ΤΟ ΚΑΡΤΕΡΙ ή ενέδρα ήταν παιδί της σκέψης
και του δόλου κύρια του ανθρώπου,
γεννημένο σ’ εποχές που χάνονται στα
βάθη των χιλιετηρίδων, ίσως τότε που κι
αυτός ήταν τετράποδο κι ανήκε στα άλλα
εξίσου σκεπτόμενα ζώα.
Η
ανάγκη
να
αντιμετωπίσει
δύσκολες
καταστάσεις
επιβίωσης,
να
επιβληθεί
και
να
διαφεντεύει
στο
χώρο
του
με
ασφάλεια,
θα
έγινε
η
πρώτη
αιτία.
Ο
αιφνιδιασμός,
η
απροετοιμασία,
η
ακαταλληλότητα
του
χώρου
για
άμυνα
κτλ.,
κοντολογίς
το
«εξαπίνης»
του
θύματος,
του
πρόσφερε
υπεροπλία
στο
πεδίο
της
μάχης,
που
έδινε
ο
θύτης.
Η
ανθρώπινη
ιστορία
είναι
ξέχειλη
από
τέτοια
παραδείγματα
από
καταβολής
της.
Στην
εποχή
μας
εφαρμόστηκε
κατά
κόρον
και
συνεχίζει
ίσως
με
μεγαλύτερη
ένταση
σε
μια
του
ανθρώπου
δραστηριότητα,
το
κυνήγι.
Είναι
ο
εύκολος,
ο
ανέξοδος
και
σίγουρος
τρόπος
για
να
καταβάλει
τ’
ανυποψίαστα
θύματά
του
ο
θύτης,
αφού
αυτά
υπερτερούν
σε
κάποια
προσόντα
– χαρίσματα,
προίκα
της
φύσης
για
να
επιζήσουν.
Το
καρτέρι
παρακολούθησε
κι
αυτό
την
εξέλιξη
του
αφεντικού
του
και
συμμορφώθηκε
με
τις
επιθυμίες
και
προσταγές
του,
έτσι
ώστε
να
του
προσφέρει
σήμερα
υπεροπλία
σε
βάρος
των
πιο
έξυπνων
γοργόποδων
ή
δυνατών
τετράποδων,
αλλά
και
των
λογής
– λογής
πετουμένων.
Με
εργαλεία
του
ο
καρτεριτζής
τα
δυνατά
όπλα
της
κάθε
εποχής,
τα
δοκιμασμένα
κι
αποτελεσματικά
από
παλιότερες
εποχές,
τις
γνώσεις
από
εμπειρίες
και
μελέτες
των
συνηθειών
των
κακότυχων
ζώων,
αλλά
και
με
τις
διάφορες
εκμαυλιστικές
συσκευές
σήμερα,
τα
οδηγεί
στην
αγορά
και
στο
τσουκάλι
του,
αν
και
παράνομα
πολλές
φορές.
Προσφιλέστατη
ενασχόληση
από
πάρα
πολύ
παλιά
του
ανθρώπου
-
κυνηγού
τροφής,
ήταν
το
βραδινό
καρτέρι
του
λαγού,
τις
γιομοφέγγαρες
κι
ασημόφωτες
καλοκαιρινές
νύχτες.
Δεν
έπαψε
όμως
ποτέ
να
είναι
άνανδρο
και
παράνομο,
αφού
όχι
μόνο
καταπατάει
τους
άγραφους
νόμους
της
ανθρώπινης
ευαισθησίας,
αλλά
και
τους
θεσπισμένους
της
πολιτείας.
Δυστυχώς
τους
νόμους
τους
σβήνει
με
σφουγγάρι
η
μαύρη
νύχτα,
αφού
στο
βασίλειό
της
κυβερνά
ολοκληρωτικά
ο
νόμος
του
δυνατού,
του
ασεβή,
του
αχόρταγου,
δηλαδή
το
δίκαιο
του
παράνομου.
Σε
παλιότερες
εποχές
η
φτώχεια
με
την
αμέρωτη
πείνα
την
κόρη
της,
διέταζαν
το
νηστικό
να
γίνει
παράνομος
θηρευτής,
για
να
καταλαγιάσει
λίγο
τον
άγριο
πόθο
του
ζήτουλα,
ρίχνοντάς
του
κάτι
πιο
ακριβό
από
το
καθημερινό
στο
τάσι
του,
το
βρωμάσκι
ή
στομάχι.
Τον
έσπρωχναν
στην
ενέδρα
φορτώνοντάς
τον
με
άγριο
μίσος,
ώστε
να
επιτίθεται
χωρίς
οίκτο
στο
ανυποψίαστο,
το
ανυπεράσπιστο
κι
ανυπάκουο
θύμα
του,
όταν
προσπαθούσε
να
γλιτώσει.
Πώς
να
ξεφύγει
ο
νυχτοβοσκάς
λαγός,
όταν
θα
πάει
να
περάσει
από
κάποιο
μονοπάτι
– όπως
συνήθιζε
σε
κάθε
περασμένο
νυχτοπερπάτημα
– κι
εκεί
παραμονεύει
και
τον
περιμένει
η
συρμάτινη
θηλιά,
που
καλοστημένη
θα
του
σφίγγει
το
λαιμό,
όσο
αυτός
τραβάει
μπρος
ψάχνοντας
τη
σωτηρία
του
όλο
και
πιο
πολύ;
Πώς
θ’
αποφύγει
το
αόρατο
δυνατό
μεταλλικό
λαγοδόκανο,
που
του
έστησε
αριστοτεχνικά
ο
παράνομος
σε
μονοπάτι
ή
σε
βοσκή,
που
τ’
ανελέητα
μεγάλα
δόντια
του
θα
του
θρυμματίσουν
τα
κόκαλα
του
κατωπόδαρού
του;
Πιασμένος
στο
φονικό
εργαλείο
πολλές
φορές
αναγκάζεται
να
κόψει
– αν
προλάβει
– με
τα
δόντια
του
τα
άκοπα
υπολείμματα
του
ποδιού
του,
τένοντες
και
δέρμα,
για
να
κερδίσει
την
ελευθερία
του
έστω
και
τριπόδαρος
ή
για
λίγο.
Όμως
ο
παράνομος
παραμονευτής
που
φραγκάζεται
κρυμμένος
και
περιμένει
ν’
ακούσει
το
ανώφελο
κλάμα
του
κακότυχου
νυχτόβοσκου,
ορμάει
ακάθεκτος
με
περίσσεια
αγριότητα
και
μίσος,
για
να
χτυπήσει
δυνατά
πίσω
πο
τ’
αυτιά
το
πιασμένο
και
τραυματισμένο
ζώο,
που
έχει
το
θράσος
να
φωνάζει
ζητώντας
το
δικαίωμα
της
ζωής,
που
δεν
του
ανήκει.
«Μπαπ,
μπουπ…
να!
Πάρε
κι
άλλες
να
μάθεις
να
θέλεις
να
φύγεις
για
να
ζήσεις!».
Πώς
ν’
αποφύγει
το
σκοτάδι
που
θα
χυθεί
στα
μάτια
του
από
την
σφαίρα
του
όπλου
του
καρτεριτζή
σε
μποστάνι,
σε
αχλαδιά,
σε
ρεβίθια,
σε
πέρασμα
μονοπατιού
ή
απ’
όπου
αλλού
περνάει
για
τα
νυχτοβοσκήματά
του
κι
εκεί
τον
περιμένει
στην
κλαροφωλιά
του
σε
ολοφέγγαρη
βραδιά
ο
λαγοφονιάς;
Πώς
ν’
αποφύγει
το
χάρο
σήμερα,
σε
ολοσκότεινες
βραδιές,
όταν
το
βραδινό
του
δρομολόγιο
τον
αναγκάζει
να
περνά
δρόμους
κι
εκεί
τον
περιμένουν
ή
τον
συντυχαίνουν
οι
προβολείς
και
η
σφαίρα
του
παράνομου
ή
λαθροθήρα,
που
κινείται
και
τον
ψάχνει
με
το
τροχοφόρο
του;
Στο
συναπάντημά
τους
το
ζαλισμένο
πο
το
φως
του
προβολέα
θύμα,
στέκει
και
περιμένει
ανέγνωρα
το
χάρο
που
έρχεται
αβίαστα
και
γρήγορα
πο
την
καννή
σφαίρα
του
λαθροθήρα,
μέσα
απ’
το
πυκνό
σκοτάδι.
Το
κυνήγι
τη
μέρα,
το
νόμιμο,
απαιτεί:
άδεια,
καλό
όπλο,
εκπαιδευμένους
καλά
ιχνηλάτες
σκύλους,
πείρα,
εξυπνάδα,
αντοχές,
χρήμα
και
χρόνο.
Ενώ
το
νυχτολαγοκάρτερο
δεν
είναι
καθόλου
απαιτητικό
σε
μέσα.
Μόνο
υπομονή
στην
προσμονή.
Ο
παλιός
καρτεριτζής
διάλεγε
μετά
από
παρατήρηση
το
μέρος
που
θα
έφτιαχνε
την
πρόχειρη
κρυψώνα
του.
Αυτή
θα
ήταν
μέσα
στο
πεδίο
βολής
του
όπλου
του,
κοντά
στην
ίσως
τελευταία
βοσκή
του
υποψήφιου
θύματος,
για
να
έχει
μεγάλα
ποσοστά
επιτυχίας.
Εκεί
μέσα
θα
πρόσμενε
καθισμένος
σε
φυσικό
ή
φιαχτό
μικροκάθισμα,
όση
ώρα
μεσολαβούσε
πο
το
ηλιοβασίλεμα
μέχρι
την
«ένδοξη»
ή
«άδοξη»
αποχώρησή
του.
Ο
χρόνος
της
προσμονής
από
ελάχιστος
μέχρι
πολύ
μεγάλος,
εξαρτιόταν
από
τη
συνήθεια
του
καλοκαιρινού
νυχτόβοσκου
και
τ’
απρόοπτα
της
εξόδου
του.
Έναν
αχαμνοθόρυβο
ή
μια
ισχνοσκιά
που
κινείται
σε
απόσταση
και
που
τρανεύουν
με
το
κοντοζύγωμα,
πρόσμενε
ο
κάθε
καρτεριτζής
κι
αναγάλλιαζε
η
ψυχή
του.
Κι
ως
να
δεχτεί
την
επίσκεψη
ο
καρτερός
και
κατεχάρος
της
παράνομης
τέχνης,
τον
βρίσκανε
ενίοτε
στην
κλαροκρυψώνα
του
σωμονύχτια
καλοκαιρινά
μ’
ολόγεμα
φεγγάρια.
Το
πρωτάκουσμα
με
την
ενόραση,
το
σύνθημα
με
το
παρασύνθημα
που
μουγκά
έστελνε
το
ανυποψίαστο
θύμα,
βάραγαν
συναγερμό
στο
«μέσα»
του
παραμονευτή.
Η
αδρεναλίνη
η
αφέντρα
τότε
των
αισθήσεων
σπρώχνει
αυτοστιγμεί
ό,τι
το
εμπλεκόμενο
στο
συμβάν
που
θ’
ακολουθήσει
σ’
αισθησιακό
ορθογκρέμι.
Αν
κρατηθούν
στο
χείλος
του
αγλίστρωτα,
ανταμείβονται
οι
ώρες
της
προσμονής
με
το
ζεστό
κι
άψυχο
κορμί
του
άτυχου
νυχτόβοσκου
μετά
το
μπαμ!...αλτ!
Ενώ
και
η
ελάχιστη
κατρακύλα
σημαίνει
χαμένη
αυτοσυγκέντρωση
και
συμμαχία
με
τη
ζωή,
αμάχη
με
τον
παραμονευτή
που
θα
φύγει
μ’
άδεια
χέρια.
Εκείνη
την
ώρα
το
τάχος
των
καρδιοπαλμών
κάνουν
τους
μηλιγγοχτύπους
ν’
ακούγονται
στ’
αυτιά
του
σαν
ξένοι
θόρυβοι
που
έρχονται
απ’
έξω
του.
Τα
αισθητήρια
της
όρασης
με
τους
προτεταμένους
βολβούς
– λες
κι
είναι
έτοιμοι
να
πεταχτούν
έξω
πο
τους
κρυψώνες
τους
– συστρατευμένοι
με
τους
πληροφοριοδότες
της
ακοής
στην
περιπολία,
παραμονεύουν,
κλωθογυρίζουν,
συλλαμβάνουν
και
ανακρίνουν
οτιδήποτε
διαταράσσει
τη
νυχτερινή
γαλήνη.
Μετά
την
αξιολόγηση
της
κάθε
πληροφορίας
που
γίνεται
στο
γενικό
επιτελείο
και
στρατηγείο
που
εδρεύουν
σε
κάποια
περιοχή
του
εγκεφάλου,
θα
δοθεί
ή
όχι
η
εντολή
για
πυρ!!
Στο
ναι
με
αργή,
αθόρυβη
και
πολύ
προσεχτική
κίνηση
το
φονικό
όπλο
έρχεται
στο
ωμομάγουλο.
Δε
μένει
παρά
μια
μικρή
τοξοειδής
τροχιά,
που
θα
διαγράψει
η
σημαδούρα
της
κάννης,
για
να
βρει
τον
κινητό
ή
ακίνητο
στόχο
που
μπήκε
στο
πεδίο
βολής
και
το
τράβηγμα
της
σκανδάλης.
Ένα
μπαμ…
κι
όλα
τελειώσανε,
συνήθως
υπέρ
του
θανάτου.
Είναι
οι
στιγμές
αυτές
κρίσιμες
για
θύμα
και
θύτη,
για
ζωή
και
θάνατο.
Σπάνια
το
ταγάρι
του
παράνομου
καρτεριτζή,
που
την
ώρα
της
προσμονής
είχε
γίνει
πρόχειρο
μαξιλαροκάθισμα,
θα
γύριζε
άδειο
περιμένοντας
το
επόμενο
καρτέρι
για
να
κοκκινίσει
πο
το
ζεστό
αίμα
του
άτυχου
χορτονυχτόβοσκου.
Επειδή
όμως
οι
νύχτες
με
τα
σεληνόφωτα
και
τα
ζεστά
ολόγεμα
φεγγάρια
πολλά
έκρυβαν
και
κρύβουν,
υπάρχουν
συμβάντα
αμέτρητα.
Καταμαρτυρηθέντα
ελάχιστα,
που
σχετίζονται
με
το
καρτέρι
του
λαγού
εξαιτίας
της
παρανομίας,
της
ιδιοσυγκρασίας
του
καρτεριτζή
– θεατή,
του
φόβου
της
διαρροής
και
του
ότι
το
αναπάντεχο
πρέπον
είναι
να
μείνει
μυστικό
επτασφράγιστο
για
να
μη
λερωθούν
υπολήψεις,
ν’
αποφευχθούν
σκάνδαλα,
μίση
και
φόνοι
ακόμα.
Γι’
αυτό
λίγα
απ’
αυτά
κουβεντιάστηκαν
σε
στενούς
κύκλους
της
μικρής
κοινωνίας
του
χωριού
μας
και
του
κάθε
χωριού.
Το
ίδιο
το
κακότυχο
ζώο
με
κάποια
από
τα
μεγάλα
προτερήματά
του
όπως:
ταχυποδία,
οξύτατες
αισθήσεις,
αόρατο
γλίστρημα
εν
ώρα
κινδύνου
ανάμεσα
σε
χαμόκλαρα
κι
αγριόχορτα
το
φόρτωσαν
με
υπερφυσικές
ιδιότητες
δαιμονοποιώντας
το.
Τα
δαιμονικά
τις
παλιές
εποχές
ήταν
πολλά
και
κυκλοφορούσαν
ανενόχλητα,
λίγο
τις
μεσημβρινές
και
πολύ
τις
βραδινές,
τις
μεσονύχτιες
και
μεταμεσονύχτιες
ώρες.
Τότε
οι
άνθρωποι
περπατούσαν
τις
νύχτες
μόνοι
ή
με
ζώα.
Σήμερα
τους
περπατούν
τα
τροχοφόρα
και
τα
δαιμονικά
αδύναμα
μπρος
στις
μηχανές…
χάθηκαν
ή
μαντρώθηκαν.
Αυτά
εμπλέκονταν
ενεργά
σε
πολλά
περιστατικά
και
μάλιστα
ποικιλότροπα,
αφού
μπορούσαν
ν’
αλλάζουν
μορφές
και
να
παρουσιάζονται
σαν
παχιομάγουλες
μαυρομαντηλούσες
κοπελιές,
μουγκές
ή
λάλες,
σαν
λυγερόκορμες
χορεύτριες
που
χόρευαν
εξωτικά.
Αλλά
και
σαν
υποταχτικά
μαύρα
σκυλιά
ή
γάτες
που
φοβισμένα
κλούθαγαν
άλαλα,
ή
ακόμα
και
σαν
λαγόμορφα
αερικά…
που
τα
γεννούσε
ξαφνικά
η
μάνα
Γη
και
μονομιάς
άνοιγε
και
τα
κατάπινε…
Ο
χρόνος
της
παρουσίας
τους
είχε
να
κάνει
με
την
ώρα
της
εμφάνισης,
το
ολόγεμο
ή
μη
φεγγάρι,
τις
καιρικές
συνθήκες,
την
τοποθεσία
και
τη
θέση
της
κλαροφωλιάς
του
καρτεριτζή,
κυρίως
όμως
με
την
ψυχική
του
κατάσταση
και
την
ισορροπία
λογικής
και
νευρικού
συστήματος.
Οι
βλεπάτορες
τέτοιων
θεαμάτων,
παρότι
κυκλοφορούσαν
πάντα
με
το
αντιδαιμονικό
ξόρκι,
το
μαυρομάνικο
μαχαίρι
στη
ζώνη,
δεν
πήγαιναν
στο
καρτέρι.
Καλύτερα
γιατί
ο
φόβος
κι
ο
πανικός
της
στιγμής
-
που
την
κυβερνούσαν
– ήταν
οι
χειρότεροι
σύμβουλοί
της,
ενώ
η
ψυχραιμία,
η
αναμονή
και
το
καθαρό
μυαλό
οι
καλύτεροι
και
το
θεράπειο
της,
που
θα
έλλειπε
απ’
αυτούς.
- ΤΟ ΘΕΡΙΟΦΙΔΟ
Υπάρχουν
ακόμα
και
σήμερα
έστω
και
ελάχιστα
άτομα
μεγάλης
ηλικίας
που
θυμούνται
την
ιστορία
που
είχαν
ακούσει
όταν
ήταν
παιδιά,
που
αναφερόταν
σε
ατυχή
καρτεριτζή
κάποιου
γειτονικού
χωριού
στα
βόρεια
και
δυτικά
του
δικού
μας.
Ο
λαθροκυνηγός
αυτός
ήταν
εφοδιασμένος
με
καβούκι
μικρής
χελώνας,
που
το
χρησιμοποιούσε
σε
φεγγαρόφωτες
νυχτιές
σαν
προσομοιωτή
της
λαγοφωνής,
για
να
έλκει
ερωτικά
τα
άτυχα
θηράματα
κοντά
του,
ξεγελώντας
τα
σε
εποχή
καλοκαιρινού
ζευγαρώματος.
Κρυμμένος
στην
προχειροκρυψώνα
του
κάποια
φεγγαρόλουστη
καλοκαιρινή
νυχτιά,
έστειλε
με
το
όστρακο
το
ερωτικό
κάλεσμα
στη
γύρω
του
περιοχή,
όπως
συνήθιζε
και
περίμενε
το
ερωτύλο
συμπαθές
τετράποδο.
Όμως
ένιωσε
σε
λίγο
μεγάλη
έκπληξη,
όταν
αντί
για
ελαφρά
λαγοπατήματα
άκουσε
κάποιο
σύρσιμο,
ίδιο
μ’
αυτό
που
κάνει
η
κομμένη
τριχιά
που
τη
σέρνει
μαζί
του
μεγάλο
τετράποδο,
που
είναι
δεμένη
στο
πόδι
του.
Δεν
άκουγε
όμως
τα
πατήματα
του
γαϊδουριού,
του
αλόγου
ή
του
βοδιού,
σαν
αυτό
να
πετούσε
πάνω
από
τη
γη
χωρίς
να
την
πατάει,
σέρνοντας
πάνω
σε
ξερόχορτα
ή
σε
καλαμιές
τα
σπασμένα
του
δεσμά.
Σηκώνεται
όρθιος
να
δει,
όλο
περιέργεια,
το
παράξενο
της
συντυχίας
του
με
το
μεσονύχτι.
Ματιάζοντας
κατά
που
ερχόταν
ο
ασυνήθιστος
θόρυβος,
η
περιέργεια
έγινε
έκπληξη
που
μετουσιώθηκε
μονομιάς
σε
ακράτητο
τρόμο,
που
τον
αρμόλυσε.
Τα
θάρρη
του
κι
οι
αντοχές
έσπασαν,
όπως
σπάνε,
παρασύρονται
και
χάνονται
οι
δέστρες,
τα
παλούκια
με
τις
κλαρωσιές
και
τ’
αναχώματα
από
τη
δέση
του
νερόμυλου,
όταν
σπρωχτούν
βίαια
από
το
ξέχειλο
λασπόνερο
που
κατεβαίνει
ορμητικά
σε
βαθύκοιτο
ρέμα,
μετά
από
κατακλυσμιαία
πολύωρη
νεροποντή,
που
το
βουητό
της
μόνο,
διώχνει
μακριά
το
μυλωνά.
Θάμπος
απλώθηκε
προστιγμήν
στα
μάτια
του,
σύγχυση
έπεσε
στο
νου
και
τρομοπαράλυση
ήρθε
να
φωλιάσει
μέσα
του.
Γρήγορα
όμως
συνέρχεται.
Το
πούσι
φεύγει
από
μπρος
του,
σαν
να
το
φύσηξε
και
το
σκόρπισε
ξαφνικό
κι
ορμητικό
ξεροβόρι.
Ίδιο
μ’
αυτό
που
όταν
φυσάει
με
την
ορμή
του
παρασέρνει
μακριά,
αφού
ξεριζώσει
από
νιόβρεχτα
χώματα,
νιόφυτα.
Αυτό
που
κάνει
τα
νέα
πράσινα
και
λυγερά
αποβλαστήματα
του
μαυρισμένου
κούτσουρου
από
τη
φάουσα
φλόγα
καλοκαιρινής
φωτιάς
σε
βορεινή
δασωμένη
πλαγιά,
να
προσκυνούν
και
να
κορφοφιλούν
τη
δασοτρόφα
γη.
Αντάμα
με
τα
μάτια
ξαστέρωσε
κι
ο
νους
από
τη
σύγχυση
κι
αφού
το
θεριό
είχε
κοντοζυγώσει,
χωρίς
άλλο
χάσιμο
καιρού,
άδειασε
την
μπαταρία
του
μπροστόγεμου
όπλου
του
πάνω
στο
φιδίσιο
τερατόμορφο
κορμί,
χωρίς
να
τηρήσει
πιστά
τους
νόμους
της
επιτυχημένης
σκόπευσης.
«Τέτοια
ώρα,
τέτοια
λόγια»,
αφού
η
απόστασή
του
από
το
θεριόφιδο
ήταν
μικρή.
Πετάγεται
έξω
πο
την
κρυψώνα
του
με
τη
σβελτάδα
τρεμόψυχου
λαγού,
που
τον
βρήκε
στην
κοιμηθιά
του
πεινασμένο
αγρίμι
του
βουνού,
για
να
γοργοποδήσει
μ’
όσο
κουράγιο
του
απόμεινε.
Πετάει
καταγής
το
ντουφέκι
του
και
ελεύθερος
τρέχει
στο
χωριό.
Ποιος
ξέρει
τι
συλλογισμούς
να
έκανε
καθ’
όλη
τη
διάρκεια
του
αγώνα
δρόμου
κυνηγημένος
όχι
από
το
ερπετό,
αλλά
πο
την
τρομάρα
της
θέας
του,
μέχρι
να
φτάσει
στο
σπίτι
του.
Άγνωστο
αν
αυτό
το
θεριόφιδο
που
είδε
το
αναγνώρισε
καλά
και
το
κατέταξε
ως
του
’πρεπε
στην
ομοταξία
των
ερπετών
ή
το
αρχικό
θάμπος
με
τη
σύγχυση
και
το
ψυχικό
τρέμουλο
παντρεύτηκαν
και
συνοδοιπόρησαν
με
κάποια
νεραϊδοακούσματα
και
η
όλη
«πράξη
επί
σκηνής»
που
είδε,
δαιμονοποιήθηκε.
Γεγονός
είναι
ότι
έπεσε
στο
κρεβάτι
και
δε
ματασηκώθηκε.
Ο
γρήγορος
θάνατός
του
να
ήταν
τυχαίο
γεγονός
ή
να
είχε
σχέση
με
τη
«συγκίνηση»
που
δοκίμασε
σαν
παίχτης
θεατής
του
έργου,
που
του
’λαχε
άθελά
του
να
πάρει
μέρος;
Οι
συγχωριανοί του βρήκαν τουφεκισμένο
θεριό νεκρό στον τόπο που τους είχε
υποδείξει.
ΥΓ.
Η
ιστορία
αναμοχλεύτηκε
κι
ανασύρθηκε
από
το
χρονοσέντουκο
παλιών
μνημών,
με
την
ευκαιρία
κουβέντας
ζωηρής
που
έγινε
από
τη
θέα
νέου
θηρίου
ερπετού,
που
αντίκρισε
ο
συγχωριανός
μας
Γιώργης
Ζωντός
πριν
λίγα
χρόνια.
- Ο ΔΑΙΜΟΝΟΛΑΓΟΣ
Θα
ήταν
κει
στα
χρόνια
της
Μικρασιατικής
καταστροφής,
όταν
ένας
καρτεριτζής
του
χωριού
μας,
ο
γερο
– Κώστας
ο
Πραντούδης
πήγε
με
πανσέληνο
να
φυλάξει
το
καρτέρι,
που
η
μοίρα
του
είχε
γράψει,
ότι
αυτό
έμελλε
να
ήταν
το
τελευταίο
του.
Περίμενε
τον
ερχομό
του
λαγού
στην
κρυψώνα
που
’χε
από
νωρίς
φτιάξει
στην
τοποθεσία
Λιόπιση
κάνε
Μπουλέζι,
σε
δική
του
μεγάλη
ιδιοκτησία.
Τον
τουφέκισε,
όπως
έκανε
πάντα
όταν
ήρθε,
τηρώντας
με
θρησκευτική
ευλάβεια
τους
άγραφους
νόμους
της
ενέδρας,
που
η
πολύχρονη
πείρα
του
είχε
διδάξει.
Για
τα
μεγάλα
του
ποσοστά
επιτυχίας
και
τα
μηδαμινά
της
σκοπευτικής
του
αστοχίας
με
ηλιόφωτο
ή
φεγγαρόφωτο
ανήκε
στους
δύο
τρεις
καλύτερους
κυνηγούς
– σκοπευτές.
Ήταν
ένας
απ’
αυτούς
που
θα
συντρόφευαν
πάντα
την
παρέα,
όταν
στο
χωριό
ερχότανε
κάποιος
«μεγάλος»
για
κυνήγι.
Ανήκε
σ’
αυτούς
τους
λίγους,
τους
λίγους
μεγαλονυκοκυραίους
που
όλοι
οι
αμύητοι
στο
κυνήγι
συγχωριανοί,
έτρεχαν
να
του
προσφέρουν
«χέρι
βοηθείας»
σαν
σκαφτιάδες
στ’
αμπέλια,
σαν
θεριστάδες
σε
κάθε
καρπολόγημα,
βαλμάδες
στο
αλώνισμα
και
συνεργάτες
στο
βάλσιμο
του
άχυρου
στην
αχεργιώνα1.
Ήξεραν
ότι
αφού
τέλειωνε
η
βοηθειάρικη
προσφορά,
το
βράδυ
– κατά
κανόνα
– η
αντιπροσφορά
είχε
στο
τραπέζι
και
σε
εποχές
μεγάλης
πείνας
εκτός
από
τα
εποχιακά
καλαπόδια,
την
πίτα
ή
τις
γκόγκλιες,
το
κρασί
και
λαγό
στιφάδο.
Όπως
πάντα
μέχρι
τότε
μετά
τον
πυροβολισμό
ξεκρύβεται
και
πάει
να
πάρει
το
σκοτωμένο
νυχτόβιο
χορτοτσιμπολόγο,
αφού
με
το
μπαμ!
αυτό
έπεσε
ανάσκελα
τινάζοντας
τα
πόδια
του
στον
αέρα,
σαν
να
μούντζωνε
το
θεό
για
το
κακό
του
ριζικό
που
του
’γραψε
να
έχει.
Φτάνοντας
στο
σημείο
της
στόχευσης
που
απείχε
λίγα
μέτρα
από
την
φωλιά
του,
τον
περίμενε
μεγάλη
έκπληξη,
εκεί
στο
καθαρό
μέρος
του
στόχου.
Λαγός
πουθενά!
Έμεινε
άναυδος
με
τα
αισθητήρια
όργανά
του
να
χάσκουνε
αδειανά
κι
άχρηστα.
Έστεκε
χωρίς
να
βλέπει,
ν’
ακούει,
με
κολλημένη
τη
στεγνή
του
γλώσσα
καλά
στο
κατωσάγονο.
Ένοιωθε
αποσβολωμένος,
αφού
είχε
προδοθεί
για
πρώτη
φορά
τόσο
πολύ
από
τον
ίδιο
του
τον
εαυτό.
Όλα
ανεξήγητα….
Τα
λαγοβήματα
τα
είχε
ακούσει
καθαρά.
Τον
περίμενε
και
τον
είδε
που
ήρθε,
που
πήγε
και
στάθηκε
να
τσιμπήσει
λίγο
στα
ρεβίθια
που
του
είχε
βάλει
– σίγουρος
για
τη
μοναξιά
του.
Εκεί
με
άνεση
τον
στόχευσε
κι
αφού
ήταν
πολύ
κοντά,
έφαγε
όλη
τη
ριξιά
στο
κορμί
του.
Έπεσε
μονομιάς
καταγής
κι
ούτε
που
προσπάθησε
να
σηκωθεί,
να
φύγει,
… και
τώρα
πού
είναι;
Λες
και
το
λαγοκόρμι
του
έγινε
διάφανο
σύννεφο,
που
εξαϋλωμένο
αναλήφτηκε
στους
ουρανούς.
Μα
ούτε
ανεμορούφι
φάνηκε
ή
ακούστηκε
ώστε
να
το
ρούφηξε
σαν
αστραπή.
Ούτε
και
τη
γης
είδε
ν’
ανοίγει
ένα
μεγάλο
στόμα,
να
το
καταπίνει
και
να
το
ξανακλείνει
ίσαμε
να
φτάσει
από
την
κλαροφωλιά
του
στον
τόπο
του
μυστηρίου.
Ήταν
τόσο
βέβαιος
για
το
σκοτωμό
του
παράξενου
νυχτόβιου,
όσο
σίγουρος
είναι
ο
κάθε
ξωμάχος
που
αποκαμωμένος
από
την
καθημερινή
πάλη
με
τη
γη
και
τα
στοιχεία
της
φύσης,
ξαπλώνει
νωρίς
το
βράδυ
να
κοιμηθεί
και
να
ξεκουραστεί,
αφού
την
άλλη
μέρα
ο
ήλιος
θα
κλουθήσει
το
ίδιο
δρομολόγιο
στο
ουρανοκοίλι
κι
αυτός
πάλι
στον
ίδιο
αγώνα
για
τη
φτωχοπόρεψη.
Ανεμοζάλη
κάτεχε
το
νου
του.
Κάποια
στιγμή
ένοιωσε
σαν
να
ξύπνησε
από
ορθοκοίμισμα
ή
υπνοβασία.
Το
κορμί
του
ολάκερο
τρικυμιζότανε.
Σαν
σε
κύματα
ανεβοκατέβαινε
ο
καταπιώνας
του,
που
έμοιαζε
με
φλόγα
κέρινη
λίγο
πριν
την
σβήσει
ο
αμπόδιστος
αέρας.
Η
καρδιά
του
χτυπούσε
δυνατά
κι
ασταμάτητα,
όπως
το
σφυρί
στο
αμόνι
μέσα
στο
γειτονικό
χαλκερείο
του
Μαστροκολιού
ή
του
γαμπρού
του
του
Μαστροβαγγέλη,
που
παιδεύανε
το
πυρωμένο
κι
άμορφο
μέταλλο
και
πασκίζανε
για
να
του
δώσουν
την
αντοχή
και
τη
θωριά
σκαφτικού
εργαλείου.
Τα
γόνατά
του
λυμένα,
έτοιμα
να
τον
σωριάσουν
καταγής,
η
ψυχή
του
έτοιμη
να
πετάξει,
σαν
το
πουλί
που
αν
μεγαλώσει
λίγο
ο
φόβος
από
τυχαίο
ξάφνιασμα
ετοιμάζεται
για
να
παρατήσει
το
κλώσσημα
στην
φωλιά
του
και
να
φτεροκοπήσει…
Ξαφνικά
λύνεται
η
πολιορκία
της
καθήλωσης
από
την
ανημπόρια
των
αισθήσεων
και
την
καταχνιά
του
νου.
Σπρωγμένος
ίσως
από
πρωτόγενο
ενδόμυχο
φόβο,
βρήκε
το
κουράγιο
να
παρατήσει
τη
σκηνή
στο
θέατρο
του
παράξενου
και
παρανοϊκού
έργου,
που
ήταν
πρωταγωνιστής
σ’
αυτόν
τον
καταραμένο
τόπο
και
να
γυρίσει
σπίτι
του.
Μία
σκέψη
τώρα
βασάνιζε
το
νου
του.
Αυτή
που
έδιωξε
όλες
τις
άλλες,
τις
αχαμνές,
όπως
η
λέαινα
απομακρύνει
όλους
τους
επίδοξους
κι
αδύναμους
σαρκοφαγάδες
από
ανήμπορο
κι
ανυπεράσπιστο
θύμα,
για
να
το
κατασπαράξει
συντροφιά
με
τα
μικρά
της.
Αυτή
που
τον
βεβαίωνε
ότι
δεν
ήταν
κανονικός
λαγός,
αλλά
δαίμονας
με
τη
μορφή
του.
Καβάλησε
στο
άλογό
του,
που
το
είχε
δέσει
πιο
πέρα
για
να
βοσκήσει
κι
ήρθε
στο
σπίτι.
Ήταν
περασμένα
μεσάνυχτα,
γιατί
το
φυσικό
ρολόι
του
κοτετσιού
το
διαλαλούσε
με
τα
πρώτα
του
κικκιρίσματα.
Έπεσε
στη
στρώση
για
να
μην
ξανασηκωθεί
μόνος
του
απ’
αυτή
πάλι
ο
γερο
– κυνηγός.
Βαριά
άρρωστος
από
την
άλλη
μέρα,
δεν
δυνόταν
να
σηκωθεί…
Και
να
οι
«γιατροί»
ντόπιοι
και
ξένοι.
Παρέλαση
κι
οι
εξορκιστές
λαϊκοί
και
κληρικοί.
Το
πρώτο
«ιατρικό
ανακοινωθέν»
συγκρατημένο
διάγνωσε
την
πάθηση
«πο
ώρα».
Οι
«ειδήμονες»
γνωστοί
σαραντιστές
στην
κοινωνία
του
χωριού,
έκαναν
ό,τι
μπορούσαν.
Μαζί
τους
και
ο
παπάς
με
τα
εκκλησιαστικά
διαβάσματα
της
περίστασης.
Καμία
καλυτέρεψη.
Παράλληλα,
πρόσφερε
τις
υπηρεσίες
του
στο
μεγαλονοικοκύρη
ασθενή
και
το
σώμα
των
εξορκιστών
με
τα
ξόρκια
του
και
το
«φτάρωμα2»
με
μπαρούτι
στο
ξασμένο
κανναβόσκοινο
που
του
βάζανε
φωτιά.
Μπάφφ!!!
Φσς….
προς
τα
πάνω
φλόγα
και
καπνός
μπροστά
στο
πρόσωπο
του
πεσμένου
στη
στρώση.
Αλλά
το
κακό
που
τον
είχε
βρει,
δεν
έλεγε
να
φοβηθεί
και
να
δραπετεύσει
από
μέσα
του.
Μέχρι
και
ο
ξακουστός
στη
«γούρνα»
μας
για
τα
ξόρκια
και
διαβάσματα
παπα
– Κατσουλιέρης
του
χωριού
Κατακαλού,
ήρθε
και
ξαναήρθε
να
συνδράμει
τους
ομότεχνούς
του.
Παρόλο
που
είχε
φήμη
καλού
και
μεγάλου
δαιμονοδιώχτη,
καμία
γιατρειά
στο
δαιμονοχτυπημένο.
Δεν
δυνήθηκαν
οι
«αγωγές
των
ειδημόνων»
που
τους
συνέστησαν
και
εφαρμόστηκαν
κατά
γράμμα,
να
τον
γιατροκομήσουν
βγάζοντας
από
μέσα
του
τα
δαιμόνια,
που
του
είχαν
κάνει
κατάληψη
φέρνοντας
του
ανημπόρια.
Μήτε
οι
προσευχές,
τα
ταξίματα
κι
οι
προσφορές
στους
Αγίους
τον
βοήθησαν
να
λευτερωθεί
από
το
δαιμονοδέσιμο.
Σε
λίγες
μέρες
αυτά
τα
«καταραμένα»
νίκησαν
ολοκληρωτικά
ό,τι
είχαν
αγνάντια
τους
στο
πάλεμα.
Στη
δύναμή
τους
… προσκύνησε
και
υποτάχτηκε
με
την
αχάμνια
της
όλη
η
κομπογιαννίτικη
γιατροκομεία.
Έλυσαν
βιαστικά
την
πολιορκία
και
την
κατάληψη
κι
έφυγαν
για
αλλού.
Πήραν
όμως
μαζί
τους
το
άβαρο
κι
άυλο
πνεύμα,
σαν
αερικά
που
ήταν,
παρατώντας
στη
στρώση
το
βαρύ
και
φθαρτό
του
σώμα…
Έτσι
έφυγε
για
το
ταξίδι
στην
«Αλησμόνα»
που
δεν
έχει
γυρισμό
ο
γερο
– κυνηγάρος,
αλλά
άφησε
να
πλανάται
στις
μέρες
μας,
ενενήντα
περίπου
χρόνια
μετά,
στη
σκέψη
μερικών
η
άποψη
ότι
ορισμένοι
λαγοί
μπορεί
να
είναι
διαόλια…
Άραγε
ποια
να
ήταν
η
αλήθεια
του
χαμού
του;
Μήπως
κάποιο
μικροεγκεφαλικό
επεισόδιο
την
ώρα
που
πρόσμενε
το
θήραμα,
εξαιτίας
της
έντασης
που
ζούσε
κι
αυτό
να
του
δημιούργησε
για
λίγο
παραισθήσεις;…
Η
διάγνωση
μέχρι
πριν
λίγα
χρόνια
στα
καρδιακά
κυρίως
όμως
στα
εγκεφαλικά
επεισόδια
από
τους
απλούς
ανθρώπους
ήταν
το
«πο
ώρα».
Η
δε
αγωγή
που
συνιστούσαν
οι
κομπογιαννίτες
ήταν
αυτή
που
εφαρμόστηκε
πιστά
στο
γερο
– Πραντούδη
χωρίς
την
πιο
μικρή
παρέκκλιση.
Ο
ερχομός
από
Αλιβέρι,
Αυλωνάρι
ή
απ’
αλλού
γιατρού
– επιστήμονα
δεν
ήταν
πάντα
εύκολος.
Μήπως
όμως
την
ώρα
της
ενέδρας
για
δευτερόλεπτα
τον
πήρε
ο
ύπνος
και
είδε
κάποιο
όνειρο,
που
τον
ταξίδεψε
πάνω
στις
πλατιές
γοργοφτερούγες
του
μέχρι
τον
τουφεκισμό
και
τις
κωλοτούμπες
του
λαγού;
Κι
εκεί
από
την
ένταση
ή
κάποιο
άκουσμα
να
ξύπνησε;
Χωρίς
πια
να
έχει
επίγνωση
του
τι
πραγματικά
είχε
προηγηθεί,
η
όλη
εικόνα
που
είχε
μπρος
στα
μάτια
του
που
ήταν
τώρα
ξάγρυπνα,
τον
έσπρωξε
στη
σφαίρα
των
παραισθήσεων;
Αν
είναι
κάπως
έτσι,
τότε
ίσως
στη
συνέχεια
λόγω
αυθυποβολής
και
ψυχικού
αναβρασμού
να
τον
βρήκε
κάποιο
επεισόδιο,
που
αργότερα
το
ακολούθησαν
άλλα,
που
όλο
και
πιότερο
τον
κατέβαλαν
ψυχολογικά.
Πιθανόν
αυτά
να
ήταν
και
άσχετα
με
το
καρτέρι,
προγραμματισμένα
από
τη
μηχανή
του
κορμιού
του
να
έρθουν
να
τον
βρούνε
και
να
τον
κορμολύσουνε,
όπου
κι
αν
ήταν.
Τις
πρώτες
δεκαετίες
του
περασμένου
αιώνα
που
βασίλευαν
η
φτώχεια
και
η
πείνα
και
σε
γερά
νοικοκυριά,
το
φαΐ
λιγοστό
στο
καθημερινό
τραπέζι
προερχόταν
αποκλειστικά
από
δικά
τους
προϊόντα.
Γάλα
με
τα
παράγωγά
του
σαν
πρώτη
ύλη
σε
παρασκευές
φαγητών
και
τροφίμων,
λίγο
ψωμί
σταρένιο
ή
κριθαρένιο
ή
καλαμποκίσιο,
κουκιά,
λαθούρια,
ρεβίθια,
φασόλια,
περιβολικά
χόρτα
κ.ά.
Μα
και
οι
εξαγνιστές
του
ιερατείου
στα
νεκρομαντεία
στην
αρχαία
εποχή
με
νηστεία
και
με
μερικές
τέτοιες
από
τις
παραισθησιογόνες
τροφές
δεν
προετοίμαζαν
τους
επισκέπτες
για
τη
συνάντησή
τους
με
τα
αγαποπεθαμένα
τους
πρόσωπα;
Πριν
τους
κατεβάσουνε
στο
«θρησκευτικό
καταγώγι»
στα
υπόγεια
του
μαντείου,
εφαρμόζανε
το
πεντάπτυχο:
νηστεία,
εξάγνιση,
λίγες
παραισθησιογόνες
τροφές
για
αρκετές
μέρες,
πολιτική
για
αυθυποβολή
και
κατάρρευση
προσωπικότητας…,
ώστε
τελείως
καθαρμένοι
και
εγκλωβισμένοι
στη
σφαίρα
πια
των
παραισθήσεων
κουβέντιαζαν
ή
ακόμα
και
έβλεπαν
τους
ταξιδιώτες
από
τον
Κάτω
Κόσμο…
3. ΟΙ
ΔΑΙΜΟΝΙΣΣΕΣ
Ήταν
ένα
βράδυ
αυγουστιάτικο
της
δεκαετίας
του
σαράντα,
που
έφευγε
μαρτυρικά.
Το
φεγγάρι
στο
μεσοκοίλι
τ’
ουρανού
λειψό
κατά
μία
μικρή
φετούλα,
κρυβότανε
από
κανένα
βιαστικό
γκριζόμαυρο
μοναχικό
συννεφάκι.
Το
ελαφρό
Αιγαιοπελαγίτικο
μελτεμάκι
το
έσπρωχνε
να
τρέχει
στο
ουρανοκοίλι,
σαν
να
ήτανε
αργοπορημένο
διαβατάρικο
καλοκαιρινό
πουλί,
που
γοργοπετούσε
για
το
Νοτιά
πριν
το
προλάβει
η
ξαφνική
φθινοπωρινή
καταιγίδα,
που
προαισθανότανε
ότι
θα
έστελνε
ο
βοριάς.
Το
καρτέρι
του
λαγού
στις
δόξες
του.
Μόνο
έτσι
μπορούσανε
αυτήν
την
εποχή
όσοι
διέθεταν
ντουφέκια,
όχι
όμως
λαγωνιάρικα,
να
μαγειρέψουν
στο
βουλωμένο
με
προζύμι
τζουβέκι3
στην
παραστιά
τους
λαγοστιφάδο.
Αυτό
δε
σήμαινε
όμως
ότι
σε
κάθε
καρτερισιά
θα
πέθαινε
κι
από
ένα
θήραμα.
Γιατί
τα
όπλα
της
εποχής
στο
σύνολό
τους
ήταν
«τσακ
-
μπουμ»
-
δηλαδή
μπροστόγεμα
– με
πολλά
μειονεκτήματα,
που
εξαιτίας
τους
συμμαχούσαν
που
και
που
με
τα
υποψήφια
θύματα,
χαρίζοντάς
τους
τη
ζωή.
Πέρα
απ’
αυτήν
τη
συντυχιά,
συνέβαιναν
κατά
την
ώρα
της
προσμονής
και
διάφορα
απρόοπτα,
λες
και
τα
έστελνε
η
προστάτιδα
των
αγριμιών,
η
αρχαία
θεά
Άρτεμη
για
να
τα
γλιτώσει
από
τη
μαύρη
κι
ολοσκότεινη
θανατοτυχιά.
Αντιμαχότανε
η
θεά
το
μαύρο
σκοτάδι
του
θανάτου
και
το
πολεμούσε
με
το
διάχυτο
φως,
που
σκόρπιζε
την
αγάπη
των
ματιών
τους.
Καρτεριτζής
σε
κάποιο
μποστάνι
ο
Βαγγελάρας
(Ε.
Ρέτσας).
Από
τη
φυλάχτρα
του
παρατηρούσε
και
εξέταζε
προσεχτικά
τα
πιθανά
περάσματα
για
ερχομό
του
αναμενόμενου
στη
στενόμακρη
λάκκα
της
φυτείας,
που
απλωνόταν
μπροστά
του.
Ταυτόχρονα
παρακολουθούσε
και
τ’
ανάρια
γοργοπεράσματα,
που
έκαναν
τα
συννεφοσκιάσματα
του
φεγγαριού
καταγής.
Μοιάζανε
σκούρα
με
παράξενο
σώμα
τρομοκρατημένα
αγρίμια
ταχύποδα,
που
περνούσαν
γρήγορα,
δίχως
κόπο
ό,τι
εμπόδιο
τύχαινε
μπροστά
τους
σαν
να
είχαν
άφαντα
φτερά.
Σαν
τύχαινε
κι
αντάμωναν
κορμοσκιές
κινούμενες
ή
ογκοσκιές
κοντινών
γήινων
ανωμαλιών,
έφτιαχναν
παράξενα
σχήματα,
που
με
τη
φυσική
μουσική
υπόκρουση
του
μαέστρου
αέρα,
τριγμούς
χαμηλόηχους,
φυλλοσαλέματα
και
κλαδοφιλήματα
συνθέτανε
σκηνικά
με
ατμόσφαιρα,
που
προϊδέαζε
τον
κάθε
φοβητσιάρη.
Γι’
αυτό
και
κανείς
από
το
«σόι»
τους…
δεν
ήταν
καρτεριτζής,
πολύ
περισσότερο
δε
από
τους
αρματωμένους
με
μαυρομάνικο
μαχαίρι,
τους
νεραϊδοπαρμένους.
Πλησίαζε
η
ώρα
που
βγαίνουν
σεργιάνι
τα
φαντάσματα.
Το
νυχτόβοσκο
τετράποδο
δεν
είχε
κάνει
ακόμα
την
εμφάνισή
του.
Ξαφνικά
το
σκηνικό
που
είχε
μπροστά
του
με
τις
αψυχοσκιές
παλουκωμένες
ή
κινούμενες,
εμπλουτίστηκε
με
ψυχοσκιές
και
τις
αφέντρες
τους.
Το
σκοτεινό
μονοπάτι
στην
κάτω
μακρινή
γωνιά
του
μποστανιού
που
ερχότανε
πο
το
ρέμα,
δίπλα
στο
σταυρόρρεμα,
σιαζότανε
με
πυκνή
καλαμοσυστάδα
στη
μια
του
πάντα
φυτρωμένη,
ενώ
στην
άλλη
η
σκοινένια
μικροαραδιά
είχε
πυκνά
πλεγμένα
πάνω
της
φέρια
και
κορνοβάτια.
Από
το
κατάμαυρο
στόμα
του
αρχίσανε
σιγά
– σιγά
να
γεννιούνται
λυγερές
κορμοστασιές
που
μοιάζανε
αέρινες
μετά
τη
γέννα
τους.
Με
δυσκολία
βγαίνει
η
πρώτη,
κοντή,
σκυφτή
φαινότανε,
μ’
ένα
ραβδί
στο
χέρι.
Μόλις
ισορρόπησε
κι
ορθώθηκε,
άρχισε
να
κουνάει
πέρα
-
δώθε
χαμηλά
το
ένα
ακροκόρυφο
του
ραβδιού
της
σαν
να
σάρωνε
ή
μάγια
να
έκανε
στα
χείλια
του
μονοπατιού.
Κι
αφού
μάγεψε
με
το
μαγικό
της
ραβδί
τ’
ακρόχειλα
του
σκοτεινού
διαποριού,
άπλωσε
το
χέρι
στην
ολόμαυρη
γέννα
και
βγάζει
μία
δεύτερη
και
μετά
μια
τρίτη.
Η
τρίτη
γέννα
ήταν
φαίνεται
επώδυνη
γιατί
ακούστηκε
ένα
σιγανό
μακρόσυρτο
ωχχχ!
που
έβγαλε
τη
μικρότερη
κι
έμοιαζε
σαν
υπόλειμμα
των
δύο
προηγούμενων.
Αφού
στατούλιασε4
και
η
μικρή,
αρχίσανε
το
χορό.
Οι
μεγάλες
με
αρμονικές
χορευτικές
κινήσεις
η
μια
δεξιά
η
άλλη
ζερβά,
μοιάζανε
με
μπαλαρίνες.
Πότε
σκυφτές
να
κάνουν
τσαλιμάκια
και
γυροβολιές
και
πότε
όρθιες
να
μαζεύουν
και
να
απλώνουν
τα
χέρια
τους
με
την
ευκολία
που
ανοιγοκλείνει
μεγάλος
γέρακας
τις
φτερούγες
και
τα
πόδια
του,
όταν
πάει
να
καθίσει
στην
κορφή
καμένου
κυπαρισσιού
και
το
σπρώχνει
ο
δυνατός
αέρας.
Η
μικρή
έτρεχε
μπρος
πίσω
σκοντάφτοντας
στις
μεγάλες
όμοια
με
κουταφάκι
που
θέλει
να
παίξει
με
τα
μεγάλα
του
αδέρφια
και
που
τα
ενοχλεί…
Οι
τρεις
αυτές
ξωτικές
φιγούρες
άλλοτε
λάμπανε,
άλλοτε
μαυρίζανε
και
χάνονταν
μία
– μία
ή
όλες
μαζί
στη
στιγμή
σκυφτές
ή
όρθιες,
για
να
ξαναφανούνε
και
πάλι
σαν
να
τις
άρπαζε
και
τις
ξανάφηνε
μουγγό
ανεμορούφι
ή
καταβόθρα,
που
τις
ρούφαγε
για
να
τις
ξεράσει
– αφού
δεν
δυνόταν
να
τις
καταπιεί
– σαν
μεγάλη
νεραϊδοπηγή.
Τέτοιες
κινήσεις
χορού,
εμφανίσεις
λαμπερές
και
εξαφανίσεις
μουντές
ή
μαύρες
μόνο
σε
ξωτικά
της
νύχτας
που
βγήκανε
-
όπως
κάνανε
πάντα
από
σταυρόρρεμα
το
μεσονύχτι
-
για
να
χορέψουνε
στη
λάκκα
του
μποστανιού
και
να
κιοτέψουνε
τους
θεατές
της
νύχτας,
που
ξέρουνε
ότι
κάπου
εκεί
είναι
και
τις
παρακολουθούνε…
Στο
μυαλό
του
υποψήφιου
λαγοφονιά
ο
λίγος
χρόνος
που
είχε
μεσολαβήσει
από
την
ξεπροβολή
τους,
του
φαινότανε
ώρα
ατέλειωτη.
Από
τη
μόστρα
του
νου
του
πέρασαν
δρομίς
όλα
όσα
είχε
ακούσει
κατά
καιρούς
– και
δεν
τα
είχε
πιστέψει
-
για
ξαφνικές
παρουσίες
μαυροφορεμένων
μουγγών
γυναικών.
Για
χορούς,
τραγούδια
από
λυγερόκορμες
και
καλλικέλαδες
λευκοφορούσες,
για
μαγευτικές
μουσικές
αλλά
και
για
κάποιες
δυνατές,
σκληρές
και
άκαρδες,
που
χτυπούσαν
ανελέητα
αδύναμα
άτομα
μέχρι
αναισθησίας.
Παραδείγματα
αρκετά
στη
μικρή
κοινωνία
του
χωριού
αλλά
και
των
γειτονικών.
Το
θέαμα
κι
οι
σκέψεις
του
φέρανε
φόβο
πρωτόγνωρο
και
ανεμοζάλη
του
σκέπασε
το
νου.
Η
βιάση
μάχεται
τη
λογική
κι
ο
φόβος
που
την
περδικλώνει,
δίνει
διάτα
για
τουφεκισμό
κι
αφέντης
του
κακού
θέλει
να
γίνει.
Γιατί
του
χάρου
ο
φόβος
πάντα
παραστέκεται
και
σπρώχνει
το
δάχτυλο
να
πάει
στη
σκανδάλη.
Σήκωσε
το
όπλο,
το
’βαλε
στο
ωμομάγουλο
κι
έφερε
το
δάχτυλο
στη
σκανδάλη,
έτοιμος,
περιμένοντας
πότε
θα
ζυγώσουν
πιο
κοντά
και
οι
τρεις
μαζί,
γιατί
με
το
μονόκαννό
του
μία
μόνο
σφαίρα
μπορούσε
να
ρίξει.
Προετοιμαζόταν
λοιπόν
σε
αναμονή
της
κοντοσυσπείρωσης
με
την
απόφαση
παρμένη
να
πυροβολήσει,
αφού
δεν
μπορούσε
να
εξηγήσει
τις
εικόνες
που
έβλεπε,
παρόλο
που
υπήρχε
το
προηγούμενο
με
το
γερο
– κυνηγό
Πραντούδη,
που
η
φυγή
του
άφησε
παρακαταθήκη
τον
άγραφο
νόμο:
«Ποτέ
δεν
τουφεκάμε
τα
δαιμονικά,
γιατί
αυτά
δεν
σκοτώνονται
εύκολα
και
μετά
εκδικούνται
πάντα
τον
πυροβολητή».
Όμως
η
νεραϊδοτριάδα
είχε
πλησιάσει
αρκετά,
οπότε
του
φάνηκε
ότι
τις
προσομοίασε
με
γνωστές
τσοπανοπούλες.
Αναθάρρησε
λίγο,
οι
πρώτες
σκέψεις
λοξοδρόμησαν,
αφού
του
νου
του
φύγανε
το
θάμπος
και
η
σκλόμη
κι
ήρθανε
να
του
παρασταθούνε
η
γνώση
με
την
τόλμη.
Κατέβασε
το
όπλο
και
περίμενε
να
πλησιάσουν
περισσότερο,
για
να
σιγουρευτεί.
Αν
δεν
ήτανε
βοσκάρισσες
κι
ήτανε
ξωτικά,
ίσως
αλλάζανε
δρομολόγιο,
αφού
δώσανε
την
παράστασή
τους
και
δε
μοιάζανε
μ’
αυτές
που
παιδεύουνε
άσπλαχνα
τους
αδύναμους,
οπότε
θ’
αλαργεύανε.
«Τόσα
χρόνια
περνώντας
από
σταυρορρέματα
καταμεσήμερα
και
καταμεσάνυχτα,
ποτέ
δε
μου
έτυχε
κάτι
τις
ύποπτο.
Τόσα
καλοκαιρινά
σωμονύχτια
πέρασαν
να
κοιμάμαι
σύναυγα
από
μικρό
παιδί
κοντά
στο
κοπάδι
σε
ρεματιές,
ανάπλαγα
ή
κατάρραχα
κι
ούτε
είδα
μήτε
άκουσα
το
παραμικρό.
Χάζι
έκανα
μ’
αυτούς
που
ακούγανε
και
βλέπανε».
Αυτά
κι
άλλα
παρόμοια
σκεφτότανε
για
τ’
ανεμικά.
Το
σύμπυκνο
πούσι
κι
ο
φόβος
του
μυαλού
και
της
ψυχής
του
σκορπίσανε
σαν
τον
πυκνό
καπνό,
που
σηκώνεται
πο
τα
νωπά
κοπράχυρα,
όταν
υποβόσκονται
από
τη
φάουσα
φλόγα
και
τα
παρασέρνει
κατά
νοτιά
και
κατά
τα
ουράνια
η
ξαφνική
του
βοριά
ανεμοθύελλα.
Το
θάρρος
πάλεψε
και
νίκησε
το
φόβο
κι
η
λογική
τη
φαντασίωση,
που
σέρνανε
ξωπίσω
τους
τα
δαιμονοακούσματα.
Από
κοντά
κι
η
περιέργεια,
κοντοστύλι
στην
άργητα
της
… εκτέλεσης.
Πώς
είναι
το
κορμί
τους;
Είναι
μόνο
μουντό
ζωγραφικό
περίγραμμα,
αέρινο
κι
ανάλαφρο,
ίδιο
μ’
αυτό
το
άυλο
άγιο
που
μπορεί
ν’
ανεβοκατεβαίνει
μεταξύ
ουρανού
και
γης
ή
είναι
σαν
το
δικό
μας
το
ανθρώπινο
σαρκίο
με
βαριοκίνητο
υλικό
φτιαγμένο;
Είχε
πια
αρχίσει
ν’
ακούει
τη
σιγολαλιά
τους.
Οι
αλάλητες
δαιμόνισσες
είχαν
γίνει
λάλες
κοπελούδες.
Όταν
πια
είχαν
κοντοζυγώσει
στην
κλαροφωλιά
του,
ξεχώριζε
καλά
τα
λόγια
της
δαιμονίτσας,
που
όλο
διαμαρτυρότανε
ότι
οι
μεγάλες
βιάζονταν
και
δεν
την
περιμένανε,
ενώ
αυτή
αργούσε,
γιατί
κάθε
τόσο
τριβόλια
τις
τρυπάγανε
τσαρούχια
και
πόδια.
Του
νεαρού
λαγοφονιά
δεν
του
έμενε
καμιά
αμφιβολία
για
το
ποιες
ήτανε.
Παράλληλα
του
λυθήκανε
τα
παράξενα,
τα
ανεξήγητα
και
οι
όποιες
αμφιβολίες
κι
απορίες.
Το
στρέπλα
-
στρέπλα5,
το
στατούλιασμα
μετά
και
το
πέρα
-
δώθε
της
στροβοράδας6
(στραβοράβδι)
της
πρώτης
κι
όλα
όσα
κλουθήσανε
στο
μονοπάτι,
γίνανε
γιατί
αυτό
ήταν
φτιαγμένο
με
ξελαφτούς
και
μικρόκλαρα
γκοριτζάς7.
Έπρεπε
η
πρώτη
να
τα
μεριάσει
για
να
μην
καρφωθούν
από
τις
άγριες
αγκαθοβελόνες
τα
μισοποδημένα
με
τα
γρουνοτσάρουχα
πόδια
τους.
Ο
νεραϊδιάρικος
αέρινος
χορός
δεν
ήταν
τίποτ’
άλλο
από
σκύψιμο,
ανόρθωση,
πλάγια
βήματα
δεξιά,
ζερβά
στο
ψάξιμο
του
μποστανιού.
Ό,τι
έβρισκαν
ξελάγγουρα,
πεπονάκια
ή
καρπουζάκια
ξεχασμένα
τα
ρίχνανε
στα
δυο
τους
ταγάρια,
που
ήταν
περασμένα
στις
πλάτες
τους.
Σαν
βρέθηκε
στο
διάβα
τους
η
κορομπηλιά,
φορολογήθηκε
κι
αυτή.
Το
ψάξιμό
της
για
τα
μαλακά
φρούτα
έγινε
με
αργό
ρυθμό
και
τα
χέρια
ψηλά.
Το
πέρασμά
τους
από
τις
κορμοσκιές
της
μεγάλης
καρυδιάς
στο
σύνορο
του
μποστανιού
της
χοντρής
μουριάς
που
υπήρχε
κι
αυτή
εκεί,
όταν
συντύχαινε
με
τα
συννεφοσκιάσματα
του
φεγγαριού,
η
κίνηση
στη
λάκκα
στο
ασκίαστο
ασημοσεληνόφωτο
μαζί
με
τη
μουσική
υπόκρουση
της
δράσης
του
ανεμοθεού
συνθέσανε
όλο
αυτό
το
παράξενο
σκηνικό,
που
λίγο
έλειψε
να
καταστεί
μοιραίο.
Η
μια
μεγάλη
με
τη
μικρή
της
αδερφή
και
την
ξαδέρφη
τους,
κόρες
δύο
αδερφών,
που
τα
βράδια
του
καλοκαιριού
πλαγιάζανε
– όπως
όλοι
οι
βοσκάροι
-
κοντά
στη
στρούγκα,
για
να
παρακολουθάνε
το
κοπάδι
τη
νύχτα,
που
βόσκαγε.
Χωρίς
ρολόι
συμφωνημένα
ή
όχι
για
να
δαμάσουν
και
να
καταλαγιάσουν
την
ανέσπλαχνη
πείνα
τους,
ξύπνησαν
και
κάνανε
παγάνα
στα
μποστάνια.
Πού
να
φανταστούνε
ότι
και
αυτήν
την
ώρα
υπήρχε
κάποιο
μάτι
που
τις
έβλεπε…,
ότι
για
λίγο
τις
είχε
αγκαλιάσει
ο
χάρος
αλλά
στη
συνέχεια
το
μετάνιωσε
και
τις
άφησε,
γιατί
ήταν
μικρές,
νηστικές
και
αδύνατες…
Τις
άφησε
για
να
τις
πάρει
μία
– μία
πολύ
αργότερα
χορτάτες…
Γλίτωσαν
έτσι
τρεις
βοσκοπούλες
κάτω
των
δεκαοχτώ,
μαζί
τους
κι
ο
λαγοφονιάς
που
θα
γινότανε
τριπλά
ανθρωποκτόνος,
αφού
η
καθαρή
σκέψη
τον
έκανε
ανάθαρρο
και
περίεργο,
να
τις
δει
από
κοντά
και
να
θαυμάσει
την
ξακουστή
ομορφιά
τους.
Έτσι
αποφεύχθηκε
ο
σύθρηνος
και
η
μαυροφορεσιά
δύο
συγγενικών
φαμιλιών
και
μιας
τρίτης
ομοχωριανής.
Για
άλλη
μια
φορά
επαληθεύτηκε
το
αρχαίο
γνωμικό:
«Νους
ορά
και
νους
ακούει.
Τα
δε
άλλα
κωφά
και
τυφλά».
(Μόνο
ο
νους
βλέπει
και
ακούει.
Όλα
τ’
άλλα
κουφά
και
στραβά…).
ΥΓ.
Το
περιστατικό
μου
το
διηγήθηκε
ο
μπάρμπας
μου
ο
Βαγγέλης
μετά
από
πολλά
χρόνια,
σε
μεγάλη
ηλικία.
Ήθελε
να
μου
δείξει,
ότι
ποτέ
δεν
πρέπει
να
χάνουμε
το
θάρρος
μας,
να
κρατάμε
την
ψυχραιμία
και
να
μην
τουφεκάμε
σε
θαμπά
σκηνικά
τους
παράξενους
παίχτες
της
σκηνής.
Ή
αλλιώς:
«Δεν
πυροβολούμε
ποτέ
τα…
δαιμονικά»…
- ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ
Ένας
άλλος
υποψήφιος
λαγοφονιάς,
που
έγινε
κυνηγός
σε
μεγάλη
ηλικία,
πρόσμενε
να
φάει
λαγό
ή
πουλιά
μόνο
από
καρτέρι,
αφού
δεν
κάτεχε
καλά
την
τέχνη
του
κυνηγάρη.
Ούτε
κουβέντα
να
ρίξει
σε
πετούμενο
στο
φτεροκόπημα.
Αμάθητος
στο
«βάρημα
του
φτερού»
δε
δοκίμαζε,
για
να
μη
χαλάει
σφαίρες
και
ξοδεύει
λεφτά.
«Δαδή
τι
θα
πει!..
Να
ρίχνουμε
μπαμ!
μπουμ!…
στο
φτερό,
σαν
να
ρίχνουμε
στο
γάμο
του
Καραγκιόζη,
να
χαλάμε
λεφτά
και
να
στέλνουμε
τα
πουλιά
να
παγαίνουνε
να
μας
«κάνουνε
μήνυση;
Όχι…
να
μη
σπέρνουμε
τα
χωράφια
με
σκάγια…
Πρέπει
κάθε
σφαίρα
κι
ένας
σκοτωμός…
Τα
λεφτά
δε
βγαίνουνε
έτσι!...».
Αυτή
ήταν
η
φιλοσοφία
του
μπάρμπα
Μήτσου,
που
περίμενε
κρυμμένος
στα
σκίνια8
να
έρθει
η
τσίχλα
ή
το
κοτσύφι,
να
καθίσει
στην
αγριλιά
και
να
το
ντουφεκίσει
καθιστό,
όπως
έλεγε.
Περίμενε
να
χιονίσει
για
να
βρει
το
λαγό
στην
κοιμηθιά,
από
τα
ζάλατά
του
πάνω
στο
παγωμένο
χιόνι
και
να
του
την
ανάψει,
ή
να
πάει
τα
βράδυ
του
καλοκαιριού
μ’
ολόγεμα
φεγγάρια
στο
καρτέρι
και
να
περιμένει
τον
επισκέπτη
τσιμπολόγο,
μέχρι
να
«ρίξει
χαραή»
και
να
πισωστρατήσει
με
το
σύναυγο…
Μια
μέρα
ο
μπάρμπα
Μήτσος
πίνοντας
την
κούπα
με
το
κρασί
στο
καφενείο
του
Τάσου,
μας
διηγήθηκε
μια
ιστορία
καρτεριού.
Μισογελαστός
όπως
συνήθιζε
στις
διηγήσεις,
με
τις
εκφραστικές
ματούρες
του
να
συμπορεύονται
στην
ευχαρίστηση
της
κάθε
πόσης
με
τον
καταπιώνα,
όταν
σήκωνε
κι
αντάμωναν
κούπα
– χείλια
και
γλώσσα
-
αμπελόχυμο.
Το
θώρι
τους
μόνο
ήταν
πειθώ
κι
επιβεβαίωση
της
αλήθειας
αυτών
που
κάθε
φορά
ιστορούσε.
«Είχα
εντοπίσει
σ’
ένα
μποστάνι
του
Στεφανή
στο
Μακρυνάρι,
ότι
βόσκαγε
λαγός.
Σαν
μεγάλωσε
το
φεγγάρι
και
φώτιζε
το
βράδυ
καλά,
κει
στο
τέλος
του
Αλωνάρη
θα
ήτανε,
ένα
λειδινό9
καναδυό
καλάμια
ο
ήλιος
ψηλά,
φόρτωσα
στη
γαϊδούρα
το
ντουφέκι
που
το
είχα
κρύψει
μέσα
σε
μια
μπούρδα,
το
ταγάρι
που
μέσα
είχα
βάλει
την
κοσόρα
με
το
πριόνι
και
το
τσαπί.
Την
καλίκεψα
και
πο
το
Πουσιβόγγλι
ίσα
πέρα
για
Μακρυνάρι.
Πήγα
σ’
ένα
χέρσο
που
είχα
κει
κοντά,
έδεσα
το
ζό
να
βοσκήσει
στο
ξερομανί
και
έκανα
πως
έκοβα
κλαριά
τάχαμου
για
το
φούρνο.
Όντες
ήρθε
η
κατάλληλη
ώρα,
την
μπούρδα
με
το
όπλο
στον
ώμο,
το
πριόνι
στο
χέρι
και
στο
μποστάνι.
Έκοψα
μερικά
κλαριά
και
έκανα
τη
φυλάχτρα.
Έβαλα
μέσα
και
μια
πέτρα
μεγάλη
και
πλακουτερή
για
κάθισμα.
Έστρωσα
πο
πάνω
της
την
μπούρδα
και
κάθισα.
Την
είχα
φτιάξει
στην
άκρη
σ’
ένα
μεγάλο
σκοίνιο,
κι
ούτε
που
φαινέτανε.
Είχα
κάνει
δαδή
να
πούμε,
τέλεια
παραλλαγή».
- Κι άμα μπάρμπα Μήτσο ερχέτανε άλλος, που κι αυτός γνώριζε ότι εκεί βόσκει; Τι θα έκανες; Θα έφευγες;
Ο
«Ματούρας»
γούρλωσε
ακόμη
πιο
πολύ
τους
προδότες
της
σκέψης
κι
αποκρίθηκε:
- Όχιι! Τι λες εκεί! Δαδή εγώ που ήρθα πρώτος, θα έφευγα; Αν ήτανε κανένας αναποδιάρης και δεν ξεκόλλαγε να πούμε, για να πάει δαδή αλλού, κάτσε και συ σ’ άλλη φωλιά κι άμα τονε σκοτώσουμε, θα τονε μοιράσουμε. Έτσι που λέτε, θα του έλεγα.
- Μπάρμπα Μήτσο, ποιος θα έριχνε πρώτος; Σίγουρα θα τον άφηνες να ρίξει πρώτος, για να μη χαλάσεις σφαίρα…
- Ναι, άμα ήτανε καλός σκοπευτής να πούμε, κι ας ήτανε τζαναμπέτης… Άμα όμως θα ήτανε σκράπας, δαδή χειρότερος από μένα, θα του την μπουμπούνιζα, για να είχα και το πάνω χέρι στη μοιρασιά, αν το έπαιρνα…
«Βγήκε
το
φεγγάρι
νωρίς
κι
άρχισε
ν’
ανεβαίνει.
Αυτό
τη
δουλειά
του
κι
εγώ
τη
δικιά
μου.
Είχανε
περάσει
κάμποσες
ώρες,
χωρίς
να
φανεί
λαγός.
Εγώ
εκεί,
αμανάτι!...
Δε
θα
φύγου
πο
δω,
άμα
δεν
ξημερώσει
και
δεν
έρθει
μέχρι
τότε,
έλεγα
από
μέσα
μου.
Πάλι
έβαζα
με
το
νου
μου
μπας
και
με
πήρε
χαμπάρι
να
πούμε
κι
άλλαξε
δρομολόγιο.
Μήπως
πηγαίνοντας
αλλού
τονε
σκοτώσανε
ή
τονε
πιάσανε
σε
δόκανο;
Μα
ούτε
μπαμ
ακούστηκε,
ούτε
κλάματα
πο
πιάσιμο
στο
δόκανο.
Αυτό
άμα
πιαστεί,
κλαίει
σαν
μικρό
παιδί…
Χαλάει
τον
κόσμο…
Άμα
το
ακούσει
κανάς
δειλός,
θα
πιστέψει
δαδή
να
πούμε,
ότι
είναι
κλάμα
μωρού
δαιμόνισσας…».
Έλεγε,
αλλά
και
πάσκιζε
να
κρατάει
νωπό
του
κορμιού
το
καταπότι:
«Εγώ
όμως
εκεί!!
Πιανούμανε,
δεν
πιανούμανε
πο
το
καθισό,
δεν
το
κούναγα
ρούπι…
Μέχρι
και
καθιστός
κατούρησα
χάμου…
να
πούμε,
γιατί
όρθιος
θα
έκανα
φασαρία…».
- Και θα περίμενες μέχρι το πρωί, μπάρμπα Μήτσο;
- Εμ! Τι θα έκανα, λέτε; Αφού γι’ αυτό πήγα… Δεν πήγα για να φύγου νωρίς με άδεια χέρια. Αυτή ήταν η δουλειά μου το βράδυ αυτό. Κι εκεί που σκεβούμανε διάφορα, ακούου που λέτε παιδιά, πατ, πατ από μακριά. Αμέσως σηκώθηκα, το όπλο επ’ ώμου και περίμενα. Έλα φίλε και με γάστρωσες στο περίμενε. Έλα και θα σου τινάξου τα μυαλά στον αέρα. Είχα μανιάσει πο την άργητά του…
- Δηλαδή μπάρμπα Μήτσο, αν ερχέτανε νωρίς, θα του τη χάριζες;
- Χα, χα, χα!!! Ε, όχι δα! Θα του την άναβα, αλλά δε θα τον έβριζα ας πούμε… Όσο όμως κοντοζυγώνανε τα ζάλατα, δεν κάνανε πατ, πατ, αλλά πάαττ! Πάαττ! Φσς, πάαττ!... Σκέβουμαι, τι διάολο λαγός είναι που περπατάει τόσο δυνατά και κάνει τα ξερόχορτα να τρίζουνε έτσι; Σαν να φοράει παπούτσια ακούγεται… Μπας και είναι δαδή διάολος σαν του γερο – Πραντούδη ή κανένα ζό έχει λυθεί κι έρχεται στη χλωροσιά; Τα ζάλατα δε μοιάζανε από λαγό πάντως... Περίμενα ν’ ακούσου το φύσημα το δυνατό που κάνουν με τα ρουθούνια τους τα μεγάλα ζα, όταν καταλαβαίνουν κίνδυνο, αλλά τίποτα…
- Μπάρμπα Μήτσο φοβήθηκες; Σκέφτηκες μήπως ήτανε καμιά δαιμόνισσα;…
«Όχι,
τα
μπαούτσα
είναι
άνθρωποι
της
νύχτας.
Μακάρι
να
ήτανε
τέτοια
γυναίκα….
Χα,
χα,
χα!!
Θα
περνάγαμε
καλά
οι
δυο
μας…
Τα
ζάλατα
ενώ
είχαν
λίγο
σταματήσει
πιο
πέρα
και
πίσου
ακριβώς
πο
το
μεγάλο
σκοίνιο
που
με
έκρυβε,
ακούστηκαν
πάλι,
αργά
– αργά.
Γω,
το
δάχτυλο
στη
σκανδάλη
να
πούμε.
Βλέπου
να
σκάει
μύτη
πο
δίπλα
μου
ζερβά
μια
παράξενη
σκιά
να
κάνει
πάλι
στάση
και
ν’
ακούγεται
τώρα
ένα
κριτς
– κριτς
– φτου…
Βάζου
με
το
νου
μου,
ρε
μπας
και
είναι
λαγός
όρθιος
στα
δυο
πόδια
και
με
τ’
άλλα
δυο
κρατάει
και
τρώει
ξελάγγουρο;
Αλλά
τέτοιος
δεν
έχει
ακουστεί…
Μόλις,
λέου
μέσα
μου,
φανεί,
θα
του
τηνε
στράψου…
Κράταγα
την
αναπνοή
μου
για
να
μην
ακούσει
την
ανάσα
μου
και
προδοθού...
Η
καρδιά
μου
βάραγε
σαν
του
γείτονά
μου
του
Μιχαλάρα
το
σφυρί
στο
αμόνι,
ντούκου
– ντούκου
– ντούκου…
Τι
διάολο
πράματα
είναι
αυτά
πόψε,
δω!...,
είπα
μέσα
μου.
Μέχρι
να
πάρου
μία
βαθειά
σιγανή
αναπνοή
για
να
μη
σκάσου,
τσουπ
– τσουπ
περβατάει
η
σκιά
και
βγαίνει
μπροστά
και
πολύ
κοντά
μου…
Ανθρωπολαγός…χάχαχα»,
συνέχιζε
ο
Ματούρας
με
το
μισόγελό
του
και
με
τις
ματούρες
του
γλαρές,
στο
ελαφρά
τρικυμισμένο
για
την
περίσταση
λιγότριχο
κεφάλι
του,
να
στέκονται
μάρτυρες
αδιάψευστοι
του
παθήματος
του.
«Βλέπου
που
λέτε
ρε
παιδιά,
ντόπιο
άτομο,
δικό
μας,
να
έχει
ρίξει
στην
πλάτη
μία
μπούρδα,
που
μέσα
είχε
φορτίο,
να
την
κρατάει
με
το
ένα
χέρι
και
με
το
άλλο
να
«τρώει
τη
σκάρα
του»
ξελάγγουρο,
που
του
έτυχε
με
πικρά
σπόρια…
Όταν
με
προσπέρασε
κάμποσο,
άφησε
καταγής
το
φορτίο
του
κι
άρχισε
να
ψάχει
τις
ρίζες
του
μποστανιού.
Έσκυβε,
μύριζε
τα
πεπόνια,
χτύπαγε
με
τα
δάχτυλα
τα
καρπούζια
κι
όσα
του
κάνανε,
τα
έκοβε
και
τα
πήγαινε
στην
μπούρδα.
Κατέβασα
το
όπλο,
κάθισα
πάλι
στο
… σκαμνί
και
παρατήραγα.
Τώρα
είπα
δαδή
μέσα
μου,
να
του
μιλήσου;
Να
πεταχτού
όξου
πο
τη
φωλιά
και
να
του
φωνάξου,
τι
κάνεις
εκεί
ρε
κλέφτη;
Ο
άνθρωπος
για
σένα
το
φύτεψε,
το
πότισε,
το
σκάλισε
και
το
ξεχορτιάριασε;
Τι
δουλειά
έχεις
εσύ,
στο
ξένο
πράμα;
Και
κολλήγας
του
να
ήσανε,
γιατί
έρχεσαι
τη
νύχτα;
Πίσου
πάλι
όμως,
σκέφτηκα.
Μπορεί
πο
το
φτάρωμα,
όπως
μαζεύει
τους
φόρους
ξένοιαστος,
να
του
’ρθει
καμιά
συχώρεση
και
να
πάει
χαμένος,
σαν
το
σκυλί
στ’
αμπέλι.
Γι’
αυτό
δε
μίλησα,
ούτε
έκανα
φασαρία
για
να
προδωθού
και
να
πιάσουμε
κουβέντα.
Σκέφτηκα
και
ξανασκέφτηκα…
και
λέου
στον
εαυτό
μου:
Μήτσοο,
παράνομος
ο
κλέφτης,
αλλά
και
συ
παράνομος.
Η
δικαιολογία
σου
ότι
ήρθες
να
βαρήσεις
το
ζο,
που
κι
αυτό
είναι
παράνομο
αφού
τρώει
πο
το
βιος
του
νοικοκύρη,
δε
στέκεται.
Αυτό
το
καημένο
δεν
κουβαλάει,
μόνο
τσιμπάει
για
λίγο
και
φεύγει.
Τώρα
ποιος
είναι
πιο
παράνομος
δαδή,
δεν
έχει
σημασία
κι
ούτε
στη
ζυγαριά
τις
βάζουμε…
Τον
άφησα
λοιπόν
να
κάνει
τη
δουλειά
του
καλά
με
πόνο
καρδιάς,
γιατί
«σκούπισε»
το
μποστάνι
του
ανθρώπου,
κι
όταν
έφυγε
τον
πήρα
πο
πίσου.
Με
το
βαρύ
φορτίο
στην
πλάτη,
πήγαινε
μέσα
στ’
άγρια
μεσάνυχτα
σιγά
– σιγά
με
το
κεφάλι
πότε
σκυφτό
μπροστά
και
πότε
να
στέκεται
να
ξεφορτώνεται
και
να
το
γυρίζει
όρθιο
γύρω
– γύρω
σαν
του
φιδιού,
μην
και
τονε
παρακολουθάει
κάποιος.
Όταν
έφτασε
στον
Άγιο
Γιάννη,
πήρε
τη
ρεματιά
πάνου
κατέ
το
Κροιγκίξ.
Είπα
μέσα
μου
πάλι:
Θα
κρύψει
το
φορτίο
κάπου
και
θα
πάει
μετά
να
μαζέψει
τους
φόρους
από
άλλου
νοικοκύρη
το
πράμα…
Μετά
και
γω
αφού
μου
χάλασε
το
καρτέρι,
πήρα
το
δρόμο
και
γύρισα
στο
χωριό
με
άδεια
χέρια…».
- Και ποιος ήτανε αυτός, μπάρμπα Μήτσο;
- Ε, τι το θέλετε τώρα τ’ όνομά του… Δεν τονε νοματίζου… Είναι μεγάλος κι έχει οικογένεια. Δεν κάνει… Έφαγε τον κόπο και τον ιδρώτα άλλων… Πλούσιος δεν έγινε…. Μη με ρωτάτε γι’ αυτόνε άλλο… Αυτά όλα δαδή σας τα είπα να πούμε, για να δείτε η νύχτα τι κρύβει… Πώς μπορεί να γίνεις φονιάς στα καλά του καθουμένου και να κλείσεις δύο σπίτια. Η νύχτα δε φυλάει, ούτε κρύβει πάντα τους κλέφτες. Τους μαρτυράει και καμιά φορά, γιατί βγάζει στη φόρα τα έργα τους…
Αυτά
μας
είπε
ο
μπάρμπα
Μήτσος
ο
Ματούρας,
ο
λιγόλογος,
μαχητής
της
αλήθειας
και
υπέρμαχος
του
δίκιου
κι
έκλεισε
την
κουβέντα
που
το
κάθε
της
ναι
ή
όχι,
έτσι
ή
αλλιώς
το
συνόδευε
πάντα,
σαν
βάρκα
τρικυμισμένη,
η
μαδαρή
του
κεφαλή
με
τις
εκφραστικές
μεγάλες
του
ματούρες
και
τις
δύο
πάνωθέ
τους
γκρίζες
μικροαραδίτσες…
- Ο ΝΥΧΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ
Η
ιστορία
προέρχεται
από
αφήγηση
ενός
ωτακουστή
γείτονα
του
καρτεριτζή,
που
δεν
διασταυρώθηκε.
Και
σ’
αυτόνε
είχε
αργήσει
να
περάσει
από
την
ενέδρα
του
ο
λαγός.
Τον
περίμενε
όμως
κι
ας
ήταν
περασμένα
μεσάνυχτα.
Την
απόλυτη
νυχτερινή
ησυχία
της
φύσης
διατάραζαν
μόνο
τα
τρρ-
τρρ
– τρρρ
ενός
λάλου
τριζονιού
και
το
μακρινό
μονότονο
και
μελαγχολικό
τραγούδι
της
νυχτομοιρολογήτρας
κουκουβάγιας,
που
θύμιζε
λίγο
απόφωνο
κακού
συμβάντος.
Ο
λαγοφονιάς
με
ολάνυχτα
ματόφυλλα
κι
αυτιά
μέσα
στη
μεταμεσονύχτια
γαλήνη
του
ασημοφεγγαρόφωτου
πρόσμενε
υπομονετικά
το
κακότυχο
νυχτόβοσκο
τετράποδο
μέσα
στη
φυλάχτρα
του.
Κάποια
στιγμή
σάμπως
ν’
άκουσε
λαγοβήματα
πομακριά
που
ερχόντανε
προς
τη
φωλιά
του.
Είναι
το
σύνθημα
του
συναγερμού,
που
περιμένει
ο
κάθε
καρτεριτζής
και
πολλές
φορές
μέχρι
να
το
ακούσει,
τον
παραδίνει
το
σωμονύχτι
στη
«χαραή»
της
αυγής…
Τότες
σηκώνει
αργά,
αθόρυβα
μέχρι
το
ωμομάγουλο
το
φονικό
όπλο
και
φέρνει
το
δάχτυλο
στη
σκανδάλη.
Η
εμφάνιση,
η
στάση
με
το
κοντοζύγωμα
του
κακορίζικου
στον
φονιά
του
είναι
το
παρασύνθημα
για
το
φονικό.
Είναι
οι
κρίσιμες
στιγμές
για
θύτη
και
θύμα,
για
ζωή
και
θάνατο.
Ο
άτσαλος
θόρυβος
του
υποψήφιου
θύματος
όμως
έκανε
το
θύτη
να
παραξενευτεί
και
να
συλλογιστεί.
Τι
διάολο
λαγός
είναι
αυτός
που
έρχεται
έτσι
βαριοζάλατος,
σαν
να
είναι
πεταλωμένος;…
Μήνα
είναι
τίποτα
ξωτικά;
Αλλά
αυτά
λένε,
ότι
περπατάνε
ανάλαφρα
και
παρουσιάζουνται
μπροστά
σου
ξαφνικά
ή
σε
περιμένουνε,
όπως
λέγανε
ο
μπάρμπα
Βαγγέλης
ο
Μουστάκας
και
ο
μπάρμπα
Γιάννης
ο
Παμής.
Σαν
μπήκε
στο
μποστάνι
και
πλησίαζε
πίσω
του
και
δίπλα
ο
θόρυβος,
κατάλαβε
πως
ανθρώπου
ήτανε
ποδοβολή
κι
όχι
αχός
από
λαγοζάλατα,
που
ερχέτανε
να
φάει.
Μπαίνοντας
στο
οπτικό
του
πεδίο,
είδε
με
έκπληξη
ότι
ήταν
άνθρωπος
του
χωριού
με
ένα
σακί
στην
πλάτη
του
ριγμένο
μισοάδειο.
Να
γιατί
φανήκανε
τα
βήματά
του
φασαριόζικα
και
αργοσάλευτα
στον
κρυφοκοιταματζή
και
τονε
προϊδεάσανε
για
κάτι
απρόοπτο.
Γρήγορα
ο
νυχτερινός
ακάλεστος
επισκέπτης
ξεφορτώθηκε
σε
μια
μεριά
το
φορτίο
του
και
λεύτερος
ξαμολήθηκε
να
ψάχει
με
τη
σειρά
τις
μποστανόρριζες.
Έσκυβε,
μύριζε
ή
χτύπαγε
με
τα
δάχτυλα
κι
ότι
του
άρεσε
το
έκοβε
και
στο
τσουβάλι.
Ένας
τέτοιος
απρόσκλητος,
απρόσμενος
και
παράνομος…
φοροκλεφτομποστανάς,
κατά
κανόνα
χαλάει
το
καρτέρι
κι
εκνευρίζει
τον
καρτεριτζή.
Κι
αν
του
’χει
ξανατύχει
χαλασμός,
τότε
ο
θυμός
του
πυργώνεται
σαν
τη
φλόγα
της
φωτιάς
που
καίγοντας
σε
καλαμιά,
φτάνει
σε
αραδιά
μεγάλη
από
ξερά
ελιόκλαρα
μεσοκαλόκαιρα
και
σπρώχνεται
να
πάει
μπροστά
τρανή
και
να
φλογίσει
τα
ουράνια
από
του
δυνατού
βοριά
τη
λύσσα.
Λες
και
κρυμμένος
που
καθέτανε
πολυώρα
στη
φυλάχτρα
μόνος,
η
επιμονή
της
προσμονής
με
την
ανεπιθύμητη
επίσκεψη,
μάνα
και
παραμάνα
του
γινήκανε,
που
τον
βυζάξανε
αράδα
χολή,
για
να
ζητάει
εκδίκηση
η
μία
και
αμπελόπιοτο
βαρύ
για
να
’χει
όρεξη
ομού
για
γέλια
και
για
χάζι
η
άλλη.
Παράνομοι
κι
οι
δυο
τους,
στη
συντυχιά
του
μποστανιού
με
το
νυχτοκλέφτη
και
το
νυχτολαγοφονιά.
Η
νύχτα
όμως
συμπαραστάτισσα
πιότερο
του
λαγοφονιά,
αφού
ήτανε
αόρατος
και
οπλισμένος.
Έμοιαζε
ξωμάχου
με
αλεξίβροχο
στο
χέρι
του,
σε
ώρα
ξαφνικής
και
δυνατής
νεροποντής.
Ο
άλλος
ίδιος
με
αδύναμο
γυμνό
τσοπανόπουλο
με
το
κοπάδι
του,
καταμεσής
μεγάλης
λάκκας
χωρίς
ούτε
ένα
να
’χει
δέντρο.
Ενώ
ο
νυχτερινός
κολλήγας
του
μποστανιού
και
φεγγαρόσταλτος
εφοριακός
της
αχαμνής
καρπουζοπεπονίας
όλης
της
εγγύτερης
περιοχής
είχε
απομακρυνθεί
πο
τον
φορητό
κλεπταποδόχο
με
το
αμαρτωλό
φορτίο
στην
κοιλιά
του
και
παγάνιαζε
την
λάκκα,
ο
άλλος
παράνομος
από
την
εισαγγελική
έδρα
της
κρυψώνας
του,
τον
δίκαζε
και
τον
καταδίκαζε…
Τελειώνοντας
τη
δίκη
χωρίς
χάσιμο
χρόνου
εκτελεί
την
καταδικαστική
απόφαση
του
μονομελούς,
«ερήμην»
του
αναπολόγητου
παγανιάρη.
Όταν
ο
τελευταίος
βρισκότανε
πέρα
μακριά
πο
την
ευθεία
βολής
κάννης
όπλου
και
κλεπτοθήκης,
με
τα
κούρσα
του
ιδρώτα
και
του
κόπου
των
φορολογηθέντων
άγρια
φτωχονοικοκυραίων,
τότε
μπαμ!!…
παφφφ!!…
τινάζεται
στον
αέρα
τρυπημένη
η
γαστρωμένη
κοιλιά
του
κλεπταποδόχου
τσουβαλιού,
που
δεν
πρόκανε
να
πάει
στο
μαιευτήριο
του
σπιτιού
για
να
γεννήσει
τα
πολύδυμα
κυοφόρια
της.
Έμεινε
κει
που
τη
βρήκε
το
κακό,
να
κοκκινίζει
πο
τη
σάρκα
και
το
αίμα
των
εμβρύων
της
μυρίζοντας
μπαρούτι…
Με
το
μπαμ
και
τη
λάμψη
του
μονοστιγμής
με
το
φτάρωμα,
ο
άρπαγας
του
μεσονυχτίου
τινάζεται
κι
αυτός
στον
αέρα.
Του
πέφτει
πο
τα
χέρια
ο
παράνομος
φόρος
κι
αρχίζει
το
χοροπηδητό
άμαθου
κι
αμύητου
αναστενάρη,
που
δοκίμασε
ξυπόλυτος
να
περπατήσει
σε
φλογάτη
θράκα
και
τρέχει
να
γλιτώσει
τις
πατούσες
του
από
το
ψήσιμο.
Τρέχοντας
χάνεται
μέσα
στο
φεγγαρόφωτο
ανάμεσα
σε
γέρικες
ελιές
και
μακριές
σκινοαραδιές,
αφού
το
φτεροπόδαρο
λαγό
μιμήθη
στο
τροχάδι,
γιατί
τα
χρόνια
που
’σερνε,
δεν
του
στέκανε
εμπόδιο,
κι
απ’
άπρεπο
κακό
η
τύχη
τονε
είχε
γλιτώσει.
«Να
σε
μάθου
γω
μποστανοβυζάχτρα,
να
μου
χαλάς
το
καρτέρι…
Τόσες
ώρες
χαμένες
στο
ξενύχτι
και
να
φεύγου
με
άδεια
χέρια…
Τρέξε
τώρα
μέχρι
που
να
πατήσεις
χιόνι…».
«Πού
στο
διάολο
μου
’τυχε
αυτός
ο
παλιοκερατάς…
τόσος
μόχτος
και
κούραση
και
τα
μποστανικά
χαμένα…».
Ίσως
έτσι
να
διαλογίζονταν
οι
δυο
παράνομοι,
που
χωρίς
τους
καρπούς
της
παρανομίας
τους
πήρανε
του
γυρισμού
τις
στράτες.
Αν
έτσι
ξελιχτήκανε
τα
νυχτοπερπατήματά
τους,
μεγάλη
η
αποκοτιά
του
δικαστή
της
νύχτας.
Ο
αφοσιωμένος
στο
μάζεμα
του
φόρου
νυχτερινός
αυτοδιόριστος
φορατζής,
μπορεί
να
γινόταν
ακούσιος
δωρητής
με
προσφορά
τη
ζωή
του,
αδικοθανατισμένος
στο
βωμό
της
μικρής
διπλής
παρανομίας.
Γιατί
οι
άσχημες
δουλειές
κακό
το
τέλος
έχουν…
Κανείς
δεν
ξέρει
πόσο
απέχει
το
φως
πο
το
σκοτάδι
της
ανθρώπινης
ζωής
σε
απρόσμενο
τόσο
γερό
φτάρωμα
σε
μια
τέτοια
μεταμεσονύχτια
φεγγαρόλουστη
βραδιά,
όταν
βασιλεύει
η
«άκρα
του
τάφου
σιωπή»
μακριά
πο
του
κόσμου
τον
ήρεμο
ύπνο.
Θα
μπορούσε
άραγε
ποτέ
συνειδητά
ο
λαγοφονιάς
και
ακούσιος
ανθρωποκτόνος
να
ξεπεράσει
το
θανατικό,
αν
γινότανε
τόσο
εύκολα,
όσο
διασκέδασε
το
θυμό
του
με
την
περιέργεια,
κάνοντας
και
χάζι
με
το
χορό
του
χωρίς
φλογάτα
κάρβουνα
κλεφτοαναστενάρη;
Τόσο
βαριά
τιμωρία
για
ένα
ή
δύο
χαλασμένα
καρτέρια;
Ο
θυμός
τη
λογική
σκοτώνει
και
διάτα
δίνει
στην
εκδίκηση
που
’ναι
του
κάθε
επί
γης
θεού
το
αποπαίδι…
«Φύγε
πο
την
κακιά
την
ώρα»
λέγανε
οι
απλοί
κι
αγράμματοι
άνθρωποι
του
χωριού
μας,
που
η
πείρα
της
ζωής
χιλιάδων
γενιών
το
είχε
αφήσει
παρακαταθήκη.
«Κι
αν
δεν
μπορείς
να
φύγεις
συ,
άσ’
τη
να
φύγει
αυτή.
Μην
την
αγγρίζεις…».
«Γιατί
όσα
φέρνει
η
ώρα,
δεν
τα
φέρνει
ο
χρόνος»
και
«όποιος
νύχτα
περπατάει
,
λάσπες
και
σκατά
πατάει…»
οι
παροιμίες
του
σοφού
λαού,
που
με
τις
λίγες
λέξεις
τους
λένε
πολλά…
1
αχεργιώνα
=
ο
αχυρώνας
2
φταρώνου
=
ξαφνιάζω
ή
και
φοβίζω
3
τζουβέκι
=
πήλινο
σκεύος
κουζίνας
σε
σχήμα
κατσαρόλας
4
στατουλιάζου
=
στέκομαι
στα
πόδια
μετά
από
πέσιμο
ή
από
πολύ
μεθύσι,
η
προσπάθεια
του
νεογέννητου
ζώου
να
σηκωθεί,
να
σταθεί
και
να
περπατήσει
(στατούλιασμα)
5
στρέπλα
–
στρέπλα
=
το
ασταθές
βάδισμα
(από
μεθύσι,
γηρατειά,
ανημπόρια…)
6
στροβοράδα
=
αγκούλα
=
μαγκούρα
7
γκορίτζα
=
γκοριτσιά
8
σκίνιο
=
ο
σχίνος





Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου