23 Ιουλ 2012

Ο θολωτός τάφος της Αγίας Παρασκευής


 
τη γοργόφτερη και κλέφτρα σκέψη, αφήνοντας ορφανή τη λογική –μίζερο τέκνο της φτωχής γνώσης– μπουσουλάμε στη σφαίρα της φαντασίας την εποχή του μετατρωικού ταξιδιού των Αχαιών. Ψάχνουμε τα σβησμένα χνάρια αυτών που σαν να έβαλαν τη μυκηναϊκή τους υπογραφή, όταν σωρεύοντας το χώμα του τύμβου, έκρυψαν μέσα του τον θολωτό τάφο.

Είμαστε νοεροί συνταξιδιώτες, αναγνώστη, σ’ αυτόν τον ολιγότροφο τόπο με τον χωματόλοφο, που ήταν γνωστός στους παλαιότερους σαν η «βήρα του κουσάρη», δηλαδή τρύπα του κλέφτη. Ένας τόπος άνυδρος με φτωχά χλωρονόμια, μακριά από τα αηδονήματα της ρεματιάς, κοντά στην Αγία Παρασκευή του χωριού Κατακαλού και στον Ράφτη του Γαβαλά.

Σίγουρα ο Αχαιός θα ήταν κάποιος αξιωματούχος, για να του χτίσουν ένα σπουδαίο για την περιοχή και τον χρόνο τάφο, αν εκεί σταμάτησαν τα βήματά του ή λίγο πιο πέρα. Και από εκεί υψοταφής και βιγλάτορας να αγναντεύει τη συνέχεια του δρόμου της επιστροφής των συντρόφων του για την πατρίδα, αφού θα ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο που διάλεξε η φλόγα πριν από λίγο καιρό φέρνοντας το μήνυμα ότι η «Τροία εάλω». Αυτό βέβαια εάν ήταν αρχηγός κάποιου αχαϊκού μπουλουκιού, που εξόκειλε με τα πλοία του στον γυρισμό, στ’ αφιλόξενα και ορθόγκρεμα παράλια της ανατολικής Εύβοιας. Είναι γνωστό, συνταξιδιώτη μου, ότι πολλά τα ναυάγια από την περιοχή της Κύμης μέχρι την Κάρυστο κατά την επιστροφή των Ελλήνων στις πατρίδες τους.

Ακροβατώντας πάνω στο χωρίς προστατευτικό δίχτυ, κάτω από το συρματόσχοινο του χρόνου, η πλανεύτρα σκέψη αυθαιρετεί, τυλιγμένη πάντα στον μανδύα της τέλειας άγνοιας και όχι της γνώσης του αντικειμένου. Έτσι ποδηγετεί τη λογική και τη σέρνει στο γυμνό ακροβατόσχοινο. Μα αν δεν ήταν Αχαιός ναυαγός με τ’ ασκέρι του που κινούνταν πάνω στο μεσημβρινό: ΤροίαΤένεδοςΣκύροςΟξύλιθοςΠάρνηθα - Αραχναίο για γυρισμό σε κάποια πατρίδα του κράτους των Μυκηνών, θα ήταν θύμα, ένα από τα πολλά, κάποιας σύγκρουσης εξωτρωικής εποχής του στρατού του και του στρατού κάποιου κράτους–πόλης της Εύβοιας. Εκεί, όμως, γιατί; Αφού τα πεδία των μαχών θα πρέπει να ήταν κοντά σε τόπους έφορους, παραθαλάσσιους, κοντά στις πρωτεύουσες κρατών ή στον δρόμο προς αυτές, δηλαδή μακριά από τον τόπο του μόνιμου αποσταμού του. Μας είναι άγνωστο, βέβαια, πού βρισκόταν η πόλη των Ταμυνών, η πιο κοντινή σ’ αυτόν, που για ευνόητους λόγους δε θα ήταν εκεί γύρω. Υπάρχουν σημάδια ύπαρξης μικρών οικισμών, άγνωστης αρχαίας εποχής, στην ευρύτερη περιοχή του τάφου.

Μας είναι επίσης γνωστό ότι το κράτος των Μυκηνών διατηρούσε δεσμούς με το νησί της Εύβοιας. Υπήρχε μάλιστα σ’ αυτό βουνό με το όνομα Εύβοια. Κι εδώ η κουρσάρα σκέψη πρόθυμη, σαν άμαθη κι άπειρη λαγωνίκα, τρέχει πέρα–δώθε ιχνηλατώντας, η δε γνώση, όπως ο κουτσολαγονιάρης, παρακολουθεί από μακριά. Μήπως στο βουνό δόθηκε το όνομα Εύβοια για να θυμούνται οι σύντροφοί του και οι μετά από αυτούς τον αρχηγό τους, που τον άφησαν εκεί; Μήπως υπακούοντας στον νόμο της ανάγκης να ταφεί, έχτισαν την τελευταία του κατοικία, όπως αυτοί ήξεραν και όπως πρόσταζαν οι νόμοι τους για τον αρχηγό τους; Πρόκειται για έργο που δεν έγινε σε μία και δύο μέρες, ούτε από λίγους μόνο άνδρες. Άραγε να στρατωνίστηκαν εκεί μετά την έκβαση κάποιας μάχης, αρκετά μακριά από τη θάλασσα για λόγους ασφαλείας; Μήπως, άραγε, ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να αφήσουν τον κεκοιμημένον μακριά και κρυφά από βέβηλα μάτια και χέρια; 

Του βάζουν σίγουρα παρέα τα αγαπημένα του όπλα, ίσως και κάποιο ζώο, τα διάφορα ταφικά αντικείμενα και τον οβολό για τον ψυχοπερατάρη βαρκάρη από τον Επάνω στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο των Σκιών· μαζί του ίσως και το σταμνί με το λησμονέρι να ξεδιψά και να ξεχνά η ψυχή του στο μεγάλο ταξίδι που θα κάνει, τον πόνο που δοκίμασε τις τελευταίες στιγμές. Και αφού ξεχείλισαν το άβατο –για τροφή στον αγαπημένο τους– με την απέραντη αγάπη τους, τον βουβό τους πόνο και τη βαθιά τους θλίψη για τα χιλιάδες χρόνια που θα ακολουθούσαν, έφυγαν αλάρωτοι (1), με τρικυμισμένο νου από την απελπισία του χαμού. Έτσι έμεινε μόνος, σαν δραγάτης, να μετρά τα ηλιοδρόμια και τις ηλιοφωλιές μ’ όλους τους καιρούς και να ακούει τ’ αραιά τροκάνια των κοπαδιών, εξόν από τα σφυρίγματα του σφυριχτάρη, τους αλαλαγμούς του κατσουλιέρη και τις μουσικές καντρίλιες του καρδερινιού. Έμεινε για πάντα εκεί, γιατί η μεταφορά του στον τόπο προορισμού θα ήταν αδύνατη και ίσως γιατί η ράχη της ταφής του να θύμιζε λίγο τις ράχες που πατούσε και περπατούσε στην πατρίδα.

Ποιος να ήταν άραγε και ποιες οι επιδόσεις του αξιωματούχου αυτού ενοίκου; Μήπως ήταν ένας τρομερός τοξότης, φοβερός ακοντιστής που ποτέ δεν αστοχούσε, ο πρώτος των πρώτων καβαλαραίων κι άτρομος φλαμπουράρης ή ένας μπροστάρης παιανίστας, που η μουσική του έσπρωχνε με ορμή μπροστά αφηνιασμένα άτια, αλογολάτες (2)  και πεζούς, άτρομους στη φωτιά του πολέμου; Θα μπορούσε να είναι κι ένας ομότεχνος του μάντη Κάλχα, που συνομιλούσε με τους βασιλείς και τους ορμήνευε, σαν γνώριζε τα μελλούμενα να συμβούν και τις παραγγελίες από τα θεϊκά παιχνίδια. Θα μπορούσε να είναι και ένας πλωρίτης (3) δρομοκόπων (4) και αλογολατών, που τους οδηγούσε στην ανεύρεση νέας γης, για χτίσιμο καινούργιας αποικίας.

Οι θολωτοί τάφοι, όμως, μας είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι χτίζονταν για βασιλιάδες και μέλη των οικογενειών τους, ενώ για τους πολίτες, φτωχούς και πλούσιους, οι θαλαμοειδείς τάφοι. Έτσι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κάποιο μέλος της στενής βασιλικής οικογένειας, όπως αναφέρει ο Γ. Ε. Μυλωνάς (5).

Αν η εκστρατεία της Τροίας έγινε περί το 1280 π.Χ., είναι επίσης γνωστό ότι μετά απ’ αυτή Αιολείς εξ Αχαΐας μετανάστευσαν στην Εύβοια. Αρχικά με αρχηγό τον Ορέστη, στη συνέχεια με τον γιο του Πένθιλο και αργότερα με τον Εχέλατο, γιο του Πενθίλου. Κατέλαβαν έτσι και κατοίκησαν την ανατολική Εύβοια, κτίζοντας την πόλη της Κύμης στα 1189 π.Χ. Οι Αιολείς αυτοί ανήκαν στο γένος των Αχαιών. Υπήρχε δε και στην Αχαΐα λόφος με τ’ όνομα Κάρυστος, συνώνυμος της ευβοϊκής πόλης, που δείχνει φυλετική συγγένεια, όπως αναφέρει ο Γουναρόπουλος στην Ιστορία του νησιού. Αλλά και αργότερα ο Γράιος, γιος του Πενθίλου, το 1151 π.Χ. πέρασε με την ακολουθία του στη Λέσβο κι από εκεί στην απέναντι στεριά, κτίζοντας την Κύμη της Αιολίδας κοντά στη Σμύρνη, όπως αναφέρει ο γεωγράφος Στράβωνας. Ίσως στις μετακινήσεις αυτές να κόπηκε βίαια ή ομαλά σε κάποιον επιφανή άνδρα το νήμα της ζωής του εκεί γύρω και να τάφηκε για κάποιους λόγους σ’ αυτήν την κάπως αφιλόξενη γη. Ποιός ξέρει πότε τούτη η γης δεν άντεξε άλλο και πρόδωσε το μυστικό του άνδρα που έκρυβε;

 Ένας ή περισσότεροι τυμβωρύχοι, τυχαία ή πληροφορημένοι, σκύλευσαν το μνήμα, διακόπτοντας τον αιώνιο ύπνο του ενοίκου του. Κλέφτηκε και σκίστηκε έτσι η διαθήκη και έμεινε μόνο η υπογραφή των Μυκηνών. Αυτοί ή κάποιοι άλλοι χρησιμοποίησαν τον τάφο στη συνέχεια για κρυψώνα, ώστε να φτάσει ως τις μέρες μας σαν η «βήρα του κουσάρη». Έγινε ακόμη και μαντρί από κάποιους βοσκούς ευκαιριακά. Σήμερα η οροφή του, νικημένη ίσως από τη σκαπάνη των τυμβωρύχων, το βάρος τουλάχιστον 3.000 χρόνων και των υλικών που υπήρχαν πάνω της, έχει υποχωρήσει, αφήνοντας έως πριν από λίγα χρόνια τα στοιχεία της φύσης να αποτελειώσουν ό,τι άφησαν οι βέβηλοι και βάρβαροι άρπαγες των μυστικών του.  Έχασκε –από τη στιγμή της σύλησης και μετά– σαν γυναικογάστρι ανοιγμένο και κουρσεμένο πριν από την ώρα της γέννας, με χαμένη τη φύτρα του. Νεκρή και αφανισμένη ή ζωντανή και ανώνυμη να στολίζει τη συλλογή κάποιου, αφού ο σπαραγμός της κυράς του από τον πόνο, τα παρακαλετά, τις κατάρες και το βουβό κλάμα από το άγος (6), δε συγκίνησαν τους άνομους με ή χωρίς τη θέλησή τους αρχαιοκάπηλους, την ώρα της βαρβαρότητας. «Έπεφταν τα κατσίκια μέσα και κατεβαίναμε και τα πιάναμε» ήταν μία πληροφορία σε ανύποπτο χρόνο για μένα, του δικού μου πατέρα, όταν μικρός έκανε τον γιδοβοσκό στα μέσα της 3ης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Τότε, όμως, δεν υπήρχε περιέργεια να ρωτήσουμε κι άλλους μεγαλύτερους για περισσότερες πληροφορίες, που αφορούσαν την ιστορία του, και έτσι αυτές χάθηκαν. Μας έμειναν μόνο φαντασιώσεις για υπόγειες στοές ως τη ρεματιά, την πηγή, την εύκολη διαφυγή κ.ά.



Τώρα βρίσκεται σε κατάσταση ίσως τραγική εξαιτίας της αδιαφορίας που είχαν δείξει οι υπεύθυνοι τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Αν και υπήρχε από την περίοδο της τελευταίας δικτατορίας βιντεοκασέτα στα χρονοντούλαπα του υπουργείου Πολιτισμού, που γύρισε με απειλή για τη ζωή του από αρχαιοκάπηλους ο φανατικός αρχαιολάτρης και ακούραστος εργάτης της πολιτισμικής Εύβοιας, γιατρός κ. Σκούρας, κανείς δε συγκινήθηκε. Λίγο αργότερα κάποιοι ευαίσθητοι και «υποψιασμένοι» προϊστάμενοι του λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου, διέθεσαν λίγη ξυλεία και με τη βοήθεια «μποσκαδόρων» (7), όπως αυτοί ήξεραν από τις υπόγειες στοές όπου εργάζονταν, έδωσαν προσωρινή παράταση ζωής στο μνημείο. Σήμερα έχουν ενισχύσει με άκομψες μεταλλικές σκαλωσιές τα πρώτα εσωτερικά ικριώματα και μ’ ένα πρόχειρο στέγαστρο στο άνοιγμα της κορυφής, να του δίνουν την εντύπωση της μίζερης προστασίας. Διάχυτος ο φόβος που κατέχει τον επισκέπτη, ότι το μνημείο θα σωριαστεί στο εγγύς μέλλον, αφού υπάρχει εγκατάλειψη και αδιαφορία από τους αρμόδιους, ώστε να ακούγεται πάντα επίκαιρη η Σοφόκλεια κραυγή από το στόμα του Οιδίποδα «τυφλός τα τ’ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει», δηλαδή τυφλός στα αυτιά, στα μάτια και στη σκέψη.

Κρίθηκε σκόπιμο να παρατεθούν και λίγα χαρακτηριστικά του μνημείου έπειτα από πρόχειρη παρατήρησή του και με τις γνώσεις ενός αδαούς αρχαιοδίφη. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν σαν υλικά δομής ό,τι παρείχε ο τόπος αυτός: σχιστόλιθοι και χώμα· γιατί οι θολωτοί τάφοι είναι κατασκευές κάτω από τη γη, πότε λαξευμένοι σε βράχο ή σε σκληρή χωμάτινη λοφοπλαγιά και πότε σε επίπεδο έδαφος με ένα πολύ μεγάλο όγκο χώματος σωρευμένο πάνω τους, εν είδει τύμβου. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και δω. Δηλαδή υπάρχει ομαλή επιφάνεια στην κορυφή του χωματόλοφου και κρατώντας την ταφική συνήθεια του «χεύειν χυτήν γαίαν» που μνημονεύεται στα Ομηρικά έπη, δημιουργήθηκε τύμβος. Οι σχιστολιθικές πλάκες δομής έχουν τις δύο εμφανείς τους διαστάσεις μικρές. Η τρίτη και αόρατη διάσταση, δηλαδή αυτή που σκεπάζεται από αυτήν της επάνω πλάκας, σίγουρα θα είναι μεγαλύτερη. Ασβεστοκονίαμα δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε. Έτσι όλη η κατασκευή μοιάζει με ξερολιθιά. Κατά τον ακαδημαϊκό Γ. Ε. Μυλωνά (5), για τους βασιλικούς θολωτούς τάφους των Μυκηνών, αυτή η κατασκευή ανήκει στην πρώτη ομάδα, τους αρχαιότερους. Αυτοί είναι χτισμένοι με μικρούς λίθους και χωρίς το ανακουφιστικό τρίγωνο πάνω από το υπέρθυρο.



Εντύπωση, απορία και θαυμασμό προκαλούν οι ογκόλιθοι που υπάρχουν ως υπέρθυρα στην είσοδο. Είναι όλοι τους στη μέση της μεγάλης τους διάστασης ρηγματωμένοι. Ο πρώτος με σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, έχει διαστάσεις 2 x 0,60 x 0,45m. Κάπου αλλού βρέθηκαν, πελεκήθηκαν, μεταφέρθηκαν, ανυψώθηκαν και τοποθετήθηκαν στη σημερινή τους θέση. Πώς όμως; Να γιατί ο τάφος δε θα μπορούσε να είναι έργο μόνο λίγων ημερών και χεριών.

Ο προσανατολισμός του είναι πάνω στον άξονα Ανατολής – Δύσης. Ο τάφος αποτελείται από τρία μέρη: τον θόλο, την είσοδο και τον δρόμο. Ο θόλος έχει διάμετρο βάσης 5m και ύψος λίγο παραπάνω ίσως. Η είσοδος έχει μήκος 3,5m, ύψος 1,5m και πλάτος 0,8m. Ο δρόμος δηλαδή απλά το προαύλιο ή η εξωτερική είσοδος έχει κοπεί από αγροτικό κοινοτικό δρόμο. Το τμήμα που έχει μείνει, έχει μήκος 5m, πλάτος στην είσοδο 1,5m και στην έξοδο 2m. Οι πλευρές του δρόμου με σχήμα περίπου ορθογωνίου τριγώνου, κάθετες στο δάπεδο με μικρότερες πλευρές αυτές που εφάπτονται του θόλου, έχουν μήκος το ύψος της εισόδου και είναι κτισμένες με πλάκες όπως και ο θόλος.

Αξίζει τον κόπο να τον επισκεφθεί κανείς, όσες φορές κι αν έχει δει τους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. Μπορεί να φαντάζει εμπρός τους «φτωχός συγγενής», δεν παύει όμως να προκαλεί  τον θαυμασμό.

Παραπάνω παρατίθεται μια πρόχειρη μελέτη κάτοψης και τομής, που έγινε χωρίς ακριβείς μετρήσεις, ελπίζοντας στην κατανόηση, επιείκεια και συμπάθεια του όποιου ειδήμονα τις προσέξει.

-------------
(1) Αλάρωτος: απαρηγόρητος για όποιον πενθεί
(2) Αλογολάτης: οδηγός αλόγου
(3) Πλωρίτης: πιλότος δρομοκόπων
(4) Δρομοκόπος: πεζός
(5) Γεώργιος Ε. Μυλωνάς, «Πολύχρυσοι Μυκήναι», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήναι 1983, σ. 161–169
(6) Άγος: ανοσιούργημα
(7)  Μποσκαδόρος: τεχνίτης υποστήλωσης υπόγειων στοών με αντιστύλια

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου