9 Ιουλ 2013

Βασιλός... ο Αϊ-Γιώργης






ΔΕΚΑΕΤΙΑ του είκοσι μέναν Οκτώβρη προς το τέλος του, τότε που το λιομάζεμα βρισκέτανε στις φούριες του και προκαλούσε νευρική κρίση στους νοικοκυραίους με τα πολλά στάματα. Γιατί δεν ήτανε μόνο το ξεπλάτισμα με την αρμόλυση των τεσσάρων άκρων του ραβδιστή και το μεσόκομμα της λιομαζεύτρας από τη συνεχή τους καταπόνηση, αλλά κι ο ερχομός του σποριά που απαιτούσε το σύντομο τέλος της ελιάς. Η θεια-Παναγιού η Μαστρομήτσαινα, γυναίκα του μαραγκού Μαστρομήτσου (Μήτσου Πηλιχού), είχε εν ζωή έξι παιδιά. Το μεγαλύτερο, η Σοφιά, παντρεμένη στο χωριό Λάτα. Τα δύο αμέσως επόμενα αγόρια, ο Κολιάρας με το Γιάννη μισεμένα στην Αυστραλία. Μετά ο Ποστολάρας με το Βασιλό με ηλικίες πριν από τα είκοσι, που βοηθούσανε τους γονείς τους στις διάφορες δουλειές, και τελευταία η μικρή Αννιώ, που είχε αναλάβει να βόσκει το κοπάδι. Η οικογένεια ήταν ιδιοκτήτρια αρκετά μεγάλης αλλά κατακερματισμένης γεωργοκτηνοτροφικής έκτασης, με πολλά μεγάλα λιόδεντρα και συνδιοκτήτρια του ενός εκ των δύο λιοτριβιών του χωριού. Όσο χρονικό διάστημα υπήρχανε πελάτες, το λιοτρίβι που έμενε ανοιχτό, απασχολούσε δύο άτομα και ένα άλογο. Τη μια μέρα ο ένας συνέταιρος με τάλογό του μυλωνάς ή αλογάρης, άλεθε το λιόκαρπο στου λιοτριβιού ταλώνι με τη ζεύξη του ζώου στις «πέτρες»1 του κι ο άλλος στο στίφτη, τσαντιλιάρης. Την άλλη μέρα ο καταμερισμός της εργασίας γινόταν αντίστροφα. Όποια μέρα ο Μαστρομήτσος (επαγγελματώνυμο το Μαστρομήτσος) ήτανε τσαντιλιάρης, η Μαστρομήτσαινα με τα παιδιά έπαιρναν και τα δύο άλογα στο λιομάζεμα. Στην πρωινή καβαλαρία τη θεια-Παναγιού αλογολάτισσα2 στου μεγάλου το σαμάρι, την κλούθαγε το μικρό με τους δύο της γιους. Το βράδυ στην επιστροφή φορτώνανε στο άλογο των παιδιών όσες ελιές είχανε μαζέψει, μαζί κι αυτές της προηγούμενης μέρας, που πήγαιναν μόνιπποι. Μπροστάρισσα πάλι η καβαλάρισσα αφέντρα και πίσω της το φόρτωμα με τους δύο πεζολάτες3. Ένα τους κτήμα με αρκετά ογκώδη και υπεραιωνόβια λιόδεντρα απείχε πάνω 'πό μια ώρα του χωριού. Ήτανε κοντά στο ερειπωμένο μοναστήρι «Μερνάγι», μέσα στην περιφέρεια του γειτονικού χωριού «Αγιώργη». Για εργασίες σε τέτοιες μακρινές ιδιοκτησίες έπρεπε οι ξωμάχοι να επιμηκύνουν το ωράριο εργασίας τους, για να ελαττώνουν τις μέρες απασχόλησης. Τα πηγαινέλα ήτανε κουραστικά μέσα 'πό τις ανώμαλες και στενές γιδόστρατες, που τις διάβαιναν στο γυρισμό πάντα κουρασμένοι και συνήθως πεζοί. Σαυτόνε το μικρό τους ελιώνα η θεια-Παναγιού πήγαινε με τα δυο της βλαστάρια για μερικές μέρες μέχρι να ρίξουνε και να μαζέψουνε τη σοδειά του, ξεκινώντας πολύ πρωί και γυρίζοντας αργά το βράδυ. Θα ήτανε η τελευταία ίσως μέρα γιαυτή τη χρονιά. Αν ζοριζούντανε αρκετά, θα τις ποσώνανε παραμονή του Αϊ-Δημήτρη. Διαφορετικά, για λίγη δουλειά, θα ταλαιπωρούντανε κι άλλη μέρα. Στην πρότασηδιάτα της αφέντρας μάνας να τελέψουνε, να μην ξανάρθουνε, ο μεγάλος γιος, ο Ποστολάρας, όχι μόνο δεν ήθελε να καθίσουν μέχρι αργά για να τις σώσουνε, αλλά να φύγουνε και πολύ πριν της κανονικής ώρας. «-Μάνα, ξέχασες ότι σήμερα είναι παραμονή του Αγίου Δημητρίου; Να φύγουμε μόλις περάσει το μεσημέριΝα πάμε σιγά σιγά γιατί τόσες μέρες έχουμε κουραστεί, δεν αντέχουμε άλλο. Να πλυθούμε, να πας εσύ στην εκκλησία, κι εμείς, αν έχει λύρα με νταούλι, να πάμε καμιά βόλτα. Μπορεί, αφού αύριο έχουμε πανηγύρι, να παίξουνε κι απόψε τα όργανα». Η μάνα, όμως, ανένδοτη. Έπρεπε να δειλινιάσει για τα καλά μήπως και τις ποσώνανε, για να σάλπιζε πάψη εργασίας. «-Ρε μάνα, αύριο γιορτάζει ο πατέραςΠρέπει να πάμε νωρίς για να φιάξεις και τις τηγανίτεςΝα φιάξεις και την αλισίβα 4 να λουστούμε», συμπλήρωνε κι ο μικρός, καθυποβολήν κρυφά του μεγάλου.
  • Τι λέτε ρε κακορίζικα;'Πό το πρωί θα φύγουμε;Δουλεύτε γλήγορα κι αφήστε τις μουρμούρεςΝα τις τελειώσουμε να μην ξανάρθουμε. Δε λυπάστε, ρε, τα ποδάρια σας; Βαράτε και μη μιλάτε γιατί χάνουμε καιρό
  • Έχουμε κουραστεί!... Δεν μπορούμε άλλο!..
  • Αύριο θα ξεκουραστείτε, που δε δουλεύουμε. Κάντε υπομονήΕσύ, ρε μεγάλε, ρε αναποδιάρη, «βγάλτο στο λαιμό»5 και σκάσε!... Μη μουρμουρίζεις γιατί παρασέρνεις και το Βασιλό!... Θέλεις να πας να στολιστείς και να γαμπρίσεις πανάθεμα τη μάνα που σε γέννησε!... Τώρα τελευταία δεν παλουκώνεσαι στο σπίτι ή στο λιοτρίβι κοντά στον πατέρα σου, αλλά γυρίζεις τις γειτονιές σαν γεναργιάτκος γάτος!...
Τα παιδιά πάνω στην ελιά ραβδίζανε, σιγομιλάγανε και χάχαχαΚάθε λίγο, μόλις αποφορτιζέτανε η ατμόσφαιρα κι ακουγούντανε μόνο το πάπαπούπα που κάνανε οι ραβδιστήρες με το κοπάνημα στα φορτωμένα φουντόκλαρα και το τάκατάκα του καρπού που έπεφτε στη γης, ο αναποδιάρης και σκανταλιάρης υπονόμευε την ηρεμία.
  • Βασίλη, να τα πούμε στον πατέρα το βράδυ. Τούτη θα μας ξεπατώσειΘα χάσει και τις νυφάδες, έτσι που πάει!...
  • Αϊ στο διάλο διαολόπαιδο, που κακό χρόνο ναχειςμουβγαλες την ψυχή!... Τι σέχει πιάσει σήμερα και μου ψήνεις το ψάρι στα χείλια;Θα τις ρίξουμε, θα τις μαζέψουμε και θα φύγουμεΈνα κι ένα κάνουνε δύο!...
  • Γιατί, μωρή μάνα, έχου άδικο; Πότε θα προλάβεις να κάνεις όλες τις ετοιμασίες για αύριο;
  • Ποιες ετοιμασίες ρε γλωσσά; Ταχου ούλα έτοιμα! Η αλισίβα είναι έτοιμη, μέσα στον τέντζερη 'πό τη μέρα που έπλυνα τα ρούχα. Τον άρτο με τη βλογιά6 τακανα χτες που έβρεχε και δεν ήρθαμε δω. Τις τηγανίτες θα τις κάνου αύριο, να τις φάτε ζεστές. Το μπουκάλι που θα πάου στην εκκλησία, το 'χου με το λάδι έτοιμο.
  • Εμείς τις τηγανίτες τις τρώμε πιο καλά κρύες. Έτσι δεν είναι, Βασίλη;
  • Ναι! Είναι πιο μαλακές και έχουνε ρουφήξει πιο πολύ μέλι. Δε μας καίνε και τη γλώσσα, συμπλήρωσε ο μικρός.
« - Εεε, που να σας καθίσουνε στο λαιμό ασόιστα7!... Βαλθήκατε να με σκάσετε, που να σκάσετε κακορίζικααναθεματισμένασημαδιακά!», κι αφού η λογομαχία είχε σχολάσει γιαρκετή ώρα κι η δουλειά προχωρούσε με τους ρυθμούς που ήθελε η κύρισσα, ξαφνικά ο αναποδιάρης φρονίμεψε κι ήρθε στα λόγια της μάνας. Αυτή, ακούγοντας τα φρόνιμά του λόγια, χάρηκε και σταυροκοπήθηκε, που η Παναγιά τον φώτισε και λογικεύτηκε. «-Εντάξει ρε μάνα, έχεις δίκιο. Θα γίνει όπως θέλεις εσύ. Συμφωνούμε κι εμείς. Απλά σε πειράζουμε λίγο για να περνάει η ώρα και να ξεχνάμε την κούραση. Δε θέλουμε, όμως, να πάμε αργά να μας δει ο κόσμος που κλουθάει το γύρο της εικόνας στο χωριό, να ξεφορτώνουμε τάλογα ή να πλενούμαστε στην αυλή. Για σένα νοιαζούμαστε που θα σε κοιτάζουνε, θρήσκια γυναίκα που είσαι, και θα σε συζητάνε. Δε θα σε θέλουν και τα κορίτσα για πεθεράκαι χαχαχά!», πάλι τα παιδιά βάλανε τα γέλια.
  • Καλύτερα ρε σεις, γιατί δεν είστε ακόμα της παντρειάς. Άμα έρθει κείνη η ώρα, θα σας βρου γω καλές νυφάδες κι όχι να πάτε εσείς να πάρετε 'παυτές τις κουνίστρες, που κουνάνε πέρα-δώθε την ουρά τους σαν τις σκύλες
  • Ό,τι πεις μανούλα μαςΣου έχουμε εμπιστοσύνηΔε θα σου χαλάσουμε χατίριΈτσι δεν είναι, Βασιλό;
  • Έτσι και παρα-έτσι Ποστολάρα. Ό,τι πει η μάνα κι ο πατέρας θα κάνουμεΑκόμα κι αν μας πούνε «βάλτε τα χέρια στη φωτιά», εμείς θα τα βάλουμε αδιαμαρτύρητα
  • Άκου όμως τώρα, μανούλα, τι σκεφτήκαμε με το Βασιλό. Να πας τώρα κάτου στην εκκλησία νανάψεις τα καντήλια. Είναι νωρίς και είσαι ξεκούραστη. Μπορείς εύκολα και γρήγορα να περπατάς. Ενώ το απόγευμα θα είσαι κουρασμένη και θα δυσκολεύεσαι. Αν πας τώρα, μόλις μαζέψουμε τις ελιές, ό,τι ώρα κι αν είναι, θα φορτώσουμε και θα φύγουμε αμέσως. Δε θα καθυστερήσουμε να σε περιμένουμε να γυρίσεις σιγά σιγάΚατάλαβες;
Η μάνα, που με χαρά είχε ακούσει τη φρονιμάδα των παιδιών της, σταμάτησε το μάζεμα, πήρε την αγκούλα της και ξεκίνησε σιγά σιγά να πάει για το καντηλάναμμα και να προσευχηθεί στο εκκλησάκι, η μέρα που ήτανε αύριο. Μισοκομμένη 'πό το σκύψιμο στο συνεχές λιομάζεμα, αλλά κι από παλιά πάθηση της μέσης, υπόφερε λίγο όταν περπατούσε. Η απόσταση που χώριζε το χωράφι και τον ιερό τόπο, μικρή. Η κίνησή της γινέτανε πάντα αργά και προσεκτικά. Σαν έφτασε στην εκκλησία, άνοιξε το πορτί της και μπήκε μέσα. Όπως όλες σχεδόν οι παλιές εκκλησίες, έτσι κι αυτή είχε μικρή πόρτα, μικρό και χαμηλό παραθύρι, δάπεδο πλακόστρωτο και κάτω από τη γύρω επιφάνεια του αύλειου χώρου. Ο επισκέπτης το πατούσε κατεβαίνοντας ένα-δύο σκαλάκια. Αυτό συνέβαινε όχι μόνο για λόγους υποβολής και κατάνυξης του προσκυνητή, αλλά και πρακτικούς: να μην μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι ιεροί αυτοί χώροι σαν στάβλοι σε περάσματα και διανυκτερεύσεις Τούρκων ιππέων στην Τουρκοκρατία. Τούτος ο χώρος, αφού ήτανε και το καθολικό του μικρού αντρικού μοναστηριού, είχε τοίχους αγιογραφημένους μέχρι το δάπεδο. Οι τοιχογραφίες μισοαποκονιασμένες, ξεθωριασμένες και μισοσβησμένες από το βάρος του χρόνου, τις αντίξοες καιρικές συνθήκες, τη μοναξιά ένεκα της τέλειας λειψανδρίας προεπαναστατικά, την ανέχεια και τη βέβηλη ίσως λαθροτουρκοχειρία κατά τον αφανισμό του κοινόβιου μικρού συγκροτήματος, ακόμα προκαλούσανε δέος στον επισκέπτη. Η βυζαντινή τους τεχνοτροπία με τις αυστηρές εκφράσεις των εξαϋλωμένων ασκητικών μορφών που απεικόνιζαν, όπου δεν είχε συντελεστεί πολύ μεγάλη αυτοαποκονίαση που συμπλήρωνε την απιστοχειρία, συνέχιζε ναγιοθέλγει το θεοσεβούμενο, να δυναμώνει και να στηρίζει την πίστη του κλονισμένου. Δεν έπαυε όμως να δείχνει αυστηρότητα στον αμαρτωλό, τον εξωμότη και τον αντίχριστο, προτρέποντας και προκαλώντας τους σε μετάνοια κι επιστροφή σαν αυτή του άσωτου γιου.
Η θεια-Παναγιού έκλεισε το πορτάκι και κατέβηκε τα σκαλιά. Μόλις τα μάτια της αντίκρισαν τα τοιχογραφικά αγιοκατάλοιπα του κατανυκτικού χώρου, πλημμύρισε θεοσέβεια και υπό το κράτος της περιρρέουσας αγιοτρομάρας που φλέβιζε από τη συνολική εικόνα του εσωτερικού, άρχισε το σταυροκόπημα. Κρέμασε στο ζερβοαντιβράγχιο την αγκούλα, πήρε το μπουκάλι με το λάδι που είχε φέρει εκεί την πρώτη μέρα που ήρθανε στο κτήμα, γέμισε κι άναψε με την πρέπουσα ευλάβεια τα λιγοστά καντήλια που υπήρχανε. Μετά άρχισε τις μετάνοιες, τις προσευχές και τις παρακλήσεις προς το Θεό και τους πρεσβευτές του Αγίους με ασταμάτητο σταυροκόπημα:
« - Θεέ μου, Χριστέ μου, Παναγία μου,Άγιε μου Γιώργη και σεις όλοι οι άλλοι άγιοι να μας έχετε ούλους καλάΝα φυλάτε τα ξενιτεμένα μου παιδιά κει μακριά που βρίσκουνται στην ΑυστραλίαΒοηθήστε τα, Άγιοί μου, να προκόψουνε και να γίνουνε πλούσιαΠαναγία μου, εσύ, σαν μάνα που είσαι πονεμένη και με καταλαβαίνεις καλύτερα, βάλε το χεράκι σου να μυαλωθεί, να στρώσει αυτό το ζαβό, το σημαδιακό, το αναποδιάρικο και βλάστημοπου τόσο με τυραννάει και θα μου χαλάσει και το μικρό μου ΒασιλόΚαι γω αχάριστη δε θα είμαιόντες έρχουμαι, θα φέρνου οκάδες λάδι και θα ανάβου τα καντήλιαΔοξασμένο να είναι το όνομά σας, άγιοί μου κει ψηλά που είστε και
 
 
  κυβερνάτε τον κόσμοΒοηθήστε να έχει ο κόσμος ελιές, ναρχουνται να τις βγάζουνε στο λιοτρίβι μας και γω θα πηγαίνου τακτικά λάδι στην εκκλησία του χωριού». Αυτά και πολλά άλλα αφού είπε στις παρακλήσεις και προσευχές της χωρίς να διακόψει καθόλου το σταυροκόπημα, ξεκρεμάει την αγκούλα 'πό τα ζερβά της με το ελεύθερο πια δεξί χέρι και οπισθοδρομεί.
Πριν από τα σκαλάκια κάνει στροφή προς το πορτί κι ετοιμάζεται για την έξοδο. Δεν πρόφτασε, όμως, να θυρανοίξει. Έμεινε με το χέρι στην πετούγια, γιατί μια άγια φωνή τη 'στροπελέκησε. Έγινε «στήλη άλατος», μαρμάρωσε. Ήτανε τόσο μεγάλος ο τρόμος στην αρχή από την ξαφνική επιβλητική θεία φωνή και η έκπληξη που ένιωσε αμέσως μετά να τη διαπερνάει ολόσωμα, άμετρη και πρωτόγνωρη. Της είχανε στιγμιαία βυζάξει «το είναι της» και την είχανε αφήσει σαν ένα καψαλιασμένο δεντρί, που το δοκίμασε, έστω και ξέσκουρα, η φάουσα φλόγα της φωτιάς, που ενώνει γης και ουρανό. Δεν είναι μικρό πράγμα το θείο, ταψήλου8 που είναι νακούει, να βλέπει και νανταποδίδει άμεσα. Αυτό συμβαίνει συχνά; Όχι! Πάρα πολύπολύ σπάνια και μόνο σε εκλεκτούς, πολύ ευσεβείς καιάγιους ανθρώπους ίσως συμβεί.
  • Καλή μου γερόντισσα, ακούσαμε όσα μας είπεςΘα φροντίσουμε γιαυτά που μας ζήτησεςαν και συ ακούσεις και κάνεις αυτά που θα σου πούμε
Η μαρμαρωμένη θεια-Παναγιού, που σαν άγαλμα αρχαίου μαρμαρογλύπτη στεκέτανε ακόμη, βρήκε το κουράγιο να ρωτήσει με φοβισμένη, τρεμουλιαστή και μισοσβησμένη φωνή από το αναπάντεχο συναπάντημα:
  • Ποιος είσαι; Τι θέλεις να μου πεις;
  • Είμαι ο Άγιος Γιώργης! Επειδή είσαι καλή, πολύ θεοσεβούμενη και αγιοσεβούμενη, πας λάδι στην εκκλησία και μας ανάβεις τα καντήλια τακτικά, σε αγαπάμε και σε προστατεύουμε εσένα και την οικογένειά σου. Πρέπει, όμως, και συ να κάνεις κατιτίς παραπάνου
  • Ό,τι μου πεις, Άγιε μου Γιώργη, θα το κάνου
  • Να σταματήσεις να βρίζεις και να μαλώνεις τα παιδιά με το παραμικρό. Να μην τα φοβερίζεις ότι θα τους κάνεις γκράτζα9 το κεφάλι με τη στροβοράδα10 και νακούς όταν έχουνε να σου πούνε κάτι καμιά φορά. Παιδιά είναι, μην τα ξεσυνερίζεσαιΟ μεγάλος, που είναι λίγο ζωηρός, θα στρώσει με τον καιρό. Συγχώρα τα άμα κάνουνε καμιά ζαβολιά και πούνε και καμιά άπρεπη κουβέντα. Αυτά κοιτάζουνε να σε πειράξουνε, να θυμώσεις, ναρχίσεις να τα μαλώνεις και να τα βρίζεις, για ναχουνε μετά να γελάνε. Εσύ δεν πρέπει να πειράζεσαιΝα γελάςκαι να λες λίγα λόγια παντού! Τώρα μόλις πας πάνου, να τα κατεβάσεις γρήγορα 'πό κείνη τη μεγάλη ελιά που ρίχνουνε και αμέσως να φορτώσετε όσες έχετε μαζέψει και να φύγετε. Ας είναι ακόμα μεσημέριΓιατί φέρνει γύρω 'πό δω ο διάολος. Δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε. Έχει κι αυτός μεγάλη δύναμη. Μπορεί να σηκώσει «αστρικό - δαιμονικό»11 και να σ' τα ρίξει κάτου 'πό την ψηλή ελιά, να σκοτωθούνε τα κακόμοιραΘαγριέψουνε 'πό το φόβο, τη φασαρία και τάλογα. Θα σας λακίσουνε και θα πάτε με τα πόδια στο χωριό. Άντε τώρα, καλή μου γερόντισσα, κάνε όπως είπαμε.
  • Ναιαι άαγιε μου Γιωώργη, όο,τι είπες θα κάανου…

Ξεκόλλησε τα παλουκωμένα ποδάρια της η αγιοφίλητη και αγιομίλητη θεια-Παναγιού, έδωσε ζωή και κίνηση στο μαρμαρωμένο άγαλμα του κορμιού της κι άνοιξε το πορτάκι. Δε γύρισε ούτε καν το κεφάλι της πίσου, να δει από ποιο ακριβώς σημείο της μίλαγε ο άγιος. Έκλεισε μέσα τον άγιο και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ο τρόμος, η ανατριχίλα, το δέος και η χαρά από την επιλεκτική, την ξαφνική και μοναδική αγιοεμφάνιση σαυτήν γιάνανε και δυναμώσανε το αρμόκομμα12 των ποδιών της. Χωρίς να αισθανθεί όπως άλλη φορά κούραση κι ανημπόρια, φορτωμένη αγιοσύνη σαν να είχε βγει από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, γύρισε με άνεση κι αναβαπτισμένη. Το θαύμα που είχε προηγηθεί, την είχε μεταμορφώσει από αυστηρή και σκληρόλογη σε μελιστάλαχτη μάνα των παιδιών της. Ήτανε συνεπαρμένη έχοντας την αίσθηση ότι ακτινοβολούσε λίγη αγιοσύνη, αφού ο Θεός και η άγια ακολουθία την ξεχωρίσανε, μιλήσανε μαζί της, τη συμβουλεύσανε να γίνει ακόμα καλύτερη και την προστατεύσανε από τη δαιμονοκακία. Ίσως να πέρασε κι από το μυαλό της ότι από δω και πέρα, αφού άνοιξε κουβέντα με τα θεία, θα γίνει γέφυρα επικοινωνίας μεταξύ ουρανού και γης. Ότι έγινε πλέον εντολοδόχος, πρεσβευτής και μοναδικός θειοσυνομιλιτής.
Τέτοια συλλογέτανε, όταν έφτασε ασθμαίνοντας στο χώρο της δουλειάς. Τα παιδιά πάνου στη γεροελιά βαράγανε αλύπητα και με μανία τα φορτωμένα λιόκλαρα με τις ραβδιστήρες τους. Μόλις πάτησε το πόδι της «σταλώνι» με τις πεσμένες κάτου ελιές, πριν προλάβει νανασάνει και να μιλήσει, την προκάνανε:
  • Άντε ρε μάνα πολύ άργησεςΧελώνα να ήσανε, πιο γρήγορα θα είχες γυρίσειΤώρα βάλε τα δυνατά σου 'π΄΄ο κάτου, συ να μαζεύεις τάκατάκα και μεις από πάνου βαράμε δυνατά σαν στραβοί, να τις ρίξουμε, να κατεβούμε να σε βοηθήσουμε στο μάζεμα. Είχες δίκιο μάνα που μας μάλωνες γιατί θέλαμε νωρίς να φύγουμεΚάνε κουράγιο να τις τελέψουμε, να ησυχάσουμε, να μην ξανάρθουμε δω στα καλογερικά
Όμως η μάνα αντέκρουσε. Είχε σβήσει για καλά με υγρό σφουγγάρι όσα είχανε προηγηθεί του εκκλησιασμού. Η ίδια, αναβαπτισμένη, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών. Τα σκληρά λόγια της τάλλαξε με μελένια.
  • Όχι, όχι παιδάτσα μου. Κατεβείτε αγλήγορα κάτου, να φύγουμε. Είχατε δίκιο καμάρια μου, που λέγατε να πάμε νωρίςνωρίς στο χωριό, να λουστούμε, ναλλάξουμε, να πάμε σαν όλους στη λιτανεία της εικόναςΝα πάτε και σεις στα νταούλια, άμα βαρήσουνε. Να βγείτε και σεις να δείτε και κανένα κορίτσιΚι άμα πιάσουνε χορό, να μπείτε μέσα και να το σηκώσετε για χορό 
    « - Όχι ρε μάνα, τι έπαθες; Κάτσε σταβγά σου. Τώρα που μας ήρθε η όρεξη, να τις τελειώσουμε», τέτοια λόγια έλεγε ο μεγάλος, ενώ ο μικρός άκουγε και σώπαινε. 
    Μα η μάνα, με τη μεταστροφή της από την άγια επέμβαση, είχε πάρει την απόφασή της αμετάκλητα. Συμφωνούσε με την πρώτη επιθυμία των παιδιών της και θα εκτελούσε οπωσδήποτε και πιστά τη σωτήρια διάτα του Αϊ-Γιώργη. Δεν ήτανε μόνο το πέσιμο των τέκνων της 'πό την ελιά, αλλά και το φτάρωμα με το φευγιό των αλόγων, αν η επιθυμία του διαόλου γινέτανε πράξη. Πώς θα γύριζε με τα πόδια περπατώντας τόσο δρόμο στο χωριό; Έπρεπε «με το δίχως άλλο» να τα κατεβάσει αμέσως από την ελιά.
  • Κατεβείτε καλά μου παιδιά, που την ευχή μου να έχετε βλαστάρια μου κι από τα είκοσί μου νυχάκιαΚατεβείτε σιγά σιγά και προσεκτικά, μην πέσετεαγγελούδια μου
« - Μα τι σέπιασε μάνα κι άλλαξες γνώμη; θα παρατήσουμε τόσες ελιές; Είναι κανα ξάι13 πάνου και καναδυό κάτου πεσμένες», της είπε σοβαρά  σοβαρά ο μικρός.
  • Δεν πειράζει γλυκό μου αγόρι, μόνε κατεβείτε σας παρακαλάου πελιστεράκια μου, ψυχούλες μου. Μπορεί να ξανάρθουμε άλλη μέρα. Αλλά και να τις παρατήσουμε, δεν πειράζει. Λάδι έχουμε μπόλικο. Θα πάρουμε κι άλλο 'πό το μερτικό του λιοτριβιού. Τα πιθάρια είναι κρούμπουλα14. Ας φάνε και λίγες ελιές και τα πετεινά τουρανούΠλάσματα του ίδιου Θεού είναι κι αυτά. Θυμήθηκα ότι 'πόψε βαράει νωρίς η καμπάνα. Γιατί πρέπει να γίνει και ο γύρος της εικόνας του Άγιου Δημήτρη. Κι όταν περάσει 'πό το σπίτι μας, όπως μου λέγατε, να μη μας βρούνε να πλενούμαστε στην αυλή.
Με αυτά και με άλλα παρακαλετά κατάφερε να κατεβάσει σώους και αβλαβείς τους ραβδιστές γρήγορα επί της ιερής γης. Φορτώσανε τις μαζεμένες από λίγες σε κάθε άτι, καλλικέψανε15 και φύγανε βιαστικά. Μπροστάρης πάντα ο γερο-Κίτσος, το άλογο της μάνας, και πίσω το μικρό με τα παιδιά. Κάθε τόσο η αγιομίλητη γύριζε το κεφάλι προς τα πίσω κι αγνάντευε προς την παλαίστρα του καλού και του κακού, μήπως είχε αρχίσει το έργο του ο σατανάς. «Δεν μπορεί, κάτι θα γίνει, αφού ο άγιος με προειδοποίησε». Ίσως περίμενε να δει κανένα πελώριο δέντρο ξεριζωμένο να πετάει σαν την καλαμιά, όταν τη σηκώσει ο «αστρικός» και τη μεταφέρει μακριά 'πό κει που ήτανε φυτρωμένη. «Καλά και προλάβαμε και φύγαμε. Γιατί αυτός ο καταραμένος έχει μεγάλη δύναμη και πονηριά». Τέτοιες, ίσως, σκέψεις έγνεθε με το μυαλό της κι όλο ντε και ντε στον Κίτσο της για να γοργώνει όσο πιο πολύ μπορούσε το βηματισμό του. Όμως δεν μπορούσε να κρατήσει άλλο το μυστικό που τη βάραινε τόση ώρα. Λέγοντάς το στα παιδιά, θα ξαλάφρωνε αυτή ίσως και λίγο το βάρος του Κίτσου της. Έτσι, σαν είχανε αρκετά αλαργέψει από τον ιερό και δαιμονικό τόπο, όταν βρισκούντανε πάνου στη ράχη του Κόστι και κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα, νιώθοντας πλέον ασφάλεια και σιγουριά ότι ό,τι κι αν γινέτανε στην πάλη του καλού και του κακού δε θα τους άγγιζε, αρχίζει να εκμυστηρεύεται τα της αγιοσυνάντησης. Τα παιδιά άκουγαν χωρίς να μιλάνε τα της αφήγησης και με τον πρέποντα σεβασμό. Αφού τελείωσε την αφήγησή της η μάνα και με την πρέπουσα ευσέβεια, τα αλάλητα τέκνα γίνανε λαλητά. Είχανε σωρό αποριών, που έπρεπε ναπαντηθούν γύρω 'πό το αγιοσυμβάν. Πρώτος άρχισε ο μικρός:
  • Τι λες ρε μάνα; Γιαυτό ήθελες να τα παρατήσουμε και να φύγουμε αμέσως;
  • Μη; Για ποιον άλλο λόγο λέτε;
  • Ώστε άκουσες τον Άγιο να σου μιλάει;
  • Μόνο τον άκουσα παιδιά μου; Τον είδα κιόλας!
  • Τον είδες;
  • Μη; Τι λέτε; Δεν τον είδα; Μιλάγαμε, όπως μιλάμε εμείς τώρα
  • Και πώς ήτανε;
  • Καβαλάρης ήτανε! Ναι! Καβάλα στ’ άλογό του! Όπως ακούτε! Που δοξασμένο να είναι παντοτινά το όνομά του!
Και δώστου σταυροκόπημα και υπόκλιση του όρθιου πανωκορμιού της από το σαμάρι που βρισκέτανε καθισμένη, σαν να στεκέτανε μπροστά στο τέμπλο της μικρής εκκλησίας.
  • Και μιλάγατε αυτός καβαλαρία και συ κάτου πεζή; Και ήτανε ζουντανός;
  • Ναι! Όπως τακούτε! Ολοζούντανος! Όμορφος και νέος!
  • Καλά, ρε μάνα, όλα αυτά που μας λες. Αλλά πώς μπήκε μέσα; Από πού μπήκε καβάλα στάλογό του; Μήπως είχε κανένα μικρούλι Σκυριανό16, που χώραγε να περάσει το χαμηλό πορτί και να κατεβεί τα δυο σκαλάκια;
  • Άκου Βασίλη, παιδί μου γλυκό. Οι Άγιοι κάνουνε ό,τι θέλουνε. Όλα τα μπορούνε. Δεν είναι σαν εμάς. Μπαίνουνε στις εκκλησίες, στα σπίτια, παντού. Χωρίς να τους βλέπουμε και να τους ακούμε. Μόνο τους καταλαβαίνουμε, άμα οι ίδιοι θέλουνε. Δεν τονε είδα που έμπαινε. Τονε είδα που στεκέτανε απέναντί μου καβάλα σε άλογο νέο, όπως το δικό σας, ολόιδιο! Νέο ωραίο και στεκέτανε καμαρωτό καμαρωτό!
  • Μα το δικό μας, ρε μάνα, είναι κόκκινο. Ο Άγιος μου φαίνεται είχε άσπρο.
Τότε ο μεγάλος πριν απαντήσει η αγιοθωρούσα17, του λύνει την απορία:
  • Ρε χαζέ, όλα τα χρόνια με το ίδιο άλογο θα είναι; Γέρασε ή ψόφησε το άσπρο, δεν έβρισκε ίδιο, πήρε κοκκινότριχο σαν το δικό μας.
  • Ναι Βασίλη μου. Έτσι που τα λέει ο Ποστόλης μας είναι. Αλλά είναι αμαρτία να μη με πιστεύεις και να λες πώς ο Άγιος έκανε τούτο ή κείνο. Οι Άγιοι όλα μπορούνε και τα κάνουνε και είναι βλαστήμια να μην πιστεύουμε στη δύναμή τους.
Τα παιδιά όλο και ρωτάγανε, πότε το ένα και πότε τάλλο. Η μάνα σαν να είχε δεχτεί θεία επιφοίτηση, πάντα ετοιμόλογη, ευσεβέστατη και μελιστάλαχτη, τους απαντούσε.
  • Πώς ήτανε η φορεσιά του; Είχε κοντάρι ο Άγιος; Είχε και το δράκο καρφωμένο;
  • Η φορεσιά του έλαμπε! Με χρυσά κουμπιά και σιρίτιαΉτανε μεγαλόπρεπη, βασιλικιά! Με το ένα χέρι κρατούσε το χαλινάρι και με το άλλο το κοντάρι με το δράκο καρφωμένο καταγής. Γιαυτό τονε λένε και δρακοχτόνο! Γιατί είχε καρφώσει αυτό το άγριο και μοβόρο θεριό!
Τα παιδιά σαν βρίσκανε ευκαιρία, μακριά 'πό τα μάτια και ταυτιά της θεοσεβούμενης κι αγιοστροπελεκισμένης μάνας τους, κρυφογελάγανε πονηρά. Αλλά κουβέντα άπρεπη που θα κλόνιζε την πίστη, θα σκόρπιζε τη σιγουριά και θα γεννούσε υποψίες για το αγιοακουόραμα της συνάντησης, καμία. Όταν πια είχανε περάσει το μεσοστράτι και είχανε κοντοζυγώσει στο χωριό, αλαργεμένα λίγο από την μπροστάρισσα, σχολιάζανε και γελάγανε δυνατά:
  • Είδες που σ' τολεγα Βασίλη, ότι θα πετύχει το σχέδιό μου και θα την καταφέρουμε μόνο με πονηριά να φύγουμε νωρίς, φτάνει να το εφαρμόσεις κατά γράμμα; Κι ούτε θα μας ξαναπάει φέτος κει. Φοβήθηκε και φοβάται το σατανά.
  • Ναι, αλλά άμα το μάθει ότι την κοροϊδέψαμε, δε θα μας αφήσει ναχουμε γερά κεφάλια. Θα μας τα σπάσει με τη στροβοράδα και θα μας τα κάνει γκράτζες, να πίνουνε οι κότες νερό.
  • Και ποιος, ρε χαζέ, θα της το πει; Πώς θα το μάθει; Εμείς ούτε είδαμε, ούτε ακούσαμε, ούτε και θα μιλήσουμε πουθενά. Δε σου είπα να της πεις να μην πει πουθενά ότι μίλησε με Άγιο; Δεν το είπες;
  • Της είπα να μην πει πολλά λόγια.
Τα βλαστάρια, βέβαια, της αγιομίλητης όλα τα ξέρανε. Το μεγάλο συνέλαβε, δασκάλεψε και σκηνοθέτησε την αγιοεμφάνιση, ενώ το μικρό εκτέλεσε κι έπαιξε σωστά σαν έμπειρος ηθοποιός επί σκηνής τον Αγιοβασιλό πειστικότατα κι αόρατα. Το αγιόραμα στηριζέτανε αποκλειστικά στο να πάει νωρίς πολύ η οραματίστρια στην εκκλησία. Αφού ξεπεράστηκε αυτή η δυσκολία, τα άλλα ήτανε εύκολη υπόθεση. Μόλις ξεκίνησε η μάνα, ο μικρός γιος, λιπόσαρκος, ταχύπους και σβέλτος όπως ήτανε στα δεκαέξι με δεκαεφτά του, τοσκασε κι αυτός σαν λαγός από την άλλη πολύ κοντινή αλλά δύσκολη για μεγάλους διαδρομή. Μέσα από θάμνους δίπλα και κατά μήκος μιας μεγάλης αραδιάς, που του πρόσφερε κάλυψη, σκυφτός όπου χρειαζέτανε άκρη άκρη κρυφά κι απόκρυφα με σάλτα, πρόφτασε και μπήκε αόρατος πρώτος στο εκκλησάκι. Χώθηκε στο μισοερειπωμένο καθολικό του μοναστηριού από το μικρό και χαμηλό παραθύρι με τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα. Πήγε και λάγασε στο ιερό, πίσω από παλιό μικρό τραπεζάκι δίπλα από την εντοιχισμένη Αγία Τράπεζα μέσα σε μικρή εσοχή καμάρας κωλοκαθιστά, σαν την κλώσα που κλωσάει αβγά. Το ιερό του ναού, άβατος χώρος για τις θεοσεβούμενες, του πρόσφερε κάλυψη. Σκέπασε και λίγο το κεφάλι με τους ώμους τραβώντας πάνω τους ένα παλιό τραπεζομάντιλο που υπήρχε κει πάνω της, κι έκανε αδιάκριτο το μαζεμένο κλωσοκόρμι του, για όποιοαδιάκριτο μάτι ξέφευγε 'π΄΄ο κάποια πύλη.
Σαν μπήκε η μάνα του κι άρχισε το σταυροκόπημα και το κάθε τόσο λάβδισμα18 της μέσης για τις μετάνοιες, την έβλεπε και την άκουγε. Παραμέριζε λίγο το σκέπασμα από τα μάτια του διακριτικά και την παρακολουθούσε όταν εκείνη δεν τον σημάδευε με τη ματιά της. Η προσκυνήτρα με την ιδέα της μοναξιάς στον ιερό χώρο, τις προσευχές και παρακλήσεις τις έλεγε αρκετά δυνατά. Αφού τελείωσε ό,τι είχε να κάνει και να πει κι ετοιμάστηκε για το θυράνοιγμα και την έξοδό της, τότε άκουσε την αγιοφωνή. Ο μικρός, δασκαλεμένος από το μεγάλο, μπουκωμένος με την άκρη του πουκαμίσου του, είχε τελείως αλλοιώσει τη χροιά της φωνής του και σε αργό, σοβαρό και άγιοτόνο, της αγιομίλησε πειστικά. Ήτανε τόσο απαράλλαχτα ίδιος με τον Άγιο, που είδε τη μάνα του να τον ακούει σαν όρθιο μαρμάρινο άγαλμα και τελείως ακίνητο να κοιτάζει προς τα έξω. Παρόλη της την ευσέβεια δεν τόλμησε να γυρίσει και να κοιτάξει το τέμπλο και το ιερό, απόπου ακουγέτανε ο Άγιος στη συνομιλία. Πιθανόν από τη σαστιμάρα και την αυθυποβολή, η φωνή να νόμιζε ότι θα ερχέτανε από ψηλά πάνου της, από τα ουράνια. Ίσως ο τρόμος και το «πίστευε και μη ερεύνα» να της δημιουργήσανε παραισθήσεις θρησκευτικού περιεχομένου. Έτσι είδε ουλοζούντανο τον Άγιο, πλουμιστοφορεμένο, αρματωμένο καβαλάρη με το δράκο ακοντισμένο στα πόδια του κόκκινου αλόγου του.
  • Τον είδες μάνα ζουντανό;
« - Ναι! Ναι, σας λέου, ολοζούντανο!...», επέμενε η μάνα. Η επιμονή της και η πίστη ότι τον είδε, μπορεί να εδραιώθηκε αμέσως μετά το αλάργεμά της από τον ιερό χώρο στην πορεία της για την ελιά. Γιατί η ερμηνεία αυτών των παραισθησιακών φαινομένων από αρχαιοτάτης εποχής μέχρι σήμερα, που παρατηρήθηκαν σε ελαχιστότατα άτομα του συνόλου, που ήτανε πολλά, εξηγείται ως εξής. Σε ιστορικά κρίσιμους αγώνες για τη χώρα μας, αυτά τα οράματα είχανε σχέση με το δεσμό που αναπτύσσει ο οραματιστής με το αγιοθεϊκό στοιχείο, το θρησκευτικό παραλήρημα που αποτυπώνει με βαθιά χαρακιά στην πλάκα του εγκεφάλου τις φανταστικές επιθυμητές σκηνές και τις μεταπλάθει σε πραγματικές, τον τρόμο και την αυξημένη ευσέβεια της στιγμής που προκαλεί, ώστε να δέχεται τα πάντα χωρίς να ερευνά. Για τους στρατιώτες δε, έπαιζαν ρόλο το άγχος, οι δυσκολίες της μάχης και η υψηλή θερμοκρασία που αναπτύσσεται κατά τη διάρκειά της, όπως λένε οι ειδικοί. Παραδείγματα έχουμε πάρα πολλά, όπως η εμφάνιση του θεού Πάνα, όχι μόνο στον ημεροδρόμοαγγελιοφόρο Φειδιππίδη κατά τη διαδρομή ΑθήναςΣπάρτης, αλλά και σε κάποιους μαχητές στη μάχη του Μαραθώνα. Επίσης στον εληνοϊταλικό πόλεμο η μορφή της Παναγίας πάνου στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας που τους εγκαρδίωνε. Άγνωστο αν η θεια-Παναγιού έμαθε και πώς το έμαθε για τηναγιοποίηση του μικρού της Βασιλού. Το βέβαιο είναι πως στα βαθιά της γεράματα είχε ξεχάσει τη διαβεβαίωση που είχε δώσει στιςάγιες διαταγές. Όταν φουρκιζέτανε το φορτισμένο της μυαλό, έκανε ναστράφτουν και να βροντάνε μάτια και χείλια. Ξέσπαγε μπόρα δυνατή, που βροχόδερνε ανελέητα πολλές φορές και πολύ δικά της πρόσωπα.

ΥΓ: Την ιστορία μάς την είχε διηγηθεί οΆγιος Βασιλός. Γελαστός γελαστός, μειλίχιος, σαν πολύ καλός, συναρπαστικός και αγαπητός αφηγητής που ήτανε μέχρι τα τελευταία του χρόνια, όταν μαζευέτανε γύρω του η νεολαία και κρεμέτανε από τα χείλια του. Ήτανε ο πιο τέλειος παραμυθάς. Την επιβεβαίωσε αργότερα κι ο εμπνευστής της, ο μπάρμπα Ποστολάρας, σαν γύρισε στα πάτρια εδάφη μετά τις τρεις και πλέον δεκαετίες μισεμού κοντά σταδέρφια του στη μακρινή Αυστραλία. Γύρισε ήρεμος, αγαθός, καλός και ειλικρινής. Σαν να είχε αυτός συμμορφωθεί με τις άγιες του προσταγές. Πολύ αγαπητός στη νεολαία που σύχναζε στο μαγαζάκι του, γιατί εκτιμούσε τα χαρίσματά του. Γύρισε από τα ξένα πλούσιος σαυτά, αλλά μάλλον φτωχός στα πλούτη… Ας είναι ελαφρό το χώμα της Γαβαλέικης γης που τους σκεπάζει. Θα τους θυμόμαστε πάντα με νοσταλγία…




1 «Πέτρες λιοτριβιού»: οι δυο μυλόπετρες του αλωνιού, που περιστρέφονταν και άλεθαν τις ελιές
2 Αλογολάτισσα: αυτή που οδηγεί άλογο
3 Πεζολάτης: πεζοπόρος
4 Αλισίβα: το σταχτόνερο
5 «Βγάλ’ το στο λαιμό»: σκάσε (βρισιά)
6 Βλογιά: πρόσφορο
7 Ασόιστα: βρισιά
8 Τ’ αψήλου: προς τα πάνω
9 Γκράτζα: κουρούπα, το κάτω μέρος της σπασμένης στάμνας, όπου έπιναν νερό κότες, γάτες, σκυλιά κτλ.
10 Στροβοράδα: αγκούλα, μαγκούρα
11 «Αστρικό - δαιμονικό»: ανεμοστρόβιλος ή ανεμορούφι
12 Αρμόκομμα: το λύσιμο των κλειδώσεων από κούραση ή φόβο
13 Ξάι: μονάδα μέτρησης καρπών (χωρητικότητας αλλά και βάρους)
14 Κρούμπουλα: γεμάτο τελείως
15 Καλλικεύω: καβαλικεύω
16 Σκυριανό: πολύ μικρόσωμο άλογο Σκύρου
17 Αγιοθωρούσα: αυτή που είδε τον Άγιο
18 Λάβδισμα: λύγισμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου