20 Φεβ 2014

Αληθινές ιστορίες από τον κόσμο των πουλιών


1. ΚΑΙ ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΚΛΑΙΝΕ
ΣTA δώδεκα μου χρόνια, μαθητής στη ΣΤ΄ δημοτικού, μία δασκάλα του σχολείου μας με παρακάλεσε, αν μπορούσα να της εύρισκα ένα μικρό καρδερινάκι, από φωλιά. Ζητούσε κάτι εύκολο. Εκείνη την εποχή και σ’ αυτήν την ηλικία, ο κάθε μικρός μπορούσε να βρει την άνοιξη άνετα φωλιά καρδερίνας με νεοσσούς και όχι μόνο. Τότες, στη δεκαετία του πενήντα, οι ευαισθησίες στις μικρές ηλικίες ήτανε άγνωστες, όπως και η ζωοφιλία γενικά˙ εν αντιθέσει με σήμερα βρίσκονταν σε λανθάνουσα κατάσταση. Κυριαρχούσε η σκληρότητα πάνω στην άγρια πανίδα κι όχι ο σημερινός κατακλυσμός ευαισθησιών.
Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε περιβάλλον ζωοεχθρικό. Η πείνα, η κρεατοαναφαγιά, η ανύπαρκτη αγωγή της φιλοζωίας με την υπόθαλψη ή την εκτροφή από το περιβάλλον μας άγριων ακόμα και σαδιστικών διαθέσεων, μας είχανε κάνει εχθρούς και ασυγκίνητους εξολοθρευτές της άγριας πανίδας. «Πιάσε ή σκότωσε ό,τι μπορεί να μπει στο τζουβέκι, να φας εσύ, μαζί σου και μεις», η παρότρυνση της κάθε οικογένειας προς τα νεαρά μέλη της, που ήτανε και πολλά. Πώς να μη γίνουμε ζωοδιώκτες, αφού παράλληλα λειτουργούσε και ο ανταγωνισμός μεταξύ των νέων; Ήτανε καλύτερος δοκανάς, αυτός που θα έπιανε και θα πήγαινε στο σπίτι του τα περισσότερα πουλιά, χειμώνα ή καλοκαίρι... Για πολλά νοικοκυριά που το κρέας του χασάπη ήτανε σχεδόν απαγορευμένο από τα πενιχρά οικονομικά, το αντικαθιστούσανε: η γριά κότα και τα πουλιά από τα δόκανα.
Η σκληρή, η ανελέητη και φονική συμπεριφορά μας δεν περιοριζέτανε μόνο σε ό,τι αφορούσε τη «μαγεργιά», αλλά απλωνέτανε σε όλο το φάσμα της ζωής των ζώων, κυρίως όμως των πουλιών. Κυνηγούσαμε τους κύριους εκκαθαριστές των ζωικών πτωμάτων, τα όρνια. Αυτά όντας λαίμαργα, τρώγανε πάρα πολύ όταν βρίσκανε κουφάρι ζώου, βαραίνανε και δυσκολεύονταν στη γρήγορη απογείωση, όταν απειλούνταν. Όπως το αεροπλάνο θέλει διάδρομο απογείωσης για να τροχοδρομήσει, έτσι ακριβώς και αυτά ποδαροδρομούσανε τρέχοντας με τις φτερούγες ανοιχτές, έως ότου η δημιουργούμενη άνωση να μπορέσει να τ’ ανυψώσει, για ν’ αρχίσει σιγά σιγά η απογείωση με τη μορφή στην αρχή της χαμηλής πτήσης μέχρι να γίνει κανονική. Αυτό το πρωτόγνωρο θέαμα μας έτερπε στην κυριολεξία. Ο χορτάτος πτωμοφάγος υπόφερε μέχρι ν’ αποκολληθεί τελείως 'πό τη γη, για ν’ αρχίσει η πτήση και ν’ αποφύγει τους διώχτες του…, που τ’ ακολουθούσανε ξωπίσω του τρέχοντας μ’ ένα ξύλο στο χέρι μέχρι την απογείωση. Η πέτρα που ’φευγε 'πό τη φόλα του λάστιχου (σφεντόνας), δε χτύπαγε μόνο μικροπούλια για μεζέδες όπως: σπουργίτια, σπίνους, τρίτσους, ασπροκώλες κ.ά., αλλά και κανένα χελιδόνι για επίδειξη σκοπευτικής ικανότητας («καλού σημαδιού»). Όταν βρίσκαμε φωλιά οποιουδήποτε φτερωτού, με την παραμικρή ευκαιρία ενοχλούσαμε τους ενοίκους της από περιέργεια. Πόσα αβγά έχει μέσα, αν βγήκανε τα μικρά, αν «μαλλιάσανε» κτλ. Η κατατρομοκρατημένη κλωσσοπουλίνα δε σταμάταγε μόνο προσωρινά την επώαση, αλλά καμιά φορά παράταγε τελείως φωλιά κι αβγά…
Η αρπαγή των αβγών της δύστυχης πουλίνας – κλώσσας, της άχρηστης και βλαβερής κοράκας -όπως πιστεύαμε- ενώ ήτανε επικίνδυνη, γινέτανε όμως από παρόρμηση και δημιουργία εντυπώσεων. Αν η κορακίνα αντιλαμβανέτανε ότι κινδυνεύει η φωλιά της, τότε η ίδια αλλά και τα άλλα κοράκια που έτρεχαν στο κάλεσμά της για να τη συνδράμουν, κάνανε επίθεση στον επιδρομέα στοχεύοντας με το ράμφος τους τα μάτια του εχθρού. Συνήθως οι μικροί χαλαστοφωλιάδες της έκλεβαν τ’ αβγά που ήτανε μεγαλούτσικα, για να τα χρησιμοποιήσουν σε απατηλό παιχνίδι. Βρίσκανε ένα μικρότερό τους παιδί ανυποψίαστο περί το αγνωστο παιχνίδι, μέσα ή έξω του χωριού, και το παραμυθιάζανε: «Άμα τα κρατήσεις ανάμεσα στις δύο κλειστές χούφτες σου λίγο και τα ζεστάνεις και μετά αρχίσεις να τα τρίβεις σιγά σιγά και πολύ μαλακά στην αρχή κι όσο τα τρίβεις να μεγαλώνεις την πίεση, αυτά θα δεις ότι αρχίζουνε να μαλλιάζουνε. Θα βγάλουνε μαλλιά, γένια, μέχρι και μουστάκια, αν κάνεις καλή δουλειά». Εκτελώντας ο μικρός τη συνταγή, μόλις λίγο τα πίεζε, φλουπ… έσπαγε το λεπτό τους τσόφλι και γεμίζανε οι χούφτες από το περιεχόμενό τους. Αν μάλιστα η επώαση ήτανε προχωρημένη, τα τσόφλια σπάζανε ευκολότερα και τα σπασμένα αβγά δυσοσμούσανε. Τότε άρχιζε ο καβγάς:
- Ναα!... ρε, σπάσανε!...
- Δε σου είπα, ρε βλάκα, να τα τρίβεις σιγά σιγά και μαλακά;
Και χου - χου - χου τα γέλια ο μεγάλος, ο ξύπνιος, ενώ ο μικρός τον κοίταζε απορημένος. Πού να βρει νερό να πλύνει τα λερωμένα χέρια του;
- Αφού είσαι χαζός και δεν κατάλαβες τι σου είπα, καλά να πάθεις!

Τάχαμου δεν εκτέλεσε σωστά τη συνταγή… Υπήρχε ένας αθέμιτος ανταγωνισμός μεταξύ των παιδιών, για το ποιος θα πρωτοτυπήσει ή θα πρωτοστατήσει σε ζωοεχθρικές τέτοιες ενέργειες, ώστε να αποσπάσει την προσοχή και να εισπράξει θαυμασμό κι αρχηγεσία στον κόσμο των μικρομέγαλων, που πλημμυρίζανε τις γειτονιές τ’ απόβραδα. Με τέτοια ερεθίσματα από το περιβάλλον, το να πιάσει κανείς ένα νεοσσό καρδερίνας για το κλουβί, δεν ήτανε καθόλου εγκληματική ενέργεια. Απεναντίας κατά το «επικρατούν δίκαιο» της εποχής, ήτανε μία φιλευσπλαχνική κίνηση, αφού θα εξασφάλιζε στο πετούμενο χωρίς κόπο τροφή, νερό και προστασία. Για τη στέρηση της ελευθερίας, τον χωρισμό από την οικογένεια με το κλείσιμο στο κλουβί, ποιος έδινε σημασία;
Έτσι, με μεγάλη μου χαρά δέχτηκα να κάνω την εξυπηρέτηση της δασκάλας, ικανοποιώντας την επιθυμία της να βάλει στο κλουβί καρδερινάκι, για να το ’χει συντροφιά, αφού δεν είχε οικογένεια. Το να βούταγε κανείς το ανυπεράσπιστο παιδί μιας αδύναμης καρδερινομάνας ήτανε εύκολο και ακίνδυνο. Βρήκα μια φωλιά φτιαγμένη σ’ ένα κυπαρίσσι στο περιβόλι μας στις Πλάκες. Πολλά τα κυπαρίσσια, πολλές οι καρδερίνες, πολλές και οι φωλιές τους. Βρίσκανε άφθονη τροφή και νερό στο ποτάμι, γι’ αυτό κι ο πληθυσμός τους πολύ μεγάλος.
Ανέβαινα στο κυπαρισσόδεντρο μέρα παρά μέρα, όταν πήγαινα για πότισμα του περιβολιού. Την ημέρα που είχα προγραμματίσει να κάνω την αιχμαλωσία δύο νεοσσών, για να ’χουνε παρέα, σκαρφάλωσα σιγά σιγά και προσεκτικά. Όταν έφτασα στο επιθυμητό ύψος, ανέβασα απότομα τη χούφτα για να τα εγκλωβίσω μέσα στη φωλιά. Ακούω ένα φραπ - φρου και πεταχτήκανε δύο - τρία από μέσα, πετώντας λίγο προς την ελευθερία. Πρόλαβα ένα μόνο μέσα. Ίσως το πιο αδύναμο, ανυποψίαστο και τεμπέλικο; Το πήρα και το κράταγα απαλά μέσα στη μικρή μου χούφτα σαν πολύ μικρό που ήτανε και το συλληφθέν αιχμαλωτάκι.
Ξεκίνησα με τον αδερφό μου για το χωριό. Μόλις είχαμε πιάσει την ανηφοριά μετά το μύλο μας εκεί στη στροφούλα, λίγα μέτρα μακριά 'πό κει που συντελέστηκε το μικροέγκλημα, δεχόμαστε την εναέρια επίσκεψη ενός φωνασκούντος καρδερινόπουλου. Μας περιτριγύριζε με χαμηλές κοντινές πτήσεις τσιτσιρίζοντας. Οι φωνές της δεν είχαν καμία σχέση με το αβίαστο κι ανέμελο κελάηδημά της. Ήτανε προϊόν διαμαρτυρίας, ικεσίας, ίσως και τόνωσης του ηθικού του μικρού της, που είχε πάρει το δρόμο της σκληρής αιχμαλωσίας και του βέβαιου χαμού για τη μάνα. Εμείς ατάραχοι κι ασυγκίνητοι συνεχίσαμε την ανηφοριά για την Αγια – Σωτήρω. Εγώ ήμουν πλημμυρισμένος χαρά, που θα χαροποιούσα και τη δασκάλα, αφού θα ικανοποιούσα την επιθυμία της. Βαδίζαμε στο ίσωμα -μετά τον Άγιο Γιάννη– στις Βρίζες, χωρίς ως εκεί να είχαμε προσέξει κάτι και δεχόμαστε δεύτερη πτητική επίθεση από καρδερινοπούλι, που προφανώς θα ήτανε η πονεμένη μάνα. Τσίριζε πετώντας γύρω μας πολύ κοντά, μπρος - πίσω και δίπλα. Προσπαθούσε η καημένη να με τρομάξει ή να μου μαλακώσει τη σκληράδα, να μου μερώσει το άγριο ένστικτο που με κυβέρναγε και που θύμα του ήτανε το βλαστάρι της. Μας είχε αόρατη ακολουθήσει γύρω στο χιλιόμετρο εφαρμόζοντας την τακτική της παρενόχλησης, αφού ήτανε αδύναμη κι άοπλη για τέτοιον πόλεμο. Εδώ μ’ ενόχλησε λίγο η επιθετικότητά της, γι’ αυτό και της την ανταπέδωσα. Χάθηκε στα γύρω χωράφια «εν μέσω κλαυθμών και οδυρμών» δικών της και του δικού μου κυνηγητού με τα χουγιατά. Με διπλοχαρά θα την αιχμαλώτιζα αν μπορούσα και κείνη…
Σαν φτάσαμε στο Σπιθάρι, στου Κούκου το φραχτό, έξω από το χωριό μετά από περπάτημα μεγαλύτερου διαστήματος από το προηγούμενο, δεχόμαστε νέα επίθεση. Την ύστατη, της απελπισίας, της αυτοθυσίας και αυτοκτονίας μαζί. Οι πτήσεις της πολύ χαμηλές, πολύ κοντινές σαν καμικάζι γύρω μας με δυνατά χτυπήματα των φτερών της κι ασταμάτητα στριγγοφωνήματα. Εκεί μπορούσε να χάσει και τη ζωή της. Μας είχε τώρα πολύ ξαφνιάσει. Μας ξύπνησε κάποιες ευαισθησίες. Εγώ σαν ο μεγαλύτερος και αυτουργός του εγκλήματος, άρχισα να νιώθω ενοχές. Όμως είχα δώσει υπόσχεση κι έπρεπε να την κρατήσω. Εξάλλου ένα τόσο δα πουλάκι θα μ’ έκανε ό,τι ήθελε; Καταλάβαινα όμως ότι με είχε αρκετά η μητρική της αγάπη τραυματίσει. Μάζεψα τα υπολείμματα της αγριάδας μου και της κάνω ένα μικρό κυνηγητό με βαριά τώρα καρδιά, νικημένος εν μέρει από την όλη συμπεριφορά της, που μας ήτανε τότε πρωτόγνωρη κι ανεξήγητη. Ένα από τα μικρότερα πετούμενα της περιοχής μας έδινε μαθήματα μητρικής στοργής, αυτοθυσίας κι επιμονής. Με το κυνηγητό χάθηκε πάλι με το καρδερινοπουλίσιο μοιρολόι της από το δρόμο μας. Δεν μπορεί να μοιρολογάνε μόνο οι άνθρωποι, αλλά όλα τα νοήμονα ζώα. Όλες οι μανάδες όταν τους παίρνουν τα παιδιά τους ή χάνουνε το σύντροφό τους, πονάνε. Ο πόνος γίνεται κατάρα, φοβέρα, μοιρολόι κι εκδίκηση, ανάλογα με την περίσταση. Αν ξέραμε να ερμηνέψουμε τη γλώσσα της, ίσως αυτή να μου φώναζε: «Κλέφτη, φονιά, ανάλγητε, καταραμένε… Γιατί, ρε άκαρδε, χωρίζεις για πάντα μικρό παιδί με μάνα; Αχάριστε κι ασυγκίνητε, δε σου αρέσει το τραγούδι μας, όταν εσείς οι άνθρωποι δε μας πειράζετε και μεις σας ευχαριστούμε με τη μελωδία μας ντύνοντας με τις χαρούμενες μουσικές μας νότες το χρωματικό πίνακα που τον λέτε φύση; Πόσα πουλιά 'πό τις χιλιάδες που υπάρχουνε, τραγουδάνε καλύτερα 'πό μας; Δε συντροφεύει η μελωδία μας τη μοναξιά σας στα χωράφια όπου εργάζεστε; Γιατί δεν το εκτιμάτε;».
Μπήκαμε στο χωριό και γω με το αιχμαλωτάκι στη χούφτα κατευθείαν στης δασκάλας το σπίτι. Έμενε κοντά στο σχολείο, στου Παναγή του Ματζουράνη. Η χαρά της μόλις αντίκρισε το νεοσσό μεγάλη και τα μπράβο της πολλά. Έβαλα μέσα στο κλουβί το ανυπεράσπιστο σκλαβάκι και κείνη κρέμασε τη φυλακή με τον ένοικό της, για να μην τον φτάνουνε και τον παιδεύουνε οι γάτες, ψηλά έξω από την είσοδο του σπιτιού. Θα το μαστούρωνε με κανναβούρι κι αυτό φυλακισμένο αλλά μεθυσμένο, θα της τραγούδαγε. Πρέπει να ήτανε σαββατόβραδο στα μέσα του θεριστή (Ιούνη). Τη Δευτέρα πήγα στο σχολείο με λίγες ενοχές και πολλή αγωνία. Τις ενοχές γέννησε η συμπεριφορά της μαμάς πουλίνας και την αγωνία η σκέψη, αν αυτό το μικρό ήξερε να φάει και να πιει, γιατί από άγνοια, στέρηση της θαλπωρής που είχε στη φωλιά κι αλλαγή περιβάλλοντος, θα μαράζωνε και θα ψόφαγε. Γνώριζε τάχα η αφέντρα του να το ταΐσει στο στόμα; Μόλις συναντήθηκα με τη δασκάλα, πριν προλάβω να τη ρωτήσω, φαίνεται διάβασε στο πρόσωπό μου τη σκέψη μου και μου είπε:
- Το πουλάκι το λευτέρωσα.
- Γιατί; τη ρώτησα έκπληκτος.
- Γιατί χθες πρωί πρωί ήρθε η μάνα του έξω 'πό το κλουβί. Όλη μέρα έφερνε γύρω κλαίοντας.  Προσπάθαγε να το βγάλει έξω. Δεν άντεξα το κλάμα της. Τη λυπήθηκα… Μου ράγισε την καρδιά με το σπαραγμό της. Την κυνήγησα μία, δύο, τρεις φορές. Αυτή επέμενε. Το απόγευμα με λύγισε… Άνοιξα το πορτάκι του κλουβιού και κείνο πετάχτηκε έξω. Το πήρε και φύγανε. 

Μαζί τους πήρανε και τις ενοχές μου. Η χαρά μου διπλή. Και το χρέος μου έκανα απέναντι στη δασκάλα και η καρδιά μου αλάφρωσε. Της έφυγε το βάρος απ’ αυτή την εγκληματική ενέργεια στον κόσμο των φτερωτών. Νιώθω όμως μέχρι σήμερα, πενήντα πέντε χρόνια μετά, σημαδεμένος. Μου έχουνε μείνει αναπάντητα ερωτήματα. Διαθέτουνε τόση νοημοσύνη, που να μπορεί να παρακολουθεί από μακριά; Έχει πολύ αναπτυγμένες αυτός ο μικροπουλόκοσμος πέρα 'πό την όραση και άλλες αισθήσεις; Είναι τόσο δυνατή η μητρική αγάπη, που φτάνει στην αυτοθυσία; Από πού αντλούσε υπομονή κι επιμονή, δύναμη και κουράγιο για τέτοιον άθλο; Πώς κι από πού πέρασε μετά την τελευταία της «βούτα», για να βρει και να φτάσει στο τέρμα της αιχμαλωσίας; Μέσα 'πό το χωριό και πίσω μας ή ψηλά από πάνω μας; Το μικρό της δε φώναζε, για να τ’ ακούει. Να με είχε γνωρίσει; Το χωριό τότε έσφυζε από ζωή. Οι δρόμοι με τις γειτονιές, μελισσοφωλιές. Ο θεριστής στις δόξες του. Κόσμος γύριζε στα σπίτια, στις θημωνιές με φορτωμένους τους ζωομεταφορείς. Άλλα ζα ερχούντανε για να δεθούνε στις αυλές κι άλλα πηγαίνανε για τις καλαμιές. Τα παιδιά, όπως τα σκυλιά και οι γάτες, πολλά. Δηλαδή ένα περιβάλλον πολύ εχθρικό κι απωθητικό. Πώς πέρασε; Να πήγε γύρω 'πό το χωριό; Πώς εντόπισε το σπίτι κι αναγνώρισε μέσα στη φυλακή το τρομοκρατημένο από την περιπέτεια άλαλο τέκνο της; Ποια δύναμη, ποιο ένστικτο, έκρυβε μέσα του αυτό το μικροσκοπικό πουλάκι και ποια ενόραση το οδήγησε φωτισμένα και σωστά στον παρ' ολίγο γολγοθά του παιδιού της; Πόσο σωστά έκρινε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει και να πολεμήσει με τις ασήμαντες σωματικές του δυνάμεις τον άνθρωπο-εχθρό μ’ αυτόν τον τρόπο; Διαθέτοντας αστείρευτο πείσμα, επιμονή, υπομονή, φοβέρα και κλάμα, που πηγάζανε από τη μητρική στοργή και μόνο, κατόρθωσε το ακατόρθωτο. Μ’ αυτά τα όπλα και ίσως τη διορατικότητά του αυτό το μικροπούλι νίκησε το γίγαντα άνθρωπο και λευτέρωσε το βλαστάρι του, που η αλύγιστη παιδική μου σκληρότητα του το είχε οδηγήσει στη μαύρη αιχμαλωσία. Και κει πάνω στην κορύφωση του δράματος για μάνα και παιδί, κατάφερε τη λύτρωση. Ίσως το μοιρολόι της… «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατο μου τέκνο, πώς… ξαναανάτειλε το κάλλος» -αφού πριν είχε δύσει- να έγινε αναστάσιμο τραγούδι μετά το φευγιό τους.
Τώρα που γράφεται αυτή η ιστορία, μετά 'πό τόσα χρόνια, αλλά και κάθε φορά που την ιστορούσα σε παρέα, με διαπερνούσε «απ’ άκρου εις άκρον» του κορμιού μου ένα σύγκρυο, όμοιο με ηλεκτρική εκκένωση. Ένα τόσο δα μικροπούλι πόσο μεγάλος δάσκαλος έγινε με εργαλεία λιγοστά˙ μόνο με τη φωνή, την προίκα της φύσης!...

 Ήτανε Φλεβάρης στα έβγα του τη δεκαετία του ενενήντα. Κλάδευα ελιές στο χωράφι της Κασούλας. Κάποια στιγμή παρατήρησα ότι ένα καρδερινοπούλι σε μικρή από μένα απόσταση, καθισμένο σ’ εξωτερικό κλαρί ελιάς κι αγνάντια μου, που λες και με κοίταζε για αρκετή ώρα, κελάηδαγε παράξενα. Για να μου αποσπάσει την προσοχή, φαίνεται ότι το τραγούδι του είχε κάτι το παραπονιάρικο, το κλαψιάρικο και ήτανε συνεχές. Το κελάηδημά τους δεν είναι ασταμάτητο όπως του αηδονιού ή του κιτρινομύτη κότσυφα τραγουδιστή. Οι φωνητικές τους χορδές εκπέμπουνε στο φυσικό τους περιβάλλον λίγες μελωδικές νότες και το τραγούδι θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν τριπλόνοτο ή διπλόνοτο ή ακόμα και μονόνοτο. Έτσι τουλάχιστον το αντιλαμβάνεται ένα αμούσικο αυτί, όταν αυτά βόσκουνε ανενόχλητα στα γαϊδουράγκαθα. Αφού δε σταματούσε αυτό, σταμάτησα εγώ τη δουλειά, ξάπλωσα καταγής, εστίασα πάνω του τις κύριες αισθήσεις μου και άρχισα να κάνω σκέψεις. Κάπου κάπου σταμάταγε, έκανε μια μικρή βόλτα και ξαναγύριζε τραγουδοκλαίοντας πάντα τον ίδιο σκοπό. Βεβαιώθηκα ότι κάποιον πόνο είχε μέσα του που τον έλεγε, τον φώναζε και που εγώ δεν τον καταλάβαινα. Άρχισα ν’ αναρωτιέμαι. Ποιος το πλήγωσε; Γιατί να ’χει τόσο αβάσταχτο πόνο; Γιατί έρχεται αντικριστά μου, να μου το πει; Τι περιμένει από μένα; Αν το είχα από μικρό κοντά μου και το τάιζα, μπορεί και να με είχε γνωρίσει και κάτι θα μου ζητούσε στη γλώσσα του. Αν η προηγούμενη ιστορία ήτανε πρόσφατη, θα πίστευα ότι αυτό το μικροπούλι με την τόσο μεγάλη του νοημοσύνη πιθανόν να είχε χάσει το δρόμο του στο πισωγύρισμα, να έμεινε εκεί γύρω, να με αναγνώρισε και να με μάλωνε για ό,τι κακό του έκανα. Τώρα όμως τι να του συνέβαινε;
Μετά από πολλές σκέψεις είδα να πέφτει λίγο φως στο σκοτάδι του ανεξήγητου. Κατάλαβα ότι απευθυνέτανε αποκλειστικά σε μένα. Άρα είχα φταίξει. Πού όμως και πώς; Η ιστορία με το μικρό αιχμαλωτάκι με είχε για πάντα σημαδέψει. Τώρα είχε αρχίσει να αναδύεται μέσα μου και να με γεμίζει ενοχές. Έχω κάνει κάτι, χωρίς να το καταλάβω. Πρέπει να βρω τι είναι αυτό και να επανορθώσω το κακό. Αυτό δε διαμαρτύρεται άδικα. Δεν είναι σαν τους ανθρώπους ανειλικρινές και υποκριτικό. Μα αφού δε χτύπησα, δεν κυνήγησα, δεν αιχμαλώτισα κανένα πουλί από το σόι του, συλλογίστηκα μήπως αυτό το κλαρί που είχα κόψει πριν ώρα πολλή με μια παλιά φωλιά, ήτανε δική του και τωρινή. Ήτανε όμως πολύ νωρίς για ζευγάρωμα και χτίσιμο φωλιάς, όπως νόμιζα. Βρίσκω το κλαρί με τη φωλιά και διαπιστώνω ότι δυστυχώς ήτανε καινούρφια ατελείωτη δική του… Έπρεπε με κάθε τρόπο να αποκαταστήσω τη ζημιά που είχα κάνει άθελά μου. Πήγα σ’ άλλο χωράφι, έψαξα και βρήκα σύρμα. Γύρισα κι έδεσα κακήν κακώς το κλαρί στο κομμένο υπόλειμμα. Σ΄ αυτό το διάστημα που μεσολάβησε, το διαμαρτυρόμενο καρδερινοπούλι είχε πετάξει γι’ αλλού. Αφού μ’ έχασε, δεν υπήρχε λόγος να διαμαρτύρεται. Άρχισα πάλι τη δουλειά βαριόκαρδος και με τις κύριες αισθήσεις σε κατάσταση συναγερμού. Κάθε τόσο όταν κοίταζα την αντιαισθητική ανασυγκόλληση που είχα κάνει στη γειτονιά της κλωσσοφωλιάς της πουλίνας, το βάρος που είχα μέσα μου μεγάλωνε και όλο ενοχές από το παρελθόν ξυπνάγανε και με παιδεύανε.
Είχε περάσει αρκετή ώρα από την ανάταξη του λιόκλαρου και άκουσα πάλι καρδερινοφωνή αμυδρά πίσω μου. Σταμάτησα και γύρισα προς τον ήχο. Σε δευτερόλεπτα φρου – φρου πέταξε και ήρθε πιο κοντά στο δεμένο και ναρθηκωμένο λιόκλαρο. Σαν είδε την αποκατάσταση, έφυγε τραγουδώντας τώρα χαρούμενα κάπως κι όχι όπως πριν κλαψιάρικα. Σκέφτηκα ότι κάνοντας μια περιστροφική χαμηλή πτήση πάνω 'πό το έργο της, είδε το ξεγύμνωμά του γιατί είχανε κοπεί γύρω τα μικρά κλαράκια, οι κρυψώνες του και θα ήτανε εκτεθειμένοι τώρα σε θέα «οίκος κι ένοικοι», γι’ αυτό έφυγε. «Σίγουρα θα την εγκαταλείψουνε, αφού θα είναι ευκολοθέατη», υπόθεσα. Σε λίγα λεπτά όμως δοκίμασα καινούργια έκπληξη απ’ αυτό τ’ απρόβλεπτο μικροπούλι. Γύρισε!... Όχι όμως μόνο του. Είχε φέρει παρέα. Προφανώς το ταίρι του. Αφού καθίσανε απέναντι στο κτίσμα τους, αρχίσανε να τραγουδάνε και τα δύο χαρούμενα. Ο λυρισμός και το μοιρολόι που φλεβίζανε πριν από το ασταμάτητο και πονεμένο της κελάηδημα, τώρα είχανε παραχωρήσει τη θέση τους στο χαρούμενο, μελωδικό, ερωτικό κι αναστάσιμο κελάηδημά τους, κάνοντας καντρίλιες. Μαέστρος και πρώτη φωνή το ένα, πιστεύω η πολυπονεμένη πουλίνα, κομπάρσος και δεύτερη φωνή ο πουλίνος. Μόνο ένας… περήφανος στ’ αυτιά δε θα καταλάβαινε τη συντελεσθείσα αλλαγή στον εσωτερικό τους κόσμο, που γινόταν ολοφάνερη με την τέλεια μεταστροφή της τραγουδιστικής ρότας της τραγουδιάρας και του συντρόφου της. Αλλάξανε και τη δική μου διάθεση, αφού μου ξεφορτώσανε τα βάρη από μέσα μου, με χαροποιήσανε και μ’ ευδιαθέσανε. Λασκάρανε τη μέγγενη που μου ’σφιγγε τα σωθικά κι ένωσα λεύτερος. Αισθάνθηκα την ανάγκη να σφυρίξω, να τους δείξω ότι χαίρουμαι και ότι τους ζητάω ταπεινά συγγνώμη. Να ήξερα τη γλώσσα τους, πόσα θα τους έλεγα…
Τότε εμπέδωσα για καλά το ότι τα πουλιά όταν πονάνε όχι μόνο σωματικά που αμύνονται, αλλά και ψυχικά κλαίνε, μοιρολογάνε, φοβερίζουν και ίσως καταριούνται, ενώ όταν χαίρονται τραγουδάνε όσο πιο μελωδικά μπορούνε. Πάντα μπροστάρισσα η μάνα πουλίνα. Η μητρική αγάπη γίνεται οίστρος για μελωδία ή κλάμα, για δασκάλεμα κι αυτοθυσία σε μας. Αυτή κυριάρχησε και στις δύο πράξεις του έργου και βγήκε πάλι νικήτρια…
Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι είχαν την τύχη ν’ ακούσουνε από το ίδιο στόμα πετούμενου μέσα σε λίγες ώρες τον… «επιτάφιό του θρήνο» να τον διαδέχεται μελωδικό «αναστάσιμο» τραγούδι!
Θεωρώ αυτά τα καρδερινομικροπούλια από τα εξυπνότερα τουλάχιστον του τόπου μας πουλιά. Μπορεί τα περιστέρια να εκτελούν κάποια νούμερα, να βουτάνε από πολύ ψηλά με ανάλογο ερέθισμα κάθετα επί της γης, εντυπωσιακά. Μπορεί το περιστέρι του Κώστα του Αλβανού να τον ακολουθεί μέχρι το μαγαζί, να τον ψάχνει και να τον βρίσκει σε καφενείο, να περιμένει στο τζάμι χτυπώντας το με το ράμφος του, για να το κεράσει στραγάλια κλπ. Όλα αυτά όμως που κάνουνε, τα έχουνε διδαχτεί. Ενώ τ’ αγριοπούλια ό,τι κάνουνε υπαγορεύεται από το DNA τους!
Μακάρι οι δύο ιστορηθείσες περιπτώσεις καρδερινονοημοσύνης να μπούνε δίπλα σ’ άλλες και να γίνουνε φλογίτσα για ν’ ανάψει φωτιά μιας συστηματικής επιστημονικής έρευνας στον κόσμο των φτερωτών, που πολλά θα μας δίδασκε. Ποιος τους δίδαξε τους άγραφους νόμους της ηθικής τους και το δικαίωμα να τους υπερασπίζονται με μόνα όπλα τη φωνή, την επιμονή, την υπομονή κι αν χρειαστεί το πείσμα, αφού στα μικροπούλια οι σωματικές τους δυνάμεις για χτυπήματα είναι ανύπαρκτες; Κι όμως καταφέρνουνε να λυγίζουνε ατσάλινες ανθρώπινες θελήσεις και να ματώνουνε σκληρές… καρδιές.
2. ΟΙ ΓΛΑΡΟΙ
 Η φύση προίκισε απλόχερα με κάποιες δυνατές αισθήσεις τα πουλιά. Είναι αυτές που τα βοηθάνε να εντοπίζουν και να βρίσκουν εύκολα την τροφή τους ή ν’ αποφεύγουνε τους εχθρούς τους ακίνδυνα. Το προικιό της φύσης είναι το αποτέλεσμα της εξέλιξης και προσαρμογής προς το περιβάλλον. Όσα ζώντα όντα που ζουν σ’ ένα αλλαγμένο περιβάλλον δεν προσαρμοστούν και εξελιχθούν με την πάροδο του χρόνου διαμέσου των γενιών όπως αυτό απαιτεί, θα εξαφανιστούν.
Τα όρνια, για παράδειγμα, εντοπίζουνε τα ψοφίμια από πάρα πολύ ψηλά και μακριά, από χιλιόμετρα πολλά, λες και διαθέτουνε δορυφορικά μάτια. Παλιά που στην περιοχή μας τα κοπάδια όπως και τα οικόσιτα ζώα πολλά, πολλοί όμως και οι ψόφοι. Πολλές οι αρρώστιες, καμία αντιμετώπιση, λίγες οι φυσικές τροφές γιατί οι βοσκότοποι αποψιλωνούντανε αμέσως από το μεγάλο ζωικό πληθυσμό, οι οικοτροφές λίγες εξαιτίας οικονομικής δυσχέρειας και η ασιτία θέριζε τα λίγο ή πολύ άρρωστα. Πολλά και τα όρνια. Τα βλέπαμε σε ψηλές πτήσεις να διαγράφουν κυκλικές τροχιές και καταλαβαίναμε ότι κάτω τους υπήρχε ψοφίμι επί της γης. Σιγά σιγά λιγόστευαν, μέχρι που χαθήκανε τα ζωοπτώματα, μαζί τους και οι πτωμοφάγοι.
Όλα σχεδόν τα πετούμενα βλέπουνε κι ακούνε πολύ καλά. Πολλά μάλιστα και στο σκοτάδι. Γι’ αυτό και ψάχνουνε για τροφή τη νύχτα. Μερικά πρέπει να έχουνε αναπτύξει και την όσφρηση. Δεν μπορεί αλλιώς να εξηγηθεί το φαινόμενο τσιπογιάννη (κοκκινολαίμη), που παρατηρείται σε πολλές αστικές γειτονιές. Το λίγο σκάψιμο στη μικρή αυλή ενός σπιτιού ή το άδειασμα μιας γλάστρας σε μια γωνιά, το επισκέπτεται «εν ριπή οφθαλμού» το συμπαθέστατο αυτό μικροπούλι του χειμώνα. Μοιάζει πολλές φορές σαν να το γέννησε η γη την κατάλληλη στιγμή ή ήρθε ουρανοκατέβατο μετά από τηλεφώνημα ή βρισκέτανε κάπου εκεί κρυμμένο, ειδοποιημένο και… τσιπ – τσιπ κάνει την επίσκεψή του γεμίζοντας χρώμα τη θέση που θα σταθεί, σκάβοντας για γαιοσκώληκες.
Οι γλάροι από αρκετό ύψος πάνω 'πό τη θαλασσινή επιφάνεια εντοπίζουνε όχι μόνο ό,τι επιπλέει μικρού όγκου και μπορεί να φαγωθεί, αλλά και ό,τι είναι ποντισμένο σε κάποιο βάθος. Έμαθαν να παρακολουθούνε και να επισκέπτονται τα χωράφια που οργώνονται από τρακτέρ. Ορμάνε κατά σμήνη πίσω από το μηχάνημα και βουτάνε ποντίκια, σκουλήκια, ερπετά κι ό,τι άλλο τους αρέσει. Έχουνε εξελιχθεί, εξευγενιστεί και έχουνε γίνει και εχθροί του ερασιτέχνη ψαρά, που ψαρεύει στην παραλία πεταχτάρικα με πολυάγκιστρο δολωμένο με ψωμί. Βλέπουνε το ψωμί που τους αρέσει πάρα πολύ από πολύ ψηλά, είτε αυτό είναι δόλωμα αφρού ή «πατωμένο». Βουτώντας να το πιάσουν, πιάνουνται στ’ αγκίστρια που καιροφυλαχτούνε και δεν τους χαρίζουνται.
Μου έτυχε πολλές φορές. Έναν χειμώνα σε κάποιο ακροθαλάσσι του Αργολικού ένας τέτοιος «κλέφτης» βούτηξε ν’ αρπάξει το πατωμένο δόλωμα. Πιάστηκε. Το καρούλι της πετονιάς πλακωμένο με πέτρα. Το δε πολυάγκιστρο ψάρευε μόνο του, αφού γύρω δε φαινέτανε γλάρος πουθενά. Κάποια στιγμή όπως ήμανε απασχολημένος, άκουσα γλαροκαλέσματα. Είδα να πετάνε πάνω από τον αγκιστρωμένο θαλάσσιο χώρο αρκετοί γλάροι κάνοντας στροφές και φωνασκούντες. Παράτησα τη δουλειά κι έτρεξα αμέσως, γιατί ήξερα τι θα είχε συμβεί. Όμως αυτήν τη φορά είχε τραβήξει το καρούλι μέσα. Φαίνεται η πέτρα ήτανε μικρή γι’ αυτόν και δεν άντεξε στο τράβηγμά του. Στην προσπάθειά του ν’ απαγκιστρωθεί, όλο και περισσότερο πιανέτανε. Το ταίρι του που τον είδε, φαίνεται ότι κάλεσε και καλούσε ακόμα σε βοήθεια. Έτσι μαζευτήκανε πολλοί γλάροι πάνω του γλαρίζοντας. Το ταίρι του κάθε τόσο κατέβαινε δίπλα του, φώναζε κι ανέβαινε πάλι. Ίσως να προσπαθούσε να του δώσει θάρρος και κουράγιο. Ο πιασμένος όσο προσπαθούσε να ξεπιαστεί τόσο πιανέτανε, κι όλο προς τα μέσα πήγαινε, αφού και το κύμα δεν ήτανε με το μέρος του.
Χειμώνας, κρύο και απόσταση από την ακτή αρκετά μεγάλη. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Η ώρα περνούσε, ο πιασμένος είχε γίνει κουβάρι, γιατί ενώ στην αρχή είχε πιαστεί μόνο από τις μεμβράνες των ποδιών του, τώρα έδειχνε να είχε κι από το ράμφος του. Πίστευα ότι ως το βράδυ θ’ άλλαζε κατεύθυνση το κύμα και θα τον έσπρωχνε προς τα έξω. Δυστυχώς όμως ούτε αυτό έγινε. Το καρούλι που κάπου πιάστηκε η πετονιά του έμενε στο ίδιο μέρος, με το γλάρο να χαροπαλεύει στην ίδια θέση. Σαν ήρθε το ηλιοβασίλεμα το σμηνόγλαρο που ακούραστα έφερνε στροφές από πάνω του γλαρίζοντας, άρχισε ν’ αραιώνει σιγά σιγά, όπως είχε πυκνώσει σαν δέχτηκε το κάλεσμα συμπαράστασης. Το ταίρι του όμως συνέχιζε να θρηνεί, ν’ ανεβοκατεβαίνει και ν’ αφροκάθεται δίπλα του, χωρίς να μπορεί να προσφέρει πέρα πο τη συμπαράσταση, ουσιαστική βοήθεια. Όταν πια ο ήλιος είχε κρυφτεί καλά στην ηλιοφωλιά του και το σκοτάδι μαύριζε γη, ουρανό και θάλασσα, έφυγε κι αυτός για τη δική τους φωλιά, ίσως με την ελπίδα ότι το πρωί με το πρώτο φως θα είχε λεύτερο το αγαπημένο του ταίρι. Γύρισα και εγώ στο σπίτι γεμάτος τύψεις κι ενοχές. Αν η πέτρα πάνω από το καρούλι ήτανε μεγαλύτερη ή αν είχε δεθεί σ’ ένα αλμυρίκι ή αν δεν είχα παρατήσει τα πολυάγκιστρα να ψαρεύουνε μόνα τους ή…, θα μπορούσα να τον τραβήξω έξω και να τον απαγκιστρώσω, όπως γινέτανε συχνά έως τότε.
Ξύπνησα νωρίς, με το σωμονύχτι και σύναυγα τρέχω στο ακρογιάλι με την ελπίδα να είχε φυσήξει τη νύχτα ένας πουνέντης και να τον είχε φέρει προς τα έξω, εκεί που θα μου ήτανε δυνατό να μπω και να τον λευτερώσω, αν ζούσε. Όμως με μεγάλη μου θλίψη είδα ότι στου γιαλού την άμμο, δεν υπήρχε τίποτα. Ότι όσο η θάλασσα φωτιζέτανε πιο καλά, ο άτυχος δολωματοαρπάχτης επέπλεε στο ίδιο μέρος ασάλευτος στου ελαφρού κυμάτου τη διάθεση, άψυχο πια κουβάρι. Σε λίγο καταφτάνει και ο σύντροφός του. Βουτάει κάτω με κρωγμούς, αφροκάθεται δίπλα του, παρατηρεί, κρώζει λυπημένος και φεύγει… απελπισμένος.
Εκεί στην ίδια θάλασσα μια καλοκαιρινή μέρα σε προμεσημβρινή ώρα, εμφανίστηκε ένα κοπαδάκι από καμιά δεκαπενταριά θαλασσοπούλια. Πρέπει να ήτανε γλάροι άλλου σογιού, διαφορετικοί λίγο από τους συνηθισμένους. Είχανε μικρότερο σωματότυπο, πιο σπαθάτες φτερούγες, ασημί χρώμα φτερώματος και ήτανε πολλοί φασαριόζοι. Την πτήση τους χαρακτήριζε η μεγάλη ταχύτητα, η ευκολία στις στροφές μικρής ακτίνας, αλλά και οι περιστροφές γύρω από το διαμήκη άξονα ράμφους – ουράς. Τραβήξανε την προσοχή μου και μου κινήσανε την περιέργεια να τους παρακολουθήσω στη συνέχεια, γιατί οι γλαροφωνές τους ήτανε ασυνήθιστες και εκ των υστέρων τις χαρακτήρισα σαν ντελάλημα, γι’ αυτό που θα παρουσιάζανε. Σαν να επιζητούσανε την προσοχή όλων των θαλασσολουομένων και μη, που βρισκούντανε κοντά τους και τους είχανε αντιληφθεί. Από την πρώτη στιγμή του ερχομού τους δείξανε ότι στο γλαροκόπαδο επικρατούσε στρατιωτική πειθαρχία. Ότι ενεργούσανε σαν να ήτανε μονάδες διμοιρίας επιδείξεων μπροστά σε στρατηγούς και φιλοθεάμον κοινό. Ξεκινήσανε με κάποιες προκαταρκτικές ασκήσεις για να «ζεσταθούνε» και να δοκιμάσουνε το βαθμό ίσως της ετοιμότητάς τους. Όπως σε μια πολυμελή μουσική ορχήστρα πριν από την έναρξη του προγράμματος οι οργανοπαίκτες δοκιμάζουν τους ήχους των οργάνων τους, ο καθένας χώρια από τους άλλους, ώστε όταν ο μαέστρος κηρύξει την έναρξη, να είναι όλα τα όργανα ηχητικά πανέτοιμα και σ’ ετοιμότητα οι μουσικοί τους. Έτσι προετοιμαζούντανε κι αυτοί.
Μερικοί κάνανε μικροστροφές, άλλοι μισοπεριστροφές κι επαναφορές, άλλοι μικροβουτιές κι άλλοι ανάμεσά τους … ντρίπλες, σχεδόν όλοι τους φωνασκώντας. Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν υπήρχε ευδιάκριτος αρχηγός που τα είχε φέρει από μακριά σ΄ αυτό το σημείο, που απείχε του ακροθαλασσιού αλλά και της επιφάνειας της θάλασσας πεντέξι δεκάδες μέτρα. Ίσως να υπήρχε κι αυτός να ήτανε μπροστάρης ή να είχε τη θέση του μαέστρου της ορχήστρας, που με την μπαγκέτα του πέρα – δώθε διευθύνει την ορχήστρα. Το φανταστικό θέαμα με είχε καθηλώσει και το χάζευα με μάτια και μυαλό. Ούτε σκέψη τότε για παρατήρηση λεπτομερειών κι ούτε υποψία ότι αυτό το ακουόραμα κάποτε θ’ αποτελούσε αφήγηση προφορική αλλά και γραπτή, αφού θ’ αποτυπωνότανε ανεξίτηλα για την εκπληκτικότητά του στης μνήμης το δεφτέρι.
Θυμάμαι ότι από το ύψος που είχε… συνταχθεί η ιπτάμενη διμοιρία επιδείξεων – που πετούσε σε σχηματισμό κυκλικό σταθερής διαμέτρου – ξεκίνησε το πρώτο πουλί μέσα σε γλαροβουή από το ομαδικό τους στρίνιασμα. Βούτηξε προς τα κάτω με φτερά και πόδια μαζεμένα, ακολουθώντας τροχιά πλάγια ως προς την κατακόρυφη από το σημείο εκκίνησης και χώθηκε στο νερό. Πέφτοντας θύμιζε μεγάλο βλήμα που εκτοξεύεται από αεροπλάνο ή καλύτερα γιαπωνέζικο πολεμικό αεροπλάνο με καμικάζι πιλότο του β΄ παγκοσμίου πολέμου, που θέλει να το ρίξει και να χτυπήσει εχθρικό πολεμικό σκάφος. Χώθηκε στο νερό χωρίς να σηκώσει απόνερα. Την ίδια στιγμή ένα δεύτερο ξεκινούσε από ψηλά με τον ίδιο τρόπο. Όταν το πρώτο μετά το μακροβούτι αναδυότανε αρκετά μέτρα πιο κει πο το σημείο βύθισης και τοιμαζέτανε «με τ’ ολίγον» ν’ αποθαλασσωθεί, το δεύτερο έμπαινε στο νερό και το τρίτο είχε πάρει θέση για να βουτήξει. Το σμήνος συνέχιζε να κρατάει σταθερή απόσταση ακρογιαλιού και θάλασσας με μικρές κυκλικές κινήσεις. Τη στιγμή που το τέταρτο χανέτανε στο νερό, το τρίτο αποθαλασσωνέτανε, το δεύτερο είχε σχεδόν ανέβει στο ύψος της διμοιρίας, ενώ το πρώτο είχε ενταχθεί σ’ αυτήν. Πουθενά συνωστισμός. Τ’ ανεβασμένα μετά το νούμερό τους αφού κάνανε μερικές βόλτες, μπαίνανε στην άκρη του σμήνους, στο χώρο προετοιμασίας. Δίνανε την εντύπωση ότι ήτανε ανθρώπινα έργα τηλεκατευθυνόμενα, αλλά ζωντανά. Η όλη επιχείρηση έμοιαζε να έχει προετοιμαστεί καιρό πριν με πολλές πρόβες, ώστε τώρα στην επίδειξη «μπροστά στο κοινό», φτάνανε την τελειότητα.
Δεν είχα τότε τη φαεινή ιδέα να τους τραβήξω φωτογραφίες, να κρατήσω σημειώσεις με σειρές, χρόνους, φωνές και ό,τι άλλο αφορούσε τη συνολική τους εμφάνιση. Καταλήφτηκα εξαπίνης. Προδόθηκα πο έκπληξη και θαυμασμό στεκόμενος όρθιος σαν χάχας με ανοιχτό στόμα. Παρακολουθούσα ασκήσεις ακριβείας, που μόνο ένα σμήνος πολεμικών σκαφών με επίλεκτους πιλότους μπορούσε να εκτελέσει με τόση ακρίβεια και χωρίς ατύχημα.
Αν θυμάμαι καλά αυτό που θα βουτούσε, έβγαζε πιο δυνατή στρινιά πο τ’ άλλα που ξεχώριζε, σαν να φώναζε: «Ρε κοιτάχτε με…». Είχε και ένταση και χροιά διαφορετική.
Την πρωτόγνωρη φασαριόζικη επίδειξη παρακολουθούσανε αρκετά άτομα. Όσοι στρέφανε προς τα κει τα βλέμματά τους, αιχμαλωτίζονταν και γίνονταν θεατές. Μια γριά γειτόνισσα που τα κοίταζε κι αυτή όπως και γω, μου φώναξε: «Ω, Γιάννη… Ρε τα βλέπεις τα πούστικα πώς βουτάνε στο νερό; Σάμπως να είναι στρατιωτάκια στη σειρά… Τήρα, τήρα… Όλα αράδα πέφτουνε. Σαν και κείνα τα μπασταρδέλια τα παιδιά που πάνε εκεί στο βράχο και πέφτουνε στο νερό το ένα πίσου πο τ’ άλλο σκούζοντας και πιλαλώντας…». Πράγματι έτσι ήταν. Γιατί οι βουτάδες, οι αναδυόμενοι, οι αποθαλασσώμενοι, οι αιωρούμενοι και οι προετοιμαζόμενοι ήτανε κινούμενα σημεία μιας ελλειψοειδούς τροχιάς χωρίς συγκρούσεις, συνωστισμούς, λιποταξίες και αναρχία. Επικρατούσε πειθαρχία, τάξις και ακρίβεια.
Η όλη επίδειξη κράτησε γύρω στη μισή ώρα. Άραγε ήτανε ένα περιφερόμενο και άρτια εκπαιδευμένο σμήνος γλαροβουτάδων, που έκανε το κέφι του σήμερα εδώ, αύριο αλλού, γιατί έτσι τους υπαγόρευε το DNA τους ή μήπως είχαν υποπέσει σε παράπτωμα και ο σμήναρχός τους τους είχε επιβάλει τιμωρία, που θα την υπηρετούσανε μ’ αυτόν τον τρόπο;
Όσο κι αν φαίνεται ψεύτικη και φανταστική η ιστορία, είναι πέρα για πέρα αληθινή.
 3. ΟΙ ΛΗΣΤΕΣ
 Ένα μεσημέρι σε τριεδρική γωνία μπαλκονιού – σε σπίτι μεγάλου οικισμού – όπου ήτανε χτισμένη χελιδονοφωλιά, παρατήρησα γύρω της ασυνήθιστη κινητικότητα. Οι ένοικοι της φωλιάς που μπαινοβγαίνανε ή κάνανε στροφές γύρω της τιτιβίζοντας, δείχνανε μεγάλη ανησυχία. Καθώς τους παρατηρούσα να κάνουνε τις γρήγορες κι απότομες μικρές στροφές τους, έβλεπα να μαζεύονται κι άλλα πολλά χελιδόνια σιγά – σιγά. Όλα σε χαμηλές πτήσεις τιτιβίζοντας. Ξαφνικά βλέπω μια καρακάξα, να επιτίθεται στη φωλιά τους. Φαίνεται ότι τα είχε πιο πριν ενοχλήσει κι αυτά χτυπήσανε συναγερμό. Η είσοδος της φωλιάς δεν είχε σχήμα κυκλικό όπως το φινιστρίνι πλοίου, αλλά ήτανε μακρόστενη και πιο ευκολοπρόσβλητη από τον επιδρομέα. Προσπάθησε να γαντζωθεί στο κάτω μέρος της φωλιάς, αλλά δεν τα κατάφερε κι έφυγε. Δεν πέταξε όμως μακριά. Πήγε στα κάγκελα του απέναντι σπιτιού και στάθηκε. Οι ιδιοκτήτες της φωλιάς που με την επίθεση του εχθρού γίνανε ακόμα πιο κινητικοί και νευρικοί, τιτιβίζανε ασυνήθιστα δυνατά, της κάνανε και μικροεπιθέσεις. Συνοδευόμενοι και από άλλα προσπαθούσανε να τη φοβίσουνε και να την απωθήσουνε. Ξέρανε όπως και γω, ότι αυτός ο θρασύτατος ληστής των πόλεων, δε θα τα παρατούσε εύκολα. Στεκέτανε ατάραχος στα κάγκελα, κοίταζε κατά το σημείο της ληστρικής του επιδρομής και κατάστρωνε προφανώς το σχέδιο επίθεσης.
Στο κάλεσμα των απειλούμενων φτερωτών είχαν ανταποκριθεί τόσα πολλά άτομα από το χελιδονοπληθυσμό, που είχε μαυρίσει το στενό. Από το δυνατό κι ομαδικό τους στρίνιασμα, θα μπορούσανε να τρίζουν ακόμα και τα τζάμια των γύρω σπιτιών. Με τις φωνές, τις κοφτές στροφές και το χτύπημα των φτερών τους σε μικρή απόσταση και χωρίς σύγκρουση με τον εισβολέα προσπαθούσανε τα αδύναμα αυτά πετούμενα, ν’ αποτρέψουνε τη ληστεία. Χωρίς δύναμη, δυνατά φτερά, πόδια με νύχια και σκληρό κοφτερό ράμφος τι να κάνουνε; Ο εχθρός διέθετε υπεροπλία. Αψηφώντας τις χελιδονοαπειλές, υπεροπτική – υπεροπτική επιτίθεται. Καταφέρνει να γαντζωθεί στο όμορφο κτίσμα των θυμάτων παρά και τις δικές μου τις φωνές και τα χουγιάσματα. Βρέθηκα ξένος σε άγνωστο μέρος και δεν μπόρεσα να προσφέρω συμπαράσταση ουσιαστική στ’ αδύναμα θύματα. Με το σώμα της μου είχε κλείσει τη θέα και δεν έβλεπα τι έκανε. Πιθανόν να γκρέμισε και να άνοιξε λίγο την πόρτα της κατασκευής και να έχωσε μέσα το κεφάλι της. Γύρω της γινέτανε χαλασμός από τις θορυβώδεις πτήσεις του σμήνους και τα δικά μου φσιτ – φσιτ. Η αγκίστρωσή της με τα νυχοπόδαρά της και λίγο με το τρεμουλιαστό παίξιμο των μισοανοιγμένων φτερών της κράτησε μερικά δευτερόλεπτα. Ό,τι άρπαξε το κατάπιε επί τόπου «εν ριπή οφθαλμού» γιατί φεύγοντας για άλλη γειτονιά, δεν είδα να κρατάει κάτι στο ληστρικό της ράμφος. Είχε καταφέρει να υλοποιήσει το όποιο σχέδιο είχε καταστρώσει επαληθεύοντας το νόμο της φύσης, που είναι ο νόμος του δυνατού.
Ο μεγαλύτερος εχθρός των πουλιών που συγκατοικούν με τον άνθρωπο των πόλεων, είναι οι καρακάξες. Αρπακτικές, παμφάγες κι αδίστακτες τα τρομοκρατούνε και τα υποτάσσουνε. Σωστοί ιπτάμενοι ληστοσυμμορίτες. Μέχρι και τις γάτες φοβερίζουνε… Στην υποταγή τους εκτός από τα μικροπούλια, οι κότσυφες και οι δεκαοχτούρες. Στο πεύκο της αυλής μου, μου δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσω ότι τα πάρα πάνω πετούμενα, είναι «φόρου υποτελείς» της. Επίθεση στη δεκαοχτούρα να της πάρει την ελιά από το στόμα… Κυρίως όμως ληστεύει τις φωλιές, όταν μέσα έχουνε αβγά ή νεοσσούς. Αρχές του Ιούνη άκουγα το παράξενο κιου – κιου – κιου, ενός κιτρινομύτη κότσυφα στο πεύκο. Κοιτάζω και τον βλέπω να έχει μισοανοιγμένες φτερούγες και ουρά και να τις τρεμοπαίζει φέρνοντας γύρω από μια καρακάξα, σε μικρή απόσταση απ’ αυτή. Ο ληστής καθισμένος σε κλαρί κάτι κρατούσε με το ένα του πόδι και το ’τρωγε αδιαφορώντας για τις επιπόλαιες απειλές του τραγουδιστή κότσυφα. Προφανώς είχε ληστέψει το σπίτι του και σίγουρα του είχε κάνει παιδοφάγωμα… Πέταξε γι’ αλλού, όταν τελείωσε το φαγητό της. Ίσως γι’ αυτό κι ο κότσυφας τραγουδάει νομίζω πάντα μακριά πο τη φωλιά του στην αναπαραγωγή, για ν’ αποφύγει τις ανεπιθύμητες επισκέψεις, όπως του αρχιληστή. Κι ούτε που τον τρομάζει το καθόλου εδώ μελωδικό κιου – κιου – κιου του φωνακλά κότσυφα μαζί με το τρεμοφτέρουγό του, που μοιάζει με τον πυρρίχιο πολεμικό χορό Πόντιου χορευτή. Ξέρει ότι όλα τα άμαχα υποτακτικά του έχουνε επιθετική αχάμνια και δεν μπορούνε να ραμφίσουνε ούτε και να νυχογαντζώσουνε επικίνδυνα αυτόν και τους ομοίους του.
Ο κότσυφας όπως κι όλος ο άοπλος πετούμενος πληθυσμός των μικροπουλιών δεινάζεται κυριολεκτικά από άρπαγες και ληστές πάσης φύσεως. Κρυμμένος μέσα σε θρασερό θάμνο ο αδερφός μου, μπροστά πο δενδρώδες μπρέτι, έκανε καρτέρι σ’ ανοιξιάτικα τρυγόνια στο βραχόσπαρτο Μακρυνάρι. Μετά το βόσκημά τους στα καλαμποσπαρμένα κοντινά χωράφια στεκούντανε εκεί για λίγο, πριν αλλάξουνε γειτονιά. Μια μέρα, την πρωινή απριλομαγιάτικη ησυχία διατάραξε η απελπισμένη φωνή ενός κότσυφα. Δεν φώναζε τσιρ – τσιρ – τσιρ… όπως όταν έχει πιαστεί σε δόκανο ή βρόχι, αλλά μάλλον μάλωνε και θρηνούσε μαζί πάνω στο μπρέτι. Ήτανε τόσο χαρακτηριστική η κοτσυφοφωνή, που παρά το νεαρό της ηλικίας και την απειρία του στα κοτσυφοστρινιάσματα ο καρτεριτζής κατάλαβε αμέσως, ότι κάτι συμβαίνει σ’ αυτό το πουλί. «Ένιωσα», όπως είπε τότε «ότι ένα άλλο φτερωτό διαφορετικό απ’ αυτό που περίμενα να στοχεύσω, είχε μεγάλη ανάγκη. Ήτανε σαν να παρακαλούσε, να φώναζε, ν’ αγρίευε και να καλούσε απεγνωσμένα σε βοήθεια». Βγήκε πο την κρυψώνα του και κοίταξε προσεχτικά πάνω στο… θρηνοστάσιο. Εκεί βλέπει ένα κότσυφα να τρεμοπαίζει τις μισοανοιγμένες φτερούγες και ουρά, να πηδοπετάει από κλαρί σε κλαρί σαν χορευτής πυρρίχιου γύρω πο μια μεγάλη δεντρογαλιά. Αυτό το ανιόβολο φίδι αρπάζει και καταπίνει όχι μόνο το περιεχόμενο της φωλιάς – αυγά και νεοσσούς αγριοπουλιών- αλλά και κοτίσια αυγά μπαίνοντας στα «φώλια» των κοτετσιών. Το άοπλο κοτσύφι προσπαθούσε με κινήσεις και φωνές να ενοχλήσει και να φοβίσει, για ν’ αποτρέψει πο τη ληστεία τον αναπότρεπτο κι άφοβο ληστή, που ανέβαινε τ’ αψήλου, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Αυτός απτόητος πήγαινε «ντουγρού» για την επισημασμένη φωλιά του θύματος. Δεν πρόφτασε όμως, γιατί τον σταμάτησε μια σφαίρα ρίχνοντας τον κατάχαμα νεκρό…
4. Η ΠΡΟΣΠΟΙΗΣΗ
Όσα πουλιά δεν μπορούν να αμυνθούν δυναμικά γιατί δεν έχουνε τα κατάλληλα όπλα, έχουν αναπτύξει άλλου είδους αμυντικές τεχνικές. Μία απ’ αυτές είναι η παραπλάνηση με σύμμαχο την προσποίηση. Μία τέλεια εικόνα αυτού του αμυντικού όπλου παρατηρήσαμε με το φίλο Νίκο σε μία κλωσσοπέρδικα με τους νεοσσούς της. Κινούμασταν σε κάποιο χωματόδρομο παραλιακό της Πούντας - Αγίου Δημήτρη. Η κλωσσοπέρδικα με τα κλωσσόπουλά της που βρίσκονταν στο πρανές του δρόμου, δεν προλάβανε να κρυφτούνε. Όταν το όχημά μας έφτασε πολύ κοντά τους, η μάνα με το κλωσσοκακάρισμά της τα ειδοποίησε και τα υποψιασμένα πεταρούδια της λαγάσανε. Μάλιστα ένα που ήτανε στην άκρη του δρόμου, μας έδωσε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τη φάση προσποίησης των νεοσσών. Έπεσε καταγής και γύρισε αμέσως ανάσκελα. Η χρωματική τους προσαρμογή τέλεια. Έμοιαζε με τούφα από ξερά χόρτα, απ’ όπου προεξείχανε λίγο δύο λεπτές καλαμιές, τα πόδια του. Ακίνητο σαν ψόφιο. Αν δεν το προλαβαίναμε στην κίνησή του, ούτε που θα το καταλαβαίναμε, όπως δεν είδαμε και τ’ αδέρφια του. Λίγο πιο κει, στη μέση του δρόμου η περδικομάνα να κακαρίζει παράξενα, να κουτσαίνει, να σέρνει το ένα της φτερό, που έμοιαζε τραυματισμένο και αυτή κουτσοπετώντας να προσπαθεί τάχαμου να κρυφτεί στους θάμνους της άκρης του δρόμου.
Ξεπεζέψαμε και κινηθήκαμε ο ένας προς το μικρό και ο άλλος προς τη μάνα. Ο νεοσσός που ήτανε πολύ μικρός, πιάστηκε σαν… ψόφιος που ήτανε, για λίγο αιχμάλωτος. Η περδικόκλωσσα βγαίνει από την πρόχειρη κρυψώνα της και με τον ίδιο τρόπο πάει πιο πέρα. Αφήσαμε λεύτερο το μικρό και τρέξαμε προς την τραυματισμένη μάνα με τη σπασμένη φτερούγα. Μας είχε αρκετά απομακρύνει από τα κλωσσόπουλά της με τις δύο χαμηλές μισοπτήσεις – μισοτρεξίματα. Και ξαφνικά μ’ ένα πρρρ πέταξε σαν αστραπή. Σαν να είχε γιάνει απότομα, έφυγε από μπροστά μας και με πτήση κυκλική μεγάλης ακτίνας γύρισε στα κλωσσόπουλά της. Με το χτύπημα των φτερούγων της μάλλον ήθελε να μας πει: «Βλάκες σας κορόιδεψα… Άντε γεια τώρα…». Έπαιξε τέλεια το ρόλο της «μαϊμού» τραυματισμένης, που μας άφησε κατάπληκτους και στιγμιαία άφωνους, μ’ ανοιχτό στόμα. Νάα!
5. Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥΣ
Μπορεί να συνεννοούνται μεταξύ τους τα πουλιά που ανήκουν στο ίδιο γένος, γιατί μιλάνε την ίδια γλώσσα και τρέχουνε σε βοήθεια όταν τους ζητηθεί. Αυτό δε συμβαίνει όμως σ’ όλα τα γένη, αλλά μόνο σ’ αυτά που έχουνε αναπτύξει μια κοινωνικότητα, όπως π.χ. σε γλάρους, χελιδόνια, κοράκια κ.ά. Δεν παρατηρείται όμως στα ομόγλωσσα τσίχλες, κοτσύφια, περιστέρια κ.ά. Υπάρχουνε «λέξεις» (φωνές ή κραυγές), που τη σημασία τους τη γνωρίζουνε όχι μόνο διάφορα πετούμενα, αλλά και τετράποδα. Το πιασμένο στο δόκανο πουλί που φωνάζει, το αναγνωρίζει όχι μόνο το αρπαχτικό γεράκι που θα ψάξει να το βρει για να τ’ αρπάξει, αλλά και το σαρκοφάγο τετράποδο, που κι αυτό θα χαρεί για το εύρημά του.
Δύο μικροί φίλοι μια χειμωνιάτικη ασπροντυμένη μέρα, πήγανε να στάσουνε δόκανα, για να πιάσουνε πουλιά. Όταν το χιονοσκέπασμα έχει ντύσει άσπρη τη γη, τα δυστυχή πετεινά τ’ ουρανού ψάχνουνε λίγο ξέσκεπο μέρος να σταθούνε και να βρούνε τροφή. Εκεί όμως τα περιμένει το δόκανο και τα πιάνει πο το λαιμό. Η κραυγή του πόνου τσιρ – τσιρ ώσπου να παραδώσουνε το πνεύμα τους, φανερώνει τη δύσκολη θέση τους σ’ όλη τη γύρω περιοχή και κινητοποιεί τους σαρκοφάγους κυνηγούς τροφής, αν τύχει και βρίσκονται κοντά. Απασχολημένοι οι δύο δοκανάδες με το στάσιμο, ακούσανε το τσιρ – τσιρ σε δόκανο που είχανε βάλει λίγο πριν κάτω από μια πυκνή κουμαριά, που είχε αχιόνιστο μέρος. Χωρίς βιάση γυρίζουνε πίσω να πάρουνε το πουλί, και να ξαναστάσουνε το δόκανο. Φτάνοντας όμως στη στασιά δόκανο με πουλί, πουθενά! Ψάχνουνε γύρω – γύρω, τίποτα. Ούτε φτερά, ούτε σημάδια φυγής. Μυστήριο! Βάζουνε άλλο δόκανο στο πολύ καλό αυτό μέρος και φεύγουνε. Συνεχίσανε πιο πέρα το έργο που είχανε διακόψει. Σε λίγο πάλι τσιρ – τσιρ από πιασμένη τσίχλα. Ξαναπαρατάνε το στάσιμο και τρέχουνε. Δε βρίσκουνε τίποτα. Το μυστήριο επαναλαμβάνεται. Διπλό κι άλυτο!
Για ανθρώπου έργο δεν έμοιαζε, γιατί θα είχε αφήσει ζάλατα στο χιόνι. Γεράκι δεν φάνηκε πουθενά. Αλλά πότε θα προλάβαινε να φάει την πρώτη και ν’ αρπάξει και τη δεύτερη; Να πιάνουνται σκεφτήκανε από το νύχι και να πετάνε με το δόκανο, πάλι αδύνατο. Διαβουλεύουνται και καταλήγουνε στην απόφαση, να βάλουνε και τρίτο δόκανο. Αλλά για να μην τύχουνε για τρίτη φορά στο ίδιο έργο θεατές και σταματήσουνε το στάσιμο, βρήκανε κάποια θέση που θα τους ήτανε ορατή η στασιά, για να το παρακολουθούνε. Έτσι κι έγινε. Το παγιδευμένο με τις ματιές τους δόκανο έκανε τη δουλειά του. Δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς χρόνος και τη στασιά επισκέπτεται τρίτη τσίχλα. Δεν ήταν μόνο το λίγο αχιόνιστο αλωνάκι κάτω από την κουμαριά, αλλά και τα γινομένα της κούμαρα με το παρευρισκόμενο δίπλα μαντρί που δελεάζανε τα άτυχα πετούμενα αυτές τις δύσκολες στιγμές. Η πεινασμένη τσίχλα χωρίς καθυστέρηση βουτάει το δόλωμα, για να τη βουτήξει το δόκανο πο το λαιμό και τσιρ – τσιρ. Οι δοκανάδες βλέπουνε και δεν κινούνται. Τότε με έκπληξη παρατηρούνε να ξεπετάγεται από μια τρύπα που υπήρχε κάτω από παρακείμενη μεγάλη πέτρα και να ετοιμάζεται για την τρίτη της κλεψιά η κυρά Μαριώ, η πονηρή αλεπού. Με το τρέξιμο και τα χουγιαχτά τους τα παιδιά την αποτρέψανε και ρίξανε φως στο μυστήριο. Το πονηρό αρπαχτικό τετράποδο που γνώριζε καλά το πουλίσιο κλάμα του πόνου, πεταγέτανε αμέσως έξω από την κρύπτη του και άρπαζε πουλί και δόκανο. Άφηνε τα δύο… κορόιδα να ψάχνουνε τη λύση του μυστηρίου κι ετοιμαζέτανε για την τρίτη κλεψιά. Έτσι γνωρίζοντας και μια… ξένη γλώσσα έβγαλε ξεκούραστα εκείνη τη δύσκολη μέρα το ψωμί της.
Μπορεί στα πουλιά όσα τα είδη τους, τόσες και οι γλώσσες τους με ομοιότητες, διαφορές και ιδιωματισμούς, αλλά έχουνε όμως και κάποιες λέξεις του λεξιλογίου τους που τις γνωρίζουνε όλα τα ζώα, έχουνε δηλαδή πανζωική εξάπλωση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου