15 Μαρ 2013

50 χρόνια μετά την αποφοίτηση







Καράβι γοργοτάξιδο η ζωή μας   
από το δεκαεννιά κι εξήντα ένα,
τότε π’ άνοιξε πανιά τ’ ανάλαφρο πλεούμενο σκαρί μας.
 Κύβερνος ήταν ο άμαθος ατός μας 
και λαμνοκόποι έπιασαν η νιότη με το πείσμα. 
Οι πίκρες, οι χαρές, οι λύπες με το μόχθο τ’ άρμενα
 και μπούσουλας του καθενός ο στόχος. 
Τ’ αμπάρια είχε ξέχειλα
μ’ εφηβικών γλυκών ονείρων σκέψεις.
Κι αυτό το νιόφτιαχτο σκαρί αρμένιζε… 
πότε στο πλάι κι άλλοτε κατάματα
 καθώς με βιάση όργωνε της θάλασσας 
στ’ ανταριασμένου κυμάτου τον αφρό
τις πολυκυματούσες στράτες. 
Ολημερίς αμάχη έπιανε σκληρή
τη μοίρα να γητέψει ,
φονιάς της φτώχειας να γενεί
και των ονείρων σάρκα.
Αφού ο πόλεμος εβάσταξε κοντά μισόν αιώνα
κι ήρθε ο χρόνος ο πεντηκοστός
– γιατ’ είμαστε στα δύο χιλιάδες δέκα κι ένα -
μεγάλη σύναξη αποφασίσαμε
της μνήμης πανηγύρι.
Κι όταν σ’ αυτή διαβάστηκε κατάλογος
της τοτινής ογδόης,
οι αναμνήσεις σκόρπισαν πελώριο κύμα ρίγου.
Στο μέτρημα που έγινε, βρεθήκανε απόντες.
Πεντάδα άτυχων συντρόφων μας χαθήκανε στη ρότα.

Οι θνητοφάγες «Σκύλα με τη Χάρυβδη»
άρπαξαν τα κορμιά τους
αλάργα πό τα γηρατειά απά στη βιοπάλη.
Μνημόσυνο στη μνήμη των «χαμένων μας»
ας είναι οι πέντε προηγούμενες  αράδες…
Τώρα πια η θαλασσοδαρμένη σκούνα μας
που ισκιώνει στο ηλιόγερμα αλμυροποτισμένη,
γοργόδρομη, αφού πάει 
για το στερνό αραξοβόλι,
μακάρι να ’χει ακυμάτιστο γιαλό
και μόνο του Μπάτη πρίμο να φυσά τ’ αγέρι
κι η Τύχη η Θεά, να κλώθει
σ’ όλους μας υγεία και χαρά.