21 Δεκ 2019

Τα δεμάτια και τα δεματικά

ΤΑ ΘΕΡΙΣΜΕΝΑ σπαρτά, ανάλογα με τον προορισμό τους, μεταφέρονταν στους μόνιμους ή προσωρινούς χώρους αποθήκευσης με τη μορφή των δεματιών. Η μεταφορά τους γινότανε από τα παλιά τα χρόνια μέχρι και τη δεκαετία του εξήντα, αποκλειστικά με τα γαϊδουράλογα. Στο χωριό μας η μορφολογία του εδάφους δεν επέτρεπε την κυκλοφορία του κάρου. Μόνιμοι τόποι αποθήκευσης ήταν οι αχεργιώνες (αχυρώνες). 

Εκεί αποθήκευαν εκτός από το άχυρο, τα σανά, το βίκο, τη ρόβη, τις κουτσαφιές (το φυτό ολόκληρο του κουκιού με ή χωρίς τα λουβιά του), το καλαμπόκι φύλλο, κι ό,τι άλλο μπορούσε ν’ αποτελέσει την κτηνοτροφή τις δύσκολες ώρες και μέρες της χρονιάς, για τα «ζα»(ζώα) του κάθε νοικοκυριού. Προσωρινοί χώροι ήταν τ’ αλώνια. Εκεί θα γινότανε ο αλωνισμός για να διαχωριστούν οι σπόροι από τα σταχο-υπολείμματα και τις κατακερματισμένες καλαμιές, που ήταν το άχυρο. Τον θερισμό όλων των σπαρτών τον έκαναν με το δραπάνι. Τις ζωοτροφές, όταν τις θερίζανε, τις ξάπλωναν καταγής με σειρά και τάξη, ώστε να ήταν εύκολο το δεμάτιασμα τους όταν αυτές αποξηραίνονταν. Μετά την τέλεια αποξήρανση τους τα πρωϊνά με τη λίγη νυχτερινή δροσιά για να μη τρίβονται, μάζευαν δυο-τρείς αγκαλιές, τις έβαζαν μαζί και τις έδεναν με ειδική ζώνη, το δεματικό, κι έκαναν έτσι ένα δεμάτι. 

Τα δεμάτια φορτώνονταν στα ζώα και έρχονταν στην αχεργιώνα. Όταν μετά τις ζωοτροφές θέριζαν τα προς αλωνισμό σπαρτά, το κατά γης ξάπλωμά τους γινότανε με τάξη και μέθοδο που διευκόλυνε δεμάτιασμα και κουβάλημα. Τρείς – τέσσερις χεργιές, ανάλογα με τη χούφτα του θεριστή και την ανάπτυξη του αγροστώδους, έμπαιναν μαζί και δένονταν με τέσσερις-πέντε σταχοκαλαμιές εν είδει ασταχόσχοινο. Αυτό το δεμένο έτσι μάτσο του θερισμένου σπαρτού το λέγαν «χερόβολο». Έβαζαν δίπλα-δίπλα έξι τέτοια χερόβολα που ομαδικά αποτελούσαν ένα «λημμάρι». Όταν ερχόταν η ώρα του δεματιάσματος, πρώτα ξάπλωναν χάμου τεντωμένο το δεματικό. Πήγαιναν μετά στο λημμάρι και τοποθετούσαν τα χερόβολά του το ένα πάνου στο άλλο, λίγο χιαστί, με τις σταχόφουντες αντίθετα και λίγο πίσω από τις θερισμένες ακροκαλαμιές του από κάτου του χερόβολου. Έπιαναν μετά την τρακάδα των έξι χεροβόλων (το λημμάρι) και την έβαζαν πάνω από το δεματικό, έτσι ώστε αυτό να βρίσκεται στη μέση τους. 

Μετά, με τον ίδιο τρόπο, ένα δεύτερο κι ένα τρίτο λημμάρι. Έπιαναν στην συνέχεια τις άκρες του δεματικού, τη μια με το ένα και την άλλη με το άλλο χέρι και τις έσφιγγαν με την βοήθεια του ενός ή και των δυο γονάτων. Αφού δεν μπορούσαν να σφίξουν άλλο, έστριβαν μαζί τις περισσευούμενες άκρες του δεματικού και το κοινό στριφτάρι το περνούσαν λυγισμένο κάτω από το δεματικό. Αυτή η δουλειά ήθελε λίγη δεξιοτεχνία μαζί με εμπειρία και απαιτούσε ανθεκτικό και εύκαμπτο δεματικό. Αυτό ήταν το δεμάτι, που η εμφάνιση του, η αντοχή του στη μεταφορά και ο κρυψώνας, που πρόσφερε το καλό δεμάτιασμα στα φορτωμένα με καρπό στάχυα, πρόδιδαν τον δεματιστή. Φορτώνονταν ανά τέσσερα, σπάνια ανά δύο, τρία ή πέντε στα άλογα ή γαϊδούρια και μεταφέρονταν στους προσωρινούς τόπους αποθήκευσης, που ήταν τ’ αλώνια. Εκεί τοποθετούνταν το ένα πάνω στ’ άλλο με τάξη και σχημάτιζαν τις θημωνιές στον περίβολο χώρο τ’ αλωνιού. Όταν ερχόταν η σειρά για τ’ αλώνισμα της κάθε θημωνιάς, τοποθετούσαν όρθια, λυμένα τα δεμάτια, στην πλακόστρωτη ή στη γυμνή αλλά βουληθισμένη καλά (επιχρισμένη με ακαθαρσίες βοδιών, τα βούληθα) επιφάνεια τ’ αλωνιού. 

Ακολουθούσε μετά η διαδικασία του ιππήλατου αλωνισμού. Εδώ χρειαζότανε να «βάλει το χέρι του» και ο ανεμοθεός Αίολος, για να είναι ο διαχωρισμός σπόρου–άχυρου γρήγορος κι εύκολος. Μετά ο σπόρος πήγαινε στ’ αμπάρι του σπιτιού και τ’ άχυρο στην αχεργιώνα. Η μεταφορά του πρώτου απαιτούσε κανονικά σακιά, του δεύτερου πολύ μεγάλα, τα «χαράρια», αφού τ’ άχυρο και ελαφρύ πολύ ήταν, αλλά και πολύ μικρών διαστάσεων εξ’ αιτίας του κατακερματισμού της καλαμιάς από τα πέταλα των αλόγων. 

Δεν ήταν δυνατόν να δεθεί με κανενός είδους δεματικό. Τα δεματικά μαζεύονταν για να χρησιμοποιηθούν στο δέσιμο των ζωοτροφών που θερίζονταν νωρίτερα από τα κυρίως αγροστώδη δηλ. τα σιτηρά, την επόμενη χρονιά. Τα δεματικά φτιάχνονταν από τις καλαμιές του δημητριακού φυτού της σίκαλης ή βρίζας και σπάνια από το φυτό κύπερη. Την σίκαλη την καλλιεργούσαν σε πολύ μικρή έκταση παραποτάμιας γης, όπου ήταν μπορετό, ή σε άλλο τόπο με εύφορο χώμα. Το φυτό αυτό σε σχέση με τα συγγενή του, υπερείχε στο μπόι εκ γενετής. Αν το βοηθούσε λίγο και η γη, έπαιρνε κι άλλο μπόι η καλαμιά του, κι έδινε μονοκόμματα κι όχι ματισμένα δεματικά. 

Η κοπή της προηγούνταν του κυρίως θερισμού. Τη θέριζαν σύρριζα με τη γη, για να μη χαθεί τίποτα από το μήκος της. Την έκαναν πολύ μικρά δεματάκια, τις «δεματσούλες». Αφού την έλιαζαν καλά, τις τίναζαν τα στάχυα χτυπώντας τα μ’ ένα ξύλο, ώστε να τιναχτεί ο σπόρος της. Τον μάζευαν για να τον σπείρουν την επόμενη χρονιά. Όταν ήθελαν να δεματιάσουν τα θερισμένα, έπαιρναν μια δεματσούλα και πήγαιναν δίπλα σε πηγή νερού όπως το πηγάδι, το ποταμάκι ή η φυσική βρύση και κάτω από σκιά. Την έριχναν καταγής, την έβρεχαν και την πατούσαν συνέχεια με τα δυο τους πόδια, ώστε οι καλαμιές της να γίνουν αφ’ ενός μαλακές και εύκαμπτες απορροφώντας νερό, αφ’ ετέρου από κυλινδρικές να γίνουν πλακουτσερές (πεπλατυσμένες), από τη πίεση που ασκούσαν τα πέλματα. Έπιαναν μετά μερικές από αυτές, όσο το πάχος ενός παλαμαριού περίπου και τις έστριβαν όλες μαζί, όπως τη στρίβλα, κρατώντας πάντα σταθερή τη μια τους ομαδική άκρη. 

Όταν το στρίψιμο τελείωνε κατά μήκος όλης της ομάδας, που γινότανε με την βοήθεια της μασχάλης, του αντίστοιχου αγκώνα και των άκρων χεριών, δίπλωναν το κατασκεύασμα και του ‘δεναν τα δυο άκρα μαζί με μια ελεύθερη κοντή καλαμιά. Αυτό, για να μην ξεστρίβεται τις ώρες «της προσμονής» που μεσολαβούσαν μέχρι το δεμάτιασμα. Κάθε ένα που φτιαχνότανε, έμπαινε μαζί με τ’ άλλα που ήταν μέσα σε σακί, την μπούρδα ή λινάτσα και που την διατηρούσαν συνέχεια υγρή. Η κατασκευή τους απαιτούσε λίγη εμπειρία και δεξιοτεχνία. Το σακί μεταφερόταν στους τόπους δεματιάσματος για να δεθούν τα θερισμένα γεννήματα. 

Όταν τελείωναν αυτά, έφτιαχναν άλλα, μέχρι που να δεθούν όλα τα θερισμένα. Η ασφαλής ζωομεταφορά των δεματιών, απαιτούσε καλή τοποθέτηση των λημμαριών κατά το δέσιμο τους, ώστε να κρύβονται τα στάχυα από τις καλαμιές τους, γερά και ευλύγιστα δεματικά και τέλος δυνατό σφίξιμο, ώστε το δεμάτι να μοιάζει συμπαγές και να εμφανίζει «μέση δαχτυλίδι». Έτσι μεταφέρονταν χωρίς τον κίνδυνο της κατάρρευσης των χερόβολων- εικόνα σπάνια αλλά υπαρκτή στους δρόμους- και δίχως να τρίβονται και να πέφτουν τα στάχυα, όταν του φορτωμένου ζώου ακουμπούσε και ξυνόταν το φορτίο στους θαμνόφυτους όχτους των στενών μονοπατιών και αγροτικών δρομίσκων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου