ΟΙ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ, αυτή η πηγή της λαϊκής σοφίας,
η «διαλόγου δωρεά» της πείρας των
προγενέστερων στις μεταγενέστερες
γενεές, είναι ένας πλούτος πνευματικός
που οι ανώνυμοι κληροδότες του ψήγμα
ψήγμα τον κληροδότησαν με άγραφα
συμβόλαια στον κάθε άνθρωπο, φτάνει
μόνο να τον γνωρίζει και να αναγνωρίζει
την αξία του.
Οι
θυμόσοφοι, οι γεννήτορες δηλαδή των
παροιμιών, ανήκαν σ’ όλες τις κατά
καιρούς τάξεις των ανθρώπων κατά τη
διαδρομή της ανθρώπινης ιστορίας.
Σίγουρα θα ήταν «εκλεκτά μέλη» των
εκάστοτε κοινωνιών όπου ζούσαν, έχοντας
το χάρισμα της υπέρβασης της λαϊκής
συντομολογίας, για να μπορούν να εκφράζουν
την παρατήρησή τους ολιγόλογα, καθαρότατα,
σοφά και πολλές φορές έμμετρα. Γι’ αυτό
τα αποφθέγματά τους, καταστάλαγμα της
σκέψης του πολύπειρου νου τους, προτρέπουν
και αποτρέπουν, σαγηνεύουν και φοβερίζουν,
εύχονται κι απεύχονται, λοιδορούν και
σατιρίζουν, κυρίως όμως διδάσκουν, απλά,
μεθοδικά και ξεκούραστα.
Τα
ερεθίσματα τα δέχτηκαν από τον περιβάλλοντα
χώρο τους σαν παρατηρητές ή σαν «παθόντες
και μαθόντες», γι’ αυτό και η σύνταξη
του αποφθέγματος για το ίδιο δρώμενο ή
αντικείμενο, από διαφορετικούς
παροιμιολόγους σε διαφορετικούς τόπους
και χρόνους, έχει εκφραστεί με τον ίδιο
ή παρόμοιο λιτό και απέριττο λόγο. Κάπου κάπου όμως, επειδή ίσως αλλάζει η
οπτική γωνία κατόπτευσης και στόχευσης,
τα αποφθέγματα του ίδιου στόχου έχουν
προσεγγίσεις αντίρροπες, ώστε να
αντιστρατεύονται μεταξύ τους. Οπως το
«Ποτέ
δεν είναι αργά»
με το «Τώωωρα,
πέταξε το πουλί».
Από τις παροιμίες, τις παρομοιώσεις και τα λαϊκά γνωμικά, που θα αναφερθούν παρακάτω, που ακούστηκαν και ακούγονται στο χωριό μας, τον Γαβαλά της Εύβοιας, υπάρχει μία σειρά που ίσως δεν είναι καταγεγραμμένη στα διάφορα παροιμιολόγια. Αν έτσι είναι, πρόκειται για παροιμίες ή γνωμικά που είναι ενδημικά και δεν έχουν ταξιδέψει στην ευρύτερη περιοχή για διάφορους λόγους, όπως λόγω σπάνιας και εξεζητημένης χρήσης, ευπρεπισμού ή «προσβολής της δημόσιας ακοής» κ.ά.Βέβαια η λαϊκή θυμοσοφία είναι σαν τα ταξιδιάρικα πουλιά, που πάνε κι έρχονται στα πέρατα της οικουμένης, με τις συναναστροφές, τα ταξίδια, τον προφορικό και γραπτό λόγο, πάντα ελεύθερο, χωρίς αφεντικά και περιορισμούς, αφού οι χρήστες τους δεν πληρώνουν για πνευματικά δικαιώματα σαν συνιδιοκτήτες εκ γενετής που είναι.
Παροιμίες,
Παροιμιακές Φράσεις,
Παρομοιώσεις – Παραινέσεις, Λαϊκά Γνωμικά, Φοβέρες, Ευχές και Κατάρες (με απλή καταγραφή και πρόχειρη ομαδοποίηση)
Παρομοιώσεις – Παραινέσεις, Λαϊκά Γνωμικά, Φοβέρες, Ευχές και Κατάρες (με απλή καταγραφή και πρόχειρη ομαδοποίηση)
- Νηστικό αρκούδι δε χορεύει.
- Ο χορτάτος τον νηστικό δεν τον πιστεύει.
- Ο πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται.
- Ποιος είχε το μέλι στο δάχτυλο και δεν το έγλειψε;
- Όποιος κρατάει μαχαίρι, τρώει πεπόνι.
- Όποιος πάει για τα πολλά, χάνει και τα λίγα.
- Όποιος λυπάται το καρφί, χάνει και το πέταλο.
- Φύλαγε τα ρούχα σου, να ’χεις τα μισά.
- Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον τρών’ οι κότες.
- Ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φάτο.
- Μάζευε κι ας είν’ και ρόγες.
- Σταλαγματιά, σταλαγματιά, γεμίζει η στάμνα η πλατιά.
- Φασούλι, το φασούλι γεμίζει το σακούλι.
- Ο καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται.
- Ο ψεύτης και ο κλέφτης τον πρώτο χρόνο χαίρονται.
- Όπου ακούς πολλά κεράσια, πάρε μικρό κοφίνι.
- Αγάλια, αγάλια γίνεται η αγουρίδα μέλι.
- Πίσου έχει η αχλάδα την ουρά.
- Στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό.
- Σόι πάει το βασίλειο.
- Είπα και ελάλησα και αμαρτία δεν έχου.
- Καιρός φέρνει τα λάχανα, καιρός τα παραπούλια.
- Κάθε πράμα στον καιρό του, κι ο κολιός τον Αύγουστο.
- Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
- Ψωμί δεν είχαμε να φάμε, ραπανάκι για την όρεξη θέλαμε.
- Ο φίλος ο καλός στην ανάγκη φαίνεται.
- Αγάπα τον φίλο σου με τα ελαττώματά του.
- Αν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς;
- Πες μου τους φίλους σου, να σου που ποιος είσαι.
- Ο λύκος αρνί δε γίνεται ποτέ.
- Όποιος γίνεται αρνί, τον τρώει ο λύκος.
- Ο λύκος κι αν εγέρασε, μυαλά δεν άλλαξε.
- Ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
- Ο λύκος μόνο το μαλλί του αλλάζει, το δέρμα όχι.
- Ο λύκος έχει χοντρό το σβέρκο του για να κάνει μόνος του τη δουλειά.
- Βάλαμε το λύκο, να φυλάει τα πρόβατα.
- Το πρόβατο που μένει έξω απ’ τη στρούγκα, το τρώει ο λύκος.
- Πήγε στου λύκου το στόμα.
- Όσα δεν φτάνει η αλεπού, τα κάνει κρεμαστάρια.
- Η αλεπού στην τρύπα της δε χώραγε, κολοκύθια έσερνε.
- Λαγός τη φτέρη κούναγε, κακό του κεφαλιού του.
- Άλλα τα μάτια του λαγού, κι άλλα της κουκουβάγιας.
- Σκυλί που γαβγίζει, δε δαγκώνει.
- Το σκυλί εκεί που τρώει, γαβγίζει.
- Κακό σκυλί ψόφο δεν έχει.
- Η γριά κότα έχει το ζουμί.
- Φταίει ο γάιδαρος, βαράμε το σαμάρι.
- Παλιός γάιδαρος καινούργια περπατησιά δεν κάνει ποτέ.
- Σε κάποιον χάριζαν έναν γάιδαρο, κι αυτός τον κοίταζε στα δόντια.
- Φάγαμε τον γάιδαρο και μας έμεινε η ουρά.
- Τι λες μωρέ; Έσταξε η ουρά του γαϊδάρου.
- Καλύτερα γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε.
- Είπε ο γάιδαρος τον πετεινό κεφάλα.
- Η σκύλα από τη βιάση της κάνει τα κουτάφια της στραβά.
- Οι πολλές μαμήδες βγάζουν το παιδί στραβό.
- Όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει.
- Η καλή μέρα φαίνεται απ’ το πρωί.
- Στερνή μου γνώση, να σε είχα πρώτα.
- Όσο γερνάου τόσο μαθαίνου.
- Άμα έχει το πουγκί σου, οι φίλοι είναι δικοί σου.
- Άμα δεν παινέψεις το σπίτι σου, πέφτει και σε πλακώνει.
- Όποιος είναι όξου 'πό το χορό, ξέρει πολλά τραγούδια.
- Όπως μου βαράνε (τα όργανα), χορεύου.
- Ανάρια ανάρια το φιλί έχει μεγάλη γλύκα.
- Τόνα χέρι νίβει τ’ άλλο και τα δυο το πρόσωπο.
- Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι.
- Μην τάξεις τ’ άγιου κερί και του μικρού κουλούρι.
- Και οι άγιοι φοβέρα θέλουνε.
- Από μικρό κι από μουρλό μαθαίνεις την αλήθεια.
- Όποιος καίγεται από το κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι.
- Όποιος νύχτα περπατά, λάσπες και σκατά πατά.
- Από ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα.
- Στην αναβροχιά, καλό και το χαλάζι.
- Γω τα λέου στη γάτα μου και κείνη στην ουρά της.
- Τα λέου στην πεθερά, για να τ’ ακούσει η νύφη.
- Όταν ήρθε η γνώση, έφυγε το γρόσι.
- Κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά.
- Για χάρη του βασιλικού, ποτίζεται κι η γλάστρα.
- Σαν το μπόι μου βρίσκου, σαν τη γνώμη μου όχι.
- Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια (ή και ίσα).
- Όποιο δάχτυλο κι αν κόψεις, πονάει.
- Χατίρι με τον ένανε, χατίρι με τον άλλονε, παιδί με τον άντρα μου δεν έκανα.
- Η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει.
- Να μην προτρέχει η γλώσσα της σκέψης (ή πρώτα σκέψου και μετά μίλα).
- Ψήλωσαν οι κοπριές και σκέπασαν τα βουνά.
- Όλα τα γρούνια έχουνε την ίδια μούρη.
- Ψόφησε το βόιδι, πάει η κολληγιά.
- Έμαθε η γριά στα σύκα κι ο γέρος στα κορόμηλα.
- Τα παιδιά τρώνε τα κορόμηλα, του παππού μουδιάζουνε τα δόντια.
- Παπούτσι απ’ τον τόπο σου, κι ας είναι μπαλωμένο.
- Αγόρασε γρούνι στο σακί.
- Του γρουνιού και τη μούρη να του κόψεις, αυτό γκουί γκουί θα κάνει.
- Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι.
- Έλα παππού να σου δείξω τ’ αμπέλια σου.
- Στόμα έχει και μιλιά δεν έχει.
- Η αρχή, το ήμισυ του παντός.
- Κάθε αρχή και δύσκολη.
- Ν’ ακούς πολλά και να λες λίγα.
- Αν δεν βρέξεις κώλο, δεν τρως ψάρι.
- Όταν έπρεπε δεν έβρεχε και το Μάη δροσολόγαγε.
- Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
- Όποιος βιάζεται, σκοντάφτει.
- Πάου αργά, γιατί βιάζουμαι.
- Μάθε τέχνη κι άστηνε κι άμα πεινάσεις πιάστηνε.
- Δάσκαλε που εδίδασκες και νόμο δεν εκράτεις.
- Κλαίνε οι χήρες, κλαίνε κι οι παντρεμένες.
- Πήγα να που τον πόνο μου και βρήκα πιο μεγάλο.
- Να ’ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία.
- Πάρε άνθρωπο 'πό σόι και σκυλί 'πό μάντρα.
- Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη.
- Πήγαμε για μαλλί και βγήκαμε κουρεμένοι.
- Εκεί που είχαμε να πάρουμε, χάσαμε και το βόιδι.
- Πάρε τον μουρλό στο γάμο σου, να σου πει και του χρόνου.
- Αν είσαι και παπάς, με την αράδα σου θα πας.
- Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά.
- Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.
- Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
- Το έξυπνο πουλί 'πό τη μύτη πιάνεται.
- Η πονηρή αλεπού από τα τέσσερα πιάνεται.
- Όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο μουσαφίρης (ή ο κόσμος όλος).
- Ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκύρη.
- Μια του κλέφτη, δυο του κλέφτη, τρεις και την κακή του.
- Αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο.
- Ο βήχας απορία ψάλτη.
- Όλα τα είχε η Μαριωρή, ο φερετζές της έλειπε.
- Του ψαρά και του κυνηγού το πιάτο, δέκα φορές είναι αδειανό, μία μόνο γεμάτο.
- Ο βήχας, ο παράς κι ο έρωτας δεν κρύβουνται.
- Αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννάνε οι κότες.
- Αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα.
- Στις εννιά του μακαρίτη άλλος μπήκε μες στο σπίτι.
- Ο τρελός είδε τον μεθυσμένο κι έφυγε.
- Όσα φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος.
- Θέλει και την πίτα αφάγωτη και το σκυλί χορτάτο.
- Από πίτα που δεν τρως, τι σε νοιάζει κι αν καεί;
- Άσκοπος νους, διπλός ο κόπος.
- Όποιος δεν έχει μυαλό, έχει ποδάρια.
- Όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί, να μην περιμένει να τον ξύσουν άλλοι.
- Κάθε εμπόδιο για καλό.
- Όπως έστρωσες, θα κοιμηθείς.
- Ήταν που ήταν στραβό το κλήμα, το ’φαγε κι ο γάιδαρος και παραστράβωσε.
- Ο καλός καραβοκύρης στη φουρτούνα φαίνεται.
- Μη σε γελάσει βάτραχος, μηδέ χελιδονάκι, αν δε λαλήσει τζίτζικας δεν ειν’ καλοκαιράκι.
- Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη.
- Με στραβό κοιμήθηκες, το πρωί θα κανιαρίζεις.
- Καπνός χωρίς φωτιά δε βγαίνει.
- Όπου καπνός και φωτιά.
- Χωριό που φαίνεται, κολαούζο δε θέλει.
- Αυτός που επιμένει, νικάει.
- Δώστου δώστου το κοπέλι, κάνει την κυρά του ό,τι θέλει.
- Δώσε θάρρος στον χωριάτη, να σ’ ανέβει στο κρεβάτι.
- Δύο καρπούζα στην ίδια μασχάλη δεν κρατιούνται.
- Το ψάρι βρωμάει 'πό το κεφάλι.
- Ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι.
- Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάτσι.
- Όμοιος στον όμοιο και η κοπριά στα λάχανα.
- Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει.
- Κουκί ήτανε κι έσκασε; (ίδιος ο γονιός) ή μια λογιά = ολόιδιος, (-α, -ο).
- Μονό δεν φτάνει, διπλό περισσεύει.
- Να ’ταν η ζήλεια ψώρα, θα κολλούσε όλη η χώρα.
- Έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο.
- Μικρό κώλο δεν βάρησες, μεγάλο μην προσμένεις.
- Είπαν του μουρλού να χέσει και αυτός πήγε και ξεκωλώθηκε.
- Να μην φυτρώνεις κει που δε σε σπέρνουνε.
- Η πολλή δουλειά τρώει τον αφέντη.
- Το πάθημα γίνεται μάθημα.
- Ο παθός και μαθός.
- Ο παθός και γιατρός.
- Άφραχτος ο κήπος, έρημα τα λάχανα.
- Αυτό κατάντησε ξέφραγο αμπέλι.
- Κατάντησε μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δίνετε.
- Στα έρημα όλοι νοικοκυραίοι γίνονται.
- Κάνε το καλό και ρίχτο στο γιαλό.
- Ό,τι κάνεις θα λάβεις κι ένα παραπάνω.
- Μάχαιρα έδωσες, μάχαιρα θα λάβεις.
- Όποιος δε θέλει να πάει στον μύλο, δέκα μέρες κοσκινίζει.
- Πότε πρόκοψε η καημένη, το Σαββάτο που σημαίνει.
- Κίνησε ο Εβραίος να πάει στο παζάρι και ήτανε μέρα Σάββατο.
- Τον κώλο βάζεις μάγειρα, σκατά φαΐ σου κάνει.
- Σκότωνε μουρλούς, πλήρωνε τζερεμέδες.
- Όποιος πηδάει πολλά παλούκια, κάποιο θα του χωθεί στον κώλο.
- Με τις πορδές αβγά δε βάφουνται.
- Κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει.
- Από του κορακιού το στόμα, κρα θ’ ακούσεις.
- Ζέσταινε φίδι στον κόρφο τον χειμώνα, να σε φάει το καλοκαίρι.
- Των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν.
- Άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο.
- Έφυγε η γάτα, χορεύουν τα ποντίκια.
- Τι άσπρη και μαύρη γάτα; Ποντικούς να πιάνει μόνο.
- Πιάσε τον κασίδη και πάρ' του το μαλλί.
- Η φθήνια τρώει τον παρά.
- Το φθηνό κρέας τα σκυλιά το τρώνε.
- Το φθηνό πράμα είναι κι ακριβό.
- Κούρεψε τ’ αβγό και πάρ’ του το μαλλί.
- Το κολληγιακό πράμα τα σκυλιά το τρώνε.
- Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα.
- Ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρουδιά την έχει.
- Στη βράση κολλάει το σίδερο.
- Θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι.
- Αυτός θέλει και το παξιμάδι βρεγμένο.
- Αυτός κάνει και το σκατό παξιμάδι.
- Παπά παιδί, διαόλου αγγόνι.
- Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.
- Μπρος γκρεμός και πίσου ρέμα.
- Όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη.
- Θα παρατήσουμε το γάμο να πάμε για πουρνάρια;
- Όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια.
- Άνθρωπο βλέπεις, καρδιά δεν ξέρεις.
- Όποιου του μέλλει να πνιγεί, ποτέ του δεν πεθαίνει.
- Όποιος αγαπάει παιδεύει.
- Ο Μανώλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια.
- Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται.
- Σήμερα Πάσχα κι αύριο χάσκα.
- Κυριακή κοντή γιορτή.
- Κοντός ψαλμός αλληλούια.
- Τα πολλά τα Κύριε ελέησον, τα βαριέται κι ο παπάς (ή ο Θεός).
- Τι είναι ο κάβουρας, τι είναι το ζουμί του.
- Χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, το φιλάς.
- Κι εγώ κακό χερόβολο, και συ κακό δεμάτι.
- Η τιμή τιμή δεν έχει και χαρά σ'τον που την έχει.
- Γυρεύει ψύλλους στ’ άχυρα.
- Το ινάτι βγάζει μάτι.
- Μόνο βουνό με βουνό δε σμίγει.
- Αν δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στον Μωάμεθ.
- Το πολύ ταμάχι, χαλάει το στομάχι.
- Σπίτι που δεν το βλέπει ο ήλιος, το βλέπει ο γιατρός.
- Βάστα με να σε βαστώ, ν’ ανεβούμε στο βουνό.
- Άμα δεν κλάψει το παιδί, η μάνα δεν του δίνει.
- Κι από τη μύγα ξίγκι βγάζει.
- Αυτός κάνει την τρίχα τριχιά.
- Ο κακός χρόνος (καιρός) περνά, ο κακός γείτονας ποτέ.
- Τα λεφτά δεν κάνουν τον άνθρωπο.
- Τα μεταξωτά βρακιά θέλουν και τους ανάλογους κώλους.
- Το στραβό ξύλο η φωτιά το ισιώνει.
- Πιο πέρα απ’ τον κώλο μου, κι ας είν’ και στο… πουλί μου.
- Ο κόσμος καίγεται και το πουλί χτενίζεται.
- Ο κόσμος καίγεται και η πουτάνα λούζεται.
- Εδώ καράβια χάνουνται και η βαρκούλα αρμενίζει.
- Έχει ο Θεός και για της ορφανής τον κώλο.
- Φάε λάδι κι έλα βράδυ.
- Φάε βούτυρο κι έλα κούτσουρο.
- Χαμηλοβλεπούσα, σηκωποδαρούσα.
- Το σιγανό ποτάμι να φοβάσαι.
- Θέλει η πουτάνα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει.
- Όποιος βρίσκει και πηδεί, τύφλα του να παντρευτεί.
- Άσπρες τρίχες στο μαλλί, κακά μαντάτα στο πουλί.
- Γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή.
- Ζήσε μαύρε μου να φας το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
- Άπλωσε τα πόδια σου ως εκεί που φτάνει το πάπλωμα.
- Τέντωσε τα χέρια σου ως εκεί που φτάνουν.
- Εδώ τρως και πίνεις κι αλλού πας και το δίνεις.
- Εκατό χρόνων η αλεπού, εκατόν ένα τ’ αλεπουδάκι.
- Δέκα φορές μέτρα και μία φορά κόψε.
- Απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα.
- Ο άνθρωπος δεν είναι λουλούδι να το μυρίσεις.
- Πιες κρασί παλιό και φάε λάδι νιο.
- Όρθιο φεγγάρι ξάπλα καραβοκύρης, ξάπλα φεγγάρι όρθιος καραβοκύρης.
- Καλομελέτα κι έρχεται.
- Όσο να πάρει το ’να του πόδι, τ’ άλλο του βρωμάει.
- Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν.
- Τι θέλει η αλεπού στο παζάρι;
- Τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα.
- Τρώγονται σαν τα κακιά προγόνια.
- Το ένα του μυρίζει και τ’ άλλο του βρωμάει.
- Ο ένας της μύριζε, ο άλλος της βρώμαγε κι έμεινε στο ράφι.
- Καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι.
- Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι.
- Χεστήκαμε που κλάναμε.
- Ή μικρός μικρός παντρέψου, ή μικρός καλογερέψου.
- Άλλα λέω εγώ στη θειά μου κι άλλα ακούν τ’ αυτιά μου.
- Καλημέρα μπάρμπα, κουκιά σπέρνου.
- Το μεγάλο ψάρι έχει και πολλά κόκκαλα.
- Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό.
- Ανεμομαζέματα, διαολοσκορπίσματα.
- Αυτοί μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε.
- Χαμηλά φόρτωνε και ψηλά πήδα.
- Η στάμνα πολλές φορές πάει στο πηγάδι, αλλά μια φορά σπάει.
- Ο διάολος δουλειά δεν είχε και πηδούσε τα παιδιά του.
- Απ’ αγκάθι βγαίνει ρόδο, κι από ρόδο αγκάθι.
- Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος.
- Στο κοφίνι δε χωράει, στο καλάθι περισσεύει.
- Φτύνεις κάτω, φτύνεις τα πόδια σου, φτύνεις πάνω, φτύνεις τον Θεό.
- Απ’ τη γύφτισα ζητάς προζύμι;
- Η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάει και τον Θεό.
- Αυτός δε δίνει ούτε τ’ Αγγέλου νερό.
- Αυτός δεν αφήνει της Παναγιάς τα μάτια.
- Αυτός ό,τι δεν μπορεί να πάρει με τα χέρια, το παίρνει με τα πόδια.
- Αυτός δεν αφήνει δύο πέτρες μαζί.
- Δεν άφησε πέτρα στην πέτρα.
- Άμα βλέπεις κοκκινοτρίχη, βάρα και την πέτρα που κάθεται.
- Τρεις το λάδι, τρεις το ξίδι, πέντε το λαδόξιδο.
- Να κλέψεις ξέρεις, να κρυφτείς ξέρεις;
- Άρπαξε να φας και κλέψε να ’χεις.
- Τρέχα γύρευε και Νικολό καρτέρει.
- Τραβάτε με κι ας κλαίω.
- Σωστά ζύγιζε κι ακριβά πούλα.
- Αυτός είναι «πέσε πίτα να σε φάου».
- Άμα βλέπεις φαΐ ζύγωσε και ξύλο, φύγε μακριά.
- Κόψε πίτα τον Γενάρη, κόκορα τον Αλωνάρη.
- Δώσε τόπο στην οργή.
- Φύγε 'πό την κακιά την ώρα.
- Τέλος καλό, όλα καλά.
- Να πίνεις το κρασί, κι όχι να σε πίνει.
- Ράγισε το γυαλί… δεν κολλάει.
- Άμα σου ’ρθει ένα κακό, περίμενε κι άλλο.
- Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά.
- Μόνος του κανείς ούτε στην Κόλαση, μα ούτε και στον Παράδεισο.
- Έμαθαν πως πηδιούμαστε, πλακώσανε και οι γύφτοι.
- Όλοι οι γύφτοι μια γενιά.
- Τώρα ναι… Κάτι τρέχει στα γύφτικα.
- Πώς να ξέρω; Δε μύρισα τα νύχια μου.
- Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια και τα λίγα μάλαμα.
- Η σιωπή είναι χρυσός.
- Ό,τι λάμπει δεν είναι πάντα χρυσός.
- Γιατί βιάζεσαι; Έπεσε η ζάχαρη στο νερό;
- Πώς ήταν αυτό; Κανένας φούρνος θα γκρεμίσει.
- Τι πήγε να κάνει; Να κουρέψει τα σκυλιά;
- Τι κάνει, γυρίζει τα ξινοτύρια;
- Κατά φωνή κι ο γάιδαρος.
- Πιάσε όνομά, να δεις άνθρωπο.
- Τι λες εκεί! Φούρνος να μην καπνίσει.
- Φαινόταν σαν τη μύγα μες στο γάλα.
- Με πέταξαν σαν την τρίχα απ’ το ζυμάρι.
- Σαν πεθάνου γω, στάχτη και μπούρμπερη να γίνουν…
- Γενάρη μήνα κλάδευε, φεγγάρι μην ξετάζεις.
- Από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα.
- Μάρτης γδάρτης και κακός παλουκοκαύτης.
- Τ’ Αυγούστου το φεγγάρι λάμπει σαν τη μέρα.
- Αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαράστονε το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα.
- Λείπει ο Μάρτης 'πό τη Σαρακοστή;
- Από σώγαμπρος καλύτερα (απάντηση της αλεπούς όταν την έγδερναν και τη ρώτησαν τι κάνει).
- Πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί.
- Τι έχεις Γιάννη, τι είχα πάντα.
- Σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει.
- Σαράντα πέντε Γιάννηδες, ενός κοκόρου γνώση.
- Να σε κάψου Γιάννη μ’, να σ’ αλείψου λάδι (ή μέλι).
- Κάθε μέρα τ’ Άϊ Γιωργιού θα είναι;
- Του κώλου τα νιάμερα.
- Ο κόσμος το ’χει τούμπανο και μεις κρυφό καμάρι.
- Όταν καίγεται το σπίτι σου, το μαθαίνεις τελευταίος.
- Πέταξε το πουλί.
- Ψηλά τη χτίζει τη φωλιά και το κλαρί θα γύρει.
- Εγώ θα βγάλου το φίδι 'πό την τρύπα;
- Εγώ θα βγάλου τα κάστανα 'πό τη φωτιά;
- Τι είμαι γω, πουρπούσουρο (φουρνόξυλο);
- Εγώ σε πίνου για καλό και συ με πας στον τοίχο.
- Μάτια που δε βλέπουνται, γρήγορα λησμονιούνται.
- Καινούριο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσου.
- Φοβάται ο Γιάννης το θεριό και το θεριό το Γιάννη.
- Να πάει πίσου σκιάζεται, να πάει μπρος φοβάται.
- Τ’ αφήνει όλα στην τούρλα του Σαββάτου.
- Τώωωρα χαιρέτα μας τον πλάτανο.
- Ούτε γάτα ούτε ζημιά.
- Από δήμαρχος κλητήρας.
- Με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο.
- Κι η φτώχεια θέλει καλοπέραση.
- Της νύχτας τα καμώματα, τα βλέπει η μέρα και γελάει.
- Στου κρεμασμένου το σπίτι δε μιλάνε για σκοινί.
- Η φτώχεια τέχνες φιάνει.
- Για να σε βοηθήσει η Παναγιά, κούνα λίγο και τα χέρια σου.
- Ήλιος και βροχή, παντρεύουνται οι φτωχοί.
- Αυτοί είναι κώλος και βρακί.
- Νύφη φάε ελιές. Καλό είναι και το κρέας.
- Ο καλός καλό δεν έχει (υποφέρει για τους άλλους πάντα).
- Ούτε του παπά να μην το πεις.
- Άντρα θέλου, τώρα τονε θέλου.
- Το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο.
- Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι.
- Καλύτερα ν’ αθωώσεις εκατό ενόχους, παρά να καταδικάσεις έναν αθώο.
- Η συνήθεια δεύτερη φύση.
- Όπου γάμοι και χαρές, η Βασίλω πρώτη.
- Μη σε γελάσει ο Μάης το πρωί και χάσεις την ημέρα.
- Στον καταραμένο τόπο, Μάη μήνα βρέχει.
- Της Αγια-Μαρίνας ρόγα και του Άι-Λια σταφύλι.
- Αύγουστε καλέ μου μήνα, να ’σουν δυο φορές το χρόνο.
- Από της Αγια-Σωτήρος, σωτήρεψε τα ρούχα σου (έρχεται χειμώνας).
- Από του Άγιου Αντρέα, αντρειεύει το κρύο και η μέρα (με το παλιό ημερολόγιο δύο εβδομάδες αργότερα).
- Από Δευτέρα ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του.
- Η μεγάλη αγάπη φέρνει και μεγάλη έχθρα.
- Άλλα λογαριάζαμε κι άλλα μας βρήκανε.
- Άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος τη χάρη.
- Άλλος πίνει κι άλλος μεθάει.
- Το βερεσέ κρασί δύο φορές μεθάει.
- Αμαρτία εξομολογουμένη, είναι συγχωρεμένη.
- Νίβου τα χέρια μου, κι αμαρτία δεν έχου.
- Έπιασε το βόιδι από την ουρά κι όχι από τα κέρατα.
- Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, τον βρίσκεις από κάτου.
- Ανάρια ανάρια σκόρδα φύτευε για να ’χουνε μεγάλο το κεφάλι.
- Έμαθα και μαστορεύω και περνώ τον μάστορά μου.
- Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται.
- Τη δουλειά τη φοβάται όπως ο διάολος το λιβάνι.
- Ούτε το καλό του ούτε το κακό του θέλουμε.
- Βασιλική διαταγή και τα σκυλιά δεμένα.
- Δεν υπάρχει δέντρο χωρίς ίσκιο και νιος με νια χωρίς αγάπη.
- Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε γράψαμε.
- Εμείς οι βλάχοι, όπως λάχει.
- Βλέπε, άκου, σώπα.
- Σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα να ’χουνε οι συμπεθέροι.
- Για τον γαμπρό γεννάει κι ο κόκορας.
- Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
- Γέλα με να σε γελώ, να περνάμε τον καιρό.
- Είδε ο γύφτος τη γενιά (σειριά) του κι αναγάλλιασε η καρδιά του.
- Ο καθένας πρώτα ευλογεί τα γένια του.
- Αν έχεις τύχη διάβαινε και ριζικό περπάτει.
- Θα γυρίσει ο τροχός, θα γελάσει κι ο φτωχός.
- Φωνάζει ο κλέφτης, να φοβηθεί ο νοικοκύρης.
- Έριξε άδεια να πιάσει γεμάτα.
- Τον πλούτο μίσησαν πολλοί, τη δόξα κανείς.
- Δεν είχα δουλειά να κάνω και βρήκα μαλλί να ξάνω.
- Η καλή δουλειά αργεί να γίνει.
- Η δουλειά ντροπή δεν έχει.
- Εμείς μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε.
- Εδώ σε θέλου κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα
- Η καλή νοικοκυρά είναι δούλα και κυρά.
- Ή παπάς - παπάς ή ζευγάς – ζευγάς.
- Σιγά τον πολυέλαιο, να μη σβηστούν τα φώτα.
- Να μη γνωρίζει το αριστερό σου, τι κάνει το δεξιό σου χέρι.
- Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο.
- Μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια.
- Κοντά στον νου κι η γνώση.
- Τώρα που βρήκαμε παπά θα θάψουμε καμιά δεκαριά.
- Εκεί που είσαι ήμανε κι εδώ που είμαι θα ’ρθεις (ο γέρος στο παιδί).
- Και τα μονά δικά του και τα ζυγά.
- Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει.
- Ο καλός ο μύλος όλα τ’ αλέθει.
- Έξω φτώχεια και καλή καρδιά.
- Μην το παρατραβάς το σκοινί, γιατί θα σπάσει.
- Μεγάλα καράβια, μεγάλες φουρτούνες.
- Κλάψε με, μάνα, κλάψε με τη νύχτα με φεγγάρι.
- Ξεχώρισε η ήρα 'πό το στάρι (ήρα = ζιζάνιο).
- Μην κρίνεις, για να μη σε κρίνουν.
- Φωνή λαού, οργή Θεού.
- Ένα μήλο την ημέρα, τον γιατρό τον κάνει πέρα.
- Όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι, θα σπάσει ή το χτένι ή ο κόμπος.
- Άρμεγε λαγούς και κούρευε χελώνες.
- Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι.
- Μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα.
- Όπου δεν ακούγεται ο λόγος, πέφτει η ράβδος.
- Κατά μάνα, κατά κύρη, κατά γιο και θυγατέρα.
- Της καλομάνας το παιδί το πρώτο είναι κόρη.
- Του καλού γονιού το παιδί στα ογδόντα στρώνει (περιπαιχτικά).
- Όταν ξαναγίνω νύφη, θα ξέρω να καμαρώνω.
- Όποιος έχει πολύ πιπέρι, το βάζει και στα λάχανα.
- Την προδοσία πολλοί την αγαπούν, τον προδότη κανένας.
- Νύφη, όχι όπως ήξερες, αλλά όπως βρήκες.
- Αν δεν ταιριάζαμε, δε θα συμπεθεριάζαμε.
- Με δικό σου φάε, πιέ, αλλά νταραβέρι μην κάνεις.
- Ήτανε η σάρα, η μάρα και το κακό συναπάντημα (συνονθύλευμα).
- Βρήκε ο Φίλιππος τον Ναθαναήλ.
- Υπάρχουνε κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια.
- Καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά τ’ όνομα.
- Άμα κοπεί του γέρου το φαΐ, κόβονται και οι μέρες του.
- Ο γέρος πάει ή από πέσιμο ή από χέσιμο.
- Δύο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη αχεργιώνα.
- Μην κοιτάς τα στραβά μου πόδια αλλά την ίσια μου την τύχη.
- Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλο λόγο μη λες.
- Πουλάει αέρα κοπανιστό.
- Έκανε μια τρύπα στο νερό.
- Η γάτα γνωρίζει σπίτι κι ο σκύλος αφεντικό.
- Γελάει σαν να του καθαρίζουνε αβγά.
- Του ’ταξε λαγούς με πετραχήλια.
- Πήγε άδικα σαν το σκυλί στ’ αμπέλι.
- Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.
- Μάλλιασε η γλώσσα του να το λέει.
- Για ψύλλου πήδημα μαλώνει.
- Για ψύλλου πήδημα σκοτώνονται.
- Από τ’ αυτί και στον δάσκαλο.
- Από το ’να αυτί τού μπαίνουνε κι από τ’ άλλο τού βγαίνουνε.
- Μας έβαλε γυαλιά.
- Φεύγοντας τον άφησε στο πόδι του.
- Με είχε βάλει στο μάτι.
- Βγήκε λάδι (αθωώθηκε).
- Βάλε και συ λίγο νερό στο κρασί σου (υποχώρησε).
- Δουλεύει σαν σκυλί.
- Δεν του γεμίζεις το κεφάλι.
- Δε μου γέμισε το μάτι.
- Μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, ο μισθός πέφτει.
- Κάθε μέρα είναι τύφλα.
- Είμαστε για κρέμασμα.
- Είμαστε για τον γάιδαρο καβάλα.
- Έμεινε στα κρύα του λουτρού.
- Καβάλησε το καλάμι.
- Πέσανε σαν τα κοράκια.
- Γίναμε ρεζίλι των σκυλιών.
- Γέλασε και το παρδαλό κατσίκι.
- Ποιος ξέρει τι σκυλιά θα μας τραβήξουνε (για τα ανήμπορα γηρατειά).
- Είμαστε για γέλια και για κλάματα.
- Τι κάνεις; Κάνου και ζέχνου (ανημποριά).
- Φίλησα κατουρημένες ποδιές.
- Αυτός γίνεται θυσία.
- Εμείς μείναμε κούτσουρα (αγράμματοι).
- Μείναμε ξεροί (από έκπληξη).
- Μείναμε αγάλματα.
- Φεύγοντας έριξε πέτρα πίσω του (ή μαύρη πέτρα).
- Του έσφιξαν τα λουριά.
- Ρίχνει λάδι στη φωτιά.
- Έβγαλε τα μάτια του μόνος του.
- Ήμασταν… σαν ζαλισμένα κοτόπουλα.
- Ψάχνει βελόνα στ’ άχυρα.
- Αυτός κοιμάται όρθιος.
- Έγινε λαγός.
- Έγινε Λούης.
- Έγινε καπνός.
- Έφυγε νύχτα.
- Το ’βαλε στα τέσσερα.
- Πήγα… με την ψυχή στο στόμα.
- Μας πήρε το ποτάμι.
- Έπαιζε με τη φωτιά.
- Μου πέσανε τα μούτρα.
- Το κράτησα με νύχια και με δόντια.
- Μου έβγαλε την ψυχή μέχρι να…
- Με σταύρωσε σαν τον Χριστό.
- Πήγε η ψυχή μας στην Κούλουρη.
- Το βάλαμε στα πόδια κι όπου φύγει φύγει.
- Με κάψανε τα κρεμμύδια.
- Με ζώσανε τα μαύρα φίδια.
- Με κόβει λόρδα.
- Μας θέρισε η πείνα.
- Είναι Τάτση – Μήτση - Κώτση (μαζί Τάσος - Μήτσος – Κώστας, αχώριστοι).
- Μου ήρθε κεραμίδα στο κεφάλι.
- Μου έπρηξε το συκώτι.
- Τα ’θελε και τα ’παθε.
- Νερό κι αλάτι όσα είπαμε.
- Όσα είπαμε, εδώ να μείνουμε.
- Φάγαμε ψωμί κι αλάτι μαζί.
- Δεν κάνουν όλες οι μύγες μέλι.
- Ο διάολος έχει πολλά ποδάρια.
- Έσπασε ο διάολος το ποδάρι του.
- Είναι διαόλου κάλτσα.
- Δένει και τον διάολο.
- Και με τον διάολο κάνει παρέα (ή συμμαχεί).
- Είναι σωστός διάολος.
- Η μύτη του να πέσει, δε σκύβει να την πάρει.
- Παρ’ τον έναν και χτύπα τον στον άλλο.
- Βάραγε στον γάμο του Καραγκιόζη (μουσικός ή κυνηγός).
- Πήρε ψηλά τον αμανέ.
- Πήρε τα βουνά (από δυνατό πόνο ή στενοχώρια).
- Πιάνει πουλιά στον αέρα.
- Καλιγώνει τον ψύλλο.
- Έχει μυαλό και στα νύχια.
- Δεν του φτάνει ούτε στο νυχάκι του.
- Φοράει παρωπίδες.
- Σκοτώνει την ώρα του.
- Κόπηκε το νήμα της ζωής του.
- Έσβησε το καντήλι του.
- Σαν τράγος Καρυστινέικος (δυνατός, γυναικάς).
- Ωραία, να την πιεις στο ποτήρι.
- Ωραίος σαν άγγελος.
- Ωραίος, ψηλός σαν κυπαρίσσι.
- Πό το φόβο μού λυθήκανε τα γόνατα.
- Του τάλιασε τα πλευρά.
- Τονε ταλιάρισε στο ξύλο.
- Του ’κανε γκράτζα το κεφάλι (γκράτζα = κουρούπα).
- Τονε τουλούμιασε στο ξύλο.
- Τονε σάπισε στο ξύλο.
- Του ’κανε τα μούτρα παζάρι.
- Έγιναν τα μούτρα του παντζάρι.
- Τον έκανε τ’ αλατιού.
- Τον έκανε με τα κρεμμυδάκια.
- Τονε ξεδόντιασε.
- Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας.
- Του τα ’ψαλα ένα χεράκι.
- Τον έστειλα 'πό κει που ’ρθε.
- Του είπα, του είπα, μέχρι που τον έριξα (ή τούμπαρα).
- Του ’δωσε τα παπούτσια στο χέρι.
- Τον έπιασα στον ύπνο (απροετοίμαστο ή κορόιδο).
- Τον πιάσαμε στα πράσα (χωρίς να το περιμένει).
- Τα έκανε ρόιδο (χάλια).
- Του το ’γραφε η μοίρα του.
- Τον πήρε ο πόνος; (ξαφνικό ενδιαφέρον).
- Το ’φαγε το κεφάλι του.
- Τα ’γραψε στα παλιά του τα παπούτσια.
- Τον έτρωγε το τομάρι του.
- Του έκοψα τον βήχα (αποστόμωσα).
- Τον πήρε στον λαιμό του (παρέσυρε).
- Του τα ’πα έξω από τα δόντια.
- Το ’λεγε η καρδούλα της.
- Τρώγεται με τα ρούχα του.
- Τα σκούπισε όλα (τα ’κλεψε, τα πήρε).
- Αν θύμωσε, ξίδι.
- Έμεινε μπουκάλα.
- Έφαγε χυλόπιτα.
- Στον γάμο σου θα κουβαλάου νερό με το κόσκινο (ειρωνεία).
- Τρίτη φορά και φαρμακερή.
- Τον έτρωγε ο κώλος του.
- Είναι φίδι κολοβό (είδος οχιάς).
- Είναι οχιά.
- Έκανε τα μάτια του σαν τον αστρίτη (φίδι).
- Το μάτι του γαρίδα (βλέπει προς όλες τις κατευθύνσεις).
- Τη δάγκωσε τη λαμαρίνα.
- Να παιδί, να μάλαμα.
- Ψέλνει (ή τραγουδάει) σαν αηδόνι.
- Ήσυχος σαν αρνάκι.
- Είναι αρνί 'πό το ποδάρι (αγαθός).
- Κοιμάσαι σαν πουλί.
- Είναι βόιδι (κουτός).
- Είναι τα ζώα μου αργά (αργοκίνητος).
- Έχει υπομονή γαϊδουριού.
- Μουλάρωσε (δεν υποχωρεί).
- Είναι γάτα.
- Η γάτα είναι εφτάψυχη.
- Τρώει σαν γρούνι.
- Γίναμε σαν τα γρούνια (λασπωθήκαμε).
- Αλαφιάστηκα (φοβήθηκα πολύ, ξαφνιάστηκα).
- Δεν πιάνεται, είναι ζουλάπι.
- Απ’ όπου κι αν τον πιάσεις, λερώνεσαι (παλιοχαρακτήρας).
- Αυτός φοβάται και τον ίσκιο του.
- Κάθεται σ’ αναμμένα κάρβουνα.
- Ψωνίσαμε 'πό σβέρκο.
- Τον τσίμπησε μύγα.
- Όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται.
- Δεν μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών τ’ άχυρο.
- Του μιλάου, αλλά αυτός αγρόν αγοράζει.
- Σαν να έπεσε ακρίδα (γίνεται τέλεια καταστροφή πράσινου από τις πολλές ακρίδες).
- Τρώγοντας έρχεται η όρεξη.
- Τρώγονται σαν τα σκυλιά.
- Τονε παίδεψε σαν τον Χριστό.
- Τράβηξα του Χριστού τα πάθη.
- Δε χαρίζει κάστανα (είναι αυστηρός).
- Πήγαινε σεινάμενη, κουνάμενη.
- Πήρε 'πό το λάδι ή Τι λάδι του ’βαλες; Μούργα; (για νουνό και βαφτιστικό).
- Πέσανε όξου τα καράβια σου; (άσκοπη ανησυχία).
- Πριτς Μαρτάκο μου! Δε σ’ έχου ανάγκη! Τα κατσίκια μου έβγαλαν κερατάκια (αγρίεψε ο Μάρτης και χιόνισε. Ψόφησαν τα κατσίκια και η γριά μπήκε κάτου 'πό το καζάνι).
- Τσακώνουνται σαν τα κοκόρια.
- Κάνει τον κόκορα.
- Πεινάου σαν λύκος.
- Κουβαλάει σαν μέλισσα.
- Κουβαλάει σαν μυρμήγκι.
- Αθώα περιστερά.
- Λευκή περιστερά.
- Πήγε σαν πρόβατο για σφαγή.
- Το έκανε ανατολικό ζήτημα.
- Τι κοιτάς σαν χάνος; (χάνος = ψάρι)
- Εγώ είμαι τάφος!
- Σιγή ιχθύος.
- Η αγάπη και βουνά κουνάει.
- Δεν έχει τσίπα πάνω του.
- Καρφί δεν του καίγεται (αδιάφορος).
- Εννιά έχει ο μήνας (αδιάφορος).
- Πέρα βρέχει (αδιάφορος).
- Έβαλε την ουρά στα σκέλια (μαζεύτηκε).
- Έφυγε σαν βρεγμένη γάτα.
- Θυμάται περσινά, ξινά σταφύλια.
- Μας έγινε τσιμπούρι.
- Μας κάθισε στον σβέρκο.
- Μας έριξε στάχτη στα μάτια.
- Μας έψαλε τον εξάψαλμο (μας μάλωσε πολύ).
- Θα πέσει ο ουρανός να μας πλακώσει.
- Έπεσα από τα σύννεφα (έκπληξη).
- Έγινε στήλη άλατος.
- Άνοιξε η γη και τον κατάπιε.
- Εξαφανίστηκε από προσώπου γης.
- Για να κουνηθεί θέλει βασιλικά έξοδα.
- Είναι άνω ποταμών.
- Μπρος Μαριώ και πίσου Γιάννης (επίσκεψη).
- Οι παρόντες εξαιρούνται.
- Όλα είναι μέλι γάλα.
- Αυτός πετάει τη σκούφια του για καβγά.
- Περπάταγα στα νύχια.
- Τον πάτησε στον κάλο (ευαίσθητο σημείο).
- Άρπαξε την ευκαιρία 'πό τα μαλλιά.
- Είναι μονόχνωτος (ακοινώνητος).
- Το ψωριάρικο έξω 'πό το κοπάδι.
- Η αλήθεια είναι πικρή.
- Μην ξύνεις παλιές πληγές.
- Αυτός είναι ανακατεμένος ο ερχόμενος.
- Γίναμε μαλλιά κουβάρια.
- Έγινε το μάλι – βράσι.
- Έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα.
- Έγινε ανάστα ο Κύριος.
- Τα είπα και ξαλάφρωσα. Έφυγε ένα βάρος από πάνω μου.
- Κατάπιε τη γλώσσα του.
- Δεν έβγαλε άχνα.
- Μούγκα σ’ έπιασε;
- Ήπιε τ’ αμίλητο νερό.
- Έχει αγύριστο κεφάλι.
- Ας πάει και το παλιάμπελο.
- Πού σε είχαμε, στ’ αμπέλι; (για το τεμπέλικο πεινασμένο παιδί).
- Τα ίδια Παντελάκη μου, τα ίδια Παντελή μου.
- Το βιολί, βιολάκι του.
- Το γουδί, το γουδοχέρι.
- Κάθεται πάνου σε καρφιά.
- Είναι του σκοινιού και του παλουκιού.
- Άλλαξε, έγινε άλλος άνθρωπος.
- Τον έκανε άνθρωπο (αγνώριστο).
- Τα μούσκεψα.
- Έχει τα μυαλά πάνου 'πό τη σκούφια του.
- Αυτό είναι 'πό τ’ άγραφα.
- Κατόπιν εορτής.
- Ποτέ δεν είναι αργά.
- Είναι αργοκίνητο καράβι.
- Σας κρεμάσαμε τα κουτάλια (άργησαν και ήρθαν μετά το φαγητό).
- Τα παράτησε και ήρθε σύξυλα.
- Τελεία και παύλα.
- Αυτός είναι πλακόπιτα (τα γυρίζει).
- Πάει, όπου φυσάει ο άνεμος (ασταθής).
- Άρτζι, μπούρτζι και λουλάς (ασυναρτησίες).
- Από την πόλη έρχουμαι και στην κορφή κανέλα (ασυναρτησίες).
- Χτύπα ξύλο (να μην έρθει το κακό).
- Κολοκύθια με τη ρίγανη.
- Βράσε ρύζι.
- Πλούσια τα ελέη.
- Ανάβει εύκολα.
- Γίναμε μπαρούτι.
- Να! Που θάλασσα 'πό σένα!
- Έχωσε ο διάολος την ουρά του.
- Έγινε Τούρκος.
- Ακόμα δεν έσκασε 'πό τ’ αβγό…
- Στο άψε-σβήσε.
- Άνοιξαν οι καταρράκτες τ’ ουρανού.
- Έβρεχε με το τουλούμι.
- Χάλασε ο κόσμος.
- Δε χάλασε δα κι ο κόσμος.
- Μας βγήκανε ξινά τα γέλια.
- Δε γελάνε τα χείλη του ποτέ.
- Από πού κρατάει η σκούφια του; (από ποιο σόι κρατάει ή από πού κατάγεται;)
- Η γλώσσα του στάζει μέλι (ή φαρμάκι).
- Μου έβγαλε μια γλώσσα, να!
- Δάγκωσε τη γλώσσα σου.
- Έχει μπάρμπα στην Κορώνη.
- Ήταν κουκιά μετρημένα.
- Από τον Άννα στον Καϊάφα.
- Πού το βρήκες αυτό γραμμένο;
- Πήγε στον αγύριστο.
- Άλλαξαν οι καιροί.
- Άνθρακας ο θησαυρός.
- Να λέμε και του στραβού το δίκιο.
- Από μπροστά σού κάνει τον φίλο κι από πίσω τον σκύλο.
- Έβαλε το νερό στ’ αυλάκι.
- Όποιος γυρίζει μυρίζει.
- Ένας αλλά λέων.
- Βγήκε 'πό τα ρούχα του (θύμωσε πολύ).
- Τα βρήκε μπαστούνια.
- Βρήκε τον δάσκαλό του.
- Τα βρήκε σκούρα.
- Του ’βγαλε στη φόρα τ’ άπλυτα.
- Πλήρωσε τη νύφη.
- Τον έφαγε η ζήλια.
- Σκάει ο τζίτζικας.
- Δώσε μου και μένα μπάρμπα (μεγάλη ζήτηση σε κάτι).
- Πέρασε ζωή χαρισάμενη (όμορφα).
- Πέρασε μαύρη ζωή (άσχημα).
- Όλες οι μέρες του Θεού είναι.
- Είναι παστρικοθοδώρα (ειρωνικά για τον βρωμιάρη).
- Εποχή ισχνών (ή παχιών) αγελάδων.
- Από πέτρα σε λιθάρι (από κακό σε κακό).
- Πολύ κακό για το τίποτα.
- Ο κακός κακά λογιάζει.
- Χίλιοι καλοί χωράνε, κεί που ένας κακός δε χωράει.
- Είναι πρόβατο του Θεού.
- Δεν έμεινε ρουθούνι.
- Τα ’κανε φύλλο και φτερό.
- Τα ’κανε γης Μαδιάμ.
- Τα ’κανε γυαλιά-καρφιά.
- Δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαρί (τον τρέχει).
- Ξύνει τα νύχια του για καβγά.
- Δεν κάνουμε χωριό έτσι (όταν δεν υποχωρεί κανείς).
- Του στοίχισε ο κούκος αηδόνι.
- Πήγα κρυφά κι απόκρυφα.
- Ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
- Όσα πάνε κι όσα έρθουνε (μοιρολατρικά).
- Έγινε του κουτρούλη ο γάμος.
- Είσαι βαθιά νυχτωμένος (έχεις άγνοια).
- Μιλάει με ξένες πλάτες.
- Τα κουκούλωσαν.
- Τα σκέπασε όπως η γάτα τα σκατά της.
- Φασκελοκουκούλωστα.
- Έγινε ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
- Τα είπα καθαρά και ξάστερα.
- Να λέμε τη σκάφη – σκάφη και τα σύκα – σύκα.
- Τα είπα ορθά–κοφτά.
- Αν και καθιστός, μιλάς ορθώς.
- Δε μάσησα τα λόγια μου.
- Αυτά που λες είναι λόγια της καραβάνας.
- Τα ίδια κοπανάει συνέχεια (λέει τα ίδια).
- Έχτιζε στην άμμο.
- Έγινε το μήλο της Έριδος.
- Είναι μυγιάγγιχτος.
- Τι παραμύθια μας τσαμπουνάς;
- Μας έφαγε η ντροπή του κόσμου.
- Σκορπίσανε σαν του λαγού τα τέκνα.
- Ονειρεύεται ξυπνός.
- Αν πάρει καιρό, ποιος θα τον σταματήσει; (όταν αρχίσει να μιλάει ή να θυμώνει).
- Ζήταγε τον ουρανό με τ’ άστρα ή του ’ταξε τον ουρανό με τ’ άστρα.
- Ζήταγε πράσιν’ άλογα ή τι κολοκύθια και πράσινα άλογα μας λες;
- Από τον καιρό του Νώε.
- Όταν εσύ πήγαινες, εγώ γύριζα (για την πείρα).
- Θέλει ν’ αγιάσει, αλλά ο διάολος δεν τον αφήνει.
- Λίγα είναι τα ψωμιά του (για ζωή ή παραμονή).
- Ξηγιέται σπαθί ή μόρτικα.
- Με κοψοχόλιασε.
- Μου κόπηκαν τα ήπατα.
- Μπήκε στο καβούκι του.
- Του κόπηκαν τα φτερά.
- Από τη χαρά του πέταγε.
- Του έβαλε τα δύο πόδια σ’ ένα παπούτσι.
- Τον πότισε χολή.
- Κλουθάει σαν το σκυλάκι.
- Είναι άπιστος Θωμάς.
- Όταν τ’ άκουσα, μου σηκώθηκαν οι τρίχες του κεφαλιού μου όρθιες (ή κάγκελο).
- Έσκαψε τον λάκκο του.
- Αυτά που λέει είναι εκ του πονηρού.
- Από το κλάμα της ραγίσανε κι οι πέτρες (ή καρδιές).
- Έσκασε στο κλάμα.
- Το δάκρυ έτρεχε κορόμηλο.
- Πήρε στραβό δρόμο.
- Δεν περπάταγε στον ίσο δρόμο.
- Πάει γυρεύοντας (τσακωμό, θάνατο, ατύχημα).
- Με τα ψέματα δουλειά δε γίνεται.
- Ή του ύψους ή του βάθους.
- Πήγαινα με την ψυχή στο στόμα (από φόβο).
- Πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια;
- Ρωτώντας πας στην πόλη.
- Δεν ήξερες, δε ρώταγες;
- Η σιωπή μου προς απάντησή σου.
- Στη χάση και στη φέξη.
- Σφάζει με το μπαμπάκι.
- Ψαρεύει σε θολά νερά.
- Κολυμπάει σε θολά νερά.
- Ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις.
- Σπέρνεις ανέμους, θερίζεις θύελλες.
- Πάνε σαν τους Χιώτες δυο δυο.
- Γλύτωσε από το στόμα του λύκου.
- Παρά τρίχα.
- Παρά τρίχα, μια τριχιά.
- Σανίδα σωτηρίας.
- Και μη χειρότερα.
- Τον πήρε η κάτου βόλτα.
- Παλιά μου τέχνη κόσκινο.
- Κανένας προφήτης στον τόπο του.
- Όνομα και μη χωριό.
- Μάσαγε με εκατό μασέλες.
- Τρώγανε με χρυσά κουτάλια.
- Βρήκε τραπέζι στρωμένο.
- Κουβάλαγε και του πουλιού το γάλα στο σπίτι.
- Είναι Σαββατογεννημένος (διπλή έννοια: α) τυχερός β) ματιάζει).
- Είναι Τεταρτογεννημένος (άτυχος).
- Στο στόμα τον έφτυσε; (ίδιος).
- Σε περνάει 'πό τη θάλασσα στεγνό.
- Οι άντρες τα ’χουνε δεμένα τα βρακιά τους (δεν κινδυνεύουν από άλλον άντρα).
- Δεν έχει βρακί να φορέσει (πολύ φτωχός).
- Την έχει λερωμένη τη φωλιά του.
- Είμαι πανί με πανί (δεν έχω δεκάρα).
- Δεν πιάνεται, γλιστράει σαν χέλι (όποιος μπορεί και ξεφεύγει).
- Δεν έχει κουκούτσι μυαλό.
- Αυτό βγάζει μάτι (το αταίριαστο, το οφθαλμοφανές).
- Έφυγε άρον άρον (ήθελε, δεν ήθελε αμέσως).
- Τα έχει φορτώσει στον κόκορα.
- Έχει τρικυμία στο κεφάλι.
- Έχω ήσυχο το κεφάλι μου.
- Να κόψει τον λαιμό του, να …βρει.
- Και γύρω γύρω φέρνουμε 'πό το σκοίνιο (περνάει ο καιρός).
- Και μαζεύεται το κουβάρι (τα χρόνια περνούν…).
- Δεν έχει χωρεμό (δεν στέκεται καθόλου).
- Δεν τον χωράει ο τόπος.
- Έφυγε άναυλα (βιαστικά).
- Έφυγε με το ίδιο εισιτήριο.
- Τους πέρασαν από κόσκινο.
- Πεθερά με νύφη δεν έγιναν ποτέ μάνα με κόρη.
- Τα θέλει και μαλάτα και γαλάτα (και έτσι και αλλιώς).
- Πολύ μου μπαίνει στη μύτη.
- Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει.
- Αϊ στο διάολο! (Τι λες; Γίνεται πιστευτό με έκπληξη).
- Του άναψα φωτιά (τον ανησύχησα).
- Του την άναψα γερή γερή.
- Ακούσαμε τα σχολιανά μας.
- Κάτσε στ’ αβγά σου.
- Η τύχη τής γύρισε την πλάτη.
- Πριονίζει το κλαρί που κάθεται.
- Είναι μη μου άπτου.
- Πήγανε σύξυλα.
- Τι ξινίζεις τα μούτρα; Δε σε είπαμε και καμπούρα!
- Με κάρφωσε πισώπλατα.
- Για χάρη τους έβαλα το κεφάλι μου στον τρουβά.
- Έβαλα φηλιά (θηλιά) στον λαιμό.
- Μου μπήκανε ψύλλοι στ’ αυτιά.
- Άμα δε δεις, μη μιλάς.
- Μην παίζεις με τη φωτιά.
- Από ’κει δεν περνάει ούτε κουντουρό σκυλί.
- Είναι φως - φανάρι.
- Ηλίου φαεινότερο.
- Μάσαγε τα λόγια του.
- Τι είναι αυτό που κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;
- Το ’παιξα κορώνα - γράμματα.
- Είναι όνομα και πράμα.
- Ο φόβος φυλάει τα έρημα.
- Είναι μαγάρα (τιποτένιος).
- Είναι λέρα (παλιάνθρωπος).
- Φτηνός άνθρωπος (τιποτένιος).
- Το πούλησε κοψοχρονιά (σε χαμηλή τιμή).
- Μεροδούλι, μεροφάι.
- Δεν έχει στον ήλιο μοίρα.
- Είχε άγιο μαζί του.
- Δεν έχει πού την κεφαλήν κλίναι.
- Είναι ένα κομμάτι μάλαμα.
- Ο χρόνος είναι γιατρός.
- Είναι βρωμόψυχος άνθρωπος.
- Είναι για βρούβες.
- Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου.
- Έχουμε το κούτελο καθαρό.
- Τον είχα εικόνισμα.
- Βάραγε μια στο καρφί και μια στο πέταλο.
- Πού σε πονεί και πού σε σφάζει.
- Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
- Τα πρώτα εκατό χρόνια είναι δύσκολα στη ζωή.
- Χαμένη από χέρι.
- Κείνη την ώρα αν μ’ έσφαζες, σταγόνα αίμα δε θα έβγαζα.
- Να μην κρυβόμαστε πίσω απ’ το δάχτυλό μας.
- Αυτά που μου λέει, είναι μπαινάκιας και βγαινάκιας.
- Βγάλαμε τ’ άντερά μας.
- Δεν έβαλε γλώσσα μέσα.
- Του ’κανε τα μούτρα κρέας (δεν φοβήθηκε καθόλου).
- Πάει με τον σταυρό στο χέρι.
- Βγάζει την ουρά του απ’ όξου.
- Για τα μάτια του κόσμου.
- Πάτησε επί πτωμάτων.
- Αν σε πιάσει (δαγκώσει) η οχιά ίσως εύρεις γιατρειά. Αν σε πιάσει τ’ αστριτάτσι (είδος οχιάς), το τσαπί και το φιαράτσι.
- Έβαλε λυτούς και δεμένους (μεγάλο μέσο).
- Μας έκλεισε την πόρτα.
- Μας κόλλησε στον τοίχο (αποστόμωσε).
- Εμή εσύ δεν έχεις τον Θεό σου (ο αχόρταγος σε όλα…).
- Τους βάλανε με τα τσαρούχια (χωρίς προσόντα).
- Πιάστηκε στο δόκανο ή στην παγίδα.
- Πάτησε πεπονόφλουδα.
- Πέθανε στην ψάθα (φτωχός).
- Τους έβαλαν 'πό το παράθυρο (παράνομα σε δουλειά).
- Με πιάσανε οι θέρμες σαν τ’ άκουσα.
- Φίλησε κώλους (παρακάλεσε).
- Χάσαμε τ’ αβγά και τα πασχάλια (τα λογικά μας).
- Τους έτριξα τα δόντια.
- Τραβιέμαι σαν λάστιχο.
- Μας έχεσε πατόκορφα (μας ξεφτίλισε).
- Τα τίναξε τα πέταλα (πέθανε).
- Είδαμε τον Χάρο με τα μάτια.
- Αυτό που είπα, το ’δεσε κόμπο…
- Τώρα για μένα βασίλεψε ο ήλιος.
- Τράβηξα του λιναριού τα πάθη.
- Φάγανε τα λυσσακά τους.
- Από τους πόνους πήρα τα ρουσάλια (δρόμους και βουνά).
- Είμαστε για φούντο… (πνίξιμο).
- Χρονικής του χρόνου (όλο τον χρόνο).
- Του είπαμε ένα μυστικό κι αυτός βάρησε την καμπάνα ή το ’κανε βούκινο.
- Τσάτρα–πάτρα (έτσι κι έτσι).
- Κουτσά–στραβά (όπως όπως).
- Αλλού–ταρού (ανακατεμένα).
- Είμαστε για το σκυλόρεμα (το έλεγαν οι ανήμποροι γέροι).
- Πετάγεται σαν την πορδή 'πό το βρακί (ο βιαστικός να μιλήσει).
- Αυτός είναι αργοκίνητο καράβι.
- Έκοψε λάσπη (έφυγε).
- Είναι σαν το τρύπιο βρακί που δεν κρατάει τίποτα (όταν κάποιος δεν κρατάει μυστικό).
ΦΟΒΕΡΕΣ
- Έχου πολλά ράμματα για τη γούνα σου.
- Θα σε χορέψου στο ταψί.
- Θα πας με το δίχως άλλο!
- Δεν ξέρεις; Ξεράδια!
- Καλά; Καλάμια!
- Ναι; Ναίγκα!
- Όχι; Οχιά!
- Θα σου πιού το αίμα!
- Θα σου φάου το στάρι! (κόλλυβα)
- Θα σου ανοίξου το λάκκο!
- Σκάαράα! (σκάσε)
- Θα σε κάνου να πατήσεις χιόνι!
- Θα σε κάνου να πεις και του φούρνου καλημέρα!
- Βγάλ’ το στο λαιμό! (σκάσε)
- Μαζέψου, γιατί θα σε κοντύνου!
- Θα σου δώσου μια να δεις τον ουρανό με τ’ άστρα!
- Θα σου δώσου μια να δεις τον ουρανό σφοντύλι (ή να σου ’ρθει ο ουρανός σφοντύλι)!
- Αν σε πιάσου, μαύρο φίδι που σ’ έφαγε!
- Θα σου κάνου τ’ αυτιά παπούτσι!
- Θα σε κάνου να ξερνάσεις το γάλα της μάνας σου!
- Θα σου κόψου τα χέρια (ή τα πόδια ανάλογα)!
- Θα σου βγάλου τα μάτια!
- Θα σου μετρήσου τα παΐδια!
- Κούνια που σε κούναγε…
- Θα σου πάρου γρούνια να φυλάς! (ο γονιός στο αδιάφορο για μάθηση παιδί)
- Τώρα θα δεις, πόσ’ απίδια πιάνει ο σάκος!
- Θα σου κόψου στεγνά το κεφάλι!
- Θα σου κάνου γκράτζα το κεφάλι, να πίνουν τα πουλιά νερό!
- Θα γίνουμε πο εκατό χωριά χωριάτες!
- Και στου βοϊδιού το κέρατο να κρυφτείς, θα σε βρου!
- Θα σου πάρει ο διάολος μάνα και πατέρα!
- Ούτε ψύλλος στον κόρφο σου, αν…
- Θα σου κόψου τη γλώσσα!
- Θα σου βγάλου το μαλλί τρίχα – τρίχα!
- Θα σε σφάξου στο γόνατο, σαν αρνί!
- Θα σε τουμπανιάσου στο ξύλο!
- Θα σε κάνου μαύρο στο ξύλο!
- Θα σου αλλάξου περπατησιά!
- Θα σου αλλάξου τον αδόξαστο!
- Θα σου αλλάξου τα φώτα!
- Θα σε στείλου κει που ψήνει ο ήλιος το ψωμί κι η θάλασσα τ’ αλάτι!
- Θα σου κάνου το βίο αβίωτο!
- Θα σου ξεσκίσου τα βάρδουλα!
- Θα φας της χρονιάς σου, άμα σε πιάσου!
- Θα σε βολαθρώσου = θα σε γκρεμίσω σε βάραθρο ή χαράδρα! κ.ά.
ΕΥΧΕΣ
- Να βάλει ο Θεός το χέρι του.
- Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
- Κούφια να είναι η ώρα που τ’ ακούει.
- Να σ’ έχει ο Θεός καλά.
- Την ευχή μου να ’χεις κι από τα είκοσι δάχτυλά μου(ή νυχάκια μου).
- Ν’ αγιάσουν τα κόκαλά του, για το καλό που μου έκανε.
- Τα παιδιά μου να ειν΄ καλά, κι ας μου πεθάνουν χίλια αρνιά.
- Παναγία μου ή Άγιε μου κάνε το θαύμα σου και θα σ’ ανάψου λαμπάδα στο μπόι μου.
- Για το καλό που μου ’κανες, χίλια καλά να βρεις μπροστά σου.
- Καλή αντάμωση.
- Καλή λευτεριά (για έγκυο).
- Καλή αντάμωση στον άλλο κόσμο.
- Καλό ταξίδι κι η Παναγιά μαζί σου.
- Καλά στερνά.
- Καλή ψυχή να παραδώσεις.
- Ό,τι πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται.
- Που να κόβει ο Θεός μέρες από μένα και να στις δίνει χρόνια.
- Χρόνια πολλά, πολύχρονος.
- Καλή χρονιά, με υγεία.
- Καλά μπερικέτια.
- Καλοφάγωτο.
- Καλορίζικο.
- Καλαδεξίματα.
- Πάντα άξιος (κουμπάρος ή νουνός).
- Η ώρα η καλή να είναι.
- Καλά στέφανα.
- Να ζήσετε σαν τα ψηλά βουνά.
- Καλούς απογόνους.
- Καλή πρόοδο.
- Καλή επιτυχία.
- Σιδεροκέφαλος.
- Περαστικά σου.
- Καλά κρασά.
- Καλολερωμένα.
- Καλημέρα ή καλησπέρα.
- Καλό δρόμο να ’χεις.
- Καλή αρχή ή καλό τέλος.
- Καλός πολίτης.
- Και μη χειρότερα! κ.ά.
ΚΑΤΑΡΕΣ
- Ανάθεμα το γονιό σου.
- Κουκουβάγιες να φωνάξουνε στα κεραμίδια σου.
- Όχι; Οχιά να σε φάει.
- Που προκοπή να μην κάνεις.
- Που να πας στον αγύριστο.
- Που να φας τα πόδια σου.
- Που τέσσερις να σε πάνε κι ο παπάς πέντε.
- Που στην ξυλογαϊδούρα να σε φέρουνε.
- Κει και παρακεί, στα τσακίσματα να πας.
- Στη Μαύρη Θάλασσα να πας κι ακόμα παραπέρα.
- Που να του σταθεί στο λαιμό (γι’ αυτό που έκλεψε να φάει).
- Που στην κάσα να τον βάλουνε.
- Στη μαύρη γης να μπει.
- Να λιώσει πάνου πο τη γης.
- Να πέσει και να μην ξανασηκωθεί.
- Να βγάλει το κακό σπυρί.
- Που άσπρη μέρα να μη δει.
- Στο διάολο να πας και να μη γυρίσεις.
- Που σκουλήκια να πιάσει.
- Που να τον φάνε τα σκουλήκια πάνου πο τη γης.
- Που να σε τραβήξουνε τα σκυλιά.
- Που να μη σε βρει το πρωί ή το βράδυ.
- Που κομμάτια να σε φέρουνε.
- Που να μη λιώσει ποτέ ο σκατόνταφος, κει που τον βάλανε.
- Που να σέρνεται σαν το φίδι.
- Κακό χρόνο να ’χει.
- Να ’χεις την κακή σου μέρα και την ανάποδη.
- Που να το βρεις 'πό το Θεό, το κακό που μου ’κανες.
- Που… τόσες να ’ναι οι ώρες σου (ή οι μέρες σου).
- Που να λιώσεις σαν το κερί.
- Που να σε φάνε τα όρνια.
- Που να το βγάλει στο λαιμό, γι’ αυτό που είπε.
- Ό,τι πιάνει, κάρβουνο να γίνεται.
- Κακό ψόφο να ’χει.
- Που να του κοπεί το χέρι, που το πήρε.
- Να πέσει φωτιά, να τους κάψει.
- Η ψυχή να μην του βγαίνει, να τονε βασανίσει.
- Να μη βρει τον δρόμο να γυρίσει, να μείνει πο κει…
- Που λούβα να σε φάει! κ.ά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου