Πάνω κει ψηλά στο όρος των Κενταύρων
κει που γινότανε σβήσιμο πόθων, παράνομων και λάβρων
των Ολύμπιων θεών , επά στα κρυφά τους τα κλινάρια,
γιατ’ ήταν θέρετρο γι’ αυτούς, τα καλοκαιρινά μόνο τα βράδια,
εκεί αντάμωσαν και δώσανε τα χέρια
σε εποχή που διάτα1 έδινε, η φτώχια κι η μιζέρια,
συγχωριανών μας δυο φιγούρες «γραφικές», κι ολίγον τι ξεχωριστές,
τότε που κι ένα καρβέλι μαύρο ψωμί, έφτιαχνε μικρούς ληστές.
Ο Γιωργομόρτης σα στρατιώτης
Κι ο Νικομπετζής «χειρούργος», ταξιδιώτης.
Ο μικρός που ήταν επίδοξος κλαρινιστής
ενώ ο μεγάλος, στο επάγγελμα, παλιός μουνουχιστής.
Ο Γιώργης αργά-αργά να κατεβαίνει
Κι ο Νίκος γοργοπόδαρος, τον ίδιο δρόμο ν΄ ανεβαίνει.
Ο πρώτος βαθμοφόρος του στρατού
και ‘δω μπροστάρης σε λόχο πεζικού
του τάγματος του δικού του μεγάλου αδερφού.
Κι ο δεύτερος κουβαλητής πόθου κρυφού
να μην τον πρόλαβε- κει που πάει- άλλη κόψη ξένου ξουραφιού,
άλλαζε γρήγορα τον λεύτερο κι ανάλφρο βηματισμό
αγνοώντας τελείως του Γιώργη και του Σταύρου τoν στρατωνισμό.
Είχε στην πλάτη του ριγμένο το ταγάρι
με τα χειρουργικά του εργαλεία, κι αλλαξιές ένα ζευγάρι.
Δρομολάτης2 σε Πηλιορίτικη ανηφοριά
έβλεπε θαμπά στο βάθος να δρομίζει, κατεβαίνοντας μια στρατιά.
Βιαζότανε όμως να φτάσει σε χωριό πριν ο ήλιος βασιλέψει
για νάβρει μέρος κάπου να κονέψει.
Τέτοιους είχε στο νου του λογισμούς
Κι ούτε που πρόσεχε τους στρατιωτικούς σχηματισμούς,
όταν ξάφνου βλέπει στρατιώτες και μπροστά τους τον αρχηγό
που παρουσίαζαν ξαργού γι’ αυτόν όπλα, σα νάβλεπαν … το στρατηγό.
Κοντοστέκεται, διώχνει τις όποιες είχε σκέψεις
κουνάει το κεφάλι του να δει, μήπως ονείρου είναι βλέψεις ;
Μα ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
Συνέρχεται όμως από την ζάλη του αυτοστιγμεί
Κι ανταποδίδει τη μεγάλη που του κάνανε τιμή.
Βάζει το ένα χέρι στη τραγιάσκα του και χαιρετά
και με το άλλο του κρατάει το ταγαρόσκοινο σφιχτά
κι αρχίζει το στράτευμα να επιθεωρεί
αφού γύρω του στρατηγό καθόλου δε θωρεί.
Σκέφτεται όμως, μήπως περιμένουνε για τα μουλάρια
αχαμνοβγάλτη στρατηγό, που να ‘ρχεται με τα ποδάρια
ντυμένος όπως εγώ, για να μη τον βρουν πετσοκομμένο
από κάνα προβοκάτορα ψευτοαντάρτη καλά κρυμμένο;
Ή μήπως έτσι καλοσωρίζουνε και τιμούν σταρτιωτικά
τον κάθε ξωμερίτη που φτάνει στην γειτονιά τους ξαφνικά;
Τί απ΄ όλα τούτα να συμβαίνει
καθόλου, μα καθόλου δεν καταλαβαίνει.
Σαν όμως φτάνει στο τέλος της η τελετή
άκουσε να ορδινιάζει4 μια γνώριμη βραχνή φωνή:
«Επ΄ώμου και πάρα πόδα όπλα» πού ‘δωσε το παράγγελμα
Κι αμέσως γνώρισε αυτόν που, μουσικός ήθελε να γίνει στο επάγγελμα.
Σταματάει ευθύς να περπατάει
γυρίζει κατά την φωνή και βλέπει τον… Μόρτη, π΄ αρχίζει να γελάει.
Αρχίζει το γέλιο του ν΄ απλώνεται σαν το γοργό και τ΄ αψηλό το κύμα
που ξεκινάει κυκλοτερώς μ΄ αντάριασμα και παραχρήμα
‘πο ’κει πούπεσε βράχος κοντά στην ακροθαλασσιά
με τα νερά της τα γαλάζια τα βαθειά
πολλές στροφές σαν έφερε κατρακυλώντας να βολίζεται
στην τελευταία του με άλμα, όταν αποχωρίζεται
το ορθογκρέμι, που ορθώνεται, κι απ΄ την κορφή του ξεκινάει
το μπόδιστρο που αντιστέκεται όταν επάνω του ξεσπάει
η πελαγίσια μάνητα5 χειμώνα καλοκαίρι
με αφορμάρι πάντοτε την Τρίαινα πούχει το Ποσειδώνιο το χέρι
«χάχαχα, γκουχου-γκουχου, χάχαγκου … χάχαγκούχου γκούχου»
γελάει και βήχει ο Μόρτης δυνατά.
Ο επιλοχίας θέλει αμέσως πολλά για το χωριό να τον ρωτήσει
αλλά ο βήχας ‘πο το γέλιο του που να τον αφήσει.
Αντάμα με αυτά και τα σφυρίγματα των στρατιωτών τα δυνατά
αφού κάποιοι ντόπιοι απ΄ αυτούς τον θυμηθήκανε- πεντέξι- χρόνια μετά
‘πο τότε που τα κονάκιά τους τα είχε προπολεμικά επισκεφθεί
Κι απ΄ το ξουράφι του τ’ αχαμνά, πολλών αρσενικών τους, είχαν σκιστεί.
Ο «γιατρός» μόλις συνέρχεται, μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο
αφού κόπασε και του αρχηγού το βηχόγελο
με γελαστή, τρεμουλιαστή και δυνατή φωνή κραύγασε:
- Ε ε ε, έ! Ρε κούτσικο!!
Του φίλου μου του εργολάβου πού ΄σαι το μικρούτσικο,
ρεέ, πώς βρέθηκες δω πάνου και πώς με γνώρισες ‘πό τόσο μακριά;
- Γυρίζουμε ΄πο άσκηση που κάναμε στη Πορταριά,
και θα σε γνώριζα σ΄ όποια της γης κι αν σε ‘βλεπα γωνιά…
γιατί κανένας άλλος στο περπάτημα του δεν έχει τη δική σου τσαχπινιά.
Αν δεν έχεις να φας και που να κοιμηθείς
γύρνα πίσου με μας και στο στρατόπεδο καλά θα βολευτείς.
- Όχι, δεν χρειάζεται, κάπου θάβρου μια στρώση
γιατί ξέρουν όλοι εκεί που πάου, ότι το ξουράφι μου δουλεύει ώσπου να στομώσει
κι ότι το βράδυ τ΄ αμελέτητα, από τη θράκα μες στο πιάτο,
είναι ο καλύτερος μεζές για το κρασί το ρετσινάτο.
Με γέλια και χαρές αντιδρομίστηκαν
και ν΄ ανταμώσουνε νωρίς συνεννοήθηκαν.
« Άμα δεν κατέβου γώ, ανέβα Γιώργη συ για να με δεις,
εύκολα σε κάποιο από τα Πηλιοχώρια θα με βρεις.
Είχα φίλους στενούς σε κάθε Πηλιορείτικο χωριό.
Δεν ξέρω όμως, μετά τον πόλεμο, αν θα τους βρω.
Σίγουρα όμως, υπάρχουνε και για τους δυο
χήρες ζωηρές, ασπροπόδαρες και παχουλές ένα σωρό».
Τ’ άκουσε ο Γιώργης κι άρχισε να ξερογλείφεται, γιατί ΄χε πάθος γι’ αυτές αμέρωτο
ενώ του Νίκου, του το προσπερνούσε, του κρασιού … τ΄ ανέρωτο
και τράβηξαν αφού είπαν αυτά, ο ένας κατά του Βοριά την ανηφόρα
κι ο άλλος, με το μυαλό στις χιονοστράγαλες, κατά του Νοτιά την κατηφόρα.
Από τον αδερφό όμως που και τους δύο ήξερε πολύ καλά
άδεια δεν πήρε ο Γιώργης για ν΄ ανεβεί και να τον βρει εκεί ψηλά.
Ήταν καλοκαιράκι μέσα στον εμφύλιο
όταν η συντυχιά έγινε στο Πήλιο.
Αργότερα πολύ, όταν κι οι δυο ήταν στο χωριό
θυμάμενοι αυτά γελούσαν πίνοντας συντροφιαστά στο κρασοπουλειό
κρασάκι με λίγο ξίγκι αλατισμένο ωμό
του Γιώργη που το ‘παιρνε από του πατέρα του κάποιο σφαχτό
ή με κανά τηγανητό, πούφερνε ο μουνουχιστής, βγαντό.
Ο μισευτής ταξίδευε μόνο στα Πηλιοχώρια
όταν μονοχρονίς θα πέρναγε όλα τ’ αρβανιτοχώρια
Αττικοβοιωτίας δύο και τρεις φορές
καλοκαίρι, Πάσχα ή κι Αποκριές.
Μα πάντα σχεδόν απένταρος θα γύριζε κάποιο βράδι
στην οικογένειά του, πούτρεφε για το φαΐ, κάποιο μικρό κοπάδι.
Αργότερα όταν μεγάλωσε κι έγινε ‘ξηντάρης
σταμάτησε τα πέρα – δώθε του σα να ‘ταν διαβατάρης
γιατί το χέρι του έτρεμε κάνοντας χειρουργείο
και δε δυνόταν πια, άτρεμα να χειρίζεται, «το φονικό του εργαλείο»
αυτό που ήταν το κακό τ’ όνειρο κι ο φονιάς της βαρβατιάς
μήπως μαζί με τ’ αχαμνά έκανε και σκίσιμο της … κοντινής κοιλιάς.
Περιβολάρης έγινε σε Βαθέα και Μαυρρόρεμα
‘πο το πρωί ξεκίναγε και σταματούσε το απόγευμα
το παντελόνι του έβγαζε κι έμενε, με τα μακριά του σώβρακα
σαν πότιζε με το γεράνι του τα περιβολικά που φύτευε στ’ αχαμνοχώματα
γι’ αυτό και η σοδειά του ήταν πολύ μικρή
μα πάντοτε φτηνή, γλυκιά και οικολογική.
Σαν τέλειωνε, καβάλαγε σ’ ένα ‘πο τα μικρόσωμά του γαϊδουράλογα
γιατί κοπάδι έτρεφε ‘παυτά, κι ανάλογα
ένα έδενε ‘πο πίσω στο σαμάρι και τ’ άλλα ‘κολουθούσαν
παρέλαση στον δρόμο κάνοντας απ’ όπου κι αν περνούσαν
γκαρίζοντας και χρεμετίζοντας τροχάδι πίσω – μπρος
κι αυτός καμάρωνε στη μέση της πομπής σα να ‘ταν στρατηγός.
Τσαμπάσης στα παζάρια πήγαινε για το δικό του ιππικό
που όλο και κάτι έμενε – απ’ το κρασί – και για το σπιτικό,
αφού το κοπαδάκι του αυτό το έτρεφε απ’ το παζάρι
της Αγια - Μαρίνας τον Ιούλη, μέχρι του Οκτώβρη στ’ Αυλώνάρι.
Γνωστός στον κύκλο τον τσαμπάσικο σ’ όλα τα ζωοπανηγύρια
πολύ συχνά – πυκνά μπαινόβγαινε στα γύφτικα τσαντίρια
και τις δουλειές που ήθελε τις τέλειωνε μ’ ευκολία
γι’ αυτό περίσσιο αλογογάιδουρο δεν τάϊσε, την εποχή την κρύα.
Από τα περιβόλια του καλοκαιριού τα βράδια
όταν γύριζε και δεν είχε τα χέρια άδεια
έφερνε το βιος του σ’ ένα μικρό κοφίνι
- αφού και στο σπίτι έπρεπε κάτι απ’ αυτά ν΄ αφήνει –
για πούλημα, σιγά – σιγά τα πέρναγε στον κεντρικό τον δρόμο
έχοντας κρεμασμένη την μπαλάτζα του απ’ τον ζερβό τον ώμο.
Άλλοτε όμως περπατούσε τον ίδιο δρόμο μέσα στο χωριό
ανάλαφρα, τσαχπίνικα, χωρίς σταματημό
όταν μέσα στο δίσκο της μπαλάτζας πού ‘χε όλη του την πραμάτεια
την πήγαινε στην κάτω γειτονιά, σε δυό γαλάζια μάτια.
τα έξοδά του για δυοτρία «κατοσταράκια» πούθελε να βγάλει
χωρίς στην τσέπη του ούτε δραχμή να βάλει.
Έτσι έβγαζε τα έξοδα για της ώρας το κρασί
Κι άμα έβρισκε Μαυρομάτη ή Εργολάβο, τα ‘πιναν μαζί..
Τραγουδούσαν και χόρευαν οι δυό τους
το ίδιο πούκανε με ξένους στο χωριό τους.
Πάντα έβρισκε κάποιον που πίνανε μαζί να τον κρατάει
σα χόρευε γι’ αυτό στο σπίτι του ποτέ, πολλά λεφτά δεν είχε πάει.
Σαν έπινε και μόνος του δυο – τρία ποτηράκια
χόρευε και τραγουδούσε χτυπώντας παλαμάκια.
Πάνω στο κερνοβόλι του άρεσε πολύ να τραγουδάει
και το γεμάτο του ποτήρι, ψηλά στο χέρι να κρατάει
λίγο το καμάρωνε, το ματοχάιδευε, του υπομειδιούσε
κι όση ώρα κει το βάσταγε, πολύ το μελετούσε
και φρόντιζε, όσο του ήταν μπορετό, καθόλου μην του κουνηθεί
λες και κει μέσα έβλεπε το τί θα του συμβεί,
και μετά, σα να μάλωνε, λέγοντας τραγουδιστά στον εαυτό του
γι’ αυτήν την καθυστέρηση που είχε στο πιοτό του:
«Ρεεέ τι άαντρας είσαι συύ!
που δε μπίνεις τοο κραασί!
τόοο κρασίι τοο ρέετσινάτο
δώστου μια να πάει στον πάατοο» …
και χλουπ, του ‘δινε μια κι έβλεπε άσπρο …πάτο.
Με μια καρδιά αλέγρα ζούσε την κάθε του στιγμή
έτσι που να ‘παιρνε μέρος στο κέφι όλο του το κορμί,
πλημμυρισμένος από μεγάλη ψυχική εφορία
σα να κολύμπαγε σε πέλαγο γεμάτο ευτυχία
και πως γι’ αυτόν ετούτη η στιγμή
- λες και στο ποτήρι του μόλις την είχε δει –
πως της ζωής του ήτανε η τελευταία
γι’ αυτό και την χαιρότανε χωρίς καμώματα ακραία.
Στις φωνές του, στα τραγούδια και στα παλαμάκια
έτρεχαν για να τον δουν, της γειτονιάς όλα τα μικρά παιδάκια,
κι αυτός άμα τα έβλεπε τα φώναζε: «έϊ, έϊ κούτσικα, κουτσουλάι»
και πάντα ήθελε να τα ‘χει στο δικό του πλάι.
Το καθένα απ’ αυτά μπάρμπα Κουτσουλάι τον προσφωνούσε
όταν τον έβλεπε στον δρόμο σαν περνούσε.
Αρχές του εξήντα θα ‘τανε, έξω ‘πο κάποιο χωριό της Αττικής
όταν ένα βράδι βρέθηκαν από σταμάτημα της μηχανής
της «Μουργκάνας» του φορτηγού του, ο Μαυρομάτης
μαζί κι ο Τασογραμματέας, που χιόνιζε κι ας ήταν Μάρτης.
Περπάτησαν μέσα στα χιόνια και πήγαν στο χωριό
κει που φαινόταν φως και ήταν κατά τύχη καπηλειό.
Μπαίνοντας βλέπουν να χορεύει ο Νίκος ο Μπετζής
που τους φάνηκε την ώρα αυτή, πως ήταν ο θεός ο απομηχανής,
γιατί θα τους γλύτωνε από την πείνα και την παγωνιά,
αμέσως, εύκολα και με χαρά, τους εξασφάλισε φαΐ και μια ζεστή γωνιά.
Ό,τι μπορούσε θα ‘κανε για να τους βοηθήσει
αφού σε τέτοια δύσκολη στιγμή έτυχε να τους απαντήσει.
Με τους φίλους πούχε σε κάθε ένα χωριό
βόλευε όταν λάχαινε και άλλους καναδυό,
γι’ αυτό κι όταν κάποιος τέτοιος φίλος του ήρθε στο δικό του σπιτικό
δίνει διάτα στη γυναίκα του τη θειά – Κατερινιώ
να σφάξει ένα κοτόπουλο, αφού θα τον φιλοξενούσε,
εκείνη όμως άμα τ’ άκουσε πολύ αδιαφορούσε:
«Για τους άσωτους σα σένα ‘γω κοτόπουλο δεν σφάζω
τάχω για τα παιδάκια μου, που στο τζουβέκι, μόνο γι’ αυτά τα βάζω».
Χολιάζει τότες δα ο Νίκος ο αμελετητοβγάλτης
και με περίσσια μάνητα γίνεται ο ίδιος του κόκορα ο σφάχτης.
Αφού άρπαξε το πετεινάρι, που στο κοτέτσι ήτανε το μοναδικό
σα μανιακός, για την κοινωνική τους την απόρριψη, ζητάει γδικιωμό,
γι’ αυτό και σφάζει το, καταμεσίς της κάμαρας, γεμίζοντάς την αίματα
αφού μπόδιστρο δεν στάθηκαν της Κατερίνας του τα διάφορα καμώματα
και της τον πέταξε μετά, με φόρα μες την αγκαλιά
κι η δόλια τον μαγείρεψε, με ασταμάτητη ψιθυροκακολογιά
‘πο φόβο μην της σφάξει και τ’ άλλα της κοτόπουλα
και δεν είχαν μετά να φάνε τα δικά τους τα παιδόπουλα.
«Αχ! ρε άσωτε κιασόϊστε» μονολογούσε σιγανά
«Εσύ ‘σαι ικανός να μας αφήσεις εδωνά
να πεθάνουμε ούλοι ‘πο την πείνα»
έλεγε όσο τον μαγείρευε, αξεθύμαστη, η θεία η Κατερίνα,
και ξανάλεγε: «Για τους φίλους σου γίνεσαι θυσία,
ενώ για μας ούλους δω καμιά δε δίνεις σημασία».
Τέτοιος ήταν ο μπάρμπα Νίκος, απ’ το Μελίσσικο το τζάκι
πού ‘μοιαζε λίγο και με το Ζορμπά του Νικοκαζατζάκη.
Γνήσιο τέκνο στο επάγγελμα το θεϊκό
που πρωτασκήθηκε από πρωτόθεους στο γένος τους τ’ αρσενικό
αφού ο Δίας ευνούχισε τον πατέρα του τον Κρόνο
και του ‘κλεψε μετά τον θεϊκό τον θρόνο.
Αλλά κι ο Κρόνος για τον ίδιο λόγο πριν πολύ καιρό
το ίδιο είχε κάνει - κατά την μυθολογία – στον πατερούλη του τον Ουρανό.
Άφησε τσάμπα την τελευταία του πνοή
σε Αθηναϊκό νοσοκομείο ένα καλοκαιριάτικο πρωί
στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα
ήταν – δεν ήτανε στην ηλικία εβδομήντα,
γιατί έσκασε είπαν το σκουλήκι απ’ το θυμό
αυτό που έχουμε όλοι, πιο κάτω απ’ τον αφαλό.
Άργησε πολύ ο πηγαιμός του στο νοσοκομείο
κι αυτό τον έκανε νωρίς να μπει σε λάκκο στο νεκροταφείο.
Όταν το θλιβερό κι αναπάντεχο μαντάτο κυκλοφόρησε το μαύρο κείνο πρωινό
και του χωριού μας η καμπάνα το διαλάλησε, χωρίς σταματημό
όλο το χωριό μαζί μ’ αυτούς ‘πορφάνεψαν και το καντήλι του άναψαν,
κι από κοντά όλα τα κούτσικα τον Κουτσουλάι τους αλάγιαστα6 τον έκλαψαν.
Φόρος τιμής για έναν ακόμα «γραφικό»
που του εαυτού του πάντα ήταν το μόνιμο αφεντικό
ας είναι τούτες οι απλές γραμμές
γιατί όσο ζούσε σκόρπιζε ανεπανάληπτες στιγμές
με όμορφες και γραφικές εικόνες πού ‘διναν ζωή
εκεί που σήμερα αφεντικό είναι μόνο η «μηχανή»
και στα βουβά πια από «ζωντανά λόγια» καφενεία
που τότε τα ‘κανε χοροστάσια και κρασοποτεία.
Φεύγοντας άφησε στο χωριό, το δικό του το κενό
που δε γέμισε, κι ούτε φαίνεται να γεμίζει στο αύριο το μακρινό.
Αιωνία η μνήμη σου μπάρμπα Νικολό.
2 Δρομολάτης: πεζοπόρος
3 Φταρώθηκα: ξαφνιάστηκα
4 Ορδινιάζει: δίνει διαταγή
5 Μάνητα: μεγάλος θυμός

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου