- Τι γελάτε ρε σεις παναθεμάτο!!!
Τώρα θα δείτε τι θα πει Σταμάτω!
Όποιος από σας, μπορεί μαζί μου να τα βάλει
ας έρθει τώρα δω, την τραγιάσκα να μου βγάλει!!
Πετάγεται τότες ορθό, το μεγαλύτερο… θεριό.
Το πρώτο μπόι… – απ’ την ανάποδη – που ήταν στο χωριό
κι έμοιαζε μες στους άντρες καθιστός, ενώ ήταν ορθός
της Κυρημάτσαινας της αδερφής ο γιος
που ’τανε ο δικός της αγαπημένος ανιψιός.
Ήρθε και στάθηκε μπροστά της γελαστός.
- Ρε ανιψιέ μου, Τρακανιάρη
εσύ βρέθηκες ρεέ, μπακανιάρη
να κάνεις το θεριό; Αχ! Ρε τριπεθαμίτη
εδώ ρε που στέκεσαι, μου φτάνεις ως τη μύτη!
Φύγε! Μη στέκεσαι δωδά αλόρτα
γιατί θα σου ρίξου μια ριπή
πο του πισινού μου την οπή
και θα βρεθείς, «άρνα – κούκουλα» στην πόρτα!!
- Θείτσα μου, θειτσούλα μου, δεν ήρθα γι’ αντροπάλεμα,
ησύχασε, μόνο στα λόγια μου τα λόγια σου θέλω αντάλλαγμα.
Έλα ρε θείτσο μου αγαπημένο, άσε τις παρεξηγήσεις
κάτσε κάτου και δως μας μόνο λίγες εξηγήσεις.
Μολόγησέ μας, τι είναι αυτά που κρέμουνται
και πολύ καλοταϊσμένα φαίνουνται;
Κει ρε θείτσα, που ποδιχαλώνεις
και τ’ αφύσικα που σου φυτρώσανε, τώρα καμαρώνεις.
Αυτά που μοιάζουνε πολύ με σερνικών τη «φύση»
πάνω λιγάκι πο τη δική σου βρύση;
Να! Τόσο δά, μια πεθαμή αντρικιά
πο τ’ αφάλι σου πιο μακριά
κοντά στης κούρμπας την κατηφοριά.
Κει που τρουπώνει σκούληκας ζωηρός
να δροσιστεί που πάει ο καψερός,
στη βρύση με τα βούρλα
ντούρος και με μεγάλη φούρια!
Ναι μωρή θείτσα μου,
να! Μα την Παναγίτσα μου,
δε χώνεται κεφάατος νέεος, λυγεροός
κι από τη δίψα του στεγνός
και βγαίνει λούουτσα, γέερος και οκνός;
Χάαχαχα… Χου, χουχού…
Κάακακα… Κουουκουκουου…
Όλοι του ανιψιού τα λόγια σαν ακούνε
άπαυτα και δυνατά γελούνε.
Κι οι μουσικοί που τα όργανά τους τόση ώρα τα χαϊδεύουν
και στο θέατρο της Σταμάτως, όπως όλοι τους χαζεύουν
ετοιμάζονται ν’ αρχίσουν
δίχως όμως τραγουδιάρη, πώς θα ξεκινήσουν;
- Ω Νικολό, εμείς κι οι δυο είμαστε βραχνοί
τι θα κάνουμε ρε, δίχως μια όμορφη φωνή;
Θα μοιάζουμε με τα ξερά κλαριά
που ενώ ήτανε βλαρά τα παγιούρεψε η αναβροχιά
και τους πέσανε φύλλα και λουλούδια,
αφού δε θα ’χουμε ποιος να πει, τα όμορφα τραγούδια.
Δεν έχουμε ούτε τον Κολιοκαρλαντήρα
που ’χει στο τραγούδι γλύκα και μεγάλη πείρα,
που τ’ αρέσει πολύ η μουσική
και τραγουδούσε όταν ήτανε στη χωροφυλακή.
Θα πήγαινε λέει πο νωρίς πέρα στο βράχο
γιατί είχε αφήσει στο κοπάδι το γιόκα του μονάχο
κει ρε, στη Βίλια που χει τη στάνη
αλλά στο γυρισμό, ίσως περδικλώθηκε, στης γριάς του το φουστάνι.
Τότες λέει σιγά ο πονηρός ο Νικολυριτζής
ώστε να τ’ ακούσει μόνο ο κολλήγας του ο νταουλιτζής.
- Ω Ποστόλη, να παίξουμε ρε, όσο μπορούμε δυνατά
για ν’ ακούσει ούλη τούτη η κάτου γειτονιά
μπας κι έρθει και καμιά για να μας δει
απ’ αυτές που ’χουνε καλή φωνή.
Πριν προλάβουν να τελειώσουν «την εισαγωγή»
βλέπουνε να μπαίνει μες στο μαγαζί
η χήρα η Παναγιού του Γιωργοκατσιδέρη
που όταν το Δέσποτα χαιρέταγε και μ’ ευλάβεια του φίλαγε το χέρι,
τόνε ρώτησε: « Τι κάνει η Δεσποτίνα σου με τα παιδιά καλέ Δεσπότη;»
Αυτοί που στο τραγούδι ήταν άπιαστη και πάντα πρώτη,
η αδερφή του Κολιοκαρλαντήρα του Βερονικιάτη
που εκτός από καλλικέλαδη, ήταν και χήρα κοτσονάτη.
Αυτή που ’τρεχε το στόμα της ασταμάτητα γλυκόλογα σα βρύση
και που ποτέ κανένανε δεν ήθελε, ούτε και λίγο, να κακοκαρδίσει.
Σηκώθηκε και πήγε γρήγορα η κακομοίρα
εκεί που άκουγε το νταούλι και τη λύρα
που έπαιξαν ξαργού οι πονηροί για να ξυπνήσει
και να ’ρθει δίπλα τους, με το τραγούδι να βοηθήσει.
Ξέχασε τη νύστα και τη ζάλη
που της είχε φέρει στο κεφάλι
ο καπνός πο τα νωπά τα ξύλα στη φωτιά
λίγα – λίγα που τα έκαιγε στη φτωχή της παραστιά.
Μόλις ο γλυκός ο ύπνος τήνε είχε πάρει
και με τα χέρια μέσα στην ποδιά, κρατούσε δράχτι και κουβάρι
στο σκαμνί δίπλα στο παρατζάκι, όπως ήταν καθισμένη
μονομιάς πετάχτηκε, σαν Πυθία μεθυσμένη
και έτρεξε απέναντι στο μαγαζί του γείτονά της Ράλλη,
για να μην τηνε προλάβει τραγουδίστρα άλλη.
Δίχως χάσιμο καιρού, θέλει στο τραγούδι μπρος να βάλει
για να έρθουν από τις φωτιές στο μαγαζί μικροί μεγάλοι.
Όρεξη σ’ όλους για χορό και γλέντι να σκορπήσει
αφού και τη δική της την καλή φωνή θα διαφημίσει.
Μπαίνοντας γοργά στο χοροστάσι
χαρά μεγάλη σκόρπισε στους μουσικούς, που ’χανε κάνει στάση.
Η τραγουδίστρα τους οργανοπαίχτες πλησιάζει
«σεινάμενη - κουνάμενη» όλο γλύκα κι όλο νάζι.
- Άντε καλέ σεις, παίχτε ο χορός να ξεκινήσει
γιατί η Σταμάτω το Μητσοτράκα θα βαρήσει.
Τήνε βλέπου που τον φοβερίζει
με τη στροβοράδα της που ψηλά την αρμενίζει.
Άμα με τη φόρα που ’χει, όπως τη γυρίζει, τήνε κατεβάσει
το κεφάλι του γιου της Κυρημάτσαινας θα σπάσει,
γιατί αυτό το «γκρέθι» πολύ στο ρουθούνι της, της μπαίνει
αφού το σκληρό αντράκι φαίνεται να παρασταίνει.
Η μουσική και το τραγούδι αρχινάει
κι ο χορός που άρχισε ώρα πολύ κρατάει
μπαίνει γελαστή στη μέση ξαφνικά
με τυρί σε πήλινη γκαβάθα, ποτηράκι και κρασί σ’ ολόγεμη οκά
η γαλανομάτα η Σταυρούλα πο τη βρύση
που παραμόνευε μόλις του χορού το ποδοβόλι σταματήσει
μουσικούς και χορευτές για να κεράσει,
όταν ο κουρασμένος πια χορός έκανε πάψη για να ξαποστάσει.
Το ποτήρι σαν γεμίζει, περιμένει δίχως βιάση
πρώτη – πρώτη η θεια Σταμάτω να τ’ αδειάσει,
κι αφού αράδα όλοι του χορού θα έχουν πιεί
πο το κερασμένο στην οκά του μαγαζιού κρασί
τότες η αφέντρα της παρέας τη μολόγα της θα πιάσει
και πολλά των αντρών κουσούρια και μυστικά θα ξεσκεπάσει.
Αλλά και στ’ ανιψιού της του… σκληρού(!!) τις ερωτήσεις
παστρικές, σ’ όλα θα δώσει απαντήσεις.
Κι άμα σώθηκε η αράδα, μυστικά στο έν’ αφτί
μόνο στην ανιψιά της τη Βρυσώτα θέλει να τα πει.
Της τα λέει όμως τόσο πολύ… ψιθυριστά
που ακούγονται σ’ όλη την κάτου γειτονιά.
Με το ένα της το χέρι έχει πιάσει τη μαγκούρα
και με τ’ άλλο της χαϊδεύει καλαμπαλίκια και κουμπούρα.
- Τούτηνε δω που τη βαστάου μέσα στη χούφτα τώρα
που θεός να σας φυλάει από την κακιά την ώρα,
είναι κίτρινη καραμπιστόλα
πούχει τα σύνεργά της όλα.
Έχει ασήμι, έχει ατσάλι
κι ένα κάτασπρο κεφάλι.
Έχει ακόμα δύο παλάσκες κρεμασμένες
που ’ναι από τράγινο μαλλί φτιαγμένες
με μπαρούτη άσπρη φορτωμένες.
Είναι πάντα γεμισμένη κι έτοιμη να ρίξει
άμα ξένο γυναικείο χέρι την αγγίξει.
Κι αν πάρει φωτιά και σκάσει, θ’ ακουστεί
κι από το δίκαννο του δικού σου Παναγή πιο κει.
Χάαχαχά… Χάαχαχού…
Κάακακά… Κάακακού…
Τα γέλια τόσο δυνατά
που τραντάζουνε τ’ αφτιά…
Όσοι θέλουν, πιάνουν πάλι το χορό
και ξεχνούν στη στιγμή το χωρατό.
Πολλές στροφές σαν φέρνουν
οι γυναίκες εύκολα τα σερνικά τα καταφέρνουν
έξω απ’ το χορό να βγούνε
γιατί θέλουν τώρα μοναχές τους να χαρούνε
και να βουλευτούν τάχατες ομάδι
σαν μεγάλο που ήτανε θηλυκό κοπάδι,
κι όσοι άντρες ήταν στο χορό, στα τραπέζια τους να πάνε
να τις καμαρώνουν καθιστοί, παλαμάκια δυνατά για να χτυπάνε.
Αφού ώρα πολύ μοναχές τους χορεύουνε και φωνασκούνε
κι απ’ την κούραση τα ποδάρια τους δεν τις ακούνε
κάνουν πάλι στάση στο χορό
για ανάπαψη και ξεδίψασμα με κρασί και με νερό.
Κεράστρια τώρα η Όλγα η Μπουζώτα
που αρχίζει από πεθερά και θεια Σταμάτω καταπρώτα.
Πλάι της στέκει ο γέρο Ράλλης που ’χει το καπηλειό
και αρχινά δειλά – δειλά το παρακαλετό.
- Δώσε τα κουμπούρια σου Σταματίνα μου σε μένα
γιατί τα δικά μου είναι σκουριασμένα.
Η καημενούλα η γριά μου μες στη στρώση κάθε βράδυ
τα ζεσταίνει, τα γυαλίζει και με χάδι
πέρα – δώθε όλο τα γυρίζει,
τσάκα – τσούκα την μπιστόλα μου την τσακμακίζει
μα αυτή φωτιά δεν παίρνει
κι όσο κι αν την πολεμάει, δεν τα καταφέρνει.
Έχει χρόνια τώρα που ’παθε αφλογιστία
και δεν πυροβολεί ούτε για τ’ αστεία.
Αάχ! Η φουκαριάρα μου η κυρά
τσάμπα τόσα βράδια καρτερά
σκοπευτή να δει στη στρώση
κι απ’ το μέλι να λιγώσει
και σαν ακουστεί το μπαμ! … στα σκέλια
να ξεκαρδιστεί στα γέλια.
- Φωτιά για να σου πάρει και να σκάσει
και η στρώση σου να το γιορτάσει,
η κουμπούρα σου η σκουριασμένη
που θα είναι πολιοδουλεμένη και ξεχαρβαλωμένη,
θέλει πασπάτεμα σίγουρα πο χήρα
που να έχει γνώση και μεγάλη πείρα.
Να ’ναι δηλαδή μαστόρισσα και μερακλού
σαν αυτήνε που κάθεται μόνο, πέρα στου Κατακαλού.
Γιατί τη δικιά μου δεν τη χαλαλίζου
για κανένα φίλο ή συγγενή, κι ούτε που τήνε δανείζου!!...
Χάαχαχα… Χούουχουχου…
Κάακακα… Κούουκουκου…
Γέλια δυνατά ακούστηκαν πο τ’ ακροατήριο
για της γριαμαγαζάρισσας τ’ ανείπωτο μαρτύριο.
Ο χορός πάλι αρχίζει,
με την αρχηγίνα το κορμί της να λυγίζει
όλο τσαχπινιά και χάρη
που θηλυκά και σερνικά τα έχει συνεπάρει
η ζήλεια και η ζάλη
που τους φέρνει στο κεφάλι
αφού την μπιστόλα με τσαλίμια σαν κουνάει
στα γερόντια θύμησες παλιές ξυπνάει
γιατί σαν θεατρίνα, κάνει πού και πού
με το χέρι μέσα πο την τρύπια τσέπη του παντελονιού
νεκρανάσταση στον καλαμποκένιο της φαλλό
που της είναι φυτρωμένος λίγο παρακάτω πο τον αφαλό.
Τότες ένας άλλος γέρος κοιλαράς
ο καλαθοπλέχτης και χωρατατζής Γιαννοταλαλάς
το τσιγάρο με μανία αφού ρουφάει
και μετά με φόρα χάμου, τ’ αποτσίγαρο πετάει,
απότομα προτάσσει την κοιλάρα του μπροστά
κι εμποδίζει έτσι το χορό ο πονηρός, που σταματά.
Από τους Αποκριάρηδες που ήταν μες στο μαγαζί
κάμποσοι γνωρίζανε γι’ αυτόν το κάθε τι:
Να! Πως την εξουσία εκμεταλλεύτηκε,
όταν η αρχή του εμπιστεύτηκε
να φοράει την κορώνα στη μεγάλη του κεφάλα.
Αν τσοπανοπούλα το κοπάδι για να κατεβάζει γάλα
κρυφά κι απόκρυφα σε μποδημένα το βοσκούσε,
και την έβλεπε πο το καραούλι που παρατηρούσε,
την περίμενε κρυφά στο δρόμο της το βράδυ
να της βάλει λίγη χούφτα μεσ’ από το φουστάνι.
Αλίμονο αν πεινασμένη έπιανε καμιά,
σε περιβόλι, μποστάνι ή αμπέλι, που ’χε πάει για κλεψιά.
Αφού η νια δεν μπορούσε να ισχυριστεί το ψέμα
την τραβούσε με το ζόρι προς το ρέμα
σαν αντάλλαγμα, για να μην την πάει δικαστήριο
που θα ήτανε γι’ αυτή αβάσταχτο μαρτύριο.
Αλλά κι όταν έχασε την εξουσία
δεν έκοψε το χούι που είχε, σαν αυτό του πατέρα των θεών του Δία,
να μπαίνει αόρατος σε ξένη στρώση το πρωί
όταν ο αφέντης της έφευγε για το μαντρί.
Έκανε τη ζαλισμένη πο τον ύπνο ή το βάτεμα κυρά
να παραξενεύεται(;) και στο σκότος να ρωτά:
«Ρε μουρλό, μάτα έρδε; (=πάλι ήρθες;)», έλεγε κάθε φορά
στον μπουκαδόρο χοντροκοιλαρά
που τόνε περνούσε για τον άντρα της τον αχαμνό,
ενώ τον ερωτοκλέφτη θα τον σήκωνε με το στανιό.
Μόλις σταματάει το χορό, σ’ όλες που ήταν μες στ’ αλώνι
πρώτα το θυμό τους μαλακώνει
κερνώντας τες αρχικά – για να φουμάρουν τάχα – τσιγαράκι
και μετά να πιουν κρασί με τουλουμοτυράκι.
Όταν αδειάσανε οκά και πιάτο
ύστερα την αστρομάτα τη Σταμάτω
μες στ’ αστράκια την κοιτάει
χαμογελαστά, κι όλο πονηριά τήνε ρωτάει:
- Ω Σταμάτω!... Ω Σταμάτω!...
με το κατωκόρμι το βαρβάτο,
για μολόγα και σε μας
την ντουφέκα την πουλάς;
Μα εκείνη δίχως χάσιμο καιρού
κόβει μονομιάς τη φόρα του γεροπονηρού.
- Όχι! Όχι!.. Δε στη δίνου, δε στη δίνου,
γιατί επιβήτορας θα γίνου.
Κάποιο βράδυ ο ντελάλης θα το πει
θα χουγιάξει σ’ όλο το χωριό για ν’ ακουστεί
με το στόμα, μες στις χούφτες, για χωνί.
«Ακούουσατε, ακούουσατε …όολοι, χωριανοί.
Η Σταμάτω, τις κατσίιικες, τις φοράααδες
τις γαϊδούουορες, τις γελάααδες
κι άμα λάχει και … κυράααδες,
μονομιάς θα τις βατεύει,
αφού εύκολα πολύ θα σημαδεύει
πουθενά δε θ’ αστοχήσει
και μπινάρια το κάθε φηλυκό σας θα γεννήσει,
γιατί οι ριξές της έχουν βόλια γλήγορα και δυνατά
κι όχι τζούουφια, ψόοφια και οκνάα…»
Ναι ρε σεις, κι από τα λεφτά που θα μαζέψου
ούτε μια πεντάρα τσακιστή δε θα ξοδέψου
όλα κομπόδεμα θε να τα κάνου
κι απ΄ την πείνα ας πεθάνου…
Μόλις το ντελάλημά της τελειώνει
κι ενώ σαν βαρβάτος τράγος καμαρώνει
βλέπει μες στο μαγαζί να μπαίνουν
άλλα δύο φηλυκά και το κοπαδάκι ν’ αβγαταίνουν.
Με γέλια, χαρές και χωρατά τα υποδέχτηκε
κι ενώ τα ήθελε, ξέχασε να τα φωνάξει, όπως παραδέχτηκε.
- Βρε, βρέε, καλώς τη, τη Λενάρα
με τη μακριά, τη χιοναστράγαλη ποδάρα
και τη μαμή μας τη Σταυρούλα τη Σαμπάνα
που ’χει τα καπούλια… σαν καμπάνα…
Και αυτές γι’ αυτά που βλέπουν να τις κρέμουνται,
σταυροκοπιούνται και τάχαμου – τάχαμου κάνουνε πως ντρέπουνται.
Φτου!!... Φτου!.. Τα φτύνουνε μην και τα ματιάσουνε
έτσι όβρωστα και τροφανά που είναι, μήπως μαραγκιάσουνε.
- Ελάτε, γιατί σας έχου βρει δουλειά για τα καλά.
Θα ξεγεννάτε τα βατεμένα από μένα φηλυκά
μαζί με το γιατρό το Βασιλό
και θα παίρνετε και σεις πο ένα μερτικό.
Μόλις τ’ άκουσαν γελάσαν δυνατά μαμή και βοηθός,
και είπανε: «Να που βρήκαμε δουλειά, δόξα να ’χει ο Θεός».
Κι η Λενάρα αμέσως λέει: «Ήρθαμε και μεις δωκάτου
γιατί είμαστε κουβαλητές μαντάτου
που ακούστηκε στο χωριό πέρα για πέρα
σαν να το ’φερε αγλήγορα το φύσημα, του θρασκιά αγέρα.
Ακούσαμε κει στης εκκλησίας τη φωτιά
που ’χανε πίφανα ανάψει τα παιδιά
π’ αυτόνε που ’χει τις μεγάλες τις πολλές ελιές
όταν πέρασε να πάει για τις Παλιοκοπριές
να λέει»: «Τρεχάτε ούλες κάτου κει στου Κωτσοράλλη
που μαζί με τα νταούλια είναι μαζεμένοι κι άλλοι,
να δείτε ω γεναίκες, μια σαρνίκα κι αν θέλετε ρωτάτε
για το πώς σαν άντρες, από αύριο θα κατουράτε».
- Ποιον νοείς; Το Βαγγέλη με τη μοναχοκόρη, που πολύ τ’ αρέσει το σιργιάνι;
Ναι! Αυτόνε, που αν μπορούσε να τον βάλει στο τηγάνι
να τόνε τσιγαρίζει στο καυτό δικό του λάδι
από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ,
θα το έκανε ο ανιψός του ο Χρυσομποντής, ο φουκαράς
αφού θα ήτανε ακόμη φυλακή, αν δεν έπεφτε ο παράς.
Που για να μαζευτεί πούλησε χωράφι και αρνιά
η κυρά του η Βαγγέλω, όλα τους κοψοχρονιά;
- Ναι μωρή, αυτός ο μεγαλονοικοκύρης, που έχουμε δεν έχουμε λαδιά
έρχεται πρώτος, αλλά κι από τους πρώτους σε πονηριά και ζαβολιά!...
- Αυτός ντε, που όχι μόνο δεν κράτησε το μυστικό
που του μπιστεύτηκε, μουσαφίρης, στο δικό του σπιτικό
για το πού και πόσα ήταν τα χρυσά Κωνσταντινάτα
αυτά που ο ανιψιός είχε βρει θαμμένα σε μια πήλινη κανάτα!...
Όχι μόνο πήγε κρυφά πρώτα και του πήρε μερικά
αλλά πήγε μετά και τον πρόδωσε στην Αστυνομία ξαφνικά.
Και η θεια Σταμάτω συνεχίζει να στορεί
που κι αν θέλει τα κουσούρια του να κρύψει δεν μπορεί.
Ήταν η μέρα τέτοια που τα ’βγαζε όλα στη φόρα
γιατί πο το κρασί και το θυμό έχει πιάσει κατηφόρα
τη γλώσσα της «σαρνίκας Ροκοβόλαινας» - έτσι την αποκάλεσε -
και το ξέσπασμα της κακοθύμησής της επροκάλεσε.
- Είπε του γιου μου του Γιώργη, κει στην Μπόντιζα, στο φράχτη
γείτονα, αφού καιρό ταΐζεις τη δική μου τη ζυγούρα, σφάχτη…
Φτωχέ, να φάτε σεις και τα παιδιά σας κρέας από το κολληγιακό
και να δώσεις και σε μένα μερτικό, αφού είμαι το αφεντικό.
Κι όταν το κρέας γλήγορα από την αναφαγιά φαγώθηκε
και ο τάχαμου νοικοκύρης του με το μισό πλερώθηκε
κρυφά – κρυφά του ξαναλέει, να μην το πει πουθενά για το καλό του
γιατί του μολόγησε ότι ήταν αλλουνού ζυγούρι κι όχι το δικό του.
Μου σβήνει όμως για κείνονε κάτι το μεγάλο μου θυμό,
αυτό: Που με τις φωνές του γλίτωσε ένα παιδί, από σίγουρο χαμό,
αφού είχε βρει ο πατριός του μια ψευτοαφορμή για σκυλίσιο γδικιωμό.
Τον Κωτσοκαράπα, τ’ ανίψι μου τ’ αρφανό
όταν δεμένο όπως τον είχε σαν να ήταν «ζουντανό»
ο πατριός του γύρω έφερνε να τόνε ρίξει
στου μύλου τη βαρέλα, για να το σκοτώσει, να το πνίξει.
- Αυτός μας είπε κοροϊδεύοντας ότι στο εξής θα κατουράς όρθια
και τρέξαμε δω να μάθουμε, με τέχνη ή με ξόρκια
σου φύτρωσε τέτοιο μεγάλο εργαλείο
που να μας βολέψεις μονομιάς μπορείς και μας τις δύο.
«Ναι Σταμάτω μου, … ήρθαμε και μεις να δούμε
κι από σένα τη δασκάλα να δασκαλευτούμε»,
είπε κι η μαμή Σταυρούλα
που στα μάγια και στα ξόρκια ήτανε «μανούλα».
- Άμα θέλεις, πες μας: Βρήκες συνταγής τα λόγια
κάνε πήγες σε μαστόρους με σφυριά και με αμόνια
και στο κάνανε με καλάχι κολλητό
αν δεν σου φύτρωσε με λογής – λογής μαντζούνια το βγαντό;
Να! Αυτό που σου κρέμεται πιο πάνου πο το διχαλοποδάρι
κι από δω και μπρος θα τρέχει σαν να είναι βρύσης τσουλουνάρι…
Ζηλεύουμε μωρή και θέλουμε σαν σένα
ν’ αφήσουμε πίσου για καλά τα περασμένα,
δηλαδή να κατουράμε όρθιες και καμαρωτές
έτσι θ’ αποφεύγουμε τη δυσκολία που ’χουμε όταν είμαστε σκυφτές.
Κάπου – κάπου, όταν κάνει κρύο, ώσπου να λύσουμε τις βρακοζώνες
μας έχουνε ζεστάνει τις πατούσες οι σταγόνες.
Γι’ αυτό λέμε και μεις να ξεχάσουμε για πάντα το λύσε- δέσε τα βρακιά
και να πηγαίνουμε σαν τους άντρες στη γωνιά
να στεκούμαστε με τα σκέλια μας κλειστά
μήπως κι έχουμε ποδογύρια καθαρά,
από αύριο και μπρος και τα κατωπόδαρα στεγνά.
Άσε που άμα οι «φωλιές» στα σκίνια από γείτονες είναι πιασμένες
τότες είναι που πισωγυρίζουμε βρεγμένες ή και λερωμένες…
Χάαχαχαα… Κάακακα…
Όλοι μες στο μαγαζί ξεσπούν ομαδικά.
κι αφού σιγάζουνε και το τραγούδι ξαναρχίζει
ο χορός πάλι μ’ αυτές όλες συνεχίζει.
Άλλες τραγουδούν κι άλλες φωνάζουν
λάσπες, ψύλλους, ψείρες πο τα ρούχα τους τινάζουν
τα ποδάρια όντας κάτου τα χτυπάνε
κι απ’ τη ζάλη του κρασιού γελάνε.
Με κουνήματα, τσαλίμια, καθιστούς,
χωρατά και γλυκούς λαρυγγισμούς
τους μοναχικούς τους άντρες ξελιγώνουν
και τα κρασωμένα πριν λαρύγγια τους, πο τις φωνές στεγνώνουν.
Στάση κάνουν στο χορό
για νερό και λίγο πάλι χωρατό.
Όλοι τότες την αγράμματη δασκάλα του κεφιού κοιτάνε
στα μάτια, στα χείλια κι άθελά τους την ανάσα τους κρατάνε
περιμένοντας ν’ ακούσουν τι θα πει
το νερό της άμα πιει και δροσιστεί,
για να την πειράζουνε μετά
όταν θα χορεύει με τ’ άλλα φηλυκά.
Σαν το ήπιε και δροσίσθη
κι απ’ τη θέση του κανείς δε σείσθη
λέει χαμηλόφωνα και σοβαρά
στου Σπυρομπαρέτα την κυρά:
- Ω Σπύραινα, είναι η ώρα να λακίσεις
χωρίς το Σπύρο σου που τώρα πίνει, να ρωτήσεις
για να πας να φέρεις την πίττα σου μωρή
αυτήν που έφτιαχνες για μας σήμερα το πρωί.
Άντε φέρ’ τηνε όπως είναι μέσα στον ταβά
να την φάμε ούλες μαζί τώρα δωδά.
- Ααχ! Σταμάτω, καλή μου φιληνάδα
πάει ούλη η πίττα, μαζί και η μακαρουνάδα.
Γιατί σαν έβγαλα την πίττα πο τη θράκα κι ήτανε ζεστή
πέταξε μέσα ο Σπύρος – κατά λάθος λέει – το χεσμένο του βρακί,
πο τις βρούβες που φάγαμε ψες βράδυ
είπε, έπαθε ζημιά τη νύχτα στο σκοτάδι
και για να του σταματήσει σήμερα ο πόνος
έφαγε τα κουφωτά που είχα στην γκαβάθα μόνος.
Όμως το ’κανε ξαργού, για να μην φάου γω και τα παιδιά
να την φάει ούλη ο μονοφαγάς τούτη τη βραδιά.
Εμείς φάγαμε λίγο βλαρό τυρί μ’ αβγά που ’φιαξα στο τηγάνι,
φαί που το ’κανα – όσο έλειπε – να φάμε μάνι – μάνι.
- Πάλι καλά που σ’ άφησε λίγα υλικά να φάτε
και δε μείνατε με τα στομάχια αδειανά για να πεινάτε.
Γιατί όλοι ξέρουμε, ότι όταν ξεκινάει
φεύγοντας για μακριά, ποτέ του δεν ξεχνάει
να κουβαλήσει πο κει που πάει χειμώνα – καλοκαίρι
και κάθεται με κρύο ή με ζέστη και το μεσημέρι
κότα ετοιμόγεννη μαζί του στο γαϊδούρι
στο περιβόλι, που ’χει και καλύβα, πίσου στο Μαμούρι.
Κι ότι τη δένει με σπάγκο πο το πόδι να βοσκήσει
για να της πάρει το αβγό, άμα το γεννήσει,
να το βράσει ή να το τηγανίσει, για να φάει «τη σκάρα του»
μαζί με λάχανα και ψωμοτύρι να γεμίσει την κοιλάρα του.
Το μπουλουγούρι, οι βρούβες, τα κουκιά είναι γι’ αυτόνε «βαρικά»
και το ξέρουνε όλοι, ότι άμα τρώει, τον πιάνουνε τα κοιλιακά
γι’ αυτό θέλει το τυρί, το κρέας και τ’ αβγά να τα τρώει μόνος
γιατί είναι γιατρικά και του περνάει ο πόνος.
- Το τυρί με τ’ αβγά ήρθανε τυλιγμένα σε πεσκίρι
πεσκέσι τ’ ανιψού, που δεν έκανε του μπάρμπα το χατίρι
γιατί μου τα ’φερε προχτές ο Καραποπαναγής κρυφά
για να έχουμε και μεις κάτι να φάμε την Αποκριά.
Ήξερε πως ο μπάρμπας του την Κυριακή όπως παλιά,
κάτι θα ’κανε για να μας αφήσει μ’ αδειανή κοιλιά.
Τόνε γνωρίζει καλά το χασομέρη
όπως και μένα κι ας είμαι από ξένα μέρη.
Πώς να ξεχάσει ότι τα λάχανα, τα κουνουπίδια, τα πεπόνια,
τις ντομάτες, τα σταφύλια, τα καρπούζια, τα κυδώνια
όλα τους κει στο περιβόλι, πολύ τα μαγαρίζει;
Αφού με αρώματα και χρώματα του κώλου του τα μπογιατίζει
για να μην του τα πειράξουν άλλοι
κι έχει έτσι ήσυχο το δικό του το κεφάλι.
Η θεια Σταμάτω πολύ την ελυπήθη
τον άντρα της όμως δε δυνόταν να τόνε βαρήσει.
- Κοίτα, κοίτα Παναγιού μου τώρα πώς καμώνεται
κι όλο καλοσύνη είναι και κορδώνεται
κει που κάθεται και τάχαμου σε καμαρώνει
κι άμα πάτε σπίτι, ξέρω ότι πάλι θα … ζαβώνει
και με το στανιό για χορό θα σε σηκώνει.
Μην του κάνεις όμως το χατίρι κι ας θυμώσει,
κι άμ’ απλώσει χέρι για να σε βαρήσει πάλι
κάντου με το στούμπι γκράτζα το κεφάλι.
Αν αυτό το κάνεις μόλις πάτε,
πάρε τα παιδιά, δίχως άλλο και ελάτε
στο δικό μου το φτωχό κονάκι
να σας στρώσου δίπλα στ’ αναμμένο τζάκι
κι άστον μες στο αίμα να λουστεί
όλη νύχτα κι ολομόναχος να κοιμηθεί
μήπως και σκεφτεί πο δω και μπρος σωστά
και αλλάξει τρόπους από τούτη δω την Αποκριά.
Και συ Παγωνίτσα μας μικρή
βάλε τώρα στο ποτήρι μας κρασί
κι έλα μυστικά για να σου που στ’ αφτί,
για να μην ακούσουν άλλοι και το μυστικό μας μαθευτεί.
Θέλου να το που σε σένα μόνο
γιατί έχουμε κι οι δυο τον ίδιο πόνο.
Έλα… Έλα… Παγωνίτσα στρουμπουλή
που κονεύεις χρόνια τώρα μοναχή
κάθε βράδυ στο κλινάρι
όντες σβήνεις το λυχνάρι
το Θανάση σου θυμάσαι,
και όπως γω, πο τον πόθο δεν κοιμάσαι.
Η Παγώνα με μεγάλη της χαρά
το ποτήρι τους γεμίζει και το πίνουν στη σειρά.
Κι άντε γεια μας λένε αυτές ομάδι
με φωνή γλυκιά σα χάδι,
το ποτήρι στην οκά αφού χτυπάνε,
το σηκώνουν, το γυρίζουν κι ότι έχει το ρουφάνε
μέχρι που να δούνε άσπρο πάτο
και ν’ ακούσουνε μετά, τι θα πει η θεια Σταμάτω.
Αυτή ζητάει του μικρού της γιου, του Βάγγου
ένα τσιγαράκι «κούτας του Ματσάγκου»,
κι όταν ο Τασοστουραΐτης με τσακουμάκι προσπαθεί να της τ’ ανάψει
αυτή προσέχει, τάχαμου, το μουστάκι της μην κάψει.
Μάγκικα και θεριακλίδικα τον καπνό του ξεφυσάει
μόλις την τραγιάσκα της στραβά φοράει,
τη μαυριδερή Παγώνα σαν σιμώνει
με γλυκόλογα πολλά τήνε μαλώνει
που ’ναι νια, κι όλο θλιμμένη
και στο σπίτι μέσα κάθεται κλεισμένη
γιατί χρόνια έχει το Θανάση της να δει,
από τότε που ’φυγε για την Αμερική.
Όλοι έχουν πάψει πια να γελάνε και να κουβεντιάζουνε
και με ανοιχτό το στόμα την φραγκάζουνται
για ν’ ακούσουν τι άλλο έχει να τους πει
να γελάνε, σαν να ’χουν γίνει από το κρασί στουπί.
- Ανοίχτε τ’ αφτιά σας για ν’ ακούσετε
και μην σκεφτείτε να με ξαναενοχλήσετε…
Τα λεφτά από τα βατέματα πουθενά δε θα τα δίνου
μες στον κόρφο σε τσακούλι θα τα ρίχνου
μέχρι που να μαζευτούν πολλά,
να μου φτάσουνε να πάου μακριά, στην ξενιτιά
σ’ άλλο κόσμο ξένο, άγνωστο, σε άλλα μέρη
κει που βρύσες και ποτάμια τρέχουνε το λησμονέρι
πο κει πέρα μακριά θα πάου να τηράξου
κι όσο δύναμαι – μέχρι να τα κακαρώσου – για να ψάξου
σε μια χώρα άγνωστη, μακρινή και ξένη.
Κει ρε σεις που άκουσα πως ζούνε άντρες ξεχασμένοι,
μήπως η δόλια βρου τον καλό μου Δημοσθένη
ανήμπορο κι απένταρο εμένα να προσμένει,
φεύγοντας που άφησε σαν χθες κοιλάρφανο
το μικρό μας τούτο γιο, το Βάγγο το δεκαοχτάχρονο.
Θα πήγαινε λέει σε τόπο με τ’ όνομα Χιλού κάνε Αρζεντίνα
που για να φτάσεις ως εκεί, θέλεις παραπάνου από μήνα.
Άμα τόνε βρου θα τόνε φέρου πίσου πάλι
με αλόρτο και όχι χάμου το κεφάλι
γιατί τότες που ’φυγε, μεγάλο χρέος είχε βάλει
το εισιτήριο του με το παπόρι για να βγάλει.
Το ξεχρέωσα η δόλια δίχως διόλου καταφρόνια
με την προκοπή μου και του κόσμου τη συμπόνια
κι έτσι έλυσα πο την «ψαλίδα» την φηλιά
που κοιμουμάστανε μαζί της αγκαλιά,
αυτήνε λέου που κρεμέτανε καιρό, πάνου πο τα κεφάλια μας
και αδιαφορούσε για την φτώχια και τα χάλια μας.
Το ξεχρέωσα, φαίνοντας τον αργαλειό μου
χειμώνα – καλοκαίρι, στο σπιτάκι το δικό μου
με το φως του ήλιου ή με τo λυχνάρι
απ’ τον κόπο μέχρι ύπνος να με πάρει
την ημέρα και τα βράδια
αντρομίδες και ολοκέντητα ταγάρια.
Έτρεχα όμως πρώτη και στο θέρος
σ’ όποιο κι αν μου λέγανε το μέρος
με το δραπάνι μάχη έδινα με τα σπαρτά
για να πάρου αυτά τα λίγα που μου δίνανε λεφτά…
Κι η Παγώνα, αλέστα και θλιμμένη
την κοιτούσε τόση ώρα σαν χαμένη.
Σβέλτα το τσιγάρο της τ’ αρπάζει
και στο στόμα της ευθύς το βάζει.
Το βυζαίνει όλο νάζι βιαστικά
κι αρχινά γλυκά – γλυκά τα παρακαλετά.
- Δώσε τα κουμπούρια σου σε μένα
που να σου συγχωρεθούν τα πεθαμένα.
Πουθενά δε θα που το μυστικό σου
θα ’μαι πάντα για ό,τι κάνεις στο πλευρό σου.
Μόνε δάνειστά μου όντες φύγεις για την ξένη
που να είναι ώρα σου καλή κι ευλογημένη.
Όσο λείπεις συ, γω πολύ θα νοιώθω
βαρβατίλα και μεγάλο πόθο
σαν να είμαι το Μάη μήνα γάιδαρος
τον Αύγουστο κριάρι
όλο το χρόνο κόκορας
και γάτος το Γενάρη.
Χααχαχαα…. Χάαχαχου…
Καακακα… Κάακακου…
Γέλια π’ όλους δυνατά
σαν ακούν τα χωρατά…
- Δε στα δίνου, δε στα δίνου
κι όσο εσύ να με περικαλάς, γω θα επιμείνου.
Γιατί σαν γυρίσου πο τα ξένα
θα τα βρου σίγουρα ξεθυμασμένα
κι από την πολύ που θα τους έχεις κάνει χρήση
η κουμπούρα χάρβαλο θα έχει καταντήσει.
Όμως άμα τόσο ω… Παγώνα το ποθείς
κι άλλο δεν μπορείς να κρατηθείς
σύρε πέρα στο συμπέθερό σου το Μαστροβαγγέλη
που είναι πρωτομάστορας και φιάνει το πιο όμορφο δικέλι
να σου κάνει μία όμορφη κουμπούρα
για να λείψει λίγο κι από σένα η μουρμούρα.
Να ’χει και αυτός δουλειά να κάνει,
όταν ύπνος δεν τον πιάνει
κι όχι την τρακάδα του να μεταφέρει
κάθε τόσο πέρα – δώθε, στην αυλή και υποφέρει.
Μη για το θεό πας, στον πατέρα σου το συγγενή μου το Μαστροκολιό
γιατί θα σ’ αρπάξει με τα δυνατά του χέρια απ’ το λαιμό.
Αν όμως δε δεχτεί ο συμπέθερός σου ο πονηρός
φύγε αγλήγορα όσο είναι καιρός
σύρε κάτου στο Πυργί και στο Μουρτάρι
κει μωρή που ταΐζουνε τα… νινιά βλαρό χορτάρι,
πέρασε άμα θέλεις κι απ’ το Οργιό
το δικό μου τ’ όμορφο χωριό,
για να δεις ότι κι εκεί για βραδινό
τα ’μαθαν να τρώνε βίκο και σανό.
Στα χωριά αυτά είναι μάστορες μεγάλοι
θα σου φτιάξουνε και σένα μια πιστόλα άλλη
από τη δικιά μου πιο καλή
που θα ντουφεκάει «απ’ άκρη σ’ άκρη» στην αυλή
όποιο φηλυκό τύχει να περάσει
χωρίς ούτε μια ριξιά να χάσει…
Εκεί θα δεις ακόμα, ότι οι γυναίκες φοράνε αμάνικα
κι ότι έχουνε δεμένα τα σκυλιά με τα λοκάνικα…
πο κει κάτου δεν πήγε για σπουδές
μακριά πο το χωριό μου εκατό οργιές
τούτος δω, ο μικρός ο Βασιλός,
της Μαστρομήτσαινας ο γιος;
Κι όχι μόνο έγινε τρανός κωλογιατρός
αλλά πίσου γύρισε κι ένας πλούσιος γαμπρός,
που γιατρεύει μόνο την Αποκριά
χήρες κακομοίρες και καμιά πεταχτή γριά…
Χάαχαχα… και κάακακα…
Το γέλιο πάλι δυνατό
κι όλοι κοιτάζουνε μες στο καπηλειό
του χωριού το μόνιμο της Αποκριάς γιατρό,
με την άσπρη μπλούζα και τ’ ακουστικά
περασμένα στο λαιμό του τραχηλιά,
που σαν γύφτικο σκεπάρνι καμαρώνει
κι όποιον αταχτεί, με θυμό στο κωλομέρι του καρφώνει
την καλαμοσύριγγα που στο χέρι του κρατάει.
«Κι άμα άλλη βολά σου βαστάει
ξανακάντο ρε παλιομασκαρά!»…
τάχαμου αγριεμένος του φωνάζει αυστηρά.
Ένας φωνακλάς λιγνομεσόκοπος
που σε λόγια και σε πράξεις ήτανε λίγο αλλόκοτος,
είχε έρθει και καθότανε χωρίς κυρά
σε τραπέζι αντρών πέρα μακριά
νόμιζε πως άμα πει τα δικά του χωρατά
έτσι όπως ήθελε αυτός με καμάρι δυνατά,
τη Σταμάτω θα βουβάνει
και στο θηλυκό κοπάδι έκπληξη βουνό θα κάνει.
Μετά το τέλος ίσως τον κοιτάζανε σαν βαρβάτο άτι
κι όλο και καμιά τους θα του ’κλεινε πονηρά το μάτι.
Σηκώθηκε λοιπόν ορθός
και πολύ καμαρωτός
φωνάζοντας πως θέλει να μιλήσει
και κανείς να μην τον σταματήσει.
Είχε το ζερβό του χέρι προς τα πέρα τεντωμένο
και το άλλο του σε καρέκλα κουμπισμένο.
Είχε φορτωθεί πολλά καντάρια ύφος
σε σωρό, πιο ψηλά κι απ’ το δικό του ύψος
ο γοργολογάς, ο μπαστουνάς, ο δικολάβος
περιμένοντας να πάψει να σφυρίζει ο «βρούβας» ο εργολάβος.
Πίστευε ότι ήρθε η ώρα ν’ αγορέψει
και πολλούς ακροατές πως θα γητέψει
όπως ακριβώς μπρος σε δικαστές κι ακροατήριο
όταν υπερασπίζεται σε κάποιο δικαστήριο
φτωχού το δίκιο, με τόλμη, σθεναρά
πειστικά και με τερτίπια πονηρά.
- Κυρίες και κύριοι! Αποκριάτικοί μου κρασοπότες…
Σεις που κάθε βράδυ «κοιμάστε με τις κότες»
μόλις φάτε στο σοφρά το βραδινό
και ας είναι ακόμα «λειδινό»
σβήνετε το αναμμένο σας λυχνάρι
για να μην αδειάσει το πιθάρι,
σας λέου να μην πέφτετε σε λήθαργο βαθύ
για να βλέπετε τι σας γίνεται μέσα… κι έξω απ’ την αυλή.
Που λέτε, σ’ ένα σπίτι με χαγιάτι
δύο ποντικοί βαρβάτοι
πάνε πέρα - δώθε αργά το βράδυ
με φεγγάρι και σκοτάδι
και χαλάνε το στρωμένο του κρεβάτι
γιατί ο γάτος ο οκνός, το ’χει ρίξει στο ραχάτι
κι ούτε του περνούν πο τα μυαλά
ότι όσο αυτός κοιμάται κι ονειρεύεται πολλά
οι βαρβάτοι ποντικοί με τη σειρά
ειν’ αυτοί που κάνουν άνου κάτου στρώση και κυρά…
Μα η αρχηγός του «κοπαδιού»
δίχως χάσιμο καιρού
που οσφράνθη πάρα πέρα τι θα πει
για να μην το κέφι τους κοπεί,
τον αντέκοψε ευτύς
με ατάκα της στιγμής.
- Ρε πολυλογά, ρε δικολάβε, συ που γύρω σου μπορείς
εύκολα μες στην αυλή σου, δίχως ψάξιμο να βρεις
καναδύο ποντικούς που να είναι αυτοί μουνουχισμένοι
να το ξαναστρώνουνε καλά οι καημένοι,
αφού οι βαρβάτοι σου πο το νυχτέρι
θα ’ναι κουρασμένοι «από χέρι»,
κι άσε μας χορεύοντας να πιούμε και να πούμε,
γιατί αύριο θα λέτε σεις και μεις θ’ ακούμε.
Αύριο συ αφού φας και πιεις
το ίδιο ποίημα πάλι θα μας πεις,
όπως κάθε χρόνο τέτοια μέρα
αν δεν βρέχει, έξω στ’ αλώνια πο κει πέρα.
Θα μας πεις: Ότι ανάμεσα σε δυο βουνά
μια μπουρμπουλήθρα γλήγορα κατρακυλά
πο του κορμιού το κοιμισμένο ηφαίστειο ξεφεύγει
και πολύ νωρίς της λάβας δραπετεύει,
πριν καλά – καλά αυτό ξυπνήσει
και αστράψει και τινάξει και βροντήσει
σαν να θέλει να μας πει ότι, όπου να ’ναι αυτό θα σκάσει
κι όλους όσους είναι γύρω του θα τους… κεράσει…
Το ποίημά σου αυτό μας το λες σε κάθε Αποκριά
που το έχει μάθει κι ο Μητσοτούτας και το λέει καμιά φορά,
όταν στην καρέκλα του έχει καθίσει κάποιονε για ξούρισμα
κι απ’ τα γέλια του πολλές φορές του φεύγει το κατούρημα.
Γι’ αυτό αύριο που θα είναι Καθαροδευτέρα
και θα παίρνει ρε, ο κώλος σας αέρα
η φασουλάδα που θα βράσει στο μικρό καζάνι
προσέχτε!... Θα ’ναι βόλια για του πολυβόλου σας την κάννη.
Όμως πριν αρχίσουν οι βολές
από τις δικές σας τις… κωλοοπές
να βάζετε ρε σεις… πολύ καλό σημάδι
γιατί τα βόλια που θα φεύγουνε ομάδι
πίσου πια δε ματαγυρίζουνε
αλλά πέρα – δώθε θα σφυρίζουνε.
Δεν πισωγυρίζουνε όπως το κοπάδι
για να μπει στη στρούγκα μόλις ’ρθει το βράδυ.
Είναι όπως το νερό του ποταμιού που όλο τρέχει – τρέχει
μόνο κατεμπρός, μέχρι που στη θάλασσα θα πέσει.
Μπορεί όσα βόλια αστοχάνε
και που δώθε – κείθε θα σφυράνε
να βαρήσουνε π’ αυτούς που θα κάθουνται να σας κοιτούνε
αφού στου πολυβόλου σας την κάννη δε θα ξαναμπούνε.
Λίγη προσοχή μην και σκοτωθούν απ’ αστοχιά παιδιά ή γέροι
όταν σεις θα τραγουδάτε, πώς το τρίβουν το πιπέρι.
Τότες δα που θα σας κοιτάζουνε χαζεύοντας
και σεις θα σφίγγεστε χορεύοντας
πώς το τρίβουν το πιπέρι
του διαβόλου οι καλογέροι
με τον κώλο τρίβοντας
σκόρδα κοπανίζοντας…
Σκύβοντας αν σας πιεστεί λιγάκι η κοιλιά
και τα γεμάτα πολυβόλα σας πάρουν φωτιά
σαν τα κωλομέρια σας κάτου ακουμπήσουνε
και πολλά μαζί με μιας βροντήσουνε,
τότες ούλοι θα πιστέψουν ότι τους μπομπαρδίζουνε
και θα αρχίσουνε πέρα – δώθε να σκορπίζουνε.
Γιατί αν μείνουν, πρώτα – πρώτα γερόντια και παιδόπουλα
θα ζαλιστούν σαν τα κοτόπουλα,
αφού δε θα προλάβουνε να φύγουν ούλοι τούτοι
όταν τους βαρήσει κατακούτελα, η μπόχα απ’ το μπαρούτι.
Χρειάζεται λίγη προσοχή σαν σκύβετε ούλοι μαζί
να σημαδεύετε καλά το πάτωμα στο μαγαζί
κι ας τρυπήσει λίγο πια το κορασάνι
παρά να πετύχετε κανέναν ανήμπορο και μας πεθάνει.
Όλοι τους μες στην τρελή χαρά
χαχανίζουν δυνατά σαν ακούν τα χωρατά.
Οι μουσικοί που είχαν κάνει πάψη
γιατί απ’ το παίξιμο κι απ’ τα γέλια είχαν ανάψει
αφού ξεκουραστήκανε και δροσιστήκανε λιγάκι
πίνοντας νερό και το κερασμένο πο το μαγαζί κρασάκι,
αρχίσανε σιγά – σιγά το παίξιμό τους πάλι
περιμένοντας να ’ρθουν να τραγουδήσουν κι άλλοι.
Όμως ο Μητσοτούτας πέρα κει σε μια γωνία
με το γείτονά του το Μητσομποντή έκανε μεγάλη φασαρία
και η αρχηγίνα που καμωνόταν πως πνιγόταν στο θυμό
είπε πως είχε ράμματα, της γούνας και των δυο.
- Ρε Μητσοτούτα, αφού δεν κάθεσαι στ’ αβγά σου
θα σου βγάλου γω στη φόρα, ούλα τ’ άπλυτά σου.
Ακούστε χωριανοί την πάσα αλήθεια
και μην πιστεύετε τα όμορφά του Τούτα παραμύθια:
Όταν με ψαλίδι ή ξουράφι μπαρμπερίζει
δε φτάνει που με λόγια ή με έργα τον πελάτη του ζαλίζει,
άμα τύχει και ακούσει γυναικοκαβγά σε γειτονιά
τρέχει για να δει, ποιες τραβιούνται απ’ τα μαλλιά.
Τον πελάτη που ’χει στην καρέκλα παρατάει
για να τρέξει γλήγορα στον καβγά και να κοιτάει.
Και ο δόλιος καθισμένος στην καρέκλα περιμένει
μ’ αγανάκτηση και με την πετσέτα στο λαιμό του κρεμασμένη,
πότε επιτέλους θα σχολάσει η φασαρία
να γυρίσει ο μπαρμπέρης να τελειώσει την ψαλιδοξουρία.
Κι ο ξυραφιστής που τ’ άκουγε κι όλο γελούσε
ξαφνικά φάνηκε πως βαρυγκωμούσε
που τ’ ακούγονταν τάχαμου τα κουσούρια
σαν να μην ήτανε παλιά, αλλά καινούρια
κι άρχισε δήθεν αγριεμένος να φωνάζει δυνατά:
- Πέσε κι άλλα…, πέσε κι άλλα και θα δεις μετά,
όταν θα με κάνεις ν’ αγριέψου
και με το ψαλίδι μου ούλες σας θα σας κουρέψου
για να μοιάζετε μετά σαν κουρεμένες γίδες
και συ με τις κοτσίδες σας να ’φάνεις αντρομίδες.
- Πάψε Τούτα, μην κάνεις πως είσαι τόσο θυμοσάρης
γιατί σε ξέρουμε καλά, είσαι πολύ γαϊδούροψυχοπονιάρης…
Αφού ρε Μήτσο, όταν πηγαίνεις στο χωράφι για ζευγάρι
κι είσαι καβάλα στου γαϊδουριού σου το σαμάρι,
έχεις τον ώμο σου με λημαριά κι αλέτρι φορτωμένο
για να είναι όπως λες το γαϊδούρι σου, πο το βάρος τους ξαλαφρωμένο.
Είναι όμως χωριανοί, μπαρμπέρης μερακλής
όπως λέει κι ο Πραντούδης, της Αγιανίτισσας ο Περικλής
γιατί το κούρεμα πολύ προσέχει
κι άμα λάχει πο τα μακριά να δει τρίχα που να ’ξέχει
σε κουρεμένο πο τα χέρια του κεφάλι
αμέσως βγάζει πο την κωλοτσέπη το ψαλίδι πάλι
είτε μέσα, είτε όξου είναι απ’ το χωριό
κατεβάζει ακόμα και πελάτη πο το ζό με το στανιό
για να διορθώσει τ’ άσχημο,
λες και θα του δώσουνε γι’ αυτό παράσημο.
Ναι ρε σεις, γελαστός καταμεσής του δρόμου
χωρίς ν’ ακούει τα γέλια και τα σχόλια του κόσμου,
ακόμα κι από τσαμούσικο γαϊδούρι αφού το σταματάει
κι ας αυτό φέρνει γύρω, δαγκώνει και κλωτσάει
η συνάντηση αν ακόμα τύχει και σε στενό δρομάκι
μπορεί να του κάνει τ’ άσχημο, με το ψαλίδι, όμορφο μουστάκι.
Την ώρα που ο κόσμος γέλαγε και τα καμώματα σχόλιαζε
κι ο Μητσοτούτας έκανε τάχαμου πως ντρεπέτανε και λίγο χόλιαζε,
μπήκε μες στο μαγαζί ο Νικόλας ο μεγάλος
που άμα άρχιζε να τραγουδά, σειρά δεν είχε άλλος.
Δεν ήταν μόνο καλός τραγουδιστής
αλλά αν κι αγράμματος, μεγάλος ποιητής
που στίχωνε χωρίς ποτέ του να τα γράφει μ’ ευκολία
και ξεχνούσε έτσι όποια είχε του σπιτιού του δυσκολία.
Τα ’γραφε μόνο στου μυαλού του το χαρτί
και τ’ απάγγελνε όταν το καλούσε η στιγμή
λόγια όμορφα, γλυκά, που ήξερε να τα κοκκιάζει
κι όταν τα ’λεγε σ’ όλους άρεσαν, χωρίς κανένας να χολιάζει.
Οι μουσικοί αμέσως τον φωνάζουνε
γιατί την αδερφή του θέλουνε να ξεκουράσουνε
το Νικολό τον Καρλαντήρα
που φορούσε πάντα μια πλατιά ζωστήρα
φερμένη από Παναμά κάνε από χωροφυλακή
γιατί σαν νέος είχε περάσει κι από κει.
Όλοι ξέρουνε ότι με ποιήματα θ’ αρχίσει
και στερνά τραγούδια θα τους τραγουδήσει
άλλα δικά του, άλλα παλιά κι άλλα του συρμού,
του πολέμου, της αγάπης αλλά και του χωρισμού.
Πάει ο Νικόλας ο μεγάλος ως εκεί
και με την καθάρια την γλυκιά του την φωνή
αρχίζει πρώτα της νιότης τα πονέματα να εκφωνεί.
- Στου Παναμά τη χώρα υπάρχει ένα δεντρί
που κάνει την μπανάνα
κι αν φαγωθεί από ξενόφερτο παιδί
γλήγορα λησμονεί κορίτσι, αδερφή και μάνα.
Εεεε! Σαν ήμανε και γω κάποτε νιος
καμάρι για τη μάνα μου, εγώ ο μορφονιός,
κάτου πο της Πλατάνας το δροσό
ήταν η βρύση που ’πινα κρύο νερό.
Τώρα όμως κει πάνε και πίνουν άλλοι
και γω με λίγο μαδαρό και κάτασπρο κεφάλι
από αλάργα με το νου τήνε κοιτάου
την πλατανόβρυση και πάντα τήνε λαχταράου,
αφού ανάλαφρα να περπατήσου ως εκεί πια δεν μποράου
μήτε εύκολα να σκύψου με τις χούφτες για να πιου
ορθόκορμος, γληγοροπόδαρος για να της ξαναπάου πάλι
σαν τότες που ήμανε στης νιότης μου τα κάλλη.
Στην Πλατάνα μου που ξάπλωνα
και την καλή μου στον ύπνο μόνο την αντάμωνα
τώρα στη θέση μου κοιμούνται άλλοι
όμως κι αυτοί κάτου, την ίδια πέτρα βάζουνε για προσκεφάλι.
Πλατάνα με την βρύση σου πόσο σας ποθυμάου
αχ! Να μπορούσα ως εκεί ακούραστα να περπατάου
κι απ’ το νεράκι σας να πιού
όπως τότες για να δροσιστού.
Που ήταν και θα είναι πάντα δροσερό
σμίγοντας τις χούφτες μου τις δυο.
Όμως τα χρόνια που διαβήκανε
το δρόμο, από κει – ως δω, πολύ τόνε μακρύνανε
κι οι χούφτες από μικρά και στεγανά που ήτανε ποτήρια
γενήκανε σκουριάρικα και σάπια σουρωτήρια.
Τώρα πάει πια! Μου φωνάζουνε γύρω όλα δυνατά,
και γω τ’ αφτιά μου όσο μπορού κρατάου σφαλιστά.
Μην έρχεσαι μου λένε, με την κόκκινή σου τη φοράδα
τώρα είναι άλλοι, όπως τότες συ, που ’χουνε αράδα,
κι έρχονται δρομίς, πεζοπορία
ενώ σήμερα εσύ, αργά και μόνο σαν καβαλαρία…
Από κει πέρα που καθόταν, πετάχτηκε ορθός
κι έδειχνε πως τον έπνιγε άγριος θυμός
για να του πει ο Μητσομποντής ο δικολάβος:
- Τώρα Νικολό, δεν είσαι πια της αγάπης σκλάβος
γι’ αυτό άσε της νιότης τα παραπονιάρικα
και της αγάπης τα κλαψάρικα
μόνε πες μας να γελάσουμε κανένα γουστερό
ή τραγούδα για να πιάσουνε πάλι το χορό.
Κι ο Νικόλας που του χαμογέλασε γλυκά,
σε λίγο αρχινά, τραγούδια και ποιήματα, που είναι σκωπτικά.
- Μπάρμπα Γιάννη Κανατά,
γυρίζει και του λέει δυνατά:
- Ήρθε η ώρα να σου που τραγούδια και παινέματα.
Τότες που με βρήκες να μου τρέχουνε τα αίματα,
για θυμήσου που ένα μεγάλο κοκκοτσέλι
κι ας είχε φτάσει ο θεριστής στα τέλη
μου είχε σπάσει το κεφάλι,
τέτοιο πράμα είχες πει, δεν είχε ξαναγίνει πάλι.
Γλήγορα με πήρες και μου το ’δεσες με μια τυροτσαντήλα
βάζοντας πο τις φοράδες σου πάνω γκαβαλίνα
για να πάψει πια να μου τρέχει στο πρόσωπο το αίμα
αφού με είχες πλύνει πριν καλά στην Μπάρα, κει στο ρέμα.
Ήτανε τότες που ’χες τις φοράδες σου στην καλαμιά δεμένες
κι όταν πήγες να τις δεις, τις βρήκες μπερδεμένες
κι από βαρβάτο άτι με το ζόρι… βατεμένες.
Το βαρβάτο ήτανε αυτουνού του Παναγή
που τον είχανε κρεμάσει στο τσιγκέλι, σαν πασχαλινό αρνί
δω απ’ όξου, στον καρφωμένο στον τοίχο σιδεροδοκό
κι ας φώναζε συνέχεια: «Την κλεψιά δεν την έκανα εγώ.
Ναι! Μα το Θεό! Αν την έχου κάνει,
να φάου ψητά τα παιδιά μου μάνι – μάνι.
Άλλος έκλεψε του πεθερού μου τα γρουνάκια…
Που να του κοπούνε Παναγιά μου και τα δυο του τα χεράκια»…
Για θυμήσου, τον πεθερό του να επιμένει
και αυτός σαν σφαγμένο αρνί το μαρτύριο να υπομένει
κρεμασμένος ανάποδα, από το ένα του ποδάρι
και να λέει, ότι όλη νύχτα κοιμόταν στου αφεντικού του το πατάρι
κι ότι αυτός είναι καράβι αργοκίνητο,
γι’ αυτό είχε τ’ αφεντικό πο τ’ Αλιβέρι, για άλλοθι ακλόνητο.
Πώς σε μία νύχτα θα προλάβαινε
να ’ρθει δω, να ’κλεβε, να ’κρυβε, να γύριζε και να ξάπλωνε;
Το μαρτύρησε ο μακαρίτης, ότι την είχε κάνει, τότε μόνο
όταν τον πιάσανε – γιατί κουνιότανε πέρα δώθε – πο τον ώμο
και του δώσανε με το ζόρι να φάει λιγάκι
έτσι ανάποδα που ήταν κρεμασμένος, οι χωροφυλάκοι
λουκουμόσκονη σ’ ένα χαρτάκι για να πάψει το μαρτύριο
που αυτός τη νόμισε φαρμάκι – δηλητήριο.
Έλεγε ότι εσύ του πήρες το βαρβάτο απ’ τις φρυγάδες
και το πήγες νύχτα στις δικές σου τις φοράδες.
Κι όταν τέλειωσε και με τις δυο, το ’διωξες να φύγει μακριά
με τυλιγμένη στο λαιμό, την κομμένη του τριχιά
για να μην του δώσεις λάδι, είπες τάχα ψέματα
κι έτσι γλίτωσες την πλερωμή στον Παναγή, για τα βατέματα.
Και συνεχίζει ο Νικόλας να τόνε κοιτάει και να λέει δυνατά
τον μπάρμπα Γιάννη το σκληρό τον Κανατά,
που καθέτανε πιο κει, με το μεγάλο του αδερφό, τον Τασοτσίτσα
και τον ξάδερφό του, τον Τασοκαραβίτσα.
- Μπάρμπα Γιάννη Κανατά, όταν βάζεις στο αφτί σου μαντζουράνα
να την πιάνεις – για να μη σου πέφτει – με καμία παραμάνα.
Αν στο δρόμο μοναχός σου περπατάς
γύρω – γύρω τις γειτόνισσες να μην κοιτάς.
Γιατί αν σου πέσει από κει,
όταν κάνεις πως χτενίζεις το σγουρό σου το μαλλί
γλήγορα σκύψε να τήνε σηκώσεις
για να μην σου τήνε πιάσει άλλος και… θυμώσεις…
Πρόσεξε όμως στο σκύψιμο πολύ
μη σου φύγει κι ακουστεί, καμιά δυνατή βροντή
και ανοίξει τρούπες σε παντελόνι και βρακί,
γιατί μετά θα παίρνει ο κώλος σου αέρα
σαν να είναι η κάθε μέρα Καθαροδευτέρα.
Μπάρμπα Γιάννη Κανατά,
με τη μαντζουράνα σου στ’ αφτιά,
να προσέχεις πώς… τη βάζεις
για να μη σου πέφτει και… αναστενάζεις.
Αν σου πέσει, για να τη σηκώσεις από κάτου
θέλει γληγοράδα… γάτου,
που έτσι και την πιάνεις να τήνε χουφτώνεις μονομιάς
δίχως το χεράκι γειτόνισσας καμιάς.
Οι πιο πολλές τους είναι χρόνια χήρες
και στενάζουνε τα βράδια οι κακομοίρες,
μοναχές τους κούκουλα στη στρώση
κι απ’ το κλάμα έχουν βαλαντώσει.
Αν κάποια π’ αυτές, μοναχή της σε βοηθήσει,
θα ’ρθει ώρα που θα σε κατηγορήσει.
Θα πει χωρίς να αισθανθεί ντροπή
ακόμα και στης εκκλησίας που είσαι στην επιτροπή,
ότι τάχαμου – τάχαμου δεν μπορείς ούτε τη μέση να τεντώσεις
για να σκύψει αυτή και συ τα θροφανά της να… χουφτώσεις.
Αλλά κι αν σου κλαφτεί και κουνηθεί καμία πονηρά
από αυτές που κουνάνε πέρα – δώθε την ουρά
καλύτερα φύγε όσο μπορείς πιο γλήγορα
και μη χασομεράς για να τις πεις λόγια παρήγορα.
Άκου, μπάρμπα Γιάννη Κανατά
πρόσεξε πάρα πολύ καλά
γιατί μπορεί να σου ζητήσει
αφού δεν έχει ποιος να τη βοηθήσει
αν μπορείς να πας εσύ να της μερεμετίσεις.
Τη χαραμάδα που ’χει το πορτί για να της κλείσεις,
ή τα πεσμένα της τοιχιά να της σηκώσεις
κάνε το τσεμπερέκι του πορτιού της να λαδώσεις
και τη σκουριασμένη της την κλειδωνιά
που είναι χαλασμένη και το ξέρει ούλη η γειτονιά
ότι όρκο έκανε τότες που ’χασε το μακαρίτη
άλλο σερνικό να μην αφήσει να της μπει στο σπίτι.
Όμως τώρα η χαλασμένη κλειδωνιά πρέπει να δουλέψει
αυτό θα γίνει μόνο αν με τέχνη αντρικό χέρι τήνε πασπατέψει,
κι αφού ο Κολιονταλούρης που κατέχει κι είναι του Θεού
πήγε Άγιον Όρος για παρέα, του Σπυροθαλάσση τ’ αδερφού
σε σένα τώρα μόνο έχει εμπιστοσύνη
γι’ αυτό έλα θα σου πει, να τη φτιάξεις να ανοιγοκλείνει.
Αφού πρόεδρος έκανες παλιά
κι επίτροπος είσαι τώρα μες στην εκκλησιά.
Τι θα της πεις; Όχι, γιατί έχου χαλασμένα τα εργαλεία
ή ότι τα έχεις και σκουριασμένα από την πολυκαιρία;
Τότες κείνη θα σου πει: Πάνε πια
και δε ματαγυρίζουν τα παλιά
που ήξερες να κάνεις ευκολίες
σ’ όσους σου ζητούσαν, όταν είχαν δυσκολίες
και γι’ αυτό είχες και τα μεγαλεία
ενώ τώρα έχεις και συ σκουριασμένα τα δικά σου εργαλεία.
Αν όμως πας και της τα φτιάξεις ούλα, ένα – ένα
μπορεί να βγει αυτή και χωρίς καθόλου να σκεφτεί εσένα
να πει σ’ ούλες τις γειτόνισσες το δήθεν… μυστικό
και να βουίξει πο τα λόγια της μετά, ούλο το χωριό.
Γιατί όσο και να θέλει να κρυφτεί
πο τη χαρά της ούλα, με το νι και με το σίγμα θα τα πει.
Ακόμα μπορεί να πει ότι ευκαιρία δεν αφήνεις να πάει χαμένη
μόνο την κυρά σου κάθε βράδυ παραπονεμένη…
Μετά πού θα πας Γιαννάκη μου να βρεις χωριό
σαν το μάθει κι αγριέψει η δικιά σου η Μαριώ;
Άκου με προσεχτικά…
μπάρμπα Γιάννη Κανατά,
με τα κανατάκια σου και το μεγάλο το σταμνί,
ακόμα που ’χεις μαύρο το σγουρό σου το μαλλί,
κι έχεις κρεμασμένη πάντα μαντζουράνα σ’ ένα πο τ’ αφτιά
για να σου ’ρχεται από το πλάι δυνατή μοσχοβολιά.
Να προσέχεις πού… τη βάζεις
όταν με το χέρι την κρατάς και την ετοιμάζεις
για να μπει στ’ αφτί σαν γκράπα κρεμασμένη
όπως κρέμουνται τα σκίνια σε καλαμιά που είναι μποδημένη,
μη σου πέσει… μπρος κατά τη μούρη
και τη δει και σου την αρπάξει τσαμούσικο… γαϊδούρι
που μαζί σου πάρει αφτί, το φρύδι με το μάτι
κι απ’ τα χείλια και τη μύτη κανένα κομμάτι.
Ύστερα καλά, όχι μόνο δε θα βλέπεις
όσο και να θέλεις να φιλέψεις
όπως πρώτα χήρες κακομοίρες και κυρά
κι όλο από πίσου θ’ ακούγονται λόγια πονηρά.
Να! Πώς ο κουτσός και ο στραβός το βράδυ
κάνουνε κακό… μεθύσι… στο σκοτάδι…
Πο κει και πέρα δε θα είσαι μόνο ένα κουλούτσι
αλλά κι ένα ίδιο με τ’ αποψινό, τ’ αποκριάτικο μπαούτσι…
Με τα τελευταία λόγια του Νικολού του αυτοσχεδιαστή
τον πλησιάζει γλήγορα ο Νικολυριτζής και του λέει στ’ αφτί:
- Σταμάτα, μη λες για τον αδερφό μου τέτοια άλλα
γιατί το γκρέθι ο Τρακανιάρης σ’ αυτόν πήγε τρεχάλα…
Σσσς, ν’ ακούσουμε τι θα του πει.
- Νουνέ! Νουνέ! Αυτουνού η φόρα πρέπει να κοπεί,
γιατί εσένανε μ’ αυτά που λέει καθόλου δεν παινεύει
φοβάμαι ότι άκουσε το Μητσομποντή και γι’ αυτό σε κοροϊδεύει.
Μου φαίνεται ρε νουνέ ότι σε βάζει
ξαργού με τα παραμύθια που στοιβάζει
να τσακωθείς με τη νουνά μου τη Μαρία
ενώ εσύ δεν κοίταξες ποτέ, χήρα γειτόνισσα καμία.
- Ευτυχώς Νικόλα που ο αδερφός μου δεν τον ακούει σοβαρά
γιατί αφού τόνε φραγκάστηκε, γελάει κι είναι όλα μια χαρά.
Αλλιώς… αν τον είχε κάνει να θυμώσει
κι όλους μας εδώ να μας πλακώσει
με το που θα σήκωνε την πουρναρίσσα του μαγκούρα
κατ’ ευθείαν θα σημάδευε τη δική μας την καμπούρα.
Κι αυτή η αντρική μισομερίδα ο Τράκας, τρελαίνεται
σαν το λύκο που στην αναμπουμπούλα χαίρεται.
Μόλις ο νουνός του άρχιζε τη φοβέρα
έτοιμος ήτανε να πετάξει καρέκλες στον αέρα,
γιατί όσο μπόι πο το κορμί του λείπει
άλλο τόσο χώνεται σ’ ούλων μας τη μύτη.
- Ω Νικολό, ρε λες ο νουνός του το μπουκάλι με το λάδι
που του ’βαλε στην κουλουμπήθρα, να το γέμισε νύχτα στο σκοτάδι
πο πιθάρι που δεν πρόσεξε αν ήταν απ’ αυτά που είχανε δικό του
παρά πήρε π’ αυτά που τα γεμίζει με το μερτικό του,
κι έτυχε να πιάσει πο το λάδι που του άφησε αναποδιάρης
πελάτης, που το πήρε για δικαίωμα αφού ’ναι λιοτριβιάρης;
Κάνε το μπέρδεψε μ’ αυτό που μαζεύει στην γκρόπα για σαπούνι
γι’ αυτό ο καβγατζής φιλιότσος του μας ξύνει κάθε τόσο το ρουθούνι;
Βλέπει ότι είναι σαν τη μύγα που το καλοκαίρι
κάνει να μην κρατιούνται με το σκοινί από ανθρώπου χέρι,
βόιδα, γαϊδούρια, άλογα, που όλα τα μανιάζει,
έτσι και μας σε κάθε γλέντι ούλους μας, μας ανταριάζει.
Τη μάνα του δεν την ακούει, μόνο τη θεια του.
Αυτή τον ημερεύει και του φέρνει τα πάνου – κάτου.
Να τη! Μυρίστηκε τι θέλει να κάνει και τόνε πλησιάζει…
- Κάτσε χάμου ρε ανήμερο θεριό…, άγρια του φωνάζει.
Θα σου κοπανήσου ρε στο κεφάλι τη μαγκούρα
και θα φέρνεις γύρω – γύρω σαν τη σβούρα,
για να μην κορδώνεσαι πως είσαι αντρειωμένος
με τις πλάτες του νουνού σου, όταν είναι αγριεμένος.
Εσύ άλλο που δε θέλεις, για να βλέπεις τσακωμό
να περνάς την πλάτη της καρέκλας σε κάνα λαιμό,
και να την τραβάς από το πόδι της μετά
με τα δυο σου χέρια, όσο μπορείς πιο δυνατά
όπως στο τσιλιπούρδικο γαϊδούρι το καπίστρι
ή την πετονιά, σαν να ’πιασες μεγάλο ψάρι στο αγκίστρι.
Άιντε!... Κάτσε κάτου αντρικό απολειφάδι
γιατί θα σε κάνου έτσι, που να βογγάς όλο σου το βράδυ.
Ναι ρε! Μη σε πιάσου πο τ’ ανάριο σου μουστάκι
που ’ναι ολόφτυστο μ’ αυτό που έχει το μικρό μου κατσουλάκι
και σου ξεριζώσου μία – μία τις πεντέξι που ’χεις τρίχες
που θα τις μασάς μετά σαν να είναι χιώτικες μαστίχες
άμα σου τις χώσου μες στο στόμα
γιατί φαίνεται πως σε ζάλισε το πιόμα.
Εγώ καλέ μου ανιψιέ ποτέ δεν ξέχασα,
ότι πήρες τη θέση του Αντώνη μου που έχασα,
και για να σοβαρευτούμε τώρα κομματάκι
δεν έγινα ποτέ για το χωριό το λάγιο προβατάκι.
Ήρθαμε ούλες δω, να γελάσουμε πείνα και φτώχεια
κι όχι να πιαστούμε σε καβγά, σαν τα πουλιά στα βρόχια.
Ήρθαμε μουτσούνες και με χωρατά ούλοι να γελάσουμε,
με τραγούδια και χορούς τις πίκρες μας για λίγο να ξεχάσουμε.
Γι’ αυτό άσε τ’ αδέρφια Νικόλα και Παναγιού
που πολλά τραγούδια ξέρουν να λένε του χορού
κι όταν τα όργανα κι αυτοί ποσταίνουνε
εμείς θα λέμε χωρατά αφού δε θα χορεύουνε,
να περάσει όπως ξεκίνησε όμορφα τούτη η Αποκριά
για να διώξει τα βάσανά μας, όσο γίνεται πιο μακριά,
κι όχι να φύγουμε πο δω αναμεταξύ μας χολιασμένοι
αφού με φίλους, γείτονες και συγγενείς θα ’μαστε τσακωμένοι.
Το χορό μας να σχολάσουμε μονιασμένα και αγαπημένα
ήσυχα για να κοιτιάσουμε κι όχι σαν αγρίμια πληγωμένα.
- Θείτσα μου, θειτσούλα μου, μην είσαι τόσο αγριεμένη
κι ούτε μια σταλιά πο μένα στενοχωρημένη,
για τ’ αστεία θα δοκίμαζα αν του Μητσομποντή
τ’ αγύριστο μυαλό, που τον κάνει κάθε τόσο να λιποταχτεί
μήπως η καρεκλιά στο ξερό του αυτό κεφάλι
που θα τόνε τράνταζε από την κορφή μέχρι τ’ αφάλι
μπορεί να βόηθαγε για να ξέχναγε πο δω και πέρα
γιορτή, καθημερνή, όποια κι αν είναι του θεού ημέρα
στα ξένα, κοντινά ή μακρινά χωριά να τρέχει
όταν σκάει ο τζίτζικας, χιονίζει ή και βρέχει
να τους βάλει σαν «ειδικός» όταν διαφωνούνε
που όσο κι αν μαλώνουνε, μοναχοί τους δε συμφωνούνε,
τις πέτρες στα χωράφια για συνόρια
αφού για πλερωμή παίρνει μόνο καναδυό κοκόρια.
Άλλοτε καναδυό χούφτες φασούλια και πεντέξι στάρι
κι αν δεν έχουνε, λίγο λαθούρι και κριθάρι.
Πάντα όμως ολόκληρη ή μισή κούτα τσιγαράκια
γι’ αυτό γυρίζει πίσου με μισοάδεια τα δυο του ταγαράκια.
Μπορεί με το τράνταγμα να ξέχναγε αυτό το χούι
κι ας λένε ότι πάλι θα κάνει γκούι – γκούι
το γρουνάκι άμα η μύτη του κοπεί,
γιατί οι τριγύρω του το έχουν χιλιοπεί,
Να μην παρατάει μέρες τα παιδιά του, που είναι ορφανά
και να κάνει μόνο δω γύρω, το δικολάβο και τον μπαστουνά.
- Εσένα ρε πεντετρίχη ανιψιέ, τι σε νοιάζει;
Εσύ ανακατεύεσαι μόνο και μόνο για να κάνεις χάζι.
Αφού ούτε πο τ’ αμπάρι σου τις χούφτες του γεμίζει
ούτε ο κόκοράς σου έπαψε να κακαρίζει.
Γιατί πετάγεσαι ρε συ, σαν… πορδοβούλωμα
και το μυαλό σου έχεις πάντα στον τσακωμό και το κουτούπωμα;
Ναι, όλο πετάγεσαι σαν να είσαι της κωλομπιστόλας τάπα
που τρέχει πιο μπροστά πο τη ριξά, του όπλου του Καράπα.
- Με νοιάζει γιατί το καλοκαίρι δε θα ’χουμε φιλέματα.
Ναι θεια, δε σου λέου καθόλου ψέματα…
Θύμωσε λέει γιατί δεν του ’κανε καθόλου το χατίρι
αφού δεν τον άκουγε και κοίταζε να πιει μόνο κάνα ποτήρι,
όταν συζητάγανε οι τρεις στο καφενείο
για να μη φτάσει η διαφορά τους στο Ειρηνοδικείο.
Έτσι είπε ο μπάρμπας της Όλγας μου από το Μπούζι
που απ’ αυτουνού έτρωγες φιλιάτικα και συ, ντομάτες και καρπούζι.
Τώρα δε θέλει ν’ ακούει τίποτα για το δικό μας το χωριό
αφού του ’ρχεται άμα το σκέφτεται, να κάνει φονικό.
Πιστεύει ότι τα συνόρια δεν τα έβαλε σωστά,
αλλά τα πήγε κει, που πο τον εχθρό του είχε ακουστά.
Λέει ο μπάρμπας ότι, δεν τα ήξερε τόσο καλά
κι ούτε που άκουσε τα δικά του παρακαλετά,
αφού ήταν από τόπο μακρινό,
παρά μόνο δέχτηκε του άλλου, τάμα παραπάνου πετεινό.
Και στον αγαπημένο της ανιψιό λέει σοβαρά
η θεια του η Σταμάτω που ’τρωγαν καμιά φορά
μαζί πο το φαί στο ίδιο πιάτο
κι ας μην ήτανε αυτό καλά γεμάτο.
- Ανιψιέ, εσύ είσαι για μένα όχι γκρέθι
αλλά μυλόπετρα, που όλες μου τις πίκρες τις αλέθει.
Μου θυμίζεις πολύ τη μέλισσα που κάνει μέλι
γιατί όταν δύνεσαι, μου φέρνεις πού και πού κάνα καρβέλι
έχεις όμως και φαρμακερό κεντρί
που μοιάζει λίγο με το λύκο όντες μπαίνει στο μαντρί.
Άσε το Μήτσο να βρίσκει λίγο φαΐ με τα διάφορα καμώματα
γιατί έχει να θρέψει τόσα πεινασμένα στόματα.
Εγώ δε θα ξεχάσου ότι βοήθησε του Καράπα τα ορφανά
τ’ ανίψια μου, που με λίγο στάρι που του δώσανε πήρανε ξανά
στου Κατακαλού, το μεγάλο τους χωράφι με τις πολλές ελιές
που το είχε πουλήσει ο πατριός τους, με χίλιες δύο πονηριές
όταν τα παιδιά ήταν μικρά κι ανήλικα.
Ο Μήτσος μπέρδεψε του αγοραστή το δικηγόρο, με τα δικολαβίστικα
και έκανε το γραμματισμένο, χασοδίκη
κι όλοι μας το δικολάβο εχτιμάμε, για αυτήν τη δίκη.
Κι αφού είπανε όλ’ αυτά
και καθίσανε γελαστοί κι αγκαλιαστά
χωρίς του κεφιού να γίνει σχολασμός
άρχισε πάλι ένας τρανός Καβοντορίτικος χορός.
Πολλοί μπήκανε στο «γαϊτανάκι», που άντεχαν και είχαν όρεξη
και δεν τους περίμενε την Καθαροδευτέρα αγώνας για την φτωχοπόρεψη.
Όλοι τους αν και ποσταμένοι, μες στην τρελή χαρά
από τα χαχανητά, το κρασί, τα χωρατά και τα λίγα σοβαρά.
Οι οργανοπαίχτες με τ’ αδερφάκια
Παναγιού και Νικολό που έλεγαν τα τραγουδάκια
«έδωσαν και πήραν», παίζοντας όποιο τους ζητάγανε τραγούδι.
«Βάρα Νίκο μου τη λύρα, για να καεί το πελεκούδι»
φώναζε η Ρήνα η Λυριτζέσσα
που χόρευε παρέα με τη συννυφάδα της την Κανατέσσα,
συρτούς, καλαματιανούς και αρβανίτικα
μπάλο και Καβοντορίτικα.
Έτσι πέρασε κι αυτό το απόγευμα με το γεμάτο του απόβραδο, μιας ακόμα μακαρουνούς κι αξέχαστης Αποκριάς του μεσοπολέμου. Με τις φωτιές, τον πολύστροφο και πολύκεφο χορό, που είχε απ’ όλα χάρη στο γυναικείο γαϊτανάκι και τα σκωπτικά πειράγματα που πετούσε αλλά και εισέπραττε η μεγάλη διδάχα του αποκριάτικου γλεντιού. Με όλη την επιτυχημένη της παρουσία στα δρώμενα η «αρχηγίνα» με αποκορύφωμα μεταμφίεσης τη «μουτσούνα» της, σφραγίστηκε ανεξίτηλα στη μνήμη όλων σαν η γραφικότερη και πληρέστερη Αποκριά του μεσοπολέμου και όχι μόνο. Μεγάλη η κοινωνική και πολιτισμική προσφορά της θεια - Σταμάτως. Με τις παραστάσεις της εκ του προχείρου στα εκάστοτε δρώμενα της μικρής κοινωνίας του χωριού σ’ αυτά τα δύσκολα χρόνια του μεσοπολέμου αλλά και του μεταπολέμου, με την τέχνη του καλλιτεχνικού ταγαριού, που η φήμη της καλής υφάντρας είχε ταξιδέψει και στην ευρύτερη περιοχή «της γούρνας μας», διασκέδασε τους συγχωριανούς, την πείνα, την φτώχεια, τη μιζέρια και τάισε τα ορφανά της.
Μετά ήρθε ο πόλεμος, που με το τέλος του πήρε μαζί του και το μικρότερο γιό της, το Βαγγέλη τον αντάρτη, που είχε το ψευδώνυμο «Αστήρ» και ήταν του ιερού λόχου. Υπήρξε κι αυτός ένα από τα πολυάριθμα τραγικά θύματα του χωρίς δίκες «καθαρμού», που είχε αναλάβει το παρακράτος, λίγο μετά τη φυγή του κατακτητή και για λογαριασμό του, αλλά και με αγριότερο τρόπο. Τους βαρυφόρτωνε και με εγκλήματα που ίσως δεν έγιναν ή δεν έκαναν και τους εκτελούσε απολόγιστα, αργά, βασανιστικά, μαρτυρικά κι απάνθρωπα. Ένας άλλος της γιος ο Αντώνης είχε πεθάνει πολύ πριν τον πόλεμο, εργάτης στα μεταλλεία του Λαυρίου, σε νεαρή ηλικία.
Όσο τα χρόνια περνούσαν, παρ’ όλο που είχε πολλά εγγόνια από τους δύο της γιους και τις τρεις νυφάδες, ένιωθε μόνη. Αποτραβηγμένη στην καμαρούλα της κολυμπούσε στο πέλαγος της μοναξιάς της, που ήταν μεγάλο και βαθύ. Είναι η «Μαύρη Θάλασσα» για πολλούς από τους μοναχικούς που πέφτουν στην αγκαλιά της και τους πνίγει. Κι αυτή πέφτοντας, περίμενε μέχρι την τελευταία της στιγμή ώρα την ώρα τη βάρκα του σωσμού της, που θα έφερνε ο διασώστης Δημοσθένης της. Μα αυτή, ποτέ δε φάνηκε. Είχε βουλιάξει, ποιος ξέρει πού και σε τι λασπόνερα. Το κενό που της άφησε με το φευγιό του ο άντρας της, δε γέμισε ποτέ. Η επιθυμία και η λαχτάρα της τώρα να τον ξαναδεί, όσο ο χρόνος βάραινε τους γέρικους και αδύναμους ώμους της, μεγάλωνε. Τον είχε πιο πολύ ανάγκη στα στερνά της, παρά τότε που την άφησε να παλεύει στη ζωή για να κρατήσει ζωντανά από την πείνα τα τέσσερα παιδιά της.
Δεν έβλεπε καλά, γι’ αυτό και σταμάτησε να δουλεύει πολύ, όχι μόνο τα βράδια αλλά και τη μέρα. Τάκα – τούκα, χτύπαγε λίγο με το ξυλότεχνο ποδαράκι το φάδι στις φούρκες για να φάνει το ταγάρι, σταματούσε, το κοίταζε, το ξανακοίταζε σαν να ’κανε για πρώτη φορά αυτή τη δουλειά, που της φάνταζε στα γερακίσια αλλά γέρικα πια μάτια της, άγνωστη. Σάμπως να μην ήξερε να προχωρήσει παραπέρα. Δύσκολα κι ανόρεχτα συνέχιζε, συλλογιζόμενη πάντα το γυρισμό του χαμένου, λησμονονεροποτισμένου της. «Όχι! Όχι! Δεν μπορεί κάπου θα τύχει να πιει νερό αλλιώτικο, νερό της μνημοσύνης, το φάρμακο για τη λησμονιά και θα μας θυμηθεί. Δεν μπορεί, αν ζει, να ξέχασε για πάντα γυναίκα και παιδιά, που τόσο αγαπούσε και που για χάρη τους ξενιτεύτηκε. Θα ’ρθει στιγμή που θα μας θυμηθεί, θα μας νοσταλγήσει και τότες θα γυρίσει», ίσως να σκεφτόταν η γερασμένη πια μάνα των παιδιών του.
Τ’ αδύναμα και γέρικα γεμάτα ρόζους χέρια της, αυτά που έκαναν τα περίτεχνα κι ολοκέντητα καλλιτεχνήματα, είχαν ξεχάσει τη λεπτή και δύσκολη αλλά όμορφη τέχνη τους. Τα εμπόδιζε και τα κούραζε η παρέα των φαντασμάτων και της σκληρής για τα γεράματα μοναξιάς. Αυτή της είχε κλέψει το ακράτητο και άκρατο χιούμορ και γέλιο. Κανένα μαντάτο σοβαρό, καλό ή κακό, αφότου έφυγε ο άντρας της, δεν έλαβε ποτέ. Κι αυτό θράσευε, όσο ο χρόνος περνούσε και βάραινε στους γέρικους ώμους της την ελπίδα, ότι όπου να ’ναι, θα ’ρθει. Τόσο σίγουρη ήταν, που τ’ απογεύματα νωρίς στολιζόταν κι έπαιρνε θέση πίσω πο το παράθυρο της φτωχικής καμαρούλας, ώστε ν’ ακούσει και να δει πρώτη αυτόν που θα ’ρχόταν, όπως πάντα πίστευε και περίμενε. Η φτωχική της καμαρούλα ανάμεσα στις άκρες των σπιτιών των δύο της παιδιών, είχε γίνει φυλάκιο μ’ αυτήν βιγλάτορα της «καλής ώρας». Οι μέρες περνούσαν όμως, προσμένοντας την αναγνώριση του ξενιτεμένου. Ο ήλιος της έβλεπε ότι πήγαινε να κρυφτεί. Τα βράδια της ακόμα και του καλοκαιριού, για κείνη ήταν κρύα… Την ελπίδα όμως δεν την έχανε. Λες και της το παράγγελνε με τα όνειρα που τον έβλεπε, ότι θα ’ρθει και το πίστευε.
Ένα βράδυ που ο αέρας σφύριζε πότε σαν μαθητευόμενος τσοπανάκος στο σκάρισμα και στάλισμα του κοπαδιού του, κι άλλοτε τραγουδιάρικα του θυμού και της εκδίκησης, που «τράβαγε τα ξέπιαστα κεραμίδια» πο τις στέγες και τρεμόπαιζε τα παλιά πορτόφυλλα, άκουσε βήματα. Νόμισε πως άνοιξε η ξαμπάρωτη πόρτα της και κάποιος μπήκε μέσα. «Δεν μπορεί, αυτός θα είναι», συλλογίστηκε. «Μόνο αυτός θ’ αψηφούσε τέτοια ώρα τη βροχή των κεραμιδιών και τον αχό του πολέμου με τις σκεπές και τις αυλές, που έχει ανοίξει το ανεμορούφι. Αυτός μόνο θα πάταγε τόσο γερά και με τα τριζάτα του αμερικάνικα σκαρπίνια, που το τρίξιμό τους ακούγεται πιο δυνατά κι απ’ του ανέμου την αντάρα κι αχολογεί σ’ ούλη τη γειτονιά, αυτός μόνο θα τα ’βαζε με τα στοιχειά της φύσης, για να ’ρθει να με βρει»… «Ήρθες;…», τόνε ρώτησε όπως ήταν ξαπλωμένη στο αχυρένιο της στρώμα, που ήταν πάνω σε τάβλες που τις σήκωναν δύο σιδερένια τρίποδα, ανήμπορη να πεταχτεί ανάλαφρα όρθια και να τον αγκαλιάσει σφιχτά, όπως κάνει η ανάλαφρη πεταλούδα στο παραμικρό ερέθισμα κι όπως το ονειρευόταν λίγο καιρό πριν.
- Ναι! Ήρθα!...
Ίδιος κι απαράλλαχτος, όπως έφυγε. Νέος, ωραίος κι αμερικάνος.
- Το ’ξερα πως θα έρθεις κι ότι δε μας ξέχασες…Γι’ αυτό και σε περίμενα, μέρα – νύχτα. Γιατί όμως άργησες καλέ μου; Τώρα που ήρθες μόνο τα μισά παιδιά μας θα βρεις. Τ’ άλλα μισά έφυγαν.. Κι έφυγαν παραπονεμένα που δε σε είδαν…
- Ναι, το ξέρω!... Δεν άργησα όμως, τώρα έπρεπε. Ήρθα να σε πάρου από δω, που είναι ο τόπος του μαρτυρίου σου. Ο τόπος της μιζέριας, της φτώχειας, του πόνου και της σταύρωσης. Θα σε πάου αλλού… Εκεί που έχει πάντα άνοιξη, που ούλοι είναι και μένουν νέοι, που δεν υπάρχει πόνος, που έχει λουλούδια και πουλιά, ξεκούραση, μουσική με τραγούδια, μουτσούνες και χορούς… Εκεί είναι και τ’ άλλα μας παιδιά…
Όσο τον κοίταζε, τόσο έβλεπε το πρόσωπό του να αλλάζει, να σκληραίνει, να γίνεται «μουτσούνα» σαν αυτήν τις Αποκριές, αλλά να κρατάει στα κοκαλιάρικα χέρια του μεγάλο κοφτερό δραπάνι. Κατάλαβε πως είχε κάνει λάθος αναγνώριση, πως ξεγελάστηκε. Γιατί αυτόνε που είχε μπροστά της τώρα, που τον κοίταζε καλύτερα όσο περνούσε η ώρα, δεν ήταν ο καλός της που τόσα χρόνια περίμενε. Δεν ήταν αυτός που θα γύριζε για να μείνει για πάντα μαζί της, ν’ ακούσει για τον αγώνα που έκανε με τίμια όπλα, αλλά ένας άλλος που του ’μοιαζε μόνο στην αρχή και που ήρθε για πάντα να την πάρει. Ήταν αυτός, που δεν ξεχνάει ποτέ και κανένα. Αυτός που έρχεται απρόσμενα και απροσκάλεστα πάντα στην ώρα τη δική του. Ήρθε, την πήρε κι έφυγαν… Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα. Ίσως κει που την πήγε, να βρήκε το χαμένο της, το Δημοσθένη και τα δυο της αδικοφευγάτα παιδιά να την προσμένουν. Ποιος ξέρει… Ίσως…