Όταν τα χρόνια περνούν, οι άνθρωποι, πρωταγωνιστές στο θέατρο της ζωής, φεύγουν, έρχονται άλλοι να παίξουν τον ρόλο τους. Ο θίασος σε κάθε γειτονιά και κοινότητα, μικρή ή μεγάλη, αδιάκοπα κι απρόσκοπτα ανανεώνεται με διαφορετικούς παίχτες, έργα και σκηνικά. Υπήρξαν πρωταγωνιστές που παίζοντας τον ρόλο τους ξεχάστηκαν, πριν η αυλαία κλείσει τη σκηνή, κι άλλοι που άφησαν με το φευγιό τους κενό μαζί με τις άσβηστες μνήμες, σ’ αυτούς που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν μικρό ή μεγάλο κομμάτι του δραματολογίου τους. Κι αυτό, γιατί είχαν ταλέντο κι ερμήνευσαν με μοναδικό τρόπο τον ρόλο που ο πλάστης τούς έταξε να υπηρετήσουν. Η ζωή για κάθε ζωντανό ον διαρκεί όσο είναι μιας μοναστραπής η φωτοβολή μέσα στην κατασκότεινη νύχτα που είναι η αιωνιότητα. Είναι σαν το νερό που τρέχει σε πολύ κατηφορικό αυλακόρεμα και δε γυρίζει ποτέ πίσω να νοτίσει τους ίδιους όχτους που θώπεψε κυλώντας.
Ένας τέτοιος θιασάρχης και πρωταγωνιστής, για πολλά χρόνια πάνω στο σανίδι, που λεγόταν δημοτικό σχολείο Γαβαλά, ήταν ο δάσκαλός του, ο αξέχαστος Πλούταρχος. Έπαιξε υπηρετώντας τον σκοπό για τον οποίο ετάχθη, κάνοντας το χρέος του στο ακέραιο. Ακούραστος, ειλικρινής, φιλομαθής, αδέκαστος, αυστηρός δικαστής, περήφανος, σοβαρός και εργασιομανής πηγαινοερχόταν καθημερινά, πεζοπορώντας για περίπου δύο δεκαετίες την απόσταση που χωρίζει τα χωριά Βαρυπόμπι–Γαβαλά. Τον δρόμο-γιδόστρατα τότε, πάνω από τρία χιλιόμετρα, με βαθιόρεμα και μεγάλη ανηφόρα, ανέκοπα1 ποδοπατούσε μ’ όλους τους καιρούς, μέχρι τα μισά της δεκαετίας του '50.
Κάθε πρωί τις σχολικές καματερές2 μέρες μας ξυπνούσε ο άσπλαχνος πρωινός διαλάλης3, η καμπάνα της εκκλησίας. Καμπανοκρούστης ο ίδιος, πάντα στην ώρα του, καλούσε τις τέσσερις μεγάλες τάξεις για μάθημα το πρωί και τις δύο μικρές το απόγευμα. Τα πέντε χρόνια που τον είχα δάσκαλο, δύο μόνο πρωινά πέρασαν ακαμπανόκρουστα. Το ένα στην κηδεία του γερο-παπαΧρήστου, που ήταν ο πατέρας του. Καθημερινά πάλευε και με τα στοιχεία της φύσης, με μόνα όπλα μία ομπρέλα ή μία αγκούλα4 και μπόλικο πείσμα. Μ’ αυτά χτυπιόταν με τον βροχάρη, τον ηλιάτορα, το ανεμοβρόχι, το ανεμορούφι5, το δρολάπι, την παγωνιά, το χιόνι και τη λάσπη. Πολλές φορές ήρθε με βρεγμένο το κατωκόρμι του και χιονοδαρμένος, αφού το αλεξιβρόχι6 του δεν τον προφύλαγε μέχρι κάτω, κι άλλοτε μέσα στο ιδρωκόπι7 στα θεριστιάτικα λιοπύρια. Αδιαμαρτύρητα κι ανέγνοια8 –έτσι μας φαινόταν– δεν παραμελούσε ποτέ το καθήκον του, ξεπληρώνοντας στο ακέραιο το χρέος που του ‘λαχε, το να υπηρετεί πιστά και άπαυτα το χωριό που τον γέννησε. Υγιέστατος και ακμαιότατος, εχθρός της ανημπόριας, ξεπερνούσε εύκολα τις μικροαδιαθεσίες. Ποτέ δε θυμόμαστε ν’ αρρώστησε παρ’ όλες τις προσευχές μας. Φαίνεται ότι ο Θεός είχε αλλού γυρισμένες τις κεραίες του και δεν αυτιαζόταν9 τα παρακαλετά μας. Μήτε χιόνι μπόγια έριχνε να σκεπάσει μονοπάτια, δρόμους και δέντρα, ώστε να σταματήσει τον ερχομό του, να χαρούμε και μείς λίγο. Όταν λόγω καιρικών φαινομένων καθυστερούσε ελάχιστα το πρωινό κάλεσμα του διαλάλη, τα πρώτα νταν–νταν μάς βούλιαζαν σε θάλασσα απελπισίας και ήταν για το μικροκόρμι μας καρφοβελόνες που έφταναν στα κόκαλα. Κάθε πρωί μ’ ένα κομμάτι ψωμί στο ‘να χέρι, ένα ξύλο στ’ άλλο για τη σόμπα αν ήταν χειμώνας, παραμάσχαλα κανένα βιβλίο ή τετράδιο, παίρναμε τον δρόμο για το σχολείο, οι πιο πολλοί ξυπόλητοι, σαν ν’ ανήκαμε στο «ξυπόλητο τάγμα του Καραγκιόζη». Εκεί που η πείνα, το κρύο, η ζέστη, η φτώχεια θα μετουσιώνονταν με τη βοήθειά του σε μάθηση. Το μεσημέρι, όταν σχολούσε το μεγάλο σχολείο, θα ‘τρωγε στο σπίτι των γονιών του, θα ξεκουραζόταν για πολύ λίγο και ξανά η καμπάνα για το μικρό σχολείο, δηλαδή την πρώτη και δευτέρα τάξη. Σαν τέλειωνε το μάθημα με τους μικρούς, σφάλιζε το σχολείο αφήνοντας μέσα και πίσω του το στεγνό προσωπείο της ανέγνοιας κι αναδρόμιζε10 νοτισμένος τώρα από τα οικογενειακά προβλήματα και δίνοντάς τους λύση, να κονέψει11 στο γυναικοχώρι, στην αγκαλιά των δικών του, σαν άριστος οικογενειάρχης που ήταν.
Ασκούσε πραγματικό λειτούργημα κι όχι επάγγελμα. Κανείς ποτέ δεν είπε ότι τον φιλοδώρησε, έστω και μ’ έναν καφέ. Αντίθετα, ο ίδιος πάντα φίλευε χαμογελώντας μ’ ένα ή δύο τσιγάρα –για τώρα και μετά– τους φτωχούς τρακαδόρους μπαρμπα-Νάση και Τσουτσάνη, όταν έκαναν την εμφάνισή τους στο προαύλιο του σχολείου, περιμένοντας με απαίτηση το φίλεμα. Αλλά και τους διαμαρτυρόμενους συγχωριανούς καθησύχαζε όταν τον επισκέπτονταν φωνάζοντας για κάποια ζημιά που τους έγινε από άταχτο μαθητή. Το «θα σε πάω στο δάσκαλο» ήταν η μεγαλύτερη και μόνιμη απειλή για τον καθένα μας. Απειλή ακόμα από τους ίδιους μας τους γονείς. Η δίκη για το οποιοδήποτε παράπτωμα γινόταν δημόσια, στη μοναδική αίθουσα του σχολείου, η καταδίκη και η εκτέλεση της ποινής μπρος στη μαθητική κοινότητα, για παραδειγματισμό. Παρόλα αυτά, τα αδικήματα βροχή. Ακόμα και ομαδικές ανταρσίες είχαμε κατά περίσταση: όπως ομαδικό φευγιό από μεγάλους για μπάνιο στο ποτάμι ή για μαύρα μούρα στου Λάλα, αφού το χωριό μας ήταν φτωχό σ’ αυτά.
Όμως, το «μέγιστο ομαδικό –και γραφικό– έγκλημα» καταγραφόταν κατ’ επανάληψη την Καθαρή Δευτέρα. Πλήθος νοικοκυράδων διαμαρτυρόταν το πρωί της Τρίτης στον δάσκαλο γιατί την Κυριακή το βράδυ της Αποκριάς έχαναν από τις τρακάδες τους τα πίφανα και το πρωί δεν είχαν προσάναμμα για τη φωτιά στο τζάκι. Το έθιμο ήθελε την Κυριακή το βράδυ μεγάλες φωτιές στις δύο γειτονιές. Γινόταν ανταγωνισμός στο ύψος και τη διάρκεια. Όταν οι προμήθειες των ημερών που προηγήθηκαν δεν ήταν αρκετές, έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους οι πιφανοκλέφτες. Έβαζαν χέρι στην αποθήκη της άλλης γειτονιάς ή σάρωναν με παγανιά τις αυλές. Έτσι, όταν Τρίτη πρωί ο δάσκαλος έλεγε να βγουν μπροστά εδώ στο «εδώλιο των κατηγορουμένων» οι κλεφτοπιφανάδες, ξεπρόβαλλε ολόκληρη ομάδα. Το μητρώο του καθενός λερωνόταν. Στο πίσω πανωγάμπι έμπαινε η λερή βούλα με βέργα ή χάρακα, μέσα σε ανάμεικτα αισθήματα.
Την πρώτη μου γνωριμία με το σχολείο και τον δάσκαλο την έκανα έναν χρόνο νωρίτερα της κανονικής. Επειδή η παρέα μου τα γειτονόπουλα που ήταν μεγαλύτερα πήγαιναν σχολείο, ζήλεψα και πήγα κάποια μέρα ακροατής. Καθισμένος πίσω από τους τελευταίους της πρώτης τάξης, άκουσα τις απλές, όμορφες και μικρές προτάσεις που διάβαζαν τα πρωτάκια στο αναγνωστικό τους. Ήταν γραμμένες από σοφούς παιδαγωγούς και δασκάλους αυτής της τέχνης, πραγματικούς μάστορες του παιδικού λόγου, κι ενθουσιάστηκα. Πήγα την άλλη, την παράλλη, μεσούσης μάλλον της χρονιάς, και ως καλός ακουστικός τύπος, με καθαρό το τυπογραφείο του μυαλού των έξι ετών, μέχρι να διαβάσει κι ο τελευταίος μαθητής την ανάγνωση, μάθαινα το μικρό και συναρπαστικό κείμενο. Έτσι, αν κάποιος πριν από το τέλος κόμπιαζε, τον βοηθούσα. Κίνησα, έτσι, την περιέργεια του δασκάλου. Δεν άργησε να με βάλει να διαβάσω όταν τελείωσε ο τελευταίος και ήρθε η σειρά μου. Το είπα νεράκι! Ίσως και χωρίς να κοιτάζω τελείως μέσα. Μόλις σχόλασε το σχολείο, περιχαρής και πανευτυχής τρέχω σπίτι και με μάρτυρα τον ξάδελφό μου τον Μπάμπη, που πήγαινε δευτέρα τάξη, για επιβεβαίωση, το είπα στην αγράμματη γιαγιά μας:
- Ρε, έμαθες και διαβάζεις;
- Ναι, ρώτα τον Μπάμπη, είπα και καμάρωνα σαν «γύφτικο σκεπάρνι».
-Θα ‘γινε θαύμα, θαύμα, αφού σε λίγες μέρες έμαθες και άλλοι έναν χρόνο πάνε σχολείο και δεν έμαθαν.
Το επόμενο απόγευμα πάλι το ίδιο. Ο δάσκαλος, απορημένος κι αυτός θα αναρωτήθηκε: «Μπας και του ’ρθε Θεία Επιφοίτηση;». Πώς είναι δυνατό χωρίς να έρθει από την αρχή, να μάθει την αλφαβήτα και τον συλλαβισμό, να διαβάζει; Η μάθηση ήταν έργο του δασκάλου. Έλεγχος στο σπίτι ή βοήθεια από τους γονείς, ακόμη κι αν ήξεραν ανάγνωση, δε γινόταν. Έτσι, απλά, ύστερα από μία ακόμα ανάγνωση, ο προβληματισμένος δάσκαλος έρχεται από πάνω μου και μου κρύβει με την παλάμη του το επάνω μέρος του κειμένου. «Διάβασε», μου λέει, «από 'κεί και κάτω, αυτά που βλέπεις». Εγώ αρχίζω πάλι νεράκι, από την αρχή. Χαμογέλασε, με κοίταξε και μου ’πε:
-Άντε φύγε από δω, σαβούρα του Αυγεία.
Εδώ σταμάτησε η Θεία Επιφοίτηση και το θαύμα που κράτησε μόνο λίγες μέρες. Περίπου το ίδιο επαναλήφθηκε πολύ αργότερα, όταν έγραφα, μαθητής της ογδόης τάξης του τότε γυμνασίου, διαγώνισμα στο μάθημα των Λατινικών. Επειδή διαβάζαμε λίγο αυτό το μάθημα, μαθαίναμε την ερμηνεία του κειμένου απ’ έξω, που ήταν πιο εύκολο. Η καθηγήτρια του μαθήματος το ‘μαθε φαίνεται. Έβγαλε λέξεις και προτάσεις από το κείμενο που μας έβαλε να ερμηνεύσουμε. Εμείς οι φωστήρες στο μάθημα, ερμηνεύαμε και αυτά που έλειπαν.
Ο δάσκαλός μας θεωρούσε πάντα ως υπέρτατο αγαθό τη γνώση –έτσι, δασκάλευε και επιτηρούσε με αυστηρότητα τη μάθηση, ανεβάζοντας καθημερινά την αξία του κάθε μαθητή στο χρηματιστήριο που λεγόταν «τάξη». Μπορώ, εδώ, να πω με πεποίθηση ότι οι μέτριοι ως καλοί του μαθητές περνούσαν εύκολα όχι μόνο τις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, αλλά και τις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου με ελάχιστο διάβασμα, μόνο με τις γνώσεις που τους είχε μεταδώσει. Ότι έχαιρε εκτίμησης και από τους καθηγητές του γυμνασίου Αλιβερίου το κατάλαβα όταν έδινα προφορικά για την εισαγωγή στο γυμνάσιο. Φεύγοντας έπειτα από ολιγόλεπτη εξέταση, μία καθηγήτρια, βλέποντας τον τόπο καταγωγής, απευθύνθηκε στους άλλους δύο συνεξεταστές χαμηλόφωνα:
- Και τούτος μαθητής είναι του Πηλιχού.
Φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί ως όνομα με τις επιτυχίες και τους καλούς μαθητές στις πρώτες γυμνασιακές τάξεις, από προηγούμενα χρόνια. Το θεωρούσαν αυτονόητο, οι μαθητές του ν’ απαντούσαν σωστά, αν και η δική μου σειρά τον στερήθηκε την τελευταία χρονιά στο δημοτικό. Στέρηση για τώρα, χαρά και αγαλλίαση τότε με τη μετάθεσή του. Ήρθε στη θέση του γυναίκα συνάδελφός του, που με δυσκολία στεκόταν στην τάξη.
Όσοι από τους μαθητές του γίναμε δάσκαλοι μικρών ή μεγάλων παιδιών στην άσκηση του λειτουργήματός μας, ήταν για μας πάντα παράδειγμα προς μίμηση. Μπροστά μας πάντα η φωτεινή φιγούρα του καδραρισμένη με κορνίζα φτιαγμένη με λέξεις υπέρτατης αξίας όπως: ευσυνειδησία, ακεραιότητα, δικαιοσύνη, περηφάνια… Γιατί έτσι ήταν. Πάνω απ’ όλα το καθήκον, που το υπηρετούσε με θρησκευτική ευλάβεια και το ‘χε αναγάγει σε ιδανικό ανώτερο από το Εγώ του.
Σίγουρα όμως θα τον πικράναμε γιατί ποτέ δεν του είπαμε πόσο τον θαυμάζαμε, πόσο τον σεβόμασταν, πόσα του χρωστούσαμε και πόσο τον αγαπούσαμε. Χρέος μου, έστω και τώρα, τα παραπάνω λόγια, για ένα μεγάλο και ολόψυχο ευχαριστώ και μια συγγνώμη για τη μεγάλη άργητα. Ας είναι ακόμη αυτές οι γραμμές κεράκια αναμμένα για να φωτίζουν πάντα τη μνήμη σου κι ανάχυτο12 το χώμα της βαρυπομπέικης γης που σε σκεπάζει.
Δάσκαλε, αν μας ακούς από κει ψηλά, σ’ αγαπάμε και δε σε ξεχνάμε!!!
1 Ανέκοπα: χωρίς κούραση, χωρίς διακοπή
2 Καματερές: εργάσιμες
3 Διαλάλης: σαν ντελάλης
4 Αγκούλα: μπαστούνι με κυκλική χειρολαβή
5 Ανεμορούφι: δυνατός αέρας, σίφουνας
6 Αλεξιβρόχι: ομπρέλα
7 Ιδρωκόπι: λουσμένος στον ιδρώτα
8 Ανέγνοια: χωρίς έγνοιες
9 Αυτιαζόταν: άκουγε
10 Αναδρόμιζε: γύριζε πίσω
11 Κονέψει: να περάσει το βράδυ
12 Ανάχυτο: ελαφρύ, προκειμένου για χώμα που σκεπάζει νεκρό

Συγχαρητήρια! Εμείς οι "δάσκαλοι" χρειαζόμαστε τέτοια πρότυπα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφή