29 Μαΐ 2015

Ο Καραναστάσης

Ο Καραναστάσης ή Καπετάνιος (Αναστάσιος Ρέτσας) έζησε στο τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα και στις αρχές του δέκατου ένατου στο χωριό μας. Οι μαρτυρίες που σωθήκανε μέχρι τις μέρες μας για το άτομό του, προέρχονται από τα στόματα της γιαγιάς μου και των δύο συννυφάδων της, που υπήρξανε νύφες σε κάποια από τα πολλά εγγόνια του. Τους τις είχανε αφηγηθεί οι σύντροφοί τους που τις ακούσανε από τον πατέρα τους, γιατί ο παππούς Καραναστάσης πέθανε νέος και μάλλον δεν τον είχανε γνωρίσει. 
Τον παρουσιάζανε γιγαντόσωμο με υπερφυσική δύναμη τόση, που έμοιαζε του μυθολογικού Ηρακλή… Πέρα πο τον Ηράκλειο σωματότυπό του, υπήρχε ένα ακόμα ξέχωρο σ’ αυτόν γνώρισμα. Είχε ουρά!... Το κωλουράδι του, δηλαδή το υπόλειμμα της ουράς των θηλαστικών στον άνθρωπο -κατά τη βιολογία- ήτανε μεγάλο. Από τότε και μετά τούτο το χαρακτηριστικό της επιμήκυνσης του ακροτελεύτιου οστού της σπονδυλικής στήλης, του ιερού κατά την ανθρωποσκελετολογία, αν ξεχώριζε εύκολα στα νεογέννητα, οι ηλικιωμένοι μονομιάς αποφαίνονταν: «Τούτο σα μεγαλώσει, θα γίνει δυνατό σαν τον Καραναστάση», τάχα μου…

Είχε επίγνωση της μεγάλης του σωματικής ρώμης, που φαίνεται να είχε κύβερνους τη γνώση, την ευαισθησία και την καλοσύνη. Καμιά προφορική πηγή της αφηγηματικής τους πληροφόρησης δεν άφησε την παραμικρή υπόνοια όχι μόνο για ακρότητες, αλλά ούτε καν για σκληρή κι ανάρμοστη συμπεριφορά του. Τον παρουσιάζανε φιλήσυχο κι όχι καβγατζή.

Σίγουρα όμως οι περιγραφές κάποιων ενεργειών του εξαιτίας της Ηράκλειας χειροδυναμίας του είχανε διανθιστεί και μυθοπλαστεί με υπερβολές, που λέγονται εύκολα στον προφορικό λόγο, για μεγαλύτερο εντυπωσιασμό. Ένας πειστικός αφηγητής πολλές φορές εκούσια ή ακούσια περνάει ιστορώντας από τη σφαίρα της πραγματικότητας σ’ αυτήν της μυθοπλασίας. Τα γεγονότα που ιστορεί, τον παρασέρνουν και τον «αμαρτάνουν» όταν χαϊδεύοντας απαλά τ’ αφτιά του μικρόκοσμου ακροατηρίου του, το βλέπει με ανοιχτό στόμα να καταπίνει αμάσητα τα λόγια του, σάμπως να ’ναι για νηστικό, νοστιμότατα ορεκτικά. Έτσι με δυο – τρεις αφηγήσεις στο διψασμένο και ανώριμο ακροατήριο των αντίστοιχων διαδοχικών γενεών του, αυγατέψανε το χάρισμα της φύσης, περνώντας το από τα όρια του λογικού στο ανόριο μυθοπλαστικό ή φανταστικό τοπίο. 
Ίσως η δύναμή του να ήτανε η αιτία που του χάρισε το παρατσούκλι του Καπετάνιου ή Καραναστάση… Οι ελάχιστες πληροφορίες που σήμερα έχουμε από γραφτά της εποχής του, δεν τον αναφέρουν να είχε πάρει μέρος στην επανάσταση του είκοσι ένα. Εκτός και δε ζούσε τότε που άρχισε ο αγώνας.

Απασχόλησή του όπως και όλων σχεδόν των κατοίκων του χωριού μας ήτανε η γεωργοκτηνοτροφία. Τοποθεσίες με στάνες και μαντριά, με αμπέλια και περιβόλια, όπως και με τη γειτονιά που έμενε αυτός και οι απόγονοί του, φέρνανε μέχρι πριν λίγες δεκαετίες από τους γεροντότερους το προσωνύμιο: «στα καπετάνικα». Ένα τέτοιο αμπέλι «καπετάνικο» υπήρχε στην Μπλέντιζα, στη θέση Λακκαγκίκς. Η έκτασή του θα πρέπει να ήτανε γύρω στο ενάμισι στρέμμα. Αυτό το αμπέλι που αργότερα το είχανε εξίσου – κατά το ένα τρίτο – έκαστος οι άντρες των τριών συννυφάδων, «το έσκαβε σε μια μέρα το θεριό…», όπως μας έλεγε η αφηγήτρια θεια - Ρίνα.

  • Το πρωί έδενε σφιχτά τα ντίρκια και τα τσαρούχια του δωκάτου στο μονοπάτι όπως ανεβαίνουμε πο το ρέμα, στην άκρη τ’ αμπελιού και το πλάκωνε… Μπάπα – μπούπα, ασταμάτητα ούλη μέρα. Το βράδυ σταμάταγε κει πάνου στην άλλη άκρη, κει που τελειώνει το ήμερο κι αρχίζει το χέρσο, τ’ ανηφόρι. Καθέτανε κάτου, κει σ’ εκείνη την πέτρα που είναι στην άκρη κι έβγαζε τσαρούχια και ντίρκια. Τα τίναζε να φύγουνε τα χούματα, τα ματαπόδευε κι έφευγε για το σπίτι.

«Και πώς, ω θεια – Ρίνα έσκαβε τόσο αμπέλι μόνος του, αφού σήμερα το κάθε μερτικό από τα τρία, το σκάβουνε σε μια μέρα δυο σκαφτιάδες;», ρωτούσανε τη θεια τα πιο μεγάλα ανίψια, που το είχανε δουλέψει πολλές φορές.

  • Αφού ρε σεις, έσκαβε με δυο δικέλλια!
  • Και πώς έσκαβε με τα δύο; Τα είχε δέσει μαζί και τα κοπάναγε σαν ένα; Κι αν έτσι έκανε, γιατί δεν έφτιαχνε ένα μεγάλο με τέσσερα τσατάλια, ένα τετρακέλι που θα είχε κι ένα στελιάρι και θα ’τανε και πιο λαφρύ;
  • Όοχι έτσι… Είχε δύο δικέλλια, ένα σε κάθε χέρι και βάραγε γκάπα – γκούπα… σαν στραβός σας λέου. Σάμπως κράταγε μικρά σκαλιστηράτσα κι έσκαβε με δαύτα… Τόσο λαφριά ήτανε για τις χερούκλες του τα δικέλλια…
  • Εεέ! Τότες όλο «πίτες» θα ’κανε στο σκάψιμο για να το σώνει τόσο γλήγορα!
  • Τι πίτες λέτε, ρε σεις; Πίτα του είχε κάνει η γυναίκα του για να φάει, όντες γύριζε το βράδυ… Αυτός ούλη μέρα δε σταμάταγε καθόλου. Άμα δίψαγε με το ένα χέρι κράταγε την τσίτσα κι έπινε νερό και με το άλλο έσκαβε! Ούτε για νερό, ούτε για κατούρημα δε χασομέραγε ο ακάματος…Σα καματερό δούλευε…
  • Μη, ω θεια – Ρίνα, δεν κατουριέτανε;

«Όχι ρεέ, γιατί μου φαίνεται πως έδενε τη βρύση του μπροστά με μια κλουστή… να μην τρέχει…» και χαχαχά η θεια – Ρίνα. Μαζί της γελάγανε κι οι μεγάλοι, ενώ εμείς οι πιο μικροί ειμάστανε όλο απορίες, περιέργεια και θαυμασμό με τη φαντασία να ξεχειλίζει, να ξεφεύγει και να καλπάζει μακριά πο τα όρια της λογικής. Τον πλάθαμε υπεράνθρωπο, τιτάνα, που και το χάρο αν αντάμωνε στα ίσα κι όχι μπαμπέσικα, θα τον νίκαγε…

«Εέ! Άμα σταμάταγε αφού η δουλειά είχε τελειώσει, τα έκανε με την ησυχία του ούλα αυτά… Ερχέτανε μετά στο σπίτι, εκεί στα καπετάνικα στον Αγιοδημήτρη και καθέτανε στο σοφρά κοντά στο τζάκι, για να φάει. Όπως ήτανε πεινασμένος, ήθελε να χορτάσει ένα ταβά πίτα. Την έτρωγε ούλη μόνος του. Έπινε και μια οκά κρασί και ξάπλωνε να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί…».

Και μεις τότες φέρναμε με τη φαντασία μας μπροστά μας, την εικόνα του Κύκλωπα Πολύφημου, όπως μας την είχε περιγράψει στο σχολείο ο δάσκαλος.

  • Είχε και ένα μάτι, θεια;
  • Όχι ρε μουρλό!.... Δύο είχε ο άνθρωπος! Πώς σου ήρθε αυτό; Δεν ήτανε στραβός!
  • Μα συ είπες ότι βάραγε σα στραβός!
  • Είπα σα… Δεν είπα ότι ήτανε!

Παρόλο που τα είχαμε ακούσει αυτά και άλλα πολλά από τις άλλες αφηγήτριες, θέλαμε να τα ξανακούσουμε και από την επιτήδεια στις στορήσεις θεια - Ρίνα.

  • Και τι άλλο κατόρθωμα έκανε;
  • Έκανε πολλά. Θα σας πω άλλο ένα τώρα. Τα άλλα μετά τις γιορτές, που θα γυρίσου πο την Αθήνα. Σεις όμως θα μου φυλάξετε τα ζα, όσο θα λείπου στα παιδιά μου.

Και μεις με χαρά της τα προσέχαμε τα μανάρια και τη γαϊδούρα της, γιατί πέρα πο πολύ καλή αφηγήτρια που ήτανε, αφού μας αγκίστρωνε με τα λεγόμενά της, ελπίζαμε και σε καμιά καραμέλα ότι θα ’φερνε πο το μπακάλικο των παιδιών της.

«Που λέτε παιδιά κει κάτου ρε σεις στου Άσπρου, στη στροφή στα Μπελούσα, κειδά στο ξωκλήσι ήτανε περιουσία δική του. Κει που έχουμε σήμερα τις ελιές. Μια μέρα ήτανε κει ο Καραναστάσης και δούλευε στο χτήμα. Το περασμένο μερονύχτι είχε γίνει κοσμοχαλασά. Πολύ δυνατή τρελονοτιά με αστραπομπουμπουνητό, στροπελέκια και βροχή με το τουλούμι, είχε κάνει ζημιές μεγάλες. Είχε ξεριζώσει και δέντρα. Κει που δούλευε, άκουγε κειδά ποκάτου στη στροφή μεγάλη φασαρία. Παράτησε τη δουλειά του και πήγε να δει τι γίνεται κει στο μεγάλο δέντρο, τη βελανιδιά. Σα πλησίασε κοντά είδε μικρό ασκέρι τούρκικο να δίνει και να παίρνει. Ήτανε ο πασάς της Καρύστου με τη συνοδεία του, που πήγαινε στη Χαλικίδα. Πάνου στη στροφή όμως το δρόμο είχε κλείσει ένα πελώριο κλουνάρι πο το δέντρο που είχε πέσει τη νύχτα. Το είχε ρίξει η μπόρα με τα στροπελέκια στη λύσσα της και είχε φράξει τη διάβα. Δε μποράγανε να περάσουνε αν δε μεριάζανε στην μπάντα το σπασμένο κομμάτι. Οι άνθρωποι του πασά, δώσ’ του και δώσ’του, πολεμάγανε να το μεριάσουνε, μα δε μποράγανε. Κι ας ήτανε κάμποσοι νομάτοι. Δίνανε και παίρνανε. Δεν είχανε και πριόνια μαζί τους, για να το κόβανε. Μόνο όπλα κρατάγανε. Ζυγώνει κοντά ο παππούς και τους λέει:

  • Κάντε πέρα, ρε σπάσακες!.... Τόσοι νοματαίοι και δεν μπορείτε να κάνετε ζάφτι ένα κλαρί;

Αυτοί γυρίσανε, τονε κοιτάξανε και γελάσανε… Αρχίσανε να τονε κοροϊδεύουν οι κοκκινοβράκοι. Φτύνει στις χούφτες του και πάει δίπλα στο χοντρό μέρος του κλουναριού. Κατώστο αρπάζει με τις χερούκλες του, βάζει δύναμη, κάνει ένα «ουουου…» πο το ζόρι και το γυρίζει στην άκρη του δρόμου.

  • Πέρνα πασά μου, να πας στη δουλειά σου.

Ο πασάς με τα μεμέτια του, είχανε μείνει με το στόμα ανοιχτό να τονε τηράνε… Μη; Τόσο δυνατός ήτανε που λέτε!...» και χαχαχά τα γέλια η θεια – Ρίνα.

Ο πασάς πρέπει να ήτανε ο πανούργος Ομέρ της Καρύστου, ο τελευταίος της. Αυτός που αργότερα προβιβάστηκε και πήρε το πασαλίκι της Χαλκίδας. Το δε περιστατικό πρέπει να είχε γίνει προεπαναστατικά, αφού στη συνοδεία του υπήρχαν λίγοι άντρες. Ίσως απ’ αυτή τους τη γνωριμία να πήρε και το παρατσούκλι. Μπορεί να ήτανε η πρώτη, που μάλλον άνοιξε κάποια σχέση μεταξύ τους. Από άλλο στόμα, αυτό της δικής μου γιαγιάς, ακούστηκε η πιο κάτω ιστορία που την είχανε διηγηθεί παρόμοια και οι άλλες δύο συννυφάδες της.

Είχε έρθει στο λιμάνι, κάτου στον Κάραβο με παπόρι ένας θαλασσινός, κάνε ληστής, ένας πολύ γερός άντρας. Τους έβαζε ούλους χάμου. Τους βάραγε… Δεν κόνταγε κανένας να του αντιμιλήσει… Έκανε ό,τι ήθελε… Ήρτανε κρυφά π’ αυτόνε και διοποιήσανε τον Καραναστάση να πάει, να παλέψουνε. Αυτός πήγε και «πιάσανε μέση». Τονε είχε σφίξει γερά, πολύ γερά, που δε μπόραγε να κουνηθεί ο παλικαράς. Πέφτουνε τότες πάνου του οι Καραβιώτες και τονε δένουνε με σκοινιά. Τους άφησε ο δικός μας κι έφυγε, να λύσουνε αναμεταξύ τους τις διαφορές που είχανε. Ήρτε στο χωριό. Μετά πο μέρες έμαθε πως τονε σκοτώσανε. Στεναχωρήθηκε πολύ… Τόσο πολύ, που ούτε έτρωγε, ούτε κοιμάτανε. Σκεβέτανε συνέχεια ότι είχε γίνει αιτία, να πεθάνει ένας άνθρωπος με βασανιστήρια. Γιατί ο ξένος μπορεί να είχε διαφορές μαζί τους… Τους είχε ρεζιλέψει, βαρήσει, κλέψει και ληστέψει σαν πιο γερός που ήτανε π’ αυτούς. Στον Καραναστάση όμως; Δεν του είχε κάνει το παραμικρό. Μέρα – νύχτα τονε βασάνιζε αυτός ο θανατοκαημός του ξένου. Δεν το άντεξε… Έσκασε πο το μαράζι για τ’ άδικο, που άθελά του είχε καμωμένο…
«Κι ήτανε» λέει «ακόμα πολύ νέος». Μια ισχνή μαρτυρία θέλει τον ξένο, σκληρό πειρατή, αρχηγό μικρού τσούρμου ναυτών. Στην πάλη που έγινε, γιατί ήτανε κι αυτός πολύ δυνατός, είχε βλάψει τον Καραναστάση μέσα του, κι ότι εξαιτίας αυτής της βλάβης πέθανε μετά πο καιρό…

Όταν λευτερώθηκε το Γριπονήσι (Εύβοια) και υπογράφηκε η παράδοσή του από τους Τούρκους στους Έλληνες το 1833, οι Ευβοιότουρκοι που φύγανε, πήρανε μαζί όλη τους την κινητή περιουσία. Τα ακίνητά τους, σπίτια, εκτάσεις γης, ακόμη και ολόκληρα χωριά που είχανε με διάφορους τρόπους αρπάξει και τα ζώα, τα ρευστοποιήσανε. Ό,τι δε μεταφερόταν, πουλήθηκε πριν την αναχώρησή τους. Φεύγοντας, άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Θεσσαλονίκη, άλλοι στην Υψιμάθεια της Κωνσταντινούπολης κι άλλοι στη Ρεδαιστό. Ο σκληρός Ομέρ έπιασε Θεσσαλονίκη, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα. Μέσα στο χαρέμι είχε και μια γυναίκα της οικογένειας Καραναστάση. 
Το πιθανότερο είναι, να ήτανε κόρη του κι όχι αδερφή. Άγνωστο πώς η πανέμορφη καπετανοπούλα βρέθηκε στον οντά του Πασά. Μπορεί η παρουσία της εκεί να συνδέεται κατά κάποιο τρόπο με το γεγονός της πεσμένης βελανιδιάς. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η κόρη όταν πάρθηκε, ήτανε κοπελιά κάποιας ηλικίας κι ότι δεν «τούρκεψε» ολοκληρωτικά.

Μετά το θάνατο του Πασά και αφού είχανε περάσει αρκετά χρόνια, αυτή πλέον άκληρη γριά συνέχιζε να έχει κάποια εξουσία και περιουσία. Φαίνεται ότι ποτέ δεν ξέχασε την καταγωγή της και την οικογένειά της. Αισθανόμενη το τέλος της, έπεμψε γραφή στ’ ανίψια της, εδώ στο χωριό. Τους ζητούσε να πάνε πάνω, να τους κάνει κληρονόμους της. Αυτά όμως, τα παιδιά των αδελφών της λόγω πολυαριθμίας, ασυνεννοησίας, πολυαπασχόλησης με τα κοπάδια τους και τα χτήματα, κυρίως όμως λόγω της αγραμματοσύνης τους, δεν ομονοούσαν ν’ ανταποκριθούν στην πρόσκληση. Όταν κάποτε το σόι ολάκερο συμφώνησε, είχανε περάσει πολλά χρόνια από την ειδοποιό επιστολή. Η θεια- Σουλτάνα είχε πεθάνει πια και η όποια περιουσία της είχε μείνει ορφανή και ξέφραγη. «Όταν το περιβόλι ξέφραγο, έρημα είναι τα λάχανα…», που λέει κι ο λαός.

Εξουσιοδοτήσανε τον παπά και δάσκαλο Παπαγιάννη Παπαβασιλείου γαμπρό στο σόι, που ήτανε και ο μόνος εγγράμματος να πάει στη Θεσσαλονίκη εκ μέρους των κληρονόμων της, να ψάξει να βρει αν είχε απομείνει κάτι τις και να το πουλήσει. Ο Παπαγιάννης, ο μόνος γραμματιζούμενος άνθρωπος, έξυπνος και μεγάλος κομματάρχης, με προσβάσεις παντού «έκοβε κι έραβε» στην περιοχή, διαφωνούσε στην αρχή με τον τρόπο της μοιρασιάς. Ζήταγε να έμπαινε στ’ αδέρφια της θειας κι όχι στ’ ανίψια. Όταν συμφωνήσανε, τότες ξεκίνησε και πήγε. Γυρίζοντας, είπε ότι έψαξε παντού. Ρώτησε όσους τη γνώριζαν. Δε βρήκε τίποτα. Πουθενά κανένα χαρτί. Γύρισε δηλαδή άπραχτος και με τις τσέπες άδειες… Όπως πήγε… Άλλους έπεισε, άλλους όχι. «Δεν μπορεί, τόση έχταση που είχε η θεια » όπως είχανε ακούσει «…και δεν βρήκε ούτε ένα γκάρδι;». «Ο θεός κι αυτός μόνο ξέρουνε…», είχε πει στόμα άπιστο.

Γιατί η θεια – Πασαλίνα όπως είχε ειπωθεί από υποψήφιο κληρονόμο που τάχαμου είχε καλή πληροφόρηση, κατείχε όλο το Σέδες, περιοχή που βρίσκεται στ’ Ανατολικά της Θεσσαλονίκης˙ εκεί που είναι το αεροδρόμιο της Μίκρας… Αλλά η αργοπορία των φυσικών της κληρονόμων, διευκόλυνε κι άφησε ανεμπόδιστα ίσως κάποια «τρωκτικά», που τη ροκανίσανε εις υγείαν των κορόιδων. Είναι αυτά που λυμαίνονται το βιος των ανήμπορων αδαών, αφελών και αργοβάδιστων ιδιοχτητών και κληρονόμων, που ταγμένα από την κακιά τους μοίρα παραστέκονται δίπλα τους, με ακονισμένα δόντια. Είναι αυτά που αν δεν έχουν γεννηθεί νωρίτερα από τον άνθρωπο, είναι τουλάχιστον ομόγεννά του. Μπορεί όμως να περιήλθε στο ίδιο το κράτος – το τουρκικό – η περιουσία της, γιατί όταν έκανε το ταξίδι ο Παπαγιάννης, η Θεσσαλονίκη ήτανε μάλλον σκλαβωμένη ακόμα…