τα λουβιά του
κρούμπουλα = ό,τι τελείως γεμάτο 
κούφωμα = … και το μικρό κτίριο του ενός δωματίου 
κύλισμα = η τέλεια ισοπέδωση σκαμμένης επιφάνειας 
κωλογιούρης = ο πολύ αργός στη δουλειά
λαγά – λαγά = ό,τι περνάει κρυφά και σιγά – σιγά, πολύ προσεχτικά
λαγάζου = ησυχάζω, κρύβουμαι, προστατεύουμαι…
λαφάζου = λαχανιάζω 
λάχανα = … και τα άγρια φαγώσιμα χόρτα 
λαχίδι = στενόμακρο, μικρό κομμάτι γης
λεγούνα = λεπτή βέργα
λειδίνιασε = πήρε απόγευμα 
λειδινό = δειλινό
λειμμίστια
= ξερά λεπτά κλαδιά για προσάναμμα

λεϊμόνι = λεμόνι
λενιά = κλωστή 
λεφαντινό = μαλακό, αδύναμο 
λημαριά = λαιμαριά = το εξάρτημα που έμπαινε γύρω από το λαιμό του προς ζεύξη ζώου 
λημμάρι = ο σχηματισμός με τα έξι χερόβολα σε κάθε θερισμένο χωράφι 
λικούτσι ή πυρήνα = ό,τι έμενε μετά το βγάλσιμο του λαδιού πο τις ελιές (λιόμαζα)
λιλιτσίνες = μικρόσωμο και σπάνιο είδος σφήκας, που κάνει την φωλιά του συνήθως στη γη
λίντα = το βελανίδι
λιόρης = το αστέρι Αποσπερίτης αλλά και ο βοσκός των άλλων οικόσιτων ζώων - πλην του κοπαδιού – κατά τους καλοκαιρινούς κυρίως μήνες
λοκάνικα = λουκάνικα αλλά και οι έγχρωμες ραβδώσεις κατά μήκος της γυμνής κνήμης των παιδιών, από την έκθεσή της στη θερμική ακτινοβολία της πυράς της παραστιάς το χειμώνα
λούβα = λέπρα (κατάρα: π.χ. Που λούβα να σε φάει!) 
λούρα = βέργα 
λυσσαντερία = η αρρώστια δυσεντερία
μαδαρό = το γυμνό αλλά και είδος φαγητού, που γινόταν με φαγώσιμα αγριόχορτα ανακατεμένα με λίγο αλεύρι και ψηνόταν σε ταψί στον ξυλόφουρνο
μαλ(λ)ιασούρης –α = χαρακτηρισμός για άτομο άτυχο, που πάσχει, που παλεύει τη ζωή μόνο του… Δηλαδή το πολύ ταλαιπωρημένο.
μάρα = … και η κουμαριά 
μελούτι = απλή δερμάτινη κατασκευή για τη μεταφορά του μωρού 
μιλιγκόνια = τα πολύ μικρά κοκκινωπά μυρμήγκια
μόκρα = ο πέτρινος χερόμυλος
μολάου = αφήνω τελείως ελεύθερο κάτι, σχολάω 
μονά – μονά = όποιος, –α, -ο περπατάει στην άκρη του δρόμου προσεχτικά, χωρίς να κοιτάζει γύρω του και να μιλάει
μονέ = αλλά, άιντε, μόνο… (ανάλογα με τον τονισμό)
μονόταρο = ολόκληρο 
μοτινός = ο καθυστερημένος στις απόψεις, αυτός που έχει απαρχαιωμένες αντιλήψεις, αυτός που έχει μείνει στην πολύ παλιά μόδα ντυσίματος κλπ.
μουζούρα = μουτζούρα 
μουλώνου = μπουλώνου = σκεπάζω με χώμα, θάβω, γεμίζω με χώμα, πέτρες, μπάζα κ.α. ένα πηγάδι ή λάκκο
μούρτα = μυρτιά
μουσκάρι = μοσχάρι
μουσκίδα = νεαρή αγελάδα
μουτσούνες = μασκαράδες
μπάος = φοβέρα για τα μικρά παιδιά (π.χ. Μη, γιατί «θα σε πάρει ο μπάος»)
μπάουκάου = τίποτα (π.χ. δεν καταλαβαίνει μπάου - κάου) 
μπαούτσι = σχήμα ή μορφή που φοβίζει, δαιμονικό 
μπαρθακάς = βάτραχος
μπαρθακλώσα = ο μεγαλύτερος και πιο άσχημος βάτραχος της ξηράς (φουρνία)
μπάτος = πάτος 
μπελιάς = ο μπελάς
μπινιάρια ή μπινιάρικα = τα δίδυμα
μπιτίζου = βάζω κάτι για να γίνει ακριβώς (π.χ. Μου έδωσε η γειτόνισσα δύο αυγά και τα μπίτισα δέκα, για να δούμε θα τα κλωσήσει η κλώσα;)
μποδάου = εμποδίζω
μπουλούντρα
= θολό νερό, κρασί, ξίδι κλπ.

μπουσκαρίδα = η κρεμμύδα της πρωτοχρονιάς, το σφερδούκλι, ο ασφόδελος
μπουστούρα = η κοιλιά, το στομάχι 
μπουστούρης = βρισιά για τον κοιλαρά, κυρίως για τον αδύνατο με κοιλιά μεγάλη 
μπουφαρίζου = καταβρέχω – μια μικρή επιφάνεια – με τα χείλια, γεμίζοντας το στόμα με νερό ή κρασί, κάνοντας με τα χείλια μπουφφ 
μπρακάτσι = κουβάς
νέθου = γνέθω
νέμα
= νήμα

ντηριέμαι = διστάζω 
νοσσίδα = η πουλάδα, η νεαρή κότα, που σαν πρωτόγεννη έκανε μικρά αυγά 
νουρά = ουρά 
ντάλα και ντάλια = μονάδα μέτρησης δημητριακών κυρίως και σπάνια μούστου. Μία ντάλα = 10 ξάγια
νώμος = ώμος
ξαέρι = το μέρος που φυσάει δροσερό αεράκι τις πολύ ζεστές μέρες, το δροσόσκι 
ξαρίζου – ξάρισμα = το ελαφρό πρόχειρο καθάρισμα της στρούγκας, που το έκαναν με πρόχειρη σκούπα, ένα κλαρί ή με μια θυμαρίσια σκούπα
ξάι = κυλινδρικό μεταλλικό δοχείο για το μέτρημα των δημητριακών. Ένα ξάι = 10 οκάδες
ξαργού = επίτηδες
ξεκακίζου = η ψυχική εκτόνωση με περπάτημα ή συζήτηση κλπ. 
ξεροκούμουτσο = ξερό κομμάτι ψωμιού 
ξεφταλάγιασε = κατατρόμαξε
οβραίος = εβραίος
ολόπαστο = … και το ολόπαχο
όξου
= έξω 

όργος = μικρή επιφάνεια χωραφιού οργωμένου, σπαρμένου, αθέριστου ή θερισμένου
ούλοι
= όλοι 

ούρα = ο αναμμένος δαυλός
παγάδα = άπνοια
παγιουρό
= σκληρό (για τα λαχανικά και τα χόρτα)

παλαθούρι = παράθυρο
πάνα = … και το φουρνόξυλο με τα δεμένα στη μια του άκρη πανιά για να πανίζουν τον φούρνο (τραβούσαν έξω τη στάχτη και τα κάρβουνα) 
πανακωτή = πινακωτή
πανταγάδα = πόρτες ή παράθυρα τελείως ανοιχτά
πάντησα
= συνάντησα 

παραμάζεμα = … και φόρα
παραμαζεύου = ….και παίρνου στο κυνηγητό κάποιον ή κάποιους, π.χ. Βούτηξα ένα τρακαδόξυλο και τους παραμάζεψα (κυνήγησα)
παρδάσκελα = καβάλα σε ζώο με τα δύο πόδια στην ίδια μεριά (στα δεξιά) του σαμαριού
παστό = του γρουνιού τα βρασμένα και αλατισμένα κομμάτια του δέρματος με όλο το λίπος τους, που τα έβαζαν στο άδειο τυροτούλουμο και τα χρησιμοποιούσαν για άρτισμα του ψωμιού ακόμα και για ομελέτα ή άλλο φαγητό.
παχνί
= η φάτνη αλλά και το χτιστό αυλάκι, που έφερνε το νερό από τη στέρνα στο βαρέλι του νερόμυλου

πελιστέρι = περιστέρι 
πεντοβολιά ή ποντοβολιά = η ωραία μυρωδιά (και μυρουδιά)
πινιότα
= πήλινος σύγχρονος αμφορέας, που τον χρησιμοποιούσαν για την αποθήκευση μελιού, πετιμεζιού, βουτύρου, λίγδας, πελτέ κ.α.

πιστατή = μονόφυλλη λειψόπιττα, που ψηνόταν σε πλάκα 
πιστομιούμαι ή πιστομιέμαι = περδικλώνουμαι και πέφτω
πιτουρίζου
= με το χέρι πασπαλίζω με πίτουρο, αλεύρι, αλάτι, χώμα κ.α. αραιά μια επιφάνεια
πλακόπιττα = χαρακτηρισμός ανθρώπου, που τη μια στιγμή υποστηρίζει την άποψη ενός και την άλλη, την αντίθετη άποψη άλλου 

ποκόντρια = υποψία για κάτι, συνήθως για κακό 
πολειφάδι ή απολειφάδι = μικρό απομεινάρι πλάκας σαπουνιού
πομόναχος = κάτι σαν ευχή για το απευκταίο. Λεγόταν για τον ανάποδο ή κακό άνθρωπο. Π.χ. πομόναχος να είναι ο…, δηλ. να μη βρεθεί άλλος σαν αυτόν.
πόξου = έξω από 
ποσούρανε = σχεδόν τελειώσανε
ποτού
= ποκεί = αποκεί
πουρπούσουρο
= φουρνόξυλο 

πούστωμα = πώμα, βούλωμα
πυροκάμη = φλόγα φωτιάς δυνατή, ψηλή 
πωρί = … και έδαφος με πωρόλιθο
πωρικά = οπωροφόρα δέντρα
ροΐδι = ρόδι
ρουκουλάου = κυλίω προς τα κάτω σε γκρεμό
ρουκουλήμα = γκρεμός
ρούμπι = η νίκη σε παιχνίδι
ρουμπώνου = προλαβαίνω κάποιο μήνυμα, δοκιμάζω για πρώτη φορά κάτι φαγώσιμο όπως λαχανικά, φρούτο κλπ. μέσα στην χρονιά
ρουσάλια = δρόμοι και βουνά (π.χ. Από τον πόνο του δοντιού «πήρα τα ρουσάλια»)
σαλάτες = … και τα αγγούρια
σάσμα
= βαρύ, χοντρό σκέπασμα από τραγόμαλλο

σγουράφος = ζωγράφος
σερνικό
= αρσενικό 

σιδεροστιά = πυροστιά
σίχλα = μούχλα
σκαλεθούρα = φτιαχτή φωλιά σε πέτρινο τοίχο, για πρόχειρη κρυψώνα μικροαντικειμένων 
σκαμαγκούδα = οι νιφάδες του χιονιού
σκαρπέτα = καρπέτα = είδος μάλλινης κουβέρτας
σκέπη = λεπτή μεμβράνη στην επιφάνεια υγρού
σκιλόρεμα = το ρέμα που σκίλωναν (έριχναν μέσα σπρώχνοντας) τα γέρικα και ανήμπορα για δουλειά υποζύγια, αφού ήταν άχρηστα πια
σκιλώνου = ρίχνω μέσα σε απότομο γκρεμό το γέρικο και ανίκανο για δουλειά πια γαϊδούρι ή άλογο, για να ψοφήσει 
σκίνιο = ο σχίνος 
σκιντηλήθρα = σπίθα φωτιάς 
σκίτζα = η θαμνώδης και καχεκτική αγριλιά (άγρια ελιά)
σκοκίζου = βγάζω τα σπόρια του καλαμποκιού από το βότσι (κώνο) ή τα σπέρματα του κουκιού, φασολιού κ.ά. από τα λουβιά τους 
σκόλος = ένα φυτό αμπελιού
σουβάλα = αρκετά μεγάλος λάκκος με νερό, υπάρχει στα ρέματα κυρίως 
σουφραΐδα = σφραγίδα
σοφιλιάζου
= εφαρμόζω

σπιθάρι = μικρή πέτρινη σουβάλα 
στάμα = μονάδα μέτρησης του λιόκαρπου. Είχε έξι έως εφτά ξάγια καρπού.
στάλπη = το πηγμένο γάλα 
στατουλιάζου = στέκομαι στα πόδια μετά από πέσιμο ή από πολύ μεθύσι, η προσπάθεια του νεογέννητου ζώου να σηκωθεί, να σταθεί και να περπατήσει (στατούλιασμα)στερνά = τα ύστερα
στιβάρισμα = η απολύμανση του κρασοβάρελου με εκχύλισμα διαφόρων αρωματικών φυτών, κυρίως όμως του θάμνου στίβα
στο συγνό = αμέσως (π.χ. Η αρρώστια θέλει «στο συγνό» γιάτρεμα) 
στούμπι = πέτρα ωοειδής και λεία, που έτριβαν το χοντρό αλάτι κ.ά.
στραμπουλάρι = ο στύλος στο κέντρο τ’ αλωνιού, που έδεναν την ομάδα των ζώων (συνήθως άλογα), που αλώνιζαν τα δεμάτια
στρεμμάτισμα = το βαθύ σκάψιμο αμπελιού, μποστανιού, περιβολιού κλπ. Γινόταν συνήθως με το δικέλλι.
στρέπλα στρέπλα = το ασταθές βάδισμα (από μεθύσι, γηρατειά, ανημπόρια…) 
στρίβλα = η στριμμένη μακριά, λεπτή και μαλακιά βέργα από αγριελιά, λυγαριά, σχοίνο, ιτιά κ.α., που τη χρησιμοποιούσαν για πρόχειρο μικρό σχοινί 
στροβοράδα = αγκούλα = μαγκούρα
συνατί τους = αναμεταξύ τους 
συντρόφι = το ύστερο της γέννας
συρμή = ομαδική εποχιακή ίωση, όταν προσβάλλει το ένα μετά το άλλο άτομα. Ο δρομίσκος που ακολουθούν – στη σειρά – διάφορα έντομα και άλλα ζώα.
σωτηρεύου = ετοιμάζω, νοικορεύω 
σώχωρο = μικροϊδιοκτησία εκεί που πολύ παλιά ήταν οικισμός. Έβγαζε βραστερά όσπρια
τάλαρο = είδος ξύλινου βαρελιού με κωνικό ή κυλινδρικό σχήμα. Το χρησιμοποιούσαν για ν’ αποθηκεύουν ελιές, τυρί και το χριστουγεννιάτικο χοιρινό σε άρμη.
ταλιαρίζω = κόβου σε κομμάτια ένα σφάγιο με μαχαίρα, τσεκούρι ή κοσόρα… Χτυπάω πολύ άσχημα κάποιον με ξύλο ή με γροθιές, κλωτσιές ….
τ’απίστομα
= μπρούμυτα
ταρίζου
= αφήνω τελείως ελεύθερα ζώα να βοσκήσουν, στρώνω κάποιον για καλά στη δουλειά ή μια μηχανή να δουλεύει ομαλά 

ταρπί = μεγάλη ανθεκτική κόφα καλαμένια ή κονοπιτσένια χωρίς χέρια
τζα = τα κουζινικά σκεύη
τζουβέκι = πήλινο σκεύος κουζίνας σε σχήμα κατσαρόλας 
τολάιστον = τουλάχιστον
τουδά = εκειδά
τρακάδα = στοίβα από ξύλα για το τζάκι, τοποθετημένα το ένα πάνω στ’ άλλο στη σειρά
τράπι = τα πολύ μικρά ρέματα και τα βαθιά αυλάκια, που ανοίγει το νερό της βροχής
τραχήλα = ονομασία σκύλας με μαύρο χρώμα και άσπρο γύρω από το λαιμό 
τρικούζα = σκοινί που γινόταν με πλέξιμο γιδόμαλλου
τρούπα = τρύπα (π.χ. Τρούπατο = τρύπησέ το)
τσακούλα = σακούλα 

τσαλιαπί = σαύρα 
τσίγκιλια = η πιο ψηλή κορφή του δέντρου
τσίλωμα = αγκάθι
τσέπι = μικρή προεξοχή σε αντικείμενο, μικρό καρούμπαλο στο κεφάλι, στη μύτη ή αλλού
(κοκκοτσέπι = το τσέπι με μέγεθος μεγάλου κόκκου) 
τσούγκι = το μικρό ξερό, σκληρό και σουβλερό σπασμένο παρακλάδι πάνω σε ξερό ή πράσινο βλαστό
τσουκάλι
= πήλινο σκεύος κουζίνας σε σχήμα μακρόστενου αμφορέα, ειδικό για το βράσιμο οσπρίων – όλη νύχτα – στην αναμμένη παραστιά

τσουλουνάρι = το νερό ή άλλο υγρό που περνώντας από στενό πέρασμα, πετάγεται με ορμή πέρα τσουλουράου = κυλίω 
τσούφα = το πολύ αθόρυβο κλάσιμο
τσούχτρης = σκορπιός
φηλυκό = θηλυκό
φιλιάτικο = φίλεμα με κάτι
φιλιότσος
= βαφτιστικός 

φορτίο = … και μεγάλη μονάδα μέτρησης μούστου ή κρασιού (ένα φορτίο = 100 kg ή 80 οκάδες)
φόρτωμα = το μέγιστο βάρος, που φόρτωναν σε ένα ζώο 
φουντουλιάρης = αυτός που θυμώνει εύκολα 
φουρλάκι = βάδιζε πολύ γρήγορα 
φραγκάζουμαι = στήνω αυτί ν’ ακούσω 
φταρωμένος = βρισιά για τον παράξενο άνθρωπο
φταρώνου
= ξαφνιάζω ή και φοβίζω 

φτενός = λεπτός
φώλι = η φωλιά στον πέτρινο τοίχο για να γεννούν οι κότες και το αυγό που είχε πάντα μέσα η φωλιά για να προσελκύει τις ετοιμόγεννες
χαλατσούκα = το τελείως χαλασμένο αντικείμενο
χάτζα = τρυφερή βρισιά για τα θηλυκού γένους άτομα ή ζώα, που σημαίνει: λίγο αγαθή, λίγο ζωηρή ή ανήσυχη… 
χαράρι = μεγάλο και φαρδύ σακί που έβαζαν και κουβαλούσαν τ’ άχυρο, φτιαγμένο στην αρχή από κουρελούδες, αργότερα από καραβόπανο 
χειμωνικό = το καρπούζι
χερόβολο = ποσότητα θερισμένων σταχιών τριών ως πέντε χεριών δεμένων με σταχόσχοινα 
χούμα = χώμα
χουνί
= χωνί 

Χρίσος = ο Χρήστος
χωροφιάρης ή δραγάτης = αγροφύλακας
ψάρα = μεγάλη κουλούρα λειψή, ζυμωμένη πολλές φορές με ή χωρίς λίγη λίγδα και τυρί και ψημένη στον ξυλόφουρνο
ψίθη
= το αναπήδημα ενός ελαστικού αντικειμένου, όταν κτυπήσει κάτου (π.χ. το τόπι). Επίσης δερμάτινο εξάρτημα του κόθρου (περιλαίμιο ξύλινο κατσίκας ή προβάτας, απ’ όπου κρέμεται το τροκάνι) που επιτρέπει την ελεύθερη κίνηση του γλωσσιδίου του τροκανιού.
ψιλαχό
= σκέτο. Το έλεγαν συνήθως όταν έτρωγαν τυρί ή κρέας ή και φαΐ χωρίς ψωμί. Π.χ. Έφαγε το τυρί ψιλαχό...


------
*Ο Γαβαλάς είναι χωριό κοντά στο Αλιβέρι της Εύβοιας

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου