Ο ΠΙΟ ΞΕΧΩΡΙΣΤΟΣ ξενοχωρίτης και από τους γραφικότερους τύπους που διέθετε για τρεις περίπου δεκαετίες μετά το ’50 η «πιάτσα» του Γαβαλά. Όταν η ψυχή του πετώντας τ’ αψήλου για κατάταξη στις αιώνιες μονάδες της γειτονιάς των αγγέλων, άφησε πίσω της κενό, που δεν καλύφθηκε μέχρι σήμερα ούτε στο ελάχιστο. Χαρισματικός, γραφικός, που σε κάποιες στιγμές της πολυπραγμοσύνης του, θύμιζε τον φιλόσοφο Διογένη τον πιθαρόβιο στην απάντηση που έδωσε σε κάποιον, όταν του ‘πε: «Αυτοί εκεί πέρα σε κοροϊδεύουν», «Ναι, αλλά εγώ δεν κοροϊδεύομαι».
Τινάζοντας λίγο την χρονόσκονη που σκεπάζει την παρουσία του στα δρώμενα εκείνης της τριακονταετίας, για να χτίσουμε φιλολογικά το πορτραίτο του, οι λέξεις που προβάλλουν σαν κύρια υλικά δομής μέσα από τον χρόνο, είναι ή μοιάζουν με τις: ΑΚΑΜΑΤΗΣ, ΚΡΑΣΟΡΟΥΦΗΣ, πολυτεχνίτης, κουμανταδόρος, περιστασιακός γλεντζές, κομπογιαννίτης, εξορκιστής, θεματοφύλακας, διαφεντής…, με συγκολλητική ύλη το θράσος και την ευρηματικότητα.
Γραψωδία 1η
Όταν για πρώτη φορά ήρθε στο σπίτι της νύφης για γνωριμία – γαμπρός - και δόθηκε η αμοιβαία υπόσχεση με τα εκατέρωθεν ναι και τον διακανονισμό των περιουσιακών στοιχείων της προίκας, ο μέλλων πεθερός όπως ήταν η συνήθεια, προσέφερε κρασί που συνοδευόταν με λιτούς μεζέδες της εποχής εκείνης. Ο γαμπρός Θανάσης βλέποντας τον μαστραπά με το βαρελίσιο κρασί στο τραπέζι που στρωνόταν πρώτη φορά για χάρη του, ζαλισμένος από τα ντροπαλά αλλά ναζιάρικα μάτια της νύφης, έπαθε αχρωματοψία και ρώτησε με περισσό θράσος: «Τί είναι αυτό;», «Κρασί», του απαντούν. «Κρασί; Μακριά από μένα» και σπρώχνει με το δεξί πανωκάρπι του χεριού του πέρα μακριά το μισητό ποτό. «Φέρτε μου νεράκι, μόνο νεράκι να πίνετε».
Σαν έφυγε για το χωριό του με τον προξενητή, ο πατέρας της κόρης ο μπάρμπα Νικόλας, καλός κι αγαθός, αλλά και με την πλούσια πείρα που του είχε χαρίσει η ξενιτιά με την προχωρημένη του ηλικία, είπε στη μάνα και γυναίκα του: «Γριά, αργήσαμε» – η κόρη ήταν κοντά στα τριάντα πέντε της – «αλλά ψωνίσαμε καναπιτσόσπορο», αυτό γιατί η καναπίτσα ή λυγαριά βγάζει έγχρωμα, όμορφα κι ευωδιαστά λουλούδια, που προσελκύουν πολλά έντομα. Τον σπόρο της όμως, που είναι τελείως άχρηστος, δεν τον πλησιάζει ούτε μυρμήγκι. Τα λόγια του καλλίφωνου γερο-τραγουδιστή πατέρα, αργότερα θα επαληθεύονταν κάθε μέρα που περνούσε για αυτό το σπιτικό, όλο και πιο πολύ.
Έγινε ο γάμος και όπως σε κάθε γάμο τότε, υπήρχε η συνήθεια μετά την τέλεση του μυστηρίου και τις ευχές που έδιναν στους νεόνυμφους, οι πιο γκαρδιακοί φίλοι του γαμπρού να του δίνουν και ένα ψευτοχαϊδευτικό σκαμπιλάκι, σα να του ‘λεγαν: «Άντε σε χάσαμε και σένα, αλλά είσαι τυχερός…». Μέσα στους μεγάλους χώνεται κι ένας μικρός, λίγο πάνω από τα δέκα, που δεν ανήκε στους καλεσμένους. Περνώντας από τον γαμπρό, αντί να του δώσει το φιλικό σκαμπιλάκι, του ρίχνει μια γροθιά στη μύτη. Το αίμα ποτάμι. Δε σταματούσε με τίποτα. Έβαψε τα μαντίλια του γαμπρού, της νύφης και του κουμπάρου κόκκινα. Πρωτάκουστο η κόκκινη βαφή στο άσπρο, ν’ αρχίζει τόσο νωρίς και να ‘ναι του γαμπρού… Ήταν μια άσχημη εμπειρία για τον γαμπρό το επίσημο καλωσόρισμα με αυτόν τον τρόπο στο χωριό μας.
Γραψωδία 2η
Θα είχε περάσει λίγος καιρός μετά το γάμο του, όταν άρχισε να δίνει τα διαπιστευτήρια του πολυμήχανου άντρα στη μικρή κοινωνία του χωριού. Τα πρώτα δείγματα της επιδεξιότητας και τεχνογνωσίας του δεν άργησαν να φανούν. Όλος σχεδόν ο αντρικός πληθυσμός του χωριού, πάνω από τα δεκαέξι τότε εργαζόταν στο λιγνιτωρυχείο και στο υπό κατασκευή εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, κατανεμημένος σε τρεις βάρδιες. Επειδή παράλληλα ασχολούνταν και με αγροκτηνοτροφικές εργασίες, ανάλογα με τη βάρδια τους, θα έπρεπε να ξυπνούν σε ακανόνιστες και δύσκολες ώρες, για να τα προλαβαίνουν όλα. Γι’ αυτό τους ήταν απαραίτητο το ξυπνητήρι. Ένας από αυτούς τους εργάτες ήταν και ο μπάρμπα Λέκος. Ολιγόλογος, αψύς, αρκετά ευτραφής, ιδιότροπος και χεροδύναμος, δε σήκωνε μύγα στο σπαθί του. Του είχε χαλάσει το ξυπνητήρι του. Φαίνεται το συζήτησε στο καφενείο, εκεί που μαζεύονταν λίγο πριν αναχωρήσουν για τα υπόγεια (του λιγνιτωρυχείου). Ωτακουστής ο Θανάσης, άκουσε τον καημό του μπάρμπα Λέκου, τον παρηγόρησε και προσφέρθηκε να του λύσει το πρόβλημα.
- Ξέρεις Θανάση;
- Πως δεν ξέρω !!!!!! H δουλειά μου είναι!
- Σίγουρα, παιδί μου;
- Ε τί, ψέματα θα σου πω! Στο στρατό κουμάντερνα κι έφτιαχνα ολόκληρο αυτοκίνητο όταν χάλαγε, τι διάολο, ένα τόσο δα πραγματάκι δε θα μπορέσω;
Ίσως έτσι να σκέφτηκε και από περιέργεια – γιατί ήταν ανήσυχο πνεύμα- να δει πως είναι ο μηχανισμός ενός ρολογιού, το πήρε να το φτιάξει. Το άνοιξε, το έκανε κομμάτια, το περιεργάστηκε, το μελέτησε και άρχισε τη συναρμολόγηση. Κάποια εξαρτήματα- πόσα δα ήταν όλα – περίσσευαν ή φαίνονταν άχρηστα στο δέσιμο. Προσπάθησε μία, δύο, τρεις, τίποτα. Θυμώνει, τα μαζεύει όλα, τα τυλίγει σ’ ένα πεσκίρι σαν προσφάι και τα στέλνει στον ιδιοκτήτη με τη διάγνωση. Δεν φτιάχνονταν. Φρόντιζε, όμως να μην τον ανταμώνει για πολύ καιρό και έρθει αντιμέτωπος με το θυμό του, γιατί τ’ αντροπαλέματα θέλουν «κότσια» και θάρρος, που σ’ αυτά ήταν αχαμνός. Ενώ αυτός ξεχείλιζε από θράσος και δειλία. Είχε έτσι δώσει το πρώτο «δείγμα γραφής» της επιδεξιοτεχνίας του.
Γραψωδία 3η
Εργάστηκε για ένα χρονικό διάστημα στην κατασκευή του ατμοηλεκτρικού εργοστασίου και στο λιγνιτωρυχείο. Τις αγροτοκτηνοτροφικές δουλειές τις απόφευγε. Δεν άντεχε τη σκόνη τ’ αλωνιού και το μπουχό της ξεροκοπριάς, όταν έπρεπε να σαρώσει, να μαζέψει, να φορτώσει και να κουβαλήσει τ’ άχυρα και τις κοπριές. Μα και το σκάψιμο του αμπελιού και του χωραφιού δεν το αγαπούσε. Γι’ αυτό και δε δίσταζε να το διαλαλεί: «Χα, χα, χα, το τσαπί και το δικέλι η καρδιά μου δε τα θέλει…». Οι σκόνες του προκαλούσαν ... αγκούσα1, γι’ αυτό τις δουλειές αυτές, τις έκανε η γυναίκα του. Μόνη της θέριζε τα σπαρτά, εκείνος θα τα δεμάτιαζε και θα τα κουβαλούσε στη θημωνιά με τη γαϊδουρίτσα τους. Όταν είχε τελειώσει το θέρισμα, πολλές φορές αυτός δεν είχε αρχίσει το κουβάλημα. Όλοι στο χωριό βιάζονταν να τελειώσουν μέχρι τις είκοσι οχτώ του Ιούνη, γιατί άρχιζε το τριήμερο του πανηγυριού κι ο κόσμος λεύτερος και ξέγνοιαστος να χαρεί, να γλεντήσει τις δύο πρώτες μέρες στα όργανα που έφερναν οι μαγαζάτορες, την δε τρίτη να κάνει την εκδρομούλα του στους Αγίους Αναργύρους, για να προσευχηθεί. Όμως ήταν νόμος άγραφος, αφού είχαν τελειώσει τα κουβαλήματα των δεματιών και είχαν λευτερωθεί οι θερισμένες καλαμιές, να αφήνουν τα ζώα λεύτερα να τις βοσκήσουν.
Ήταν αυτές οι πρώτες μέρες, χαράς ευαγγέλια για βοσκούς και βοσκαρούδια. Τα θερίσματα θημωνιασμένα, τα σχολεία έκλειναν για καλοκαίρι, τα ζώα ελεύθερα να βόσκουν μέσα σε πρωτόβοσκες καλαμιές ακόμα και τη νύχτα, με τους λιόρηδες2 να πιάνουν τα δροσόσκια πολλοί μαζί παίζοντας ή σχολιάζοντας την καθημερινή επικαιρότητα. Τα παινέματα, οι κατηγόριες, τα χωρατά για τα μπουλούκια των μουσικών έδιναν κι έπαιρναν. Γύριζαν μόνο τα ζώα το μεσημέρι ή το βράδι για νερό σε πηγάδι ή ποταμάκι ανάλογα με τη ζυγομεριά3 ή την περιοχή, τα τάριζαν και γρήγορα για το χωριό. Αυτή τη μεγάλη χαρά πάντα σκίαζε ο φόβος, μήπως ο Θανάσης είχε καθυστερήσει και δεν είχε πάρει τα θερίσματα, όταν είχε σπαρμένο χωράφι κοντά στο νερό. Γιατί γύρω του συγκεντρώνονταν πολλά ζώα και τα βράδια που ήταν ταρισμένα 4, κάποια σίγουρα θα επισκέπτονταν το χωράφι και θα έκαναν επίθεση στα δεμάτια ή στα αδεμάτιαστα λημάρια5, τρώγοντας και καταστρέφοντας λίγο ή πολύ τα χερόβολά6 τους. Μάταια η Αγγελικώ, η γυναίκα του τον ξυπνούσε το πρωί, όταν άρχιζε το θέρος, να σηκωθεί για να δένει σε δεμάτια όσα εκείνη θέριζε και να τα κουβαλήσει μετά τη θημωνιά.
Γλυκός ο ύπνος τα πρωινά, πρόσμενε δεμάτια η θημωνιά. Όταν εκείνος σηκωνόταν για να πάρει ενέργεια, επιθεωρούσε κανα-δυό καφενεία, έριχνε καύσιμα στη μηχανή του και ξεκίναγε για το χωράφι καβάλα στο μικρόσωμο γαϊδουράκι. Του το άφηνε η δούλα για να έρθει ξεκούραστος ο αφέντης της, ενώ εκείνη έφευγε πεζολάτισσα7 τραβώντας τα μανάρια. Όμως η ώρα είχε περάσει, ο ήλιος είχε ένα - δύο καλάμια αλαργέψει από την ηλοφωλιά του κι είχε αρχίσει να πυρώνει τα επί γης. Τα στάχια έσπαγαν και τρίβονταν κάνοντας τους δεματιστάδες να σταματούν το δέσιμο, να φορτώνουν τα δεμάτια στα γαϊδουράλογα, για να τα φέρουν στη θημωνιά. Τους συναντούσε στον δρόμο ο Θανάσης, κουνούσε σαμάρι, πόδια και τσουλουφώντας8 το μεταφορέα του όσο βρισκόταν στο κοντινό τους οπτικό πεδίο, απαντούσε στην ερώτηση τους με τη σιγουριά, τη βεβαιότητα και το πείσμα του σκληρού εργάτη της γης:
- Πού πας Θανάση;
- Πάω να δέσω δεμάτια!
- Τέτοια ώρα;
- Γιατί; Τι έχει η ώρα; Όλες οι ώρες ίδιες είναι! Και συνέχιζε πιο καταπιεστικός προς το τετράποδο, ώσπου απομακρυνόταν από κάθε ανεπιθύμητη συνάντηση. Η επιστροφή των άλλων, η απάντηση τους «τέτοια ώρα», ανίσκιωτη δουλειά με το ιδροκόπι που είχε ήδη αρχίσει, του ‘φερναν σιγά-σιγά ένα είδος δουλευτικής ανορεξίας. Έφτανε στο χωράφι κι επιθεωρούσε σαν γκρίζος καβαλάρης τα λημάρια του. Αν ήταν σώα, θα ερχόταν αύριο πιο πρωί, την κατάλληλη ώρα για το δέσιμο. Αν ήταν λεηλατημένα, ευχαριστιόταν που θα θύμωνε, όταν θα βρισκόταν αντίκρυ στη γυναίκα του και στο νοικοκύρη των ζώων, που του τα καταστρέψανε και σ’ όποιον τον ρωτούσε γιατί γύρισε άδειος. Έτσι χωρίς να ξεπεζέψει, γύριζε διψασμένος, λογαριάζοντας με τη βοήθεια του δραγάτη, πόσα θα ζητήσει για πλερωμή της ζημιάς. Πολλές φορές, έφτανε η σειρά του γι’ αλώνισμα κι αυτός έτρεχε για δέσιμο και κουβάλημα…
Δεν περνούσε μέρα, που να μην υπήρχε μικρό ή μεγάλο Θανάσειο κάμωμα καταχωρημένο στο νοερό δευτέρι των συμβάντων του χωριού. Και πάντα σαν πρόλογος, κυρίως όμως σαν επίλογος του οποιουδήποτε καμώματός του, έμπαινε σαν σφραγίδα ή φράση: «Φτωχοί τω πνεύματι, πού να ξέρετε ‘σεις τις σοφίες του Θάνου!!». Άλλοτε πάλι δείχνοντας τις καπνοδόχους του εργοστασίου (ΑΗΣ), έλεγε: «Βλέπετε αυτά τα φουγάρα; Για μένα δουλεύουν άπαντα μέρα – νύχτα». Αν καμιά φορά στο καφενείο ή στον δρόμο δήθεν πειράζονταν από τα λεγόμενα κάποιου, όταν υπήρχε ακροατήριο πλαντασμένος και βαλαντωμένος, φώναζε: «Είμαι του νόμου 300…τόσο».
Αυτός ο νόμος πρέπει να ήταν κάποιος ευεργετικός για αυτούς που υπηρέτησαν τη θητεία τους την περίοδο του εμφυλίου στο Γράμμο – Βίτσι κι αλλού, στον εθνικό στρατό. Με τη βοήθεια του και με τα λίγα ένσημα που είχε από ευκαιριακές απασχολήσεις στο εργοστάσιο κυρίως, κατάφερε να πάρει μια μικρή σύνταξη του ΙΚΑ. Να γιατί τα φουγάρα δούλευαν γι’ αυτόν, αφού ήταν δικά του, όπως έλεγε πυκνά - συχνά. Πίστευε ότι τα εξαπάτησε και αυτά.
Γραψωδία 4η
Ο γεροτραγουδιστής πεθερός μπάρμπα Νικόλας, που από την πρώτη γνωριμία τους είχε ψυχογραφήσει το γαμπρό του με την πείρα της ηλικίας του και που τον γνώριζε πια σαν πολυδιαβασμένη φυλλάδα, αφού ζούσαν κάτω από την ίδια στέγη, δεν έπαυε να τον ορμηνεύει, να τον μαλώνει και να τον φοβερίζει με διώξιμο, αν δεν «έστρωνε». «Και συ κακό χερόβολο και ‘γω κακό δεμάτι», σκεφτόταν ο Θανάσης. Κι απτόητος, ασώπαστος, μ’ άμετρα μικροψέματα αλλά και μεγάλα που με τον τρόπο του τα βίωνε, ήταν κολλημένος σαν βδέλλα στο πλευρό της κόρης, χωρίς να διστάζει να προβάλει προς τα έξω για τον πατέρα της, την εικόνα του δήθεν φωνακλά γεροτρελού.
Ένα χειμωνιάτικο πρωινό μετά τον σποριά κοντά στις γιορτές, που σηκώθηκε ο γέροντας και φόρεσε αρβύλες και παντελόνι για να βγει έξω για τη σωματική του ανάγκη, οσφράνθηκε άσχημη οσμή σαν από ανθρώπινη ακαθαρσία. Βγήκε γρήγορα από το σπίτι, κι αφού ξαλάφρωσε από την μεγάλη και επίμονη πίεση της φούσκας, γύρισε και μπήκε μέσα. Πολύ πρωί ήταν, έριξε ξύλα στο αναμμένο τζάκι, έβγαλε τις αρβύλες, του ‘ρθε μπόχα. Βγάζει το παντελόνι, πιο μεγάλη ακόμα. Κατεβάζει το μακρύ του σώβρακο που ήταν δεμένο με τα βρακοζώνια πάνω από τους αστραγάλους, το κοιτάζει στο φως του λυχναριού από μέσα, καθαρό. «Ωχ κι αναθεμάτο. Τί είναι αυτό πού ‘παθα;», μονολογούσε. «Λες να τα ‘χασα, όπως λέει αυτός ο ακαμάτης;», σκέφτηκε.
- Γριά σήκω πάνω κι έλα δω να δεις.
Σηκώνεται η γριά, την παίρνει κι αυτήν η μπόχα, βάζει τις φωνές και τα γέλια.
- Ρε μαρο – γέρο, χέστηκες; Δεν πρόλαβες να βγεις όξου και τα ‘κανες πάνου σου; Εμ, έφαγες πολλά ρεβίθια το βράδι.
- Πάψε γριά! Εδώ συμβαίνουν πράματα και θάματα.
- Σαν τι θάματα δηλαδή;
- Πες μου εσύ, πώς είναι μπορετό να χέστηκα αναμεταξύ παντελόνι και βρακί, αρβύλας και τσουραπιού; Ε; Αφού από μέσα είμαι καθαρός. Να, τήρα και μόνη σου!!
Πάει η γερόντισσα βλέπει, κάνει τον σταυρό της και λέει:
- Ποπό τί έπαθες γέρο μου; Λες να μας ήρθαν πιο νωρίς φέτος οι καλικατζαραίοι; Μα το τζάκι όμως ήταν αναμμένο όλη νύχτα. Πώς κατέβηκαν τα σημαδιακά; Αυτά τα διαόλια σου μαγάρισαν ‘πο μέσα το παντελόνι και τις αρβύλες τα μεσάνυχτα, που ροχαλίζαμε..
- Δεν ήρθαν πρώιμα οι γιορτινοί καλικατζαραίοι. Αυτοί έρχονται πάντα στην ώρα τους. Το δικό μας το καλικατζάρι βιάστηκε να τους φέρει.
- Ποιό δικό μας; Τί λες;
- Να!! Αυτό που κοιμάται με την κόρη μας….. Ο καναπιτσόσπορος.
Γραψωδία 5η
Αυτά κι άλλα τέτοια έβλεπε κι άκουγε ο Θαλάσσης ο γείτονας. Τα σπίτια τους τότε ήταν αντικρυστά κι όλο τον ειρωνευόταν και τον αγρίευε ο Θαλάσσης. Ο Θανάσης τα ‘γραφε στο δευτέρι με τα χρωστούμενα, γιατί τα δώρα θέλουν αντίδωρα, όπως πάντα πίστευε κι έλεγε. Ο Θαλάσσης φύτρωνε εκεί που δεν τον σπέρνανε κι αμφισβητούσε τις σοφίες του. Αυτό τον ενοχλούσε και θα το πλήρωνε.
Κάποια μέρα μεσοχειμωνιάτικα, τον άκουσε να λέει ότι του τελείωσε το άχυρο και δεν είχε ν’ αχιουρήσει το πρωί τα ζα. Έψαχνε να βρει ν’ αγοράσει, αλλά κανείς δεν του πούλαγε. Ο Θάνος ο σοφός που ‘λυνε όλα τα προβλήματα μ’ ευκολία μεγάλη, δεν έχασε καιρό.
- Άχυρο θέλεις, γείτονα;
- Ναι!!!
- Καλά, γιατί δεν πας κάτου στο χωριό μου στον αδερφό σου, να πάρεις όσο θέλεις; Αυτός έχει πολύ και πουλάει.
Κι ο μπάρμπα Θαλάσσης το άλλο πρωί παίρνει τρία γαϊδουράκια και όλο χαρά τρέχει στο Βαρυμπόμπι που ‘χε παντρεμένο τον αδερφό του, να φορτώσει. «Ρε!! Να ‘χει ο αδερφός μου και γω να ζητάω δω και κει λίγο σα ζήτουλας!! Πώς δεν το ‘μαθα, πιο νωρίς…», σκεφτόταν στον δρόμο.
Φτάνει στο σπίτι τ’ αδερφού, κι εκείνος μόλις τον βλέπει απορημένος και ξαφνιασμένος πρωινιάτικα τον ρωτάει:
- Και, και, και πού πας Θαλάσση με το ιππικό σου;
- Ήρθα να φορτώσου άχυρο.
- Και, και, και από πού θα το πάρεις;
- Από σένα. Μου ‘πε ο Καρυστινός ότι έχεις πολύ και πουλάς.
Γέλασε δυνατά ο Βαγγέλης ο καικές, μόλις τ’ άκουσε.
- Πού να το βρω; Κι εγώ με δυσκολία βρήκα λίγο δανεικό, για το δικό μου το γαϊδούρι.
Αν έβλεπε μπροστά του ο Θαλάσσης τον ψεύτη γείτονα, θα χιμούσε σαν αγγρισμένο αγρίμι του δάσους και θα τον έκοβε κομμάτια με τα δόντια, για να βγάλει τ’ άχτι του. Γύρισε άδειος και λυσσασμένος στο χωριό. Πού να τον βρει το Θάνο, που ήξερε τί τον περίμενε και δεν κυκλοφορούσε ελεύθερα. «Φύλαγε τα ρούχα σου, να ‘χεις τα μισά», σκεφτόταν. Γι’ αυτό όταν έβγαινε ή γύριζε στο σπίτι, γόργωνε το βηματισμό στη γειτονιά και πρόσεχε να μην ανταμώσει τον Δράκο – Θαλάσση. Ήξερε ότι αν έπεφτε στα χέρια του που ήταν σα μέγγενη, δε θα έφευγε γερός.
Κάποια μέρα όμως, όπως περνούσε μονά - μονά και παράμερα από την πλευρά του σπιτιού του, στο κοινό αυλοδρόμι τους, τον παίρνει χαμπάρι ο Θαλάσσης. Πετάγεται πάνω, αρπάζει από την σκαλεθούρα την πρόχειρη κοσώρα στο χέρι και χιμάει κραδαίνοντάς τη κατά της «σοφής» κεφαλής του Θάνου, αλαλάζοντας:
- Κερατά, στο πήρα το κεφάλι στεγνά!! Δε θα μου γλιτώσεις!!...
Το υποψήφιο ακέφαλο πτώμα που βρισκόταν πάντα σε ετοιμότητα για τ’ αναπάντεχο, δεν φταρώθηκε. Τρέχοντας ανέβηκε τα λίγα σκαλοπάτια του σπιτιού του και ίσα που πρόλαβε να μπει μέσα και ν’ αμπαρώσει την πόρτα. Μετά βγήκε στο μικρό μπαλκόνι, απ’ αλάργα και εκ του ασφαλούς γέλασε δυνατά και σαρκαστικά:
- Χα, χα, χα Θαλάσση!! Χα, χα, χα!!...
- Αχ κερατά με τούτη δω που κρατάου στο χέρι, θα σ’ αποκεφαλήσου!!...
Και δάγκωνε από τον αμέρωτο θυμό του τ’ άλλο του χέρι τ’ άδειο, μουγκρίζοντας.
- Α, α, α!!! Δε θα σε πιάσω, πού θα μου πας;
- Γιατί ρε κερατά μου το ‘κανες αυτό και με έστειλες τζάμπα τόσο δρόμο;
- Για να πας να δεις τον αγαπημένο σου αδερφό!... Τί φωνάζεις; Τα αδέρφια πρέπει να βλέπονται συχνά. Είσαι μικρότερος κι είχες υποχρέωση, αφού είχες καιρό πολύ να τον επισκεφτείς. Αντίς να πεις ευχαριστώ, φωνάζεις κιόλας!... Τί θα σ’ έχουμε και εσένα διαφεντή πάνω απ’ το κεφάλι μας, να μας διατάζεις και να μας κοροϊδεύεις, Δράκο; Άκου κει!! Αλλού αυτά που ξέρεις!!...
Γραψωδία 6η
Κάποιο απόγευμα γύριζε απ’ το χωριό του καβάλα στη γαϊδουρίτσα του. Εκεί στο έμπα του χωριού, στην πέρα ρούγα τον ανταμώνει μια αδερφή του δασκάλου του Πλούταρχου. Ο δάσκαλος παντρεμένος στο Βαρυμπόμπι είχε φύγει από το χωριό μας κι έκανε μαθήματα σε σχολείο άλλου χωριού. Είχε καιρό να τον δει, κατάλαβε ότι ο Θανάσης ερχόταν απ’ το χωριό του και τον ρώτησε:
- Θανάση είδες καθόλου τον αδερφό μου; Τι κάνει; Είναι καλά;
Κι αυτός χωρίς άργητα, άγνωστο αν είχε περάσει από το μυαλό του μια τέτοια τυχαία αντάμωση, απαντά:
- Δε το μάθατε;
- Τι να μάθουμε; Τι έγινε; Μίλα ρε Θανάση!
- Ο Πλούταρχος πέθανε!...
- Ρε τι λες; Είσαι καλά; Μιλάς σωστά;
- Αυτό που ακούς. Δε σας διόπησαν γιατί δεν πρόλαβαν. Έγινε τώρα που θα έφευγα.
Μπήζει τις φωνές και τα κλάματα η αδερφή και τροχάδην στην άλλη κλαίγοντας. Ειδοποιούν και τον άλλο αδερφό, τον πάπα – Σταύρο. Μαζεύουν λουλούδια, κάνουν μπουκέτα, βάζουν και τα ψυχοκέρια στην άκρη, φορούν μαύρα κι ετοιμάζονται να πάνε στ’ άλλο χωριό να μοιρολογήσουν και να ξενυχτήσουν τον αγαπημένο τους μικρό, νεκρό αδερφό. Η ώρα περνούσε και το κακό χαμπέρι από την οικογένεια του νεκρού δεν ερχόταν. Έπρεπε όμως, για να χτυπήσει κι η καμπάνα, ο άψευτος ντελάλης να διαλαλήσει το θλιβερό μαντάτο και το κακό που βρήκε ξαφνικά την οικογένεια κι όλο το σόι. Όλοι ήξεραν λίγο – πολύ τότε, ότι άρεσαν τα ψέματα στον «κακό μαντατοφόρο». Όμως ότι θα ‘λεγε και μακάβριο ψέμα δε το στοχάστηκαν ευθύς. Η μεγάλη άργητα της αναγγελίας του ξαφνικού θανάτου του χαμένου αδερφού γέννησε τις υποψίες, που ξεσκέπασαν το αναιτιολόγητο ψέμα, του ψεύτη γαμπρού.
- Γιατί το ‘κανες Θανάση;
- Για να δω αν αγαπούσαν πραγματικά τα αδέρφια, οι συγγενείς κι οι μαθητές του τον δάσκαλο.
Γραψωδία 7η
Του άρεσε πάρα πολύ τα δειλινά και τα βράδια του καλοκαιριού να κάνει – για λίγο μόνο – το σερβιτόρο στο καφενείο των παιδιών της θείας Σοφίας της Ρογκίτσας, όπου σύχναζε κυρίως η νεολαία του χωριού. Μέτριου αναστήματος, με μικρή καραγκιοζική καμπούρα, μπαινόβγαινε σβέλτα από την πόρτα του καφενείου, για να εξυπηρετήσει τους λιγοστούς πελάτες, που κάθονταν έξω στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Πάντα ευγενέστατος, περιποιητικός, καθαρευουσιάνος και κυρίως χαμογελαστός, σκλάβωνε με τα προσόντα του και τους πιο δύστροπους πελάτες. Ένα τέτοιο δειλινόβραδο, μια παρέα που σύχναζε κάθε βράδυ σχεδόν στην ίδια θέση και με τα πειράγματα, τα χαχανητά και τα παινέματα για έναν της παρέας, μάζευε γύρω της τη «μαρίδα», όπως το ψωμί στο νερό του λιμανιού τα μικρά κεφαλόπουλα. Κάθισαν γύρω από ένα σιδερένιο στρογγυλό τραπέζι και παρήγγειλαν μισό κιλό κρασί, ένα πιάτο και το ανοιχτήρι για να τους ανοίξει ο σερβιτόρος μια δική τους κονσέρβα, που είχαν φέρει. Το ευγενικό, χαμογελαστό και αεικίνητο γκαρσόνι στο άκουσμα της παραγγελιάς, αντιφώνησε: «Έφτασεεεε, αμέσωωως, ό,τι θέλουν οι φερέλπιδες9». Σαν αστραπή που σχίζει τα σύννεφα και το μουντό ουρανό, διασχίζει τον δρόμο με την εκτελεσμένη παραγγελιά στα χέρια. Ήταν πολύ περίεργος, ήθελε να δει τι έχει μέσα αυτή η κονσέρβα. Τον είχε συνηθίσει η παρέα να φέρνει καμιά κλεμμένη από το κοτέτσι της μάνας ενός κότα, κανένα αγριοπούλι που ‘πιαναν ή ντομάτες κι αγγούρια. Βάζουν στο πιάτο την κονσέρβα με τον παράξενο και ειδικό για το κρασί μεζέ και του ‘παν άνοιξέ την. Την κρατούσε κάποιος χαμηλά κι επιδέξια για να μην ανασηκώνεται, γυρίσει και γύρει και χυθεί η νόστιμη σάλτσα. Καρφώνει το ανοιχτήρι στον επάνω πάτο κι αρχίζει γρούτσου – γρούτσου - γρούτσου το άνοιγμα. Η περιέργεια δεν τον άφησε να κόψει γύρω - γύρω τον ουρανό του κουτιού, αλλά μόλις έφτασε και πέρασε το ημικύκλιο με τον κόφτη του εργαλείου, ανασηκώνει το μισοκομμένο σκέπασμα. Δεν άντεχε άλλο, «χα χα και χα χου», έπρεπε να δει πως ήταν ο μεζές, που θα συνόδευε το ποτηράκι με το κρασί που θα ‘πινε.
Όμως από μέσα πετάχτηκε «εν ριπή οφθαλμού» μια οχιά, που έκανε το Θανάση να κάνει ένα βήμα πίσω. Τράβηξαν τα χέρια τους αστραπιαία οι εμπλεκόμενοι στο άνοιγμα, το κουτί πέφτει και το εξαγκρισμένο10 φίδι από το κλείσιμο και το γρούτσου – γρούτσου, τρέχει να κρυφτεί. Τα σαστισμένα πιτσιρίκια μόλις συνήλθαν και αφού πετροβόλησαν με τις άφθονες τότε πέτρες, που είχε το διπλανό τοιχάκι τον ταλαιπωρημένο όφι, γύρισαν τις ματιές, όπως κι όλοι, στον μαρμαρωμένο βοηθό του μαγαζιού, που θωρούσε βουβός και άσειστος το τέλος της παρολίγον τραγωδίας. Αναθαρρεύει κι αρχίζουν σιγά - σιγά να λειτουργούν τα αντανακλαστικά του. Το πρώην γελαστό του πρόσωπο, που είχε πάρει νεκρική όψη, άρχισε να κοκκινίζει και να συσπάται από οργή, που έπνιξε την ευγένεια και την καλοσύνη. Βγάζει δυνατή φωνή, του φόβου και θυμού το αντιστύλι, φοβέρα στους «φονιάδες», όπως τους ονόμασε. «Θα μου πληρώσετε ψυχική οδύνη»… Τη δουλειά του την είχε σκαρώσει, ο ίδιος που του είχε ρίξει την γαμπριάτικη μπουνιά. Είχε βρει κονσερβοκούτι που ήταν αρκετά ανοιχτό στον ένα πάτο, έβαλε μέσα λίγο γάλα, τα ερπετά αυτά είναι και γαλατοφάγα, το δελέασε κι όταν μπήκε μέσα, το εγκλώβισε. Κρατούσε με τα χέρια το κουτί μέσα στο πιάτο όρθιο, για να μην φαίνεται ο τρύπιος πάτος και το μικρό του βάρος. Ήταν δικαιολογημένος ο φόβος του Θανάση και δίκαια ζητούσε να πληρώσουν οι νεαροί «εγκληματίες» την πρωτάκουστη τότε φράση «ψυχική οδύνη», παρόλο που ο δράστης διατεινόταν, ότι της είχε βγάλει με πανί τα επικίνδυνα κοιλογαμψόδοντά της, για να είναι ακίνδυνη.
Γραψωδία 8η
Ο μπουχός τον αγκούσευε, γι’ αυτό βρισκόταν σε αμάχη με δουλειές που τον προκαλούσαν. Ήταν όμως και αλλεργικός φαίνεται στα τσιμπήματα των μυρμηγκιών. Γιατί τον καιρό του ‘λιομαζέματος, όταν ανέβαινε αραιά και που στις γέρικες ελιές που είχε πάρει προίκα, νέες δεν είχε γιατί δεν φύτεψε ποτέ, τους έκοβε γρήγορα – γρήγορα με το πριόνι τα κλωνάρια που είχαν καρπό και τα ‘ριχνε κάτω. Αυτό, σωστό για σήμερα, λάθος όμως για τότε. Αυτό το έκανε γιατί αν στεκόταν αρκετή ώρα πάνω σε ελιά, αυτά τα καταραμένα, ανάγωγα και ενοχλητικά μικρά ζωύφια που λέγονται μυρμήγκια, δεν τον συμπαθούσαν καθόλου. Ανέβαιναν στο σώμα του και τον τσιμπούσαν. Πού να ραβδίσει!!! Ιδιαίτερα όταν είχε φούντα με ελιές ή τσίγκιλια11, θα τον έριχναν κάτω!! Βούταγε το πριόνι νευριασμένος κι αγριεμένος όπως ήταν, έκοβε τα φορτωμένα κλωνάρια, όχι γιατί ήξερε ότι αυτά έπρεπε να κοπούν, αλλά γιατί έπρεπε αυτά να ραβδίσει από πάνω, κομμάτι δύσκολο αν οι ελιές ήταν ψηλές. Έτσι εκδικούνταν τις έχουσες αυτά τα διαόλια και την κατέχουσα τις έχουσες, που τα ‘τρεφαν. Κατέβαινε μετά βρίζοντας, απειλώντας και θυμωμένος όπως ήταν, έφευγε για το χωριό. Η τιμωρία που έβαζε στην κατέχουσα, ήταν να καρπολογήσει τα ριγμένα κλαριά και να μαζέψει από κάτω τις πεσμένες ελιές.
Περνούσε πρώτα από το καφενείο της θειάς Σοφίας της Ρογκίτσας και βαλαντωμένος από την ταλαιπωρία, καθόταν σ’ ένα τραπεζάκι και ζητούσε ένα ποτήρι κρασί. Εκείνη μόλις τον έβλεπε του ‘βαζε τις φωνές, γιατί παράτησε την Αγγελικώ μόνη της κι ήρθε να πιει. Ο μπαϊλντισμένος και κατατσιμπημένος ελιοκλαδευτής έπαιρνε ύφος δικαστή και με αυστηρό τόνο φώναζε: «Δε θα βάλουμε εσένα ελεχτή, ούτε διαφεντή στα οικογενειακά μας. Η δουλειά σου είναι να φέρνεις κρασί και να πλένεις κανα - ποτήρι. Ορίστε μας !! Τι θέλεις να πεθάνω; Είμαι αλλεργικός στα τσιμπήματα». Τα έλεγε και λύγιζε το πανωκόρμι του, ξύνοντας το στο ενδυματικό του περίβλημα. Γύριζε το γεμάτο νεροπότηρο κρασί κάνοντας το κεφάλι προς τα πάνω, όπως οι κότες όταν πίνουν νερό κοιτάζουν το θεό, το ‘πινε μονορούφι και ξεροσφύρι. Σκούπιζε τα υγρά του χείλια με το ανάστροφο πανωκάρπι της μεγάλης διχάλας του δεξιού χεριού του, σηκωνόταν λίγο ξεδιψασμένος αλλά καθόλου μερωμένος, πλήρωνε και συνέχιζε φεύγοντας: «Ορίστε μας, έχουμε έναν διαφεντή στο σπίτι και άλλον έναν εδώ. Ούτε ένα ποτήρι κρασί δεν μπορούμε να πιούμε με την ησυχία μας….» και πήγαινε σ’ άλλη γειτονιά.
Γραψωδία 9η
Τον ένωνε ένα παράξενο είδος φιλίας, που πολλές φορές γινόταν λυκοφιλία, με τον περίπου συνομήλικό του Γιώργη Μόρτη. Είχαν έντονα, αλλά διαφορετικά πάθη. Δύο απ’ αυτά τα ‘ζευαν στον ίδιο ζυγό και τα ‘καναν ζευγάρι. Το ένα ήταν η ακόρεστη επιθυμία της ανασκαφής του φαντασμένου «αρχαιολόγου», Γιώργη και το άλλο το πάθος και η λατρεία του Θάνου για το διονυσιακό ποτό. Ο «αρχαιολόγος» έβλεπε οράματα, επικοινωνούσε με το υπερπέραν και δεχόταν εντολές μέσω οπτασιών, να σκάψει σε συγκεκριμένα σημεία τοποθεσιών, να βρει τη θαμμένη χρυσή γουρούνα με τα δώδεκα παιδιά της. Ο λάτρης της διονυσιακής φιλοσοφίας, έσβηνε και δρόσιζε την πύρα, που είχε ο πάντα αποκαής12 φούρνος που κρυβόταν μέσα του με το αμπελόχυμο. Ήταν μια παράξενη συμβίωση επιθυμιών, που στο τέλος ανάδειχνε μικρονικητή τον παμπόνηρο φιλόσοφο. Ο ένας πλήρωνε κι ο άλλος έπινε.
Γίνονταν ελαφρές ανασκαφές συνήθως νύχτα με φεγγάρι, στο σπαρμένο χωράφι του αρχαιολόγου, όμως προκαλούσαν ζημιά στην όποια καλλιέργεια. Ο σκαφτιάς της ανασκαφής δεν εργαζόταν ποτέ πολύ. Πάντα με προσχήματα και προσκόμματα σταματούσε την αναζήτηση του αρχαίου θησαυρού. Τα λίγα λεπτά της ώρας που έσκαβε, γίνονταν λεφτά αρκετά για να σβήσει τη δίψα, που τον τυρρανούσε. Κατάφερνε το δειλό, επίδοξο αρχαιοκάπηλο να σταματήσουν, για να συνεχίσουν άλλη βραδιά. Κάποιο βράδι, ο γερομπάρμπα Μήτσος, ο εργολάβος πατέρας του αρχαιολόγου, που ήξερε τις ανησυχίες του γιου του και είχε μάθει για τη ζημιά στο σπαρμένο χωράφι τους, ανταμώνει τυχαία έξω από το καφενείο της θεια - Σοφιάς το συνεργάτη του γιου του. Μόλις τον είδε, αγρίεψε ο μικροκαμωμένος παππούς, έστριψε το τσιγκελωτό του μουστάκι και του είπε με αυστηρό ύφος: «Αν ξαναπάτε φταρωμένοι13 να σκάψετε, θα σας αρχίσω στις μπουνιές και θα σας κάνω τα μούτρα παζάρι…». Όση ώρα μιλούσε ο γέροντας, ο παρών φταρωμένος δε μιλούσε, κοίταζε μόνο. Ξαφνικά ορμάει και σπρώχνει με τα δύο του χέρια τον επίδοξο γρονθοκόπο και τον ρίχνει σε ένα σωρό άμμου, που έτυχε να βρίσκεται δίπλα τους. Σηκώνεται ο πεσμένος γέρος, που είχε τα διπλάσια χρόνια από τον σπρώχτη νέο, αρχίζει να βρυχάται σα γέρικο λιοντάρι που το τραυμάτισαν, σηκώνει τα μανίκια του, ετοιμάζει τις γροθιές του – έλεγε ότι ήταν πυγμάχος στην ξενιτιά, όταν ήταν νέος - λυγίζει λίγο το κορμί του σαν γρονθοκόπος στην παλαίστρα, φέρνει μια στροφή γύρω από τον άξονα του και ψάχνει τον στόχο του έτοιμος για επίθεση μετά στοχεύσεως. Ο Θανάσης όμως ο «παλικαράς» μετά το πέσιμο του αντιπάλου, χάθηκε σαν αστροβολίδα14. «Που είσαι ρε βρούβα; Έλα άμα σου βαστάει, να σου ρίξω δύο μπουνιές, να δεις τον ουρανό με τ’ άστρα!». Από μακρινή απόσταση ασφαλείας, ακούγεται η φωνή του θρασιμιού: «Δεύτερη φορά, δεν παλεύω».
Έκτοτε έλυσαν τις ζεύγλες15 και χάλασαν την κολιγιά με το γιο του. Δεν έπαψαν όμως να πίνουν – αν λάχαινε – κανένα ποτηράκι, που κερνούσε ο Γιώργης. Κάποιες φορές έφερνε και μεζέ ένα κομμάτι ωμό ξύγκι από σφαχτό του πατέρα του – που ήταν και χασάπης – του έριχνε λίγο αλάτι κι έπιναν το ποτηράκι τους. Άλλες φορές, όταν αντικρύζονταν από απόσταση στον κεντρικό δρόμο, αλληλοβρίζονταν: «Μπόμπη, Μποόμπη, Μποοόμπη» φώναζε ο Γιώργης, γιατί ο Θανάσης ήταν από το Βαρυμπόμπι, για ν’ ακούσει το «Μορτάλα, Μορτάαλα, Μορτάααλα». Πού και πού όμως τα πράγματα αγρίευαν. Στον ήχο « Μπόμπη, Μποόμπη, τεμπέλα» ερχόταν αντίλαλος « Μορτάλα, Μορτάαλα, χούντα, χούντα, χουντάαλα» του Θανάση, πάντα από απόσταση ασφαλείας. Στο άκουσμα της λέξης «χούντα» και «χουντάλα», ο Γιώργης αγρίευε κι ορμούσε εναντίον του «άσπονδου φίλου του», όπως ο ταύρος στο κόκκινο πανί του ταυρομάχου. Μα πού να τον προλάβει. Ο εχθρόφιλος του προλάβαινε, έμπαινε κι αμπάρωνε το κάστρο του, ανέβαινε πάνω κι έβγαζε το κεφάλι ψηλά από το παράθυρο και γέλαγε δυνατά μόλις έφτανε από κάτω ο σχετικά αργοκίνητος διώχτης του, για να τον γραπώσει και γρονθοκοπίσει τον υβριστή του. Πού όμως! Πάντα ο «σοφός» υπολόγιζε να εκτοξεύσει τις βαριόφορτες κατηγόριες του, όταν ήταν πολύ μακριά από τον στόχο και πολύ κοντά στο καταφύγιο. Ο άλλος όταν έχανε από τα μάτια του τον υβριστή, μέρευε και ξεσπούσε σε θυμόγελο. Για άλλη μια φορά τον είχε κατατροπώσει, αφού τον είχε τρέψει σε άταχτη φυγή, χωρίς καν μισό γρονθοπάλεμα.
Σε μια τέτοια λογομαχία που έγινε σε εποχή ώριμων σταφυλιών, ο διώχτης έφτασε έξω από το αμπαρωμένο κάστρο του διωκόμενου, βήχοντας: «Γκουχ, γκουχ, γκουχρ, Μπόμπη, τεμπέλα, γκουχρρ, μεθυστακούχρ…», γιατί μετά από δύο τρεις δυνατές και γρήγορες λέξεις λες κι ένας βρόχος τυλιγμένος γύρω από τους βρόγχους του, τους έσφιγγε, αγκούσευε την αναπνοή του και παράλλαζε το χρώμα, την χροιά και ένταση της φωνής του. Άρχιζε ένα πνίξιμο, που με τα γκουχ, γκουχ φανέρωνε την παρουσία του, όποια ώρα κι αν περνούσε στον δρόμο και δεν τον έβλεπε κανείς. «Σταμάτα να βήχεις και να μιλάς Μόρτη», ακούγεται από την πολεμίστρα η φωνή του εχθρού, που θα γινόταν πάλι φίλος. «Δίπλα σου στην σκάλα είναι ένα μπρακάτσι με σταφύλια. Τα ‘φερα για σένα. Φάε την σκάρα σου και βγάλτο στο λαιμό, ρε παλιόφιλε. Βλέπεις πόσο σε αγαπώ...». Ο Μόρτης τον κοιτάζει, του κουνάει το κεφάλι μισοαπειλητικά, μισοφιλικά, θυμογελάει πάλι, του γυαλίσανε τα σταφύλια, κι αλλάζει στόχο. Βουτάει ένα σταφύλι και γεμίζει το στόμα του ρόγες. Τις μασάει ολίγον τι άτσαλα, θέλει κάτι να πει, πνίγεται, του τρέχουν τα ρογόζουμα από τη μύτη και τα χείλια κι αρχίζει πάλι τα γκουχ, γκουχ, γκουχρρ. «Μορτάλα πάρε μερικά σταφύλια και φύγε, πήγαινε να τα φας σπίτι σου, να πνιγείς εκεί κι όχι εδώ… και βρω κανα - μπελά». Μόλις έφυγε ο κίνδυνος από τον εξώστη, ο «σοφός» ανέκραξε τη ρήση του: «Φτωχέ μου Μόρτη, πού να ξέρεις εσύ από τις σοφίες του Θάνου», κι αυτό γιατί τα σταφύλια ήταν κλεμμένα από του Μόρτη το αμπέλι. Αλλά κι όταν δε λογομαχούσαν «καθοδόν», πάλι αντάριαζαν τη γειτονιά με τις παθήσεις τους. Ο ένας με τα γκούχου, γκούχου, γκουχρρ και ο άλλος με τα αλογοφτερνίσματα του, ξυπνούσαν τους νυσταγμένους.
Γραψωδία 10η
Όταν κηρύχθηκε η δικτατορία το 1967, το απόγευμα της 21ης του Απρίλη πέρασε από το χωριό ένα τζιπ της αστυνομίας και με το μεγάφωνό του ντελάλησε την απαγόρευση της κυκλοφορίας μετά τις οχτώ στους δρόμους του χωριού. Ήταν η κατάλληλη ώρα να ξυπνήσει μέσα στο Θανάση ένας από τους πολλούς εαυτούς που είχε – σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, που βρίσκονταν σε χειμερία νάρκη - αυτός του άρχου16. Το βράδι αργά μετά τις οχτώ φόρεσε ό,τι στρατιωτικό ένδυμα είχε. Αρβύλες, παντελόνι και την χλαίνη ή μανδύα. Από μέσα έβαλε ένα καλάμι να σηκώνει στον ώμο λίγο την χλαίνη «δίκην όπλου» και βγήκε αρματωμένος στους δρόμους για περιπολία. Αυτοδιορίστηκε, όπως εξάλλου και οι ομοφιλόδοξοί του, οι δικτάτορες, τηρητής του νόμου και της τάξης. Κραπ, κρουπ χτυπούσε δυνατά τις αρβύλες στον δρόμο κι έκανε ποδοβόλι για να ακούγονται. Περιπολούσε και διαφέντευε στους έρημους σχεδόν δρόμους φοβερίζοντας όποιον έβλεπε, καμιά γυναίκα ή μικρό παιδί, ότι θα τους έκλεινε φυλακή, ακόμη κι ότι θα τους εκτελούσε με το όπλο που είχε στον ώμο, αν δεν συμμορφώνονταν με τις διαταγές του. Δε δίστασε μάλιστα στην τυχαία συνάντηση που είχε στον δρόμο με τον οδηγό του αυτοκινήτου της ΔΕΗ, που μετέφερε τους εργάτες από το χωριό στο λιγνιτωρυχείο και αντίστροφα, να τον διατάξει για να τον μεταφέρει με το ίδιο αυτοκίνητο στο Αλιβέρι.
- Σε διατάζου τώρα δα να με πας στην αστυνομία του Αλιβερίου να δώσου αναφορά σαν εκπρόσωπος της επανάστασης που είμαι στο χωριό.
- Και τί θα τους πεις;
- Ότι την κατάσταση την ελέγχου. Είναι όλα ομαλά.
Αισθανόταν μεγάλη αναγάλλια17, σαν εξουσία που ήταν, ηδονή και σαδισμό, που μπορούσε να φοβίζει έστω και ένα άτομο του άλλου φύλου, εκτός της γυναίκας του. Ήθελε να ξανανιώσει την ικανοποίηση και τη μεγάλη χαρά που τον είχαν συγκλονίσει, όταν είχε έρθει με άδεια στο χωριό του, την περίοδο που υπηρετούσε τη θητεία του στον εθνικό στρατό κατά τον εμφύλιο. Είχε ράψει γαλόνια επιλοχία στα μανίκια της στρατιωτικής του στολής και από απλός φαντάρος, έγινε βαθμοφόρος (υπαξιωματικός). Τότε σε κάθε χωριό, εδώ γύρω, υπήρχαν μικρές ομάδες στρατιωτών με ομαδάρχη συνήθως δεκανέα ή λοχία, για να ξεκαθαρίσουν τη Ν. Ελλάδα από τα «μιάσματα». Ο επιλοχίας αμέσως μόλις ήρθε ανέλαβε υπηρεσία. Γύριζε τα κοντινά χωριά και έκανε επιθεωρήσεις… Επιβράβευε, επιτηρούσε, ακόμα έριχνε και φυλακές, αν έβλεπε βαρύ παράπτωμα.
Σε ομαλή περίοδο επειδή δεν μπορούσε ν’ άρχει και να δίνει διαταγές, του αρκούσε μόνο να μεταφέρει εντολές, διοποιτήρια, κλήσεις, πληροφορίες, χαρτιά κι ό,τι άλλο νόμιζε ότι τον «ψήλωνε» λίγο και τον έκανε όχι μόνο μαντάτορα, αλλά και γρανάζι της εξουσίας. Και για να ‘χει αυτά τα μεγαλεία, περνούσε συχνά πυκνά από το κοινοτικό γραφείο. Όταν έμπαινε σε κάποιο καφενείο κι εκτιμούσε ότι εδώ μπορούσε να «ψηλώσει» και να ξεπεράσει κάποιον, τον πλησίαζε και του ‘λεγε ότι έχει κάποιο χαρτί γι’ αυτόν. Ψαχνόταν από ‘δω, ψαχνόταν από ‘κει, έβγαζε κάτι χαρτιά από τις τσέπες του και τα κοίταζε, μα το επίσημο δεν το έβρισκε. Θύμωνε με τον εαυτό του δήθεν, που το είχε μπερδέψει με τα άλλα τα πολλά που είχε στο σπίτι. «Αύριο θα στο βρω και θα στο φέρω».
Κάποια βραδιά περνούσε από τον δρόμο γυρίζοντας από τα γίδια, ο μπάρμπα Σταύρος ο Νταβρής ή Τσέλιγκας. Τον είδε ο κλητήρας και τρέχει πίσω του: «Κουμπάρε, κουμπάρεε», του φωνάζει. Ο μπάρμπα Σταύρος βρεγμένος, κρυωμένος και κουρασμένος όπως ήταν από το ολοήμερο γιδοβόσκημα, που είχε κι άλλη φορά φαίνεται ενοχληθεί, δεν απαντάει στα καλέσματα του και συνεχίζει. Ξανά ο κλητήρας φωνάζει: «Κουμπάρε, κουμπάρε σταμάτα, γιατί έχω μια κλήση για σένα» και σαν τη μύγα που εξαγκρίζει τα γαϊδουράλογα τις ζεστές εποχές, όταν ζουζουνίζοντας «βζιν, βζιν, βζιν», προσπαθεί να μπει στα ρουθούνια τους. Σταματάει ο αεικίνητος κοντόσωμος με το γερακίσιο μάτι και την κατσικίσια σβελτάδα, Νταβρής. Έψαχνε τις τσέπες του ο κλητήρας, για να βρει το χαρτί που ήταν μια κλήση – που δεν έβρισκε – για κάποιο δικαστήριο, για ζημιά που δήθεν είχε κάνει το κοπάδι του. Χωρίς να καθυστερήσει ο Τσέλιγκας, όπως είχε γυρίσει και τον κοίταζε, σηκώνει το χέρι του και του αδειάζει το εμβαδόν της παλάμης του στο μάγουλο, «Φραπ!!!!!!» με όλη του τη δύναμη. Του ‘ρθε του κλητήρα ο ουρανός σφοντύλι. Σκέτος κεραυνός εν αιθρία ήταν, γιατί οι αρμεχτάδες έχουν πολύ βαρύ το χέρι τους και κόβουνε τσουχτερές κλήσεις. Νόμιζε ότι θα δούλευε τον τσοπάνη!.... «Να κερατά, να σου πω εγώ, κουμπάρε και κουμπάρε, πάρε τη δική μου την κλήση, κι άλλη φορά αλάργα από μένα, γιατί θα σου κόψω την γλώσσα».
Γραψωδία 11η
Εννιά μέρες μετά το δεκαπενταύγουστο γιορτάζει το χωριό του Θανάση. Γινόταν μεγάλο πανηγύρι, ενώ του Αγ. Νικολάου το δεύτερο, ήταν μικρό. Τις δύο αυτές μέρες αλλαγμένο το ζευγάρι, πήγαινε πάντα πρωί - πρωί, διασχίζοντας το χωριό να εκκλησιαστεί και να μείνει στο πανηγύρι, γαϊδουρολάτισσα18 η κυρά, πεζολάτης ο κύρης. Μόλις όμως έβγαιναν έξω από το χωριό, από εκεί που άρχιζαν ο κακοτοπιές του δρόμου, ο αφέντης πρόσταζε ν’ αλλάξουν οι ρόλοι. Φτάνει, είδε το χωριό με τα μάτια του ότι ο Θανάσης αναγνωρίζει ότι έχουν και οι γυναίκες ψυχή και δικαιώματα κι αφού από την φύση τους είναι πιο αδύναμες, θα πρέπει να προσέχει την κυρά του και να την καμαρώνει, όταν πηγαίνει μπροστά καβάλα στην γκριζέτα γαϊδουρίτσα τους, κι αυτός να ακολουθεί. Όταν τέλειωνε ο ομαλός δρόμος μέσα στο χωριό και είχαν βγει έξω, πέθαινε και ο καλός εαυτός του ευγενικού κύρη. Σήκωνε κεφάλι ένας άλλος εαυτός, ο ανατολίτης, ο σκληρός αφέντης, ο πασάς, που προστάζει: «Κατέβα κάτω, αρκετά ξεκουράστηκες». Ξεπέζευε η κυρά – δούλα τώρα, ν’ ανεβεί ο πασάς – κύρης για τον υπόλοιπο δρόμο, που ήταν πιο πολύς. Το ήξερε η δούλα αυτό το μάθημα καλά, γι’ αυτό έπαιρνε μαζί της τα παλιά παπούτσια για το περπάτημα. Όταν έφταναν έξω από το χωριό του, ξανά αλλαγή ρόλων.
Αυτό γινόταν κι όταν πήγαιναν μαζί για δουλειές στο χωριό. Ένα πρωινό θεριστή καιρού, έπρεπε να πάνε για θέρος στη Λακκαϊμάδα, κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα. Τον ξύπνησε η γυναίκα το πρωί, για να φύγουν νωρίς με την δροσιά, όπως έκαναν όλοι οι θεριστάδες, δεματιαστάδες και κουβαλητάδες. Το πρωί οι καλαμιές είναι πιο ελαστικές και οι δουλειές αυτές, δεν έχουν φθορές. Εκείνος εκνευρίστηκε, γιατί είχε κακοκοιμηθεί και άρχισε ο καυγάς. Ξεκίνησαν μαλώνοντας, εκείνη καβάλα να ‘χει και δεμένα τα μανάρια στο σαμάρι του γαϊδουριού, εκείνος ν’ ακολουθεί ψέλνοντας: « Τύραννε, μ’ έφαγες! Δεν αφήνεις μια φορά έναν άνθρωπο να κοιμηθεί καλά…». Βγαίνοντας από το χωριό, άρχιζε ο κατήφορος. Ο τυραννισμένος φρόντιζε να συντηρεί τον καυγά. Μόλις πέρασαν του παπά τ’ αλώνι, εξαγριώνεται τόσο πολύ ο Θανάσης, βασανισμένος πεζολάτης, που την προστάζει όχι μόνο να μην ξαναμιλήσει, αλλά και να μη γυρίσει πίσω καθόλου να τον κοιτάξει. Αν το έκανε, θα την κατέβαζε κάτω αμέσως και θα πήγαινε με τα πόδια. Ο ανήφορος που ακολουθούσε τον κατήφορο, ήταν απότομος και μακρύς. Έτσι κι έγινε. Θα σκέφθηκε η Αγγελικώ, «…πάλι καλά που δεν με ξεπεζεύει τώρα. Θα πάω ξεκούραστα να πιάσω το θέρισμα, μπορεί και αυτός να ‘χει ως τότε μερώσει, να ‘ρθει να βοηθήσει, μέχρι που να πιάσει το δεμάτιασμα. Να μου φέρνει και νερό, να σβήνω τη δίψα μου, κι ας κάθεται στο δροσόσκι. Τουλάχιστον θα τον έχω παρέα…». Τέτοια και άλλα πολλά σκεπτόμενη, έφτασε στο χωράφι. Ξεπέζεψε ευχαριστημένη που για πρώτη φορά δεν την κατέβασε από τη γαϊδουρίτσα, έλυσε από το σαμάρι τα μανάρια, τα έδεσε στο χέρσο, το ίδιο έκανε και για το μεταφορέα και ετοιμάστηκε ν’ αρχίσει το θέρισμα. Γυρίζει και κοιτάζει γύρω - γύρω να δει πού βρίσκεται ο αφέντης. Τίποτα… Βάζει το ‘να χέρι για αντιήλιο στο κούτελο κι ερευνά με τη ματιά της τον ορίζοντα, μήπως και συλλάβει κάπου την... κορμοστασιά του, αλλά πουθενά… «Θ’ αργήσει να φανεί», συλλογίστηκε, γιατί αυτή η ανηφοριά εκεί στο Προ – Περιβόλι είναι απότομη και κουραστική… Αρχίζει το θέρισμα και ούτε λίγο ούτε πολύ, ούτε όλη την ημέρα δεν φάνηκε. Άνοιξε η γη και τον κατάπιε... Αφού μέχρι το βράδι κανείς δεν ήρθε να της φέρει άσχημο μαντάτο, «…τουλάχιστον θα είναι καλά», θα ξανασκέφθηκε.
Τον ταλαιπωρημένο, τυραννισμένο ανθρωπάκο δεν τον κατάπιε η γη, αλλά τον εμπόδισε η νύστα η βαριοβλέφαρη και τον προστάτεψε από κατάρρευση και την «κακιά την ώρα». Δίνοντας την προσταγή στην τελευταία λέξη, αντίκρισε τη μεγάλη ανηφόρα, που θα δυσκολευόταν ακόμη και καβάλα στο σαμάρι να την βλέπει, ένιωσε μια ζαλάδα, μια ανημπόρια, μια αχάμνια στην αντρειά του, τα πόδια του βαριόφορτα δεν περπατούσαν κατά μπρος, του ήρθε μεγάλη ανεμοζάλη και στάθηκε βλεπάτορας19 της συνοδείας του, που αλάργευε. Έχασε τον προσανατολισμό του και κάθισε λίγο να ακροαναπαυθεί20. Σηκώνεται, μια δύναμη τον σπρώχνει προς τα πίσω, αναδρομίζει 21 και ανάνιωστα 22 βρίσκεται στο κρεβάτι του, για να τον ξυπνήσει ο ήλιος του μεσημεριού, όταν με το με το φλόγιστρο του μέσα από το τζάμι, πύρωνε τα ροδομάγουλά του.
Γραψωδία 12η
Ο Θανάσης δεν υστερούσε βέβαια και στον επιστημονικό τομέα. Ιδιαίτερα στο χώρο της Ιατρικής. Σαν γνήσιος απόγονος του Ασκληπιού γιατροκομούσε τους ασθενείς του με ομοιοπαθητική και με μόνα φάρμακα, όπως οι δύο πατέρες της ιατρικής Ασκληπιός και Ιπποκράτης, το λάδι, το μέλι, το σκόρδο και το κρασί. Τις δερματικές και κυρίως τις στοματικές παθήσεις τις γλύκαινε με μέλι, το σκόρδο το χρησιμοποιούσε για αναίτια σημάδια του τριχωτού της κεφαλής (τριχοφάγος) και για να ρίχνει την πίεση. Το κρασί το χρησιμοποιούσε σα βασικό συστατικό σε φαρμακοσταγόνες…
Πήγε για πρώτη φορά σε σπίτι, που είχε παιδί με σημάδι από τριχοφάγο, καλεσμένος από τον πατέρα του πάσχοντος μικρού. Του αρπάζει το κεφάλι αγκαλιάζοντας το με το αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί έτριβε γουλιές σκόρδου στο σημάδι, επίμονα και δυνατά, μέχρι που το δέρμα κοκκίνισε και ανάβλυσε αίμα. Οι φωνές και η αντίδραση του μικρού, δεν συγκινούσαν το γιατρό. Πιστός στον όρκο του Ιπποκράτη και στο καθήκον του, εκτέλεσε μέχρι τέλος τη συνταγή. Τη δεύτερη φορά που πήγε για να συνεχίσει τη θεραπεία στο μικρό ασθενή, έφυγε άπραχτος. Ο μικρός δεν ήθελε να νιώσει για δεύτερη φορά πάνω του τα χέρια - σφικτήρες του γιατρού και να περάσει ένα δεύτερο μαρτύριο. Γι’ αυτό μόλις τον είδε, πήδησε από το παράθυρο στα κεραμίδια διπλανού σπιτιού και γλίτωσε την επώδυνη εντριβή.
Τους πονοκεφάλους, αλλαφροϊσκιάδες, μαγουλάδες και «τα ποώρα 23» τα θεράπευε με σαράντισμα, εξορκισμό και φτάρωμα με φωτιά στο σχοινομπάρουτο. Ακόμα και τη θεραπεία της αβλεψίας με λίγη γεροντική άνοια ή Αλτσχάιμερ που είχε η θειά Λενάρα, δε δίστασε καθόλου να την αναλάβει. Η γιαγιά σίγουρα είχε καταρράκτη, ίσως και γλαύκωμα στα μάτια. Είχε επίσης και κάποιες έμμονες ιδέες, ότι ψόφησε το άλογο (=γκόρδι κάλι), όπως και ότι το σπίτι περπατάει με ρόδες που έχει και ότι έρχονται τα μικρά παιδιά του Χάρου προς τα δω… Είπε τις παθήσεις στο γιατρό και αυτός κάποια μέρα που έλειπαν τα παιδιά της, την πήρε από τον δρόμο, την πήγε δίπλα και μέσα στο σπίτι της, την ξάπλωσε στο κρεβάτι της, της έκλεισε τα μάτια και της έβαλε πάνω από τα κλειστά βλέφαρα λίγο βαμβάκι ποτισμένο με το γιατρικό του και της είπε: «Δε θα ανοίξεις τα μάτια, αν δεν έρθω εγώ να σου βγάλω το φάρμακο. Γιατί αν δε με ακούσεις, δε θα γίνεις καλά». Η άρρωστη γιαγιά τον άκουσε και περίμενε να έρθει ο γιατρός να της βγάλει τα φάρμακα, ν’ ανοίξει τα ματόκλαδά της και να βλέπει σα νέα. Ο γιατρός γράπωσε την ευκαιρία του μεσοδιαστήματος, βρήκε το βαρέλι αλλά δεν έβρισκε ποτήρι – όπως ακούστηκε τότε – και ξάπλωσε κάτω. Έβαλε το στόμα του στην κάνουλα και την ανοιγόκλεινε κατά βούληση. Αφού ρούφηξε σα βαρελοβυζάχτρα, όσο έπρεπε για πλερωμή της γιατροθεραπείας που προσέφερε, σηκώθηκε με γεμάτο το βρωμάσκι24 του και ξεδιψασμένος κι ευχαριστημένος πήγε στην ασθενή του. Της έβγαλε τα βαμβάκια με τα γιατρικά από τα μάτια, της είπε να ανοίξει τα μάτια σε ένα τέταρτο και έφυγε. Ο οφθαλμίατρος βγήκε στον δρόμο και τάχυνε το βήμα του, να προλάβει να πάει σπίτι όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γιατί τα ανυπάκουα πόδια του είχαν αρχίσει επανάσταση. Όταν σηκώθηκε η θειά Λενάρα και βγήκε κι αυτή έξω και βρήκε τις γειτόνισσες, τους είπε: «Τι μου ‘κανε αυτός ο κουτρούλης ο Καρυστινός και τώρα βλέπου;». Ένας μικρός τη ρώτησε:
- Το σπίτι ήρθε από τη Μαγκούλεζα;
- Ναι ήρθε, αλλά δε θα ξαναφύγει, γιατί το ξόρκισε αυτός ο κουτρούλης.
- Και τα χαρόπουλα θα έρθουν;
- Όχι! Τα βάρησε με το όπλο και τα σκότωσε. Μόνο ο πατέρας τους, ο Χάρος γλύτωσε. Αλλά κι αυτόνε άμα τον πετύχει, θα τον σκοτώσει».
Το ‘μαθε ο γιος της ο Χρήστος και προστάτεψε το βαρέλι με το κρασί, σταματώντας τη γιατροκόμηση της μάνας του. Αλλιώς ούτε τ’ απόσωμα δε θα ‘πινε. Μ’ αυτά τα γιατρικά και με την πλατιά επιστημονική του πολυγνωσία, θεράπευε πάσα νόσο και πάσα…., ώστε μετά από κάθε ίαση, ν’ αναφωνεί «Φτωχοί τω πνεύματι, πού να ξέρετε ‘σεις τις σοφίες του Θάνου!!!». Για τις αποτυχίες έφταιγαν οι ασθενείς, που δεν εκτελούσαν σωστά τις συνταγές του.
Γραψωδία 13η
Όπως όλοι οι νοικοκυραίοι, έτσι κι ο Θανάσης είχε εκτός από την γκριζέτα, το μεταφορέα, τα μανάρια, τις κότες και μια αγελάδα για το όργωμα και το μοσχάρι, που το πουλούσε στο χασάπη. Αυτός ήταν συνήθως από μακριές περιοχές, άγνωστος μέσα σε αγνώστους στα χωριά που γύριζε και μάζευε πολλά μοσχάρια. Περνούσε την εποχή που θεωρούσε κατάλληλη, έβλεπε, παζάρευε και αν συμφωνούσε ο νοικοκύρης του ‘δινε καπάρο, έγραφε τα στοιχεία και πήγαινε σ’ άλλον. Τον πήρε και ο Θάνος και τον πήγε στην ελιά που είχαν δέσει το καματερό25 με το παιδί του. Το είδε και ο χασάπης και γρήγορα – γρήγορα συμφώνησαν, γιατί βιαζόταν ο νοικοκύρης, που ‘χε επείγουσα δουλειά. Ο χασάπης του ‘δωσε καπάρο, έγραψε ό,τι στοιχεία ήθελε και έφυγε για να μη χασομερήσει το βιαστικό κι εργατικό νοικοκύρη. Μετά από ένα διάστημα αρκετών ημερών ντελάλησε ο ντελάλης, ότι ήρθε ο χασάπης και θα φόρτωνε αύριο το πρωί τα συμφωνημένα μοσχάρια. Πρωί – πρωί όσοι είχαν συμφωνήσει, πήγαιναν τα καπαρωμένα ζώα, τους εξοφλούσε και τα ‘βαζε στο μεγάλο φορτηγό. Ήρθε και η σειρά του Θανασού. Όταν το είδε ο χασάπης, από τα στοιχεία που είχε, δεν πίστευε στα μάτια του.
- Τί είναι αυτό κύριε Καρυστινέ;
- Δε βλέπεις κύριε χασάπη;
- Βλέπω ότι δεν είδα την ημέρα του καπάρου.
- Άμα δεν βλέπεις καλά χασάπη μου, να σε γιατρέψω!
- Γι’ αυτό το μοσχάρι συμφωνήσαμε αυτήν την τιμή;
- Γιατί βλέπεις να έχω κανένα άλλο; Αν δε το θέλεις, φεύγω…..
Ο κουτουρατζής26 σκέφτηκε σίγουρα ότι ίσως να είχε μεγαλύτερη ζημιά, αν έφευγε ο πελάτης κι έχανε το καπάρο που του πλήρωσε, από το να πάρει το καχεκτικό μοσχαράκι. Έτσι θέλοντας και μη, έδωσε τη διαφορά και πήρε το αχαμνό. Ο Νάσος αφού τσέπωσε το ζεστό χρήμα, τον χτύπησε στην πλάτη χαμογελαστός και του ‘πε: «Για τόσες λίγες μέρες που δεν τάιζα καλά τη μάνα του, πώς αδυνάτισε τόσο;». Από μέσα του όμως άλλα έλεγε ο άλλος εαυτός του, ο Σισύφειος27: «Όχι θα σ’ άφηνα, φτωχέ στο πνεύμα και πλούσιε στην τσέπη. Πού να ξέρεις εσύ τις σοφίες του Θάνου!» Ο χασάπης είχε δίκιο. Ο Θανάσης τον είχε πάει στην ελιά με την αγελάδα του μπάρμπα Γιάννη του Ξενοδόχου κι όχι τη δική του. Το μοσχαράκι της ήταν καλοθρεμμένο, γιατί ταϊζόταν μάνα και παιδί καλά. Γι’ αυτό και βιαζόταν τόσο πολύ στο καπάρωμα. Φοβόταν μην τους έπαιρνε κανένα μάτι και χάλαγε η δουλειά. Για μια ακόμα φορά ο πολυκάτεχος και πολυμάτης Θανάσης νίκησε με πονηριά πουλώντας ξίγκικα.
Γραψωδία 14η
Παρόλο που έπινε το κρασάκι μόνος του, αν έβρισκε κάποιον που έπινε και ήθελε παρέα στο κρασί και στο χορό, δεν του χάλαγε χατίρι, γιατί ήξερε ότι θα τον κατάφερνε να πληρώσει το λογαριασμό. Έβγαζε το μαντίλι που είχε πάντα στην τσέπη, ίσως να το θεωρούσε εργαλείο, το κρατούσε με το δεξί του, ενώ ο μπροστάρης με το αριστερό και χοπ, χοπ, όπα και ντάπα, ντούπα τα πόδια, κατέβαζαν κάθε τόσο κι από ένα ποτηράκι και δώσε του χορού να πάει. Ένα τέτοιο βράδι με συμπότη και συγχορευτή το Βαγγέλη Μυλωνά στο καφενείο της θειάς Σοφίας της Ρογκίτσας, βλέπει από το παράθυρο να έρχεται προς το μέρος τους ο κουνιάδος του Βαγγέλη, ο Γιούλης. «Εν ριπή οφθαλμού» τραβά και κρύβει το μαντίλι, τα γέλια, οι χαρές, τα χου, χου είχαν γίνει θυμός, αυστηρότητα και συμβουλές. Πιάνει τον φίλο του από τον ώμο και με ύφος αυστηρού εξομολογητή και αξιωματικού συνάμα, του λέει: «Γιατί κάθεσαι και πίνεις, ενώ η γυναικούλα σου με τα παιδιά σε περιμένουν; Φύγε γρήγορα, τσακίσου να πας στην οικογένεια. Πλήρωσε και φύγε μπεκρούλιακα». Ο άλλος αποσβολωμένος και περήφανος όπως ήταν στ’ αυτιά, δεν μπορούσε να καταλάβει τί γινόταν. Τον κοιτούσε επίμονα, προσπαθούσε να κρατηθεί στα πόδια του, ταλαντευόταν όπως το καρφωμένο με τη μια του άκρη μεταλλικό έλασμα σε μια σταθερή επιφάνεια, τέντωνε με το δεξί να ‘χει ανοιχτά μόνο τον αντίχειρα και το δείχτη σα μαλωμένα μεταξύ τους και φσσς, φσσς, φσσς. Κάτι ήθελε να πει, δεν μπορούσε, προσπαθούσε να ισορροπήσει, όπως ο ακροβάτης στο σχοινί με τη μεγάλη ράβδο και δως του πάλι, όσο του μίλαγε αγριεμένα και τον ορμήνευε ο φίλος του. Ο Γιούλης τους πλησιάζει, στέκεται έξω από την ανοιχτή πόρτα, ακούει τον ιεραπόστολο, σκάει ένα χαμόγελο και του λέει: «Μπράβο Θανάση, έτσι σε θέλω, να τον στρώσεις». «Όχι θα ‘χουμε το Συκά – ήταν από τα μέρη της Κύμης – να παρατάει τη γυναίκα του και να μπεκρουλιάζει. Πώς θα πάει αύριο για δουλειά;». Μόλις όμως απομακρύνθηκε ο Γιούλης, ξαναβγάζει το μαντίλι, το ξαναδίνει στο Βαγγέλη και ξανά - μανά τα ίδια. Κρύφτηκε ο ιεραποστολικός του εαυτός και βγήκε ο καθημερινός. Οι δυο τους είχαν γίνει αφορμή με τα καμώματά τους να πει ο πεθερός του Μυλωνά κάποια στιγμή που τους είδε σε ανύποπτο χρόνο, το εξής: «Κανένας καλός δε θα περάσει από αυτό το μαγκούφικο το χωριό;». Έκτοτε έμειναν οι δύο πρώτες λέξεις σαν ειρωνεία για τους ξενόφερτους γαμπρούς: «Κανένας καλός;».
Γραψωδία 15η
Επειδή είχε εργαστεί για κάποια διαστήματα σε λιγνιτωρυχείο και σε εργοστάσιο, όταν κάποια χρονιά παραμονής Χριστουγέννων η ΔΕΗ έδινε κάποιο βοήθημα στους εργαζόμενους πατεράδες για τα παιδιά, όπως παιχνίδια, γάλατα και τρόφιμα, ο Θανάσης δεν έχασε καιρό. Ποιός ξέρει τι σκαρφίστηκε και παίρνει ή καλύτερα κλέβει το μικρό κοριτσάκι των τριών ή τεσσάρων ετών της ανιψιάς του. Οι γονείς βρίσκονταν μακριά από το χωριό σε δουλειά, τα μικρά πρόσεχε η γιαγιά. Ο θείος χωρίς να ενημερώσει, πήρε το μικρό κρυφά και με το αυτοκίνητο που η ΔΕΗ διέθετε για τη μεταφορά των εργατών, πήγε κι αυτός με τη μικρή, να την παρουσιάσει σα δική του, να υλοποιήσει το σχέδιο που είχε καταστρώσει. Γύρισαν οι γονείς το απόγευμα, πουθενά το παιδί. Έτρεξαν δω, κει, όπου μπορούσε να είχε πάει, τίποτα. Έψαξαν κλειστούς χώρους, κοίταξαν τοίχους και πηγάδια, πάλι τίποτα. Ανησυχία, τρόμος, στενοχώρια και κλάμα, αφού δεν υπήρχε ίχνος κανένα. Ήρθε κάποια πληροφορία, ότι το είχε πάει ο θείος στα γραφεία της ΔΕΗ. Η μάνα μ’ ελπίδα και θυμό πολύ, περίμενε το βραδινό αυτοκίνητο, που θα ‘φερνε τη βάρδια στις 5 στο χωριό. Κατεβαίνουν οι εργάτες, όταν το αυτοκίνητο ήρθε και σταμάτησε μπροστά στου Σαμπάνη το καφενείο, κατεβαίνει και ο θείος με τη μικρή. Τους βλέπει η μάνα, έρχεται η καρδιά της στη θέση της, χιμά σαν τη λέαινα που της άρπαξαν το σκύμνο της και με το σκοινί που κρατούσε, περιποιήθηκε τον κλέφτη θείο χωρίς έλεος. Από τότε ο θείος όταν έβλεπε τη μάνα - ανιψιά από μακριά να έρχεται, έλεγε: «Φύγετε να φεύγουμε ποδαράκια μου, όσο πιο γρήγορα μπορείτε, γιατί έρχεται ο βουρδουλοκόμος».
Γραψωδία 16η
Αλλά και στα πολιτικά δρώμενα του τόπου πάντα παρών, με την αυτόκλητη παρουσία του έδινε μια ξεχωριστή και δροσερή νότα, όπως κι ένα άλλο χρώμα στην πολιτική παλαίστρα με το δικό του γραφικό τρόπο. Ιδιαίτερα στις δημοτικές εκλογές, όταν στις παραμονές τους θράσευαν 28 και κορυφώνονταν τα ντόπια πολιτικά πάθη, με τα καμώματα του εκτόνωνε και μέρευε κάπως την φορτισμένη ατμόσφαιρα. Παραμονές των πρώτων μεταπολιτευτικών δημοτικών εκλογών σε καφενείο του χωριού, θα μιλούσε για πρώτη φορά στην ιστορία του υποψήφιος σύμβουλος, εγκαινιάζοντας καινούριο ύφος. Είχε μαζευτεί κόσμος να ξεδώσει και να εκτονωθεί λίγο μετά το εφτάχρονο σφίξιμο της χούντας και να γνωρίσει το ανέγνωρο29 πολιτικό ήθος, που έφερνε η μεταπολίτευση. Μπροστά σ’ ένα τραπέζι με άσπρο τραπεζομάντιλο και ανθοδοχείο με λουλούδια κι ένα πορτοκάλι, στεκόταν ο ομιλητής αναλαιμισμένος30, έτοιμος ν’ αρχίσει τα Θα, Θα, Θα του. Πιο κάτω καιροφυλακτούσε για οποιαδήποτε παρατηρούσε έλλειψη, ο φροντιστής και κέρβερός του Θανάσης. Όταν επικράτησε η χρειαζούμενη «άκρα του τάφου σιωπή» στο ακροατήριο, που αδημονούσε να ακούσει τον αμάλαγο31 πρώτο πολιτικό – δημοτικό λόγο, για να υποσχεθεί τη λύση των προβλημάτων του χωριού που χρόνιζαν και πήγε ν’ ανοίξει το στόμα του ο ρήτορας, πετάχτηκε πάνω ο φυλάκτοράς32 του: «Στοπ!», φώναξε. «Υπάρχει παράλειψη. Κύριε κατάστημα, παρακαλώ ένα ποτήρι νερό για τον κύριο Νίκο το ρήτορα... Γρήγορα στο τραπέζι του το νερό, για να ξεκινήσει.». Ο κύριος Νίκος ήταν ο βασανιστής του… Του μάτωσε τη μύτη φιλοδωρώντας τον με τη γαμπριάτικη γροθιά και με το φιδομαρμάρωμα που του είχε σηκώσει τις τρίχες όρθιες σαν τα καρφιά του λαναριού33 και του είχε προσωρινά ισιώσει λίγο την καμπούρα, όμως ο Θανάσης ο μεγαλόψυχος τον υποκομούσε μετά χαράς.
Έβλεπε όμως ότι οι ομιλητές υστερούσαν απέναντί του στη ρητορεία. Σκέφτηκε να κάνει μια δοκιμαστική συγκέντρωση, να δοκιμάσει τις ικανότητές του, κάτω από το σπίτι του. Συντονιστής ο μακαρίτης ο Αντώνης. Όταν ήρθε η ώρα, προετοιμασμένοι όλοι ψυχολογικά, ομιλητής, φροντιστής και ακροατήριο πυκνό της μέσης και κατώτερης παιδικής ηλικίας, ανέβηκε ο ομιλητής στον εξώστη του. Άνοιξε το παράθυρό του, έβγαλε έξω το κεφάλι και το δεξί του χέρι, χαιρέτησε «αλά Παπανδρεϊκά» το ακροατήριο, πήρε ανάσα κι άρχισε να ρητορεύει. Υπήρξε καυστικός, εξαπολύοντας τους πολιτικούς του μύδρους34, καίγοντας και μαστιγώνοντας την κρατούσα πολιτική κατάσταση. Πριν τελειώσει, ένα πυκνό, θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα, τον διέκοψε. Κοίταξε ικανοποιημένος το ακροατήριο, που παραληρούσε και επικροτούσε τις αλήθειες των καταγγελιών και υποσχέσεών του, χειροκρότησε κι αυτός τον εαυτό του και τους χειροκροτητές του. Εκεί που ετοιμαζόταν ν’ αρχίσει, αφού κόπασαν τα χειροκροτήματα απότομα, ως δια μαγείας σα μουσικά όργανα που βγάζει ο μαέστρος με τη βέργα του από τη μελωδία, ακούγεται ένα παράγγελμα. «Πυρ!!», ήταν η εντολή του φροντιστή του, Αντώνη. Ομαδόν οι γιαουρτοκεσέδες, που πετάγονταν από κάτω σαν από βαλλιστικές μηχανές, άσπρισαν τοίχους και τζάμια. Όσο γρήγορα κι αν έκλεισε το παράθυρο, κάποια γιαουρτοθραύσματα μπήκαν στο εσωτερικό. Δυστυχώς τέτοιο τεντιμπόϊκο τέλος έμελλε να έχει, μια από τις πρώτες πολιτικές ομιλίες ντόπιου ελεύθερου ρήτορα. Ήταν και είναι ακόμα η μοναδική φίμωση της ελεύθερης διακίνησης ιδεών δια του προφορικού λόγου και συνάμα η κακοποίηση ενός αδέσμευτου λαϊκού ρήτορα. Πρωτόγνωρο και αυτό για τα δημοκρατικά και ευγενή αισθήματα, που έτρεφε η μικρή κοινωνία μας στους διακινητές ιδεών.
Γραψωδία 17η
Θανάσης και δουλειά πάντα στα μαχαίρια. Δεν ομονοούσε μαζί της ούτε στην σκέψη και πάντα τη μαχόταν μ’ όλες του τις δυνάμεις.
Κάθε πρωί σε καιρό σποριά, λιομαζέματος, θεριστή, κοπροκαθαρισμού, θανέματος, κόψιμου, θαλλισμού και μεταφοράς ξύλων και κλαριών για το χειμώνα, έβγαζε απ’ την φαρέτρα του το κατάλληλο βέλος για καθεμιά απ’ αυτές, για να την μεταθέσει για τις καλένδες35, να την εξουδετερώσει ή και να την σκοτώσει.
Έτσι για τις πρώτες δουλειές που έπρεπε να γίνουν μεσούντος φθινοπώρου, που είχαν αρχίσει οι βροχές, τις εξουδετέρωνε στοχεύοντας σωστά με το βέλος - μυστρί. Όταν η συμβία του Αγγελικώ του φώναζε το πρωί να σηκωθεί να ετοιμαστεί, για να ξεκινήσουν για όποια δουλειά είχαν προγραμμματίσει αποβραδίς με σύμπνοια, αφού θα σηκωνόταν με το στανιό από την ξελογιάστρα στρώση, άρχιζε την φασαρία και τη μουρμούρα. Του χάλαγε το καινούριο, το βελτιωμένο πρόγραμμα που έφτιαξε, ξαγρυπνώντας όλη νύχτα. Θυμήθηκε ότι έπρεπε να «τραβήξει» τα κεραμίδια της σκεπής του σπιτιού τους για να μην είναι σουρωτήρι και χρειάζονται ταψά, καπάτσα και τεντζερέδες για να πιάνουν τους μεσασταλαμούς, όταν ο βροχάρης θα μαστίγωνε ανελέητα τα κεραμίδια τους κι ό,τι άλλο θα ‘βρισκε στη διάβα του.
«Άιντε Θανάση μου, να ξεκινήσουμε, γιατί πήγε μεσημέρι», ήταν η καθημερινή πρωινή επίκληση της συμβίας του.
- Φύγε συ, πήγαινε και θα ‘ρθου μόλις τελειώσου μ’ αυτά τα καταραμένα τα κεραμίδια, που όλο τα βάζου στη θέση τους κι όλο φεύγουν. Εσύ τη νύχτα κοιμάσανε κι ονειρευέσανε, ενώ εμένα δε με κόλλαγε ύπνος, γιατί με βασάνιζε η έγνοια, τί θα γίνει άμα τ’ αφήσου έτσι; Θάλασσα θα καταντήσει το πάτωμα με τις πρώτες ψιχάλες και μείς βάρκα δεν έχουμε για να κινούμαστε δωμέσα.
- Άστα γι’ άλλη μέρα που δε θα ‘χουμε δουλειά ή γιατί τόσες μέρες καθέσανε και δεν τα ‘φτιαχνες;
- Κάθε πράμα στον καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο. Δεν την ξέρεις την παροιμία;
Έτσι άρχιζε η πρωινή τους λογομαχία. Από τα πολλά σηκωνόταν, βούταγε το μυστρί, που του είχε λιώσει τη λαβή μόνο από το πιάσιμο για να κάνει… κι όχι που έκανε, κι έψαχνε σκάλα στη γειτονιά ν’ ανέβει την σκεπή και να βάλει στη θέση τους αυτά τα άταχτα κεραμίδια, που με τον πρώτο αέρα μετακινούνταν. Μέχρι και τις πέτρες που τους έβαζε για βάρος, πετούσαν κάτου. Κάθε «τρεις και δύο» τα διόρθωνε κι όλο αδιόρθωτα ήταν...
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Ήταν κι ο παλιοσοφάς που τριβόταν κι έπεφτε, και ήθελε κι αυτός μερεμέτι, ήταν και το υπερκινητικό τελευταίο σκαλοπάτι της μικρής πετρόσκαλάς τους, που χρόνια τώρα τους τραμπάλιζε και χρειαζόντανε κι αυτό σταθεροποίηση, γιατί κάποια στιγμή θα τους έριχνε εκδικούμενο την αδιαφορία του. Αυτά όλα σκεφτόταν τη νύχτα και τον βασάνιζε η αϋπνία… Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος με τόσα πολλά και μεγάλα παιδέματα στη ζωή...
Έτσι ο διάλογος με τη συμβία του καθημερινά τις μέρες των κύριων αγροτικών εργασιών, τότε που το χωριό άδειαζε γιατί ο κόσμος του σύσσωμος ήταν σκορπισμένος στα χωράφια, είχε πάντα άδοξο τέλος. Η κατάληξη του ήταν προδιαγεγραμμένη. Καβγάς «εκ του πλησίον» στην αρχή και «εκ του μακρόθεν» στο τέλος, όταν ο καθένας τους ακολουθούσε τον δρόμο που διάλαγε. Η δούλη και κυρά πιστή στην προσταγή του γαμήλιου ευαγγελίου «η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα», έπαιρνε τον δρόμο για το χωράφι. Ο δε άνδρας και αφέντης βιαστικός – βιαστικός έτρεχε να βρει, που ποτέ δεν έβρισκε, τάχα μου - τάχα μου τα υλικά για κάποια από τις επισκευές στον χατζηπάνο κάποιου καφενείου. Όταν η υπομονή κι επιμονή της δούλης του θεού ήταν ατέλειωτες και την έκαναν να περιμένει ώρες χωρίς να ξεκινάει, παρακαλώντας τον να πάνε μαζί γιατί μόνη της δεν μπορούσε π.χ. να κόψει ξύλα και να θαλλίσει τα κλαριά, ο «σοφός» αναλάμβανε δράση.
Γι’ αυτόν προείχε πάντα η φροντίδα του κοιτώνα τους, γι’ αυτό έπαιρνε την σκάλα που είχε στην αυλή ο Δρακοθαλάσσης ή ο Γιαννοξενοδόχος κι ανέβαινε στην σκεπή, κρατώντας πάντα ορφανό το μυστρί του, που ήταν το πολυεργαλείο του. Στεκόταν όρθιος με το μυστρί στο χέρι σαν το θεό Ποσειδώνα της θάλασσας με την τρίαινα, ώσπου να αναχωρήσει ο τύραννός του. Μόλις η υποταχτική του κυρά έπαιρνε τα μανάρια και τη γαϊδουρίτσα τους κι αναχωρούσε, «ο τυραγνισμένος» έκανε πιστρόφια ζάλατα πίσω του και κατέβαινε. Το ύψος του έφερνε ίλιγγο και η ησυχία της έρημης γειτονιάς ανορεξία. Τις ίδιες αδιαθεσίες αισθανόταν κι όταν ανέβαινε να ραβδίσει μια μεγάλη ελιά. Προκειμένου να ζαλιστεί και να μετρήσει το ύψος πέφτοντας, κατέβαινε ολοταχώς αναβάλλοντας τη δουλειά για την άλλη μέρα.
Αν τύχαινε και βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού του κάποιος από τους δύο γείτονές του και τον έβλεπε στην σκεπή όρθιο να κοιτάζει τα σημεία του ορίζοντα ή να μετράει δήθεν τα σπασμένα κεραμίδια, τον ρωτούσε:
- Τί καιρός φυσάει Θανάση;, για να πάρει την απάντηση:
- Κοροϊδεύεις εσύ, αλλά ο καιρός θα χαλάσει. Δεν είναι κατάλληλος για τέτοια δουλειά.
Κι αφού η συμβία του είχε απομακρυνθεί, κατέβαινε και συνέχιζε το διάλογο.
- Σήμερα τα κεραμίδια σπάγανε εύκολα. Ξερά πολύ ήτανε, υγρά πολύ; Δεν ήταν η μέρα τους.
Το ίδιο έκανε και με το δέσιμο και κουβάλημα των θερισμένων σπαρτών. Πότε αυτά είχαν θεριστεί πράσινα κι έπρεπε να στεγνώσουν, πότε είχαν παραστεγνώσει και τρίβονταν. Οπότε άφηνε να έρθει η κατάλληλη μέρα. Το κοπροκουβάλημα το αντιπαθούσε, γιατί η κοπρόσκονη του ερέθιζε τις βατραχοματούρες του και του προκαλούσε άσμα (άσθμα). Το βοτάνισμα δεν το καταδεχότανε, γιατί ήταν δουλειά γυναικεία αφενός και αφετέρου από το συνεχές σκύψιμο ζαλιζότανε από πτώση της πίεσης. Το θάνεμα θα το ‘κανε λίγο πριν σπείρει και οργώσει… Έτσι πάντα πηγαινοερχότανε – σαν δραγάτης – στους έρημους δρόμους του χωριού, όταν ο ενεργός του πληθυσμός βρισκόταν στα χωράφια. Ο μπάρμπα Γιάννης ο Ξενοδόχος τέτοιες μέρες που οι άνδρες έλειπαν, τον διόριζε φύλακα της γειτονιάς και του μικρού κι ανήμπορου πληθυσμού, που ενδημούσε μόνος.
«Έχουμε το Θανάση να μας φυλάει παιδιά και γέρους κι όσες γυναίκες είναι λεχώνες και δεν βγαίνουν έξω ‘πο το σπίτι…».
Γραψωδία 18η
Κάποια μέρα βρέθηκε στη Χαλκίδα άγνωστο πώς, αλλά «στεγνός». Όχι μόνο λεφτά για να «λαδώσει τα γρανάζα» της δικής του μηχανής δεν είχε σ’ αυτήν την ξελογιάστρα μεζεδόπολη, μα ούτε και για το εισιτήριο επιστροφής στο χωριό. Θυμήθηκε ότι στη συνοικία του βούρκου είχε κάποιους πολύ μακρινούς συγγενείς. Τους επισκέπτεται και μετά τα τυπικά και το κέρασμα, στην ερώτηση ποιός καλός άνεμος σε έφερε στο φτωχικό μας, τους ξεφούρνισε, ποιός ξέρει με τί τρόπο, τη μεγάλη ανάγκη που είχε για κάποια λεφτά. Δικαιολογήθηκε ότι έφυγε βιαστικά πολύ από καφενείο του χωριού με κάποιο φορτηγό απρογραμμάτιστα και δεν σκέφτηκε ότι τα λεφτά που είχε στην τσέπη του, μπορεί να μην του έφταναν, ώστε να έτρεχε στο σπίτι, να έπαιρνε κι άλλα. Αλλά και στην υπηρεσία του ΙΚΑ που πήγε να ταχτοποιήσει τα χαρτιά του για τη σύνταξη, οι υπάλληλοι είναι αγιογδύτες. Του ζήτησαν να πληρώσει ένα κάρο λεφτά. Γι’ αυτό τα είχε μεγάλη ανάγκη…«Μια και βρέθηκα δω, ας την τελειώνου μια ώρα αρχύτερα τη δουλειά… Το γοργόν και χάριν έχει. Και μόλις γυρίσου σπίτι, θα σας τακτοποιήσου για την ευκολία που θα μου κάνετε».
Οι άνθρωποι τον πίστεψαν, τον συμπόνεσαν και τον συνέδραμαν με το σεβαστό ποσό που τους είχε ζητήσει επίμονα και βιαστικά. Άνθρωποι φτωχοί ήταν, του ‘δωσαν όμως από το κομπόδεμα του υστερήματός τους, που είχαν για μια δύσκολη ώρα. Ο Θάνος τ’ άρπαξε, τους ευχαρίστησε, τους διαβεβαίωσε για μία ακόμη φορά για την γρήγορη επιστροφή κι έτρεξε να προλάβει τις υπηρεσίες, πριν κλείσουν για να πληρώσει. Έχασε από την βιασύνη του όμως τον δρόμο κι αντί να βρεθεί εκεί, βρέθηκε να κάνει περαντζάδα στα τότε λάγνα ουζερί της παραλίας με τους γαργαλιστικούς μεζέδες τους. Το βράδυ γύρισε χορτάτος, ξεδιψασμένος και ευτυχής στο χωριό, πλαγιάζοντας υπερευχαριστημένος στο κλινάρι αγκαλιά με τη συμβία του, αφού «κι η φτώχεια θέλει καλοπέραση», όπως έλεγε συχνά.
Οι μέρες και οι μήνες περνούσαν όμως, χωρίς τα δανεικά να βρίσκουν τον δρόμο της επιστροφής. Ούτε οι παραγγελίες που του στέλνανε οι δανειοδότες έβρισκαν ανταπόκριση από μέρους του παραλήπτη και δανειολήπτη, αφού τις υποσχέσεις του τις είχε πάρει ο άνεμος. Μια και δυο επισκέπτονται το χωριό, τον πετυχαίνουν, τον πολιορκούν και τον στριμώχνουν, απειλώντας τον ότι θα το φανερώσουν στη γυναίκα του: «Εντάξει, επειδή όμως τώρα δεν έχου μετρητά λόγω οικονομικής κρίσης, αν θέλετε σας δίνου λάδι, αλλά σιωπηλά».
Οι διώκτες του απάντησαν καταφατικά, αλλά εδώ και τώρα. Ο ευρηματικός τραμπαδόρος, αφού απομάκρυνε τη γυναίκα του από το χωριό, ποιός ξέρει με τί ευφάνταστο τρόπο, κρυφά κι απ’ τους γείτονες γέμισε και κουβάλησε στης θειάς Στεφανόλενης δυο τενεκέδες λάδι, που όριζε η συμφωνία για την αποπληρωμή του χρέους. Έτσι τράβηξε σφουγγάρι στα χρωστούμενα με πάσα μυστικότητα κι ούτε γάτος, ούτε ζημιά. Όμως η ποσότητα ήταν μεγάλη, η στάθμη του λαδιού στο πιθάρι κατέβηκε πολύ, η νοικοκυρά μόλις πήγαινε να γεμίσει το ρογί (ροΐ), θα το καταλάβαινε αμέσως. Έπρεπε να λύσει και αυτό το πρόβλημα. Τη λύση βέβαια την είχε έτοιμη. Έκανε αυτό που εφάρμοζε πριν μερικές δεκαετίες ένας άλλος συγχωριανός του ο Παναγής Τσουτσάνης, ο δεύτερος άνδρας της χήρας Μητούς Ρουμελιώτη. Το αντικαθιστούσε με ισόποσο νερό. Δύο τενεκέδες λάδι έβγαλε, δύο τενεκέδες νερό έριξε. «Το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι», σκέφθηκε ο σοφοθανάσης.
Το λάδι όμως σώθηκε νωρίς, χωρίς ν’ αδειάσει το πιθάρι. Η νοικοκυρά έβαζε την αγγλιά κι έπιανε μούργα, που ήταν πολύ περισσότερη από την επιτρεπτή. «Θανάση μου, το μισό πιθάρι είναι μούργα. Τί είναι αυτό που πάθαμε;». Την ακούει ο άντρας ο πολύξερος, θυμώνει πάραυτα, βάζει τις φωνές κι αρχίζει να βρίζει και να απειλεί με μήνυση τον κλέφτη λιοτριβιάρη, που δεν είχε καθαρίσει καθόλου το μουργέλαιο. Τους έβγαλε πολύ λάδι, αλλά ακαθάριστο, για να πάρει πολύ δικαίωμα.
- Γι’ αυτό κυρά δε θα ξαναπάμε ελιές σ’ αυτόν τον κλέφτη. Να παιδευούμαστε τόσο, πιο πολύ εσύ καημένη και να μας κλέβει αυτός ο λωποδύτης;
- Μα άλλος Θανάση μου δεν ακούστηκε να κάνει παράπονα. Εμάς τους φτωχούς, που βγάλαμε λίγο, βρήκε να κλέψει;
- Δεν ξέρεις γυναίκα, ότι ο λύκος απ’ τα λίγα αρπάζει;
Μέσα του όμως, ο κλεφτοψευτοφιλόσοφος γέλαγε και επαναλάμβανε το γνωμικό του: «Πτωχιά τω πνεύματι γυνή. Πού να ξέρεις εσύ τις σοφίες του Θάνου!!!».
Γραψωδία 19η
Το θεωρούσε ανεπίτρεπτο και βαρύ αμάρτημα αυτός ένας λάτρης του αμπελόχυμου και φανατικός οπαδός του κρασόθεου Διόνυσου, να μην έχει πάντα στο φτωχικό του έστω και ένα μισόκιλο για να κάνει μεταλαβιές, όταν την ώρα του φαγητού κολλούσαν στον καταπιόνα του και δεν κατέβαιναν, γιατί ο δρόμος τους ήταν στεγνός. Ήθελε ακόμα να βρέχει με μια γουλιά την διψασμένη γλώσσα και το ξερό λαρύγγι του, σαν τον ξύπναγε την νύχτα καμιά φορά το μαρτύριο του βήχα, που τον βασάνιζε, αν δεν τον πότιζε, λίγο κρασί. Η μηχανή του με τα εξαρτήματά της το απαιτούσε φορτικά, «αφού τα γρανάζια χωρίς λάδωμα δεν δουλεύουν», όπως πάντα έλεγε.
Μεσούντος κάποιου χειμώνα που είχε μείνει στο σπίτι «στεγνός», του παρουσιάστηκε μια ευκαιρία για να ‘χει κι αυτός μεταλαβιές στο άγιο δισκοπότηρό του για τις δύσκολες ώρες, αλλά με ανέντιμο τρόπο. Το σκέφτηκε, το ξανασκέφτηκε κι αφού την ατιμία του αυτή την συγχωρούσε η λαϊκή θυμοσοφία με το γνωμικό της «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», άρπαξε την ευκαιρία ‘πό τα μαλλιά. Δεν μπορούσε ένας «ιερέας της διονυσιακής λατρείας» να κοιμάται αγκαλιά με άδειο δισκοπότηρο. Ο καφετζής και κρασοπώλης μπάρμπα Ποστόλης ή Ποστολάρας, καλός κι αγαθός άνθρωπος διατηρούσε το μικρό και γραφικό καφενεδάκι των παιδιών του, αφότου γύρισε από την Αυστραλία. Το είχε να περνάει την ώρα του, να κουβεντιάζει και να σχολιάζει την καθημερινότητα κι όχι να βγάζει λεφτά, αφού οι πελάτες του ήταν λίγοι και οι τιμές του τιμοκαταλόγου πολύ χαμηλές. Μετανάστης στην μακρινή αυτή ήπειρο δεν έκανε προκοπή. Το κέρδος του ήταν ότι έφυγε διάολος και γύρισε άγιος. Φτωχός, τίμιος, λογικός στην κουβέντα κι αγαπητός, τουλάχιστον για το μικρό αυτό τελευταίο κομμάτι της ζωής του, όπως τον γνωρίσαμε μετά τον μισεμό του. Του αφήναμε πάντα κάτι παραπάνω – όταν σα νεολαία απένταρη κάναμε τα πρώτα βήματά μας στην πιάτσα του χωριού - στα ρεφενέ και μας έφερνε τον ισχνό λογαριασμό μετά από φτωχό φαγοπότι.
Σε κάποια γωνιά του μικρού του μαγαζιού έβαζε ένα με δυο κιβώτια, που είχαν σφραγισμένα μπουκάλια κρασιού Κουρτάκη του μισού κιλού. Κάποτε άρχισε να παρατηρεί ότι ενώ τα μπουκάλια αριθμητικά καθημερινά ήταν σταθερά, ποσοτικά ήταν λειψά, δηλαδή το περιεχόμενο τους χανόταν σαν αυτά να φύραιναν. Μετρούσε τα άδεια περιεχομένου μπουκάλια και αυτά ήταν περισσότερα κάθε φορά απ’ αυτά που έπρεπε να ήταν. Αφού τα έπαιρνε όλα γεμάτα και σφραγισμένα και μετρούσε κάθε μέρα άδειαζε, πώς βρίσκονταν κάποια στιγμή τα κενά περιεχομένου περισσότερα, απ’ όσα είχε γράψει η μύτη του μολυβιού του ότι πούλησε;
Μέρες, ίσως και μήνες προσπαθούσε να δώσει λύση με το απλό του το μυαλό ό αγαθός μπάρμπα Ποστόλης. Πάντα να έπεφτε έξω; Να είναι τα γυαλιά τρύπια; Όχι! Γιατί τρύπιο κουτί, τρύπιος τενεκές, τρύπια τσέπη υπάρχουν. Τρύπια μπουκάλια όχι. Αλλά κι αν υπήρχαν θα βρίσκε το κορασάνι του δαπέδου υγρό και κρασομυρωδάτο τουλάχιστον κάτω από τα τελάρα. Αυτό ήταν στεγνό και άοσμο. Πως μπορούσε το υγρό περιεχόμενο να εξατμίζεται αθόρυβα, γρήγορα και αθέατα. Γιατί αυτό να γίνεται στο μικρό αυτό χωριό και να μην γινόταν στη μεγάλη και μακρινή Αυστραλία, που του φάγε τα καλύτερα σαράντα χρόνια του πάνω σ’ αυτό το επάγγελμα; Είχε ανοίξει αμέτρητα μπουκάλια σα σερβιτόρος που δούλευε. Ποτέ δεν πρόσεξε τέτοιο φαινόμενο. Ποιος ξέρει πόσο καιρό τον βασάνιζε αυτή η «ξηρή εξάτμιση ή εξάχνωση» που γινότανε εκεί στην γωνιά του μικρομάγαζού του, ώσπου δεν άντεξε και ζήτησε ξένη βοήθεια για τη λύση του προβλήματος.
Έτσι μια μέρα σε δυο έμπιστά του παιδιά - πελάτες εκμυστηρεύτηκε τον πόνο του. «Το και το που λέτε ρε παιδιά. Ο διανομέας τα φέρνει γεμάτα. Εγώ μετράω πόσα αδειάζου και πόσα πουλάου στα σπίτια. Κάνου λογαριασμό και ενώ οι θήκες του τελάρου γεμάτες, τα άδεια περισσότερα από τα πρεπούμενα. Δεν μπορεί να κάνου συνέχεια λάθος στο γράψε - μέτρησε. Το βράδυ κλειδώνου κιαμπαρώνου το μαγαζί, όταν ανεβαίνου πάνου για ύπνο. Αποκλείεται να το ανοίγει κάποιος τη νύχτα, να πίνει το κρασί και να βάζει ταπωμένα τα άδεια στη θέση τους. Κάτι άλλο συμβαίνει ».
Τα παιδιά – Γιώργης Μπακόλας και Περικλής Λαής - που ήταν της πιάτσας της γειτονιάς και ήξεραν πρόσωπα και πράγματα, αφού αλληλοκοιτάχτηκαν απόρησαν, συσκέφτηκαν και λυπήθηκαν για το πάθημα τον αγαπητό μαγαζάρη στο τελευταίο αποκούμπι της ζωής του, τον ρώτησαν:
- Ποιοί είναι οι πιο συχνοί σου πελάτες;», για να πάρουν την απάντηση:
- Ο Κολιομακρής, ο Μητσογκόλας, ο Μόρτης, ο Καρυστινός, ο Νικοπετζής, ο Εργολάβος και πιο αραιά κάποιοι άλλοι και παιδαρέλια σαν και σας.
- Απ’ ‘όλους αυτούς ποιός κάθεται στην αμαρτωλή γωνία, πάντα κοντά στο τελάρο με τα κρασομπούκαλα, όταν είναι μόνος του;
- Νομίζου ο Καρυστινός.
- Νά το γιατρικό του πόνο σου».
Πράγματι ο πονηρεμένος πιά κρασοκαφεπώλης πρόσεξε ότι οσάκις ο Καρυστινός ήτανε μόνος του, ο «σοφός» αυτός κλεφταράκος, έφερνε το σιδερένιο στρογγυλό τραπεζάκι δίπλα στο υποψήφιο θύμα, να το βλέπει και να το λιγουρεύεται για το βράδι, να προκαλείται από αυτό και να πίνει με όρεξη το Χατζηπάνό του. Έτσι όταν ο « κουτοαυστραλός» όπως τον θεωρούσε, του ετοίμαζε την παραγγελιά η απασχολούνταν με κάτι άλλο, αν η στιγμή το επέτρεπε, ο πελάτης Θανάσης «εν ριπή οφθαλμού» έκανε « σκάτζα βάρδια». Έβγαζε ‘πο τη μεγάλη παπαδίστικη τσέπη του σακακιού του το ταπωμένο άδειο και το άλλαζε με ένα γεμάτο του τελάρου. «Ούτε γάτα, ούτε ζημιά». Έπινε μετά το ποτηράκι που είχε παραγγείλει, σκούπιζε με το ανάστροφο της παλάμης του τα νοτισμένα χείλιά του, έβγαζε εγγαστριμυθικά το ααα!, το επιφώνημα της αγαλλίασης και του κορεσμού της δίψας του λαρυγγιού του, έλεγε δυο - τρία παινέματα στον καφετζή, σηκωνόταν κι έφευγε πάντα με το ένα χέρι στην σακουλότσεπή του, διπλοευχαριστημένος. Και ξεδίψασε και θα ‘χει αποθεματικό για τις σκληρές και στεγνές ώρες στο σπιτικό του, αφού είχε ψαρέψει πάλι το λαυράκι του. Μέσα του πάλι θα σκεφτόταν κάθε φορά με την καλή ψαριά: «Πτωχέ τω πνεύματι Ποστολάρα. Πού να ξέρεις εσύ τις σοφίες του Θάνου !!! Ποιος σου φταίει για την μεταμόρφωση που έπαθες από το κούνημα της θάλασσας; Έφυγες λύκος και γύρισες αρνί! Στο κάτου – κάτου κι η φτώχεια τέχνες βγάζει». Έτσι άφηνε τον «πτωχό τω πνεύματι» να ψάχνει τη λύση του προβλήματός του, ενώ το σταφυλόζουμο είχε μεταναστεύσει στην τσεπάρα του «σοφού» και όδευε προς τη κοιλάρα του. Αυτό έως ότου πιάστηκε στα σταμένο δόκανο και του ξαναστέρφεψε το άγιο δισκοπότηρό του…
Γραψωδία 20ή
Ο άντρας ο πολύξερος, ο πολυκατεχάρης και πολυβοηθησάρης, άνθρωπο αβοήθητο όταν αυτός έκρινε ότι η περίσταση το απαιτούσε, ποτέ του δεν άφηνε. Η προσφορά του πάντα ισχνή ως ανύπαρκτη, η απολαβή του όμως πλούσια. Θιασώτης του γνωμικού «η χάρη θέλει αντίχαρη» αυτοδιοριζόταν προστάτης φτωχών κι ανήμπορων, αδυνάτων κι ανυπεράσπιστων, δάσκαλος και μέντορας άσχετων ή κακότεχνων, θεραπευτής κι εξορκιστής του κακού, αλλά και κόλακας του ισχυρού. Το αρχαίο γνωμικό «σέβου, προσεύχου, θώπτε τον κρατούντα αεί» (καλόπιανε, προσκύνα, λάτρευε όποιον την εξουσία έχει), το είχε τόσο καλά εμπεδώσει, που το ακολουθούσε όπως η σκιά τον αφέντη της. Έφτανε μόνο να διέβλεπε πιθανή εξαργύρωση της λογοπλημμύρας του παινέματος ή του ελέους, με αγαθά της πρώτης ανάγκης κι ευθύς αναλάμβανε δράση. Προτεραιότητα πάντα και τυφλή υπακοή στα κελεύσματα που έστελνε η επιρροή που του ασκούσε το δώρο του πότη θεού Διόνυσου, ο Χατζηπάνος (ένα μεγάλο κρασοπότηρο). Τόσο μεγάλη η εξάρτηση, που για χάρη του πουλούσε και την ψυχή του στο διάολο, αν ψυχανεμιζόταν ότι η αγοραπωλησία θα γινόταν χωρίς καθόλου σωματικό ξόδιασμα. Την κούραση την φοβότανε, όπως ο διάολος το λιβάνι. Ήταν εργάτης του πνεύματος κι όχι «χειρόναξ», όπως έλεγε. Εραστής του ψεύδους του αυθόρμητου, του παράλογου, του μικρού και του μεγάλου, του αθώου και του πονηρού, του κωμικού και του μακάβριου, αλλά και του εκ προ μελέτης που του ξεσκέπαζε ψήγματα πότε δόλου και πότε εξυπνάδας. Τα ψήγματα σαν τις ακτίνες του ήλιου της Βεργίνας, που το λαμπερό δίσκο του τον χρωμάτιζε έντονα το απόφθεγμά του: «Πτωχοί τω πνεύματι άνθρωποι, πού να ξέρετε εσείς τις σοφίες του Θάνου!!!».
Μια μέρα στη νέα του γειτονιά, που ο νέος του γείτονας Γιώργης Μπακόλας θα κουβάλαγε με το καρότσι το κάρβουνο για την ξυλόσομπα του σπιτιού του, που το είχε αδειάσει το φορτηγό στον δρόμο, ο καλός γείτονας και βοηθησάρης Θάνος, προσφέρθηκε αυθόρμητα κι αζήτητα και τάχα μου αφιλοκερδώς, να συνδράμει με όλες του τις δυνάμεις. «Θ’ αφήσουμε το καλύτερο γειτονόπουλό μας και κουμπαράκι αβοήθητο, να βασανίζει το αμάθητο κορμάκι του; Αυτά τα χρυσά, τα καλλιτεχνικά χεράκια που ξέρουν μόνο να κρατάνε πινέλα και είναι άμαθα σε τέτοια δουλειά, να παιδεύουνται μόνα τους; Υποχρέωσή μου ζωγράφε, κι ας μη θέλεις, να σε βοηθήσου. Μπορεί να είσαι προκομμένος, δουλευταράς, δυνατός και πρώτος στις ζουγραφιές, αλλά δω θέλεις το κάτι τις ‘πο μένα, που ξέρου ‘πο κάρβουνο».
Έτσι άρχισε πρώτα τα παινέματα, με τα λόγια του μετά να διασκεδάζει όχι μόνο το γειτονάκι του, αλλά και τους περαστικούς. Προσπαθούσε να τον ψυχαγωγήσει, να του αντριέψει τη δύναμη και να του ανοίξει πιο πολύ την όρεξη για δουλειά. Ε! Αφού άρχισε το κουβάλημα, πέταγε πού και πού και καμιά καρβουνόσχιζα στο καρότσι με τρόπο πιάνοντάς τη, ώστε να λερώνει τ’ αδούλευτα ακροδάχτυλά του. Την προσπάθεια της συνδρομής του, την είχε εστιάσει, όχι τόσο στην φόρτωση, όσο στην φύλαξη του καυσίμου, αποτρέποντας τη δήθεν επαπειλούμενη αρπαγή του, λες κι ήταν ο σωρός θησαυρός πανάκριβος, που τον επιβουλεύονταν άρπαγες γείτονες και ληστές περαστικοί στον δρόμο, που παραμόνευαν για να επιτεθούν για όσο διάστημα τ’ αφεντικό θ’ απομακρυνόταν με το φορτωμένο καρότσι. «Κουμπαράκι… Να κατεβαίνεις αργά – αργά τον επικίνδυνο κατήφορο κι άμα κουράζεσαι, να σταματάς. Πρόσεξε την στροφή, μη σε φέρει καπάκι… Άμα φτάνεις, να το αδειάζεις με το πάσο σου, να το βολεύεις καλά, να πίνεις το νεράκι σου και να ‘ρχεσαι άβιαστα. Εδώ, θα είμαι εγώ. Κανένα δε θ’ αφήνου να πλησιάσει και να σε ζημιώσει. Όποιος απλώσει, θα του κόψου τα χέρια. Να! Έτσι! Κοίτα, χραπ! Χραπ! Κουλός θα φύγει. Αυτά που ξέρανε από άλλη χρονιά, να τα ξεχάσουν...».
Μ’ αυτά και μ’ άλλα παρόμοια λόγια ο Θανασός προσπαθούσε, να κρατάει μακριά το γειτονάκι του ‘πο το σημείο φόρτωσης, δημιουργώντας του την αίσθηση της υπερσιγουριάς για την ακεραιότητα του πολύτιμου αγαθού, αφού τους ληστοσυμμορίτες ντόπιους και περαστικούς που το εποφθαλμιούσαν, τους αντιμετώπιζε αποτελεσματικά μόνος του. Μόλις το γειτονόπουλο έφθανε στο σωρό για φόρτωση της χειράμαξας, ο φύλακας άγγελος, που επαγρυπνούσε σαν Κέρβερος, τον έλουζε με ένα σωρό παινέματα. Παρότρυνε και κάποιους που περνούσαν την ώρα του φορτώματος, να τόνε φτύνουνε μην και τον ματιάσουνε το δουλευταρά το γείτονα, απ’ αυτούς που γνώριζε σαν ξεματιαστής που ήτανε, ότι το μάτι τους έκανε κακό.
Ένας όμως γείτονας δεν προσπέρασε το σωρό. Κοντοστάθηκε δίπλα του βάζοντας τα δυο του χέρια στην κούρμπα της αγγούλας του και γέρνοντας λίγο το κορμί του, στηρίχτηκε σ’ αυτήν ακουμπώντάς τη στο πανωκοίλι του, ξεκουράζοντας τις οχτώ περίπου δεκαετίες που τον βαραίνανε. Αμέσως όμως με την στάση του άνοιξε μέτωπο λογοπάλης με τον αυτόκλητο φύλακα. Γιατί εδώ υπήρχε φανερά πλέον σύγκρουση συμφερόντων. Βλέποντάς τον να κοντοστέκεται και να παρακολουθεί, δεν έχασε καιρό ο Θανασάκης κι άρχισε να τον επιπλήττει.
- Άιντε Βαγγέλη, φύγε τώρα. Είδες, ξαναείδες, τί άλλο θέλεις; Τράβα στη δουλειά σου κι άσε μας να κάνουμε και μείς τη δική μας. Μην καμαρώνεις δω σα γύφτικο σκεπάρνι.
- Και τι σε πειράζει εσένα Καρυστινέ που σας κοιτάου; Εγώ το γειτονάκι μας καμαρώνου.
- Φτύσε μας κι άντε στο σπίτι σου, γιατί έχεις γαλανά μάτια και ματιάζεις.
- Εγώ δε ματιάζου. Αλλά και να σας ματιάσου, εσύ ξέρεις και ξεματιάζεις. Θα σαραντίσεις το Γιώργη και τον εαυτό σου, θα πιείτε και ‘πο λίγο αγιασμό και θα είστε καλύτερα ‘πο τώρα.
- Ο ματιασμένος δεν μπορεί να ξεματιαστεί, ούτε και να ξεματιάσει. Μόνε φτύσε μας σου λέου και φύγε πέρα μακριά. Δε θα σε βάλουμε κουμάντο στη δουλειά μας, ούτε διαφεντή πάνου ‘πό τα κεφάλια μας.
Αυτά και άλλα πολλά της διαμάχης λόγιας αντάλλαξαν οι δυο άντρες, όσο το γειτονάκι τους βρισκόταν μακριά ‘πο το πεδίο της μάχης. Μόλις πλησίαζε, η ένταση ανέβαινε και τα λογόκαρφα έπεφταν βροχή «ένθεν κακείθεν». Ο καθένας προλείαινε το έδαφος, για να κερδίσει τη συμπάθεια και να την εξαργυρώσει με τον τρόπο του ‘πο τ’ αφεντικό. Εδώ ταίριαζε η παροιμία «δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένη αχεργιώνα».
- Ακούς εκεί!... Θα ‘χουμε το Βαγγέλη να μας καμαρώνει, να μας θαυμάζει, χωρίς να μας φτύνει. Θα μας ματιάσει και μετά το κάρβουνο θα μείνει στον δρόμο ακουβάλητο, για να περνάει και να παίρνει ο καθένας, αφού θα ειν’ αφύλαχτο. «Άφραχτος ο κήπος, έρημα τα λάχανα», που λέει η παροιμία.
- Φεύγου ρε Καρυστινέ, αλλά τ’ αφεντικό ξέρει ότι βοηθάς μόνο να τελειώσει κι όχι να κουβαληθεί όλο στην αποθήκη; Κολιγιακό το έχετε;
Αφού τελείωσε κι αυτήν την χρονιά το κουβάλημα, ο Θανασάκης εισέπραξε τα φανερά φύλαχτρα, που ήταν ο Χατζηπάνος στου Τάσου το μαγαζί. Ο έτερος αντίδικος, ο μπάρμπα Βαγγέλης, που σαν φτωχός συνταξιούχος του ΟΓΑ ήλπιζε στην ετήσια φιλευσπλαχνία του γείτονά του, που θα του απέφερε δυο – τρία μεγάλα κομμάτια για την ξυλόσομπά του, σαν είδε τον ευεργέτη του, του το είπε καθαρά και ξάστερα.
- Γιώργη έβαλες το λύκο, να φυλάει τα πρόβατα.
- Γιατί μπάρμπα Βαγγέλη, δεν έφερε σε πέρας την αποστολή του;
- Πως! Την έφερε και με το παραπάνου. Όσο εσύ πήγαινες ν’ αδειάσεις, μετά την στροφή που δεν έβλεπες, βούταγε μια κομμάτα μεγάλη κι έτρεχε στο υπόγειό του. Ένα δρόμο συ, ένα κι αυτός. Ούτε μισακό να το είχατε. Σε βοήθησε όσο μπορούσε, για να τελειώσεις νωρίς ο κακομοίρης… Με το αζημίωτο…
Γραψωδία 21η
Για να γινόταν η ανακαίνιση της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων με τη βοήθεια των δωρητών από τον Παναμά, έπρεπε να σβηστεί ασβέστης, που ήθελε πολύ νερό και στο σβήσιμο, αλλά και μετά για να διατηρηθεί με τη μορφή του γιαουρτιού ως την έναρξη των εργασιών. Επιστάτη είχαν ορίσει οι δωρητές τον ανιψιό τους το Γιάννη τον Παγώνη. Ο λάκκος είχε ανοιχτεί στης γυναίκας του Καρυστινού το περιβόλι, επειδή υπήρχε εύκολη πρόσβαση στο νερό του ποταμού. Έγινε το σβήσιμο και για να διατηρηθεί σε πολτώδη κατάσταση για τις όποιες εργασίες του ναού, ήθελε κατά τακτά χρονικά διαστήματα νερό πολύ, να χορταίνει. Έτσι φρόντισε ο Γιάννης να βρει εργάτες, κουβαλητάδες, από το ποταμάκι στο λάκκο. Ήταν κάποια ανηφορική απόσταση, που θα κούραζε αρκετά. Βρέθηκαν κάποια νέα παιδιά, γύρω στα είκοσι πέντε και ανάμεσα σε αυτούς ο επιστάτης έβαλε και το Θανάση, αφού ο λάκκος ήταν στο χωράφι τους. Είχε πάρει ο καθένας από δύο τενεκέδες, τους γέμιζαν στο ποτάμι και τους μετέφεραν ένα σε κάθε χέρι και τους άδειαζαν στη διψασμένη ασβέστη. Γύριζαν κάτω, ξανά γέμισμα, πάλι τον ανήφορο, άδειασμα στον λάκκο και πάλι τα ίδια. Δύο και τρεις δρόμους με τους γεμάτους τενεκέδες τα παιδιά, ένα πηγαινέλα του Θάνου με τους μισογεμάτους τενεκέδες του. Και σα να μην έφτανε αυτό, προσπαθούσε να πείσει τους άλλους να μη βιάζονται. Ήθελε να κουμαντάρει την κατάσταση. «Μα ο Παγώνης φωνάζει», του ‘λεγαν οι άλλοι κουβαλητάδες. «Ε και; Ας φωνάζει!!».
Πάντα πιστός και υποστηρικτής της Θανάσειας φιλοσοφίας. Όταν μπορεί να κάνει κάποιος άλλος αυτό που ήταν για μένα, γιατί να το κάνω εγώ; Δε θα το κάνω ποτέ… Λίγη δουλειά και πολλά λεφτά. Βλέποντας τους να γεμίζουν, ν’ ανεβαίνουν, ν’ αδειάζουν και να κατεβαίνουν στη γραμμή, μέσα του σκεφτόταν για τον καθένα: «Σύρε πάνω, άδειαζε, έλα, ξαναγέμιζε και να ‘χεις την ευχή μου». Όμως ο επιστάτης, που δεν έβλεπε συχνά τον πρώτο κουβαλητή και με τους λειψούς ακόμα τενεκέδες, έβαλε τις φωνές. Από κει που ήταν, δεν φαινόταν το σημείο που γέμιζαν τα δοχεία. Είχε στροφή, πικροδάφνες και πλατάνια.
- Καρυστινέ, Καρυστινέ, πού είσαι; Κουνήσου!
Ο Καρυστινός καθισμένος σε ανήλιο και δροσερό κωλο – κοτρώνι, άκουγε το κελάρυσμα του νερού, καμάρωνε τα παλικάρια που τον βοηθούσαν με τη σιωπή τους να κάθεται κι απολάμβανε το τσιγαράκι του. Αν είχε και κανένα ποτηράκι στη ρομάντζα, θα ήταν ευτυχία. Μα ο δυνάστης δεν τον άφηνε σε ησυχία.
- Καρυστινεέ! Καρυστινεέ! Πού είσαι; Θα σου κόψω το μεροκάματο, αν συνεχίσεις έτσι. Στο άκουσμα του κοψίματος απαντάει:
- Μην φωνάζεις Παγώνη, η κατάσταση είναι λίαν επικίνδυνη, βαδίζουμε επί γλίστρας πέτρας…
Με τη δουλειά βρισκόταν πάντα σε αμάχη και κρατούσε αξόδευτες τις δυνάμεις του, για τον άλλο κόσμο. Παραμέριζε με το δικό του τρόπο την κούραση, ζύμωνε, φούρνιζε και ξεφούρνιζε τις «σοφίες» του, που τις εξαργύρωνε με αντίτιμο άλλοτε την ακαμωσιά κι άλλοτε το κρασί.
Ο Θανάσης δεν έπαιρνε μέρος μόνο στα πολιτικά αλλά και στα πολιτιστικά δρώμενα του χωριού. Την καθαρο – Δευτέρα γιόρταζε, γιατί γιόρταζε και ο θεός του ο Διόνυσος. Όσο κι αν έπινε, ό,τι κι αν έκανε, ήταν δικαιολογημένα. Είναι η μέρα της γιορτής του αθυρόστομου και του σεμνότυφου, που με το πρόσχημα «η μέρα το καλεί», βγάζουν τ’ απωθημένα τους. Ο πρώτος γιατί εκείνη τη μέρα δεν παρεξηγείται κι ο δεύτερος γιατί λύνεται η γλώσσα, που ήταν δεμένη ολόκληρη τη μουγκή χρονιά. Παλιότερα όλος σχεδόν ο κόσμος, που ήταν στα χωριά αλλά και στις πόλεις, αυτήν τη μέρα χωράτευε, χόρευε, γλεντούσε, ντυνόταν και μουτζουρωνόταν καρναβαλίστικα, δεν είχε αναστολές κανενός είδους και κυρίως σατίριζε πρόσωπα, καταστάσεις και γεγονότα. Παρέες, παρέες έξω από το χωριό ή και σε γειτονιές γλεντούσαν, που μετά από γερό κρασορούφι όλο και κάποιοι θα ‘παιζαν στον κεντρικό δρόμο του χωριού, σαν σε σανίδι θεατρικής σκηνής, κάποιο έργο που γραφόταν, αφού παιζόταν. Αναδεικνύονταν απ’ αυτές τις παρέες αυτοδίδακτοι σκηνοθέτες, θιασάρχες, άξιοι χειριστές του σκωπτικού, προφορικού λόγου, ηθοποιοί και ό,τι άλλο ζητούσε το ελεύθερο θέατρο της καθαρο – Δευτέρας.
Μία τέτοια μέρα της δεκαετίας του πενήντα, ένας τέτοιος θίασος είχε εντάξει στη δύναμή του και το Θανάση. Αφού ταΐστηκαν και ποτίστηκαν Διονυσιακά όλοι τους, με αμβλυμένες τις αισθήσεις τους και ακράτεια στη σοβαροφάνεια, πολλοί ηλικιακά, μπαμπάδες και παππούδες, κατάφεραν κι έβαλαν το Θανασό σε κάσα και ξεκίνησαν τη νεκρική παρέλαση. Δεν άργησε να σχηματιστεί η χορωδία που έψελνε την μπεκρόσιμη ακολουθία και τραγουδούσε τα μακρόσυρτα κι αλάρωτα37 μοιρολόγια. Κορυφαία χορωδός μια καλλικέλαδη χαμηλολοξοβλεπούσα κι ετοιμόλογη γειτόνισσα, που άκουγε στ’ όνομα Μίμης ή Κλέονας. Γύρω - γύρω στον μπάρμπα Μίμη όλοι οι μικροί κι επίδοξοι χορωδοί, έφτιαχναν ένα άναρχο, ατίθασο κι άξεστο φωνητικά χορωδιακό κομμάτι. Όσοι δεν συμμετείχαν, είχαν βγει στον δρόμο να δουν το θέαμα. Οι σπαρακτικές κραυγές της τραγωδού εναλλάσσονταν με τις ψαλμωδίες, που διακόπτονταν που και που για τα παινέματα του «μακαρίτη» και έκαναν τα κατωσάγονα, τους καταπιόνες και τα μουστάκια ακόμα και των πιο αγέλαστων, να ανεβοκατεβαίνουν. Τα ουου, ουου και χα, χα, χα μαζί με τα ασεβή… περιπαιχτικά διπλομουντζώματα «…νάαα, να ρε κουτρούλη!!..» των γεροντότερων προς το «λείψανο», έδιναν κι έπαιρναν καθόλη τη διαδρομή. Όπως του μπάρμπα Τάσου του Στουραΐτη: «Βρε κι αναθεμάτο… πόσο κρασί του δώσανε του μουρλού και ήπιε και δέχτηκε να σαβανωθεί και να μπει στην κάσα;». Κανένας δεν μπορούσε να μείνει απαθής όταν έβλεπε τους κλαυσίγελους «συγγενείς», κυρίως όμως την αρχιμοιρολογήτρα να τραβά τα μαλλιά της, να χτυπά τις γροθιές στο στήθος της και να ακούει το σπαραγμό της:
«Σήκω πάνω λεβέντη μας, παλικαρά, δουλευταραά, πολυτεχνίτη, σπιτοκουβαλητή… που τη μέρα δεν ξέρεις τι θα πει νερό,
μόνο το βράδι, που κοιμάσαι το ζητάααας
γιατί είσαι πάντα αποκαής και θες να ξεδιψάς;…
Σήκω καλέ μου γείτονα,
γιατί μας παρατάς και πας στην Αλησμόνα38;
Ποτέ δε θα ξαναμαλώσουμε γι’ αυτά τα στριγγομάνια39
τα κακορίζικα παιδιά μας και θα ‘χουμε ομόνοιαα,
όσο εγώ θα είμαι πρόεδρος40, εσύ θα πας στον κόσμο τα φιρμάνια».
Έπαιρνε βαθιές ανάσες, έριχνε ‘κείνο το πονηρό πλάγιο βλέμμα, έσκαγε ένα – δύο ειρωνικά μουγκά χαμόγελα, άκουγε την τουρλού – τουρλού ψευτοψαλμωδία των χορωδών του, κι αφού έβαζε τ’ ακροδάχτυλά του ενός χεριού στο αυτί της ίδιας μεριάς, σαν να ‘θελε να αρχίσει αμανέ, συνέχιζε το μοιρολόι:
«Ποποπό, ποποπό, ποποποοό… τον χάσαμεε
Τον άντρα τον πολύγνωμο και πολυκατεχάρη 41
Το παλικάρι το ασίγαστο όλο το ηλιοδρόμι 42
Που τα καμώματά του μοιάζανε
σαν φέγγος σ’ αυγουστιάτικο ολόγεμο φεγγάρι,
γι’ αυτές τις χάρες και την ομορφιά πολλοί τόνε ματιάσανε.
Κι ο Χάρος τον αντάμωσε στου Λιμιθιού43 το σταυροδρόμι,
που βγήκε παγανιά και πονηρά βαρέλια με κρασί του έταξε για να τον πάρει
Τον άντρα τον ακράσωτο44, τον άρπαξε και πάει
Που μπόρεσε για χάρη μας μόνος του να πιει
μια σταγόνα κρούμπουλη 45 ανέρωτο κρασί»
Ξανά ανάσες, χαμόγελα, πλαγιοβλέμματα και κοκκοροκαμάρι για την πολυνόματη46 χορωδία, που σύναξε η αρχιχορωδός. Έτσι έστελνε και μήνυμα στους δύο μόνιμους γεροψαλτάδες του χωριού, τους ιερομόναχους Παπακώστα και μπάρμπα Νικόλα Νταλούρη, σα να τους έλεγε: «Εσείς ολομόναχοι κρατάτε ο πρώτος το αριστερό κι ο δεύτερος το δεξιό ψαλτήρι, ενώ εγώ;…». Έπινε ένα ποτηράκι να είναι υγρές οι φωνητικές χορδές, έτρωγε ένα κομμάτι πιστατή47 και έκανε την ίδια κίνηση με το χέρι και κλάμα, κλάμα γοερό.
«Ποποπό, ποποπό, ποποπό τι πάθαμέεε..
Σήκω γαμπρέ της γειτονιάς
και του χωριού καμάριιί
που όταν με την κυρά σου πάτε για δουλειά,
αυτή τραβά το γάιδαρο
μεσεεέ, καβάλα στο σαμάριιί…
του μαύρου Καβαλάρηη 50….»
Καθώς η νεκρική πομπή διέσχιζε το χωριό ακολουθώντας τον κεντρικό δρόμο, όλο και φαινόταν που και που ν’ ανοιγοκλείνει «ο νεκρός» μόνο τη μία βατραχοματούρα του και να σκάει μονόπαντα ειρωνικό μειδίαμα – αλά Τζιοκόντα, πάντα αλάλητος. Μάτιαζε κι αυτιαζότανε για την αίσθηση του χώρου και την υποδοχή που τύχαινε προς τιμήν του η ακολουθία.
Σ’ όλη τη διαδρομή η «νεκρική του όψη» έδειχνε να νοιώθει μεγάλη αναγάλλια. Σίγουρα θα σκεφτόταν: «Πού να ξέρετε ‘σεις τις σοφίες του Θάνου!!! Με ταΐσατε, με ποτίσατε μπόλικο κρασί μέχρι που φλέβισαν οι πόροι του δέρματός μου, για να δεχτώ το κάσωμα και τώρα σαν κορόιδα με κουβαλάτε, όπως τα υποζύγια τ’ αφεντικό τους. Με τόσο βαρύ φορτίο μέσα μου και με τους δούλους του κορμιού, τα πόδια, επαναστάτες να λοξοδρομούν πέρα – δώθε, δύσκολα θ’ ανέβαινα στο χωριό». Αυτά θα σκεφτόταν και ποιος ξέρει τί άλλο σοφιζόταν για το μετά, κι ενώ το «πτώμα» του βρισκόταν στην τελευταία γειτονιά, τα Μποκαργιάνικα, αντάρα μεγάλη ξέσπασε στην πομπή από τα λόγια μιας χουγιάστρας:
«Πουρπούσουρο51 κρατούσε στο ζερβί
και στούμπι στ’ άλλο χέρι,
που τα ανέμιζε ψηλά καθώς φοβέριζε,
πως θα ‘σπαγε «νεκρού» παπά και ψάλτη το κεφάλι.
Εχούγιαζε προς όλους μας ψαλτάδες και κοράκια52
ακόμα και του Χάροντα ν’ αφήσει τον καλό της.
Κι αυτός αφού την αφουγκράστηκε
και συλλογίστηκε καλά, πολύ την ελυπήθη…
Του Θανασούλα την ψυχή, μετά χαράς λευτέρωσε
στο κασωμένο του κορμί γρήγορα να γυρίσει,
το θαύμα να συντελεστεί και η πομπή να λήξει.
Φόβος πολύς και στα κοράκια έπεσε
γι΄ αυτό και μονομιάς, μόλις την ακούσανε,
δίπλα στο ξεροπήγαδο του μπάρμπα Ταχυδρόμου
καταμεσίς του χωματένιου δρόμου,
πάνω σε λάσπη από τα κάτουρα,
που σαν περνούσε πάντα εκεί τα έκανε
το τσαμούσικο 53 κι ανυπάκουο στα χάμουρα
του μπάρμπα Τρακανιάρη το γαϊδούρι,
εκεί και αποθέσανε το βαρετό κιβούρι 54.
Αμέσως από μέσα του σα Λάζαρος πετάχτηκε ορθός
κι όλοι βλέπουν στο λεπτό τον πεθαμένο γελαστό,
τον αναστάντα εκ νεκρών.. Θανάση τον Καμπούρη».
«Θαύμα!! Θαύμα!!», έκραξε το κλαυσίγελο πλήθος. Η ανάσταση έγινε μόλις η «χήρα» που είχε πλησιάσει, χούγιαξε με όση δύναμη είχε: «Ούου, ούου… Σήκω πάνω ρεεεέ. Θα στο κάνω γκράτζα το κεφάλι!!»…
Κι αφού με την ανάσταση σταμάτησαν ψαλμοί και κοπετός55 κι επικρατούσε οχλοβοή κι αμηχανία στους σύθρηνους, ακούστηκε η φωνή μικρού και ζωηρού ψαλμωδού, να νεκροψάλλει: «Αλληλούια, αλληλούιααα… Έεκλασε η νύυυφη και σχόλασε ο γάαμοος»...
Όσοι τον γνώρισαν, θα τον θυμούνται: να γελάει, να φωνάζει, να θυμώνει, να φοβερίζει και να καμώνεται τον εκδικητή, όμως κανείς δεν του καταλογίζει έμφυτη κι αυθόρμητη κακία. Τα λόγια του ανιόβολα56, ποτέ πικρόχολα, σαρκαστικά, με μικρή ή μεγάλη δόση εμπορικής προοπτικής… για το «προς πόσιν», πάντα γραφικός, μπροστάρης στις διάφορες εκδηλώσεις, πολυτεχνίτης… κι ερημοσπίτης. Με συμπάθεια, νοσταλγία και λύπη, γιατί έφυγε σε νεαρή ηλικία κι άφησε ορφανή την «πιάτσα» του χωριού, του ευχόμαστε να ‘ναι ανάχυτο57 το χώμα που τον σκεπάζει.
1 Αγκούσα: δύσπνοια, λόξιγκας
2 Λιόρης: ο βοσκός αλόγου, γαϊδουριού, βοδιού, μαναριών, που γυρίζει μεσημέρι, βράδι στο χωριό
3 Ζυγομεριά: ζυγο – μέρος, οι εναλλασσόμενες κυρίως δύο περιοχές σε δημητριακά και ψυχανθή
4 Ταρίζω: αφήνω ελεύθερα, χωρίς επιτήρηση να βοσκήσουν τα ζώα
5 Λημάρια: στη σειρά χερόβολα (για τα χερόβολα, βλ. παρακάτω)
6 Χερόβολα: τρεις ως τέσσερις χεριές θερισμένα δημητριακά, δεμένα με ασταχόσχοινα
7 Πεζολάτισσα: γυναίκα που περπατά πεζή, πεζοπόρα
8 Τσουλουφώ: γαργαλάω με μυτερό αντικείμενο το γαϊδουράκι
9 Φερέλπιδες: φέρε – ελπίδες, ελπιδοφόροι νέοι σε οικογένειες, έθνος
10 Εξαγκρισμένο: εξαγριωμένο
11Τσίγκιλια: το πιο ψηλό σημείο της ελιάς
12 Αποκαής: ο πυρωμένος και ξεφουρνισμένος ώρες πριν, αλλά ζεστός ακόμα φούρνος
13 Φταρωμένος: ξαφνιασμένος, αλλοπαρμένος, ελαφρύς στο νου… άνθρωπος
14 Αστροβολίδα: κομήτης, που καίγεται με ορατή ουρά το βράδι στον ουρανό
15 Ζεύγλα: το καμπύλο μέρος με τα δύο στυλάκια του ζυγού, που μπαίνει και δένεται ο τράχηλος του βοδιού
16 Άρχος: άρχοντας
17 Αναγάλλια: μεγάλη χαρά, ευχαρίστηση
18 Γαϊδουρολάτισσα: η γυναίκα που καβάλα στο γαϊδουράκι, το οδηγεί
19 Βλεπάτορας: δραγάτης, αγροφύλακας
20 Ακροαναπαύομαι: ξεκουράζομαι ελάχιστα
21 Αναδρομίζω: γυρίζω πίσω
22 Ανάνιωστα: χωρίς να το νιώσει, να το καταλάβει
23 Ποώρα (τα): εγκεφαλικά
24 Βρωμάσκι: βρώμα – ασκί, στομάχι
25 Καματερό: βόδι του οργώματος
26 Κουτουρατζής: αυτός που αγοράζει κουτουρού, ζυγίζει με το μάτι
27 Σίσυφος: μυθολογικός βασιλιάς, πανούργος
28 Θρασεύω: φουντώνω
29 Ανέγνωρο: άγνωστο ως τότε, αγνώριστο
30 Αναλαιμισμένος: με τεντωμένο προς τα πάνω το λαιμό
31 Αμάλαγος: αυτός που δε μαλάχτηκε
32 Φυλάκτορας: φύλακας, προστάτης
33 Λανάρι: εργαλείο για το ξάσιμο του μαλλιού
34 Μύδρος: βλήμα πυροβόλου, κομμάτι καυτής λάβας ηφαιστείου
35 Καλένδες: η πρώτη κάθε μήνα στη Ρώμη. Στην αρχαία Ελλάδα με το σεληνιακό ημερολόγιο ήταν άγνωστες. Η φράση στις ελληνικές καλένδες σήμαινε ποτέ ή στο αόριστο μέλλον.
36 Γκράτζα: το πήλινο αγγείο, η κουρούπα, το κάτω τμήμα της σπασμένης στάμνας ή κανατιού, που έπιναν νερό οι κότες
37 Αλάρωτα: απαρηγόρητα για όποιον πενθεί
38 Αλησμόνα: Άδης
39 Στριγγομάνια: βρισιά μεγάλων για μικρά και σκληρά παιδιά
40 Πρόεδρος: ήταν τότε πρόεδρος της κοινότητας και άκληρος όπως και ο Θανάσης
41 Πολυκατεχάρης: αυτός που ξέρει ή κατέχει πολλά
42 Ηλιοδρόμι: η διαδρομή του ήλιου από την ανατολή στη δύση
43 Λίμιθι: η κάτω άκρη του χωριού, απ’ όπου ξεκίνησε η πομπή
44 Ακράσωτος: αμέθυστος, αυτός που δε μεθάει, όσο κι αν πιει
45 Κρούμπουλη: γεμάτη μέχρι πάνω, ξέχειλη
46 Πολυνόματη: με πολλούς νοματαίους, με πολλά άτομα
47 Πιστατή: λειψή πίττα, χοντρό φύλλο ζυμαριού ψημένο στην πλάκα, μαζί μ’ ελιά το πρόσφεραν μετά την κηδεία
48 Ολόφτυστος: ολόιδιος
49 Θωρί: όψη, εξωτερική εμφάνιση
50 Μαύρος Καβαλάρης: ο Ν. Πλαστήρας, αξιωματικός ιππικού, πολιτικός
51 Πουρπούσουρο: το μακρύ ξύλο, με το οποίο έσπρωχναν τα κλαριά μέσα στον φούρνο και ανακάτευαν την θράκα του, φουρνόξυλο
52 Κοράκια: οι νεκροκουβαλητάδες, οι νεκροθάφτες
53 Τσαμούσικο: το υποζύγιο που κλωτσάει, δαγκώνει, είναι δηλαδή ατίθασο
54 Κιβούρι: φέρετρο, κάσα
55 Κοπετός: θρήνος με στηθοκοπήματα
56 Ανιόβολα: χωρίς δηλητήριο
57 Ανάχυτο: ελαφρύ χώμα, που σκεπάζει νεκρό

Αγαπητέ Γιάννη,
ΑπάντησηΔιαγραφήεπιτέλους βρέθηκε ένας Γαβαλαίος να ασχοληθεί με κάτι πολύ όμορφο για το εγκαταλελειμμένο μας χωριό. Είναι τόσα πολλά τα συναισθήματα που με πλημμυρίζουν τόσες πολλές οι θύμησες και οι συγκινήσεις, που με εκσφενδονίζουν στα χωμάτινα στενά δρομάκια του χωριού μας, στα πολλά μικρά καφενεδάκια του που ήταν μαζί κρασοπότια, χοροστάσια, "πνευματικά κέντρα". Δεν μπορώ να ιεραρχήσω την σκέψη μου. Νοιώθω ευτυχής γιατί μια παλιά μου ιδέα και κίνηση, γίνεται από εσένα πραγματικότητα και μάλιστα πολύ πιο σπουδαία και πλούσια. Θα ήμουν πολύ πιο ευτυχής αν μπορούσα και εγώ να προσθέσω ένα μικρό υφάδι στον σπάνιο και πολύχρωμο καμβά που με τόση αγάπη, υπομονή και μεράκι φτιάχνεις για το χωριό μας. Πάντα θυμάμαι, μικρό μαθητούδι εγώ, στην Θεσσαλονίκη εσύ, όταν ερχόσουν στο ραφείο και συζητούσες με τις ώρες με τον πατέρα μου, όταν έφευγες πέρα από τα καλά του λόγια μια γλυκιά ηρεμία, και ένας ανεξήγητος παιδικός θαυμασμός με κυρίευαν σε αντίθεση με τόσους άλλους όμοιους σου και αξιόλογους καθόλα, που περνούσαν από το "στέκι". Τα χρόνια πέρασαν η εικόνα όμως έμεινε αναλλοίωτη, ακατάλυτη παρουσία να εξωραΐζει την σημερινή παγερή και μελαγχολική όψη του χωριού μας. Δεν είναι λίγες οι φορές που περνοδιαβαίνω το χωριό ή βρίσκομαι πάνω στις ράχες των ανοιχτών οριζόντων του, και η νοερή παρουσία αυτών των μορφών γεμίζει το άδειο παρών με αστεία,φωνές, πειράγματα, γέλια,οινοποσίες,τραγουδια. Εικόνες γραφικές για το χωριό μας που δυστυχώς πέρασαν ανεπιστρεπτί. Σου είμαι ευγνώμων για ότι κάνεις για το λησμονημένο μας χωριό. Η προσπάθειά σου σίγουρα είναι ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΚΑΙ ΑΝΕΠΑΝΑΛΗΠΤΗ. Δικός σου πάντα.
Γιάννης Στεφ. Ρέτσας