ΦΥΣΙΚΗ πηγή ή βρύση είναι το σημείο της επιφάνειας της γης, απ’ όπου φλεβίζει νερό και διατηρεί γεμάτο το μόνιμο λακκάκι, που είναι εξ’ επί τούτου σκαμμένο αμέσως μετά την φλέβα ή σπάνια γύρω απ’ αυτή. Το νερό της βροχής και του χιονιού που απορροφά η γη με τη βοήθεια των επιφανειακών υδροπερατών της στρωμάτων, λόγω βαρύτητας κινείται προς το κέντρο της. Αν κατά την κίνησή του αυτή συναντήσει υδροαδιαπέραστο στρώμα πετρώματος, κινείται επάνω του κι αν βρει «ευκαιρία» βγαίνει στο φως, σημειακά ή γραμμικά κατά μήκος της επιφάνειας επαφής. Αυτή είναι η περιοχή που φλεβίζει, όπως έλεγαν παλιότερα. Κατά την υπόγεια κίνησή του στο πέρασμα αμέτρητου χρόνου φτιάχνει μικρά ή μεγάλα δίκτυα, αφού χαρακώνει την αδιαπέραστη επιφάνεια επαφής του συνήθως σκληρού πετρώματος και αυλακώνει κατατρώγοντας τη σάρκα της επιφάνειας αυτής του μαλακού (χαλαρού πετρώματος) μέχρι την έξοδό του. Η έξοδος (φλέβα) είναι κατά το πλείστον πολύ μικρών διαστάσεων. Τροφοδοτεί δε την φυσική ή φτιαχτή γούρνα (λακκάκι) για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, που εξαρτάται από: τη θέση της, τη σύσταση των πετρωμάτων της γύρω περιοχής, το μέγεθος της λεκάνης συλλογής, τον πλούσιο ή φτωχό υδροφόρο ορίζοντα, την εποχή, το κλίμα κ.α.
Πολλές φορές φλέβες που βρίσκονται στην αρχή μιας βραχώδους σχισμής ή στο στόμιο μικροσπηλαίου ασβεστολιθικών κυρίως πετρωμάτων, έχουν μεγάλες διαστάσεις και εκβάλλουν μεγάλες ποσότητες νερού. Είναι τα γνωστά «κεφαλάρια» ή «νερομάνες» κι «ανάβαλοι». Στην περιοχή του χωριού μας δεν υπάρχουν τέτοιες πλούσιες πηγές. Αυτές τροφοδοτούνται με νερό, που έρχεται από ψηλές και μακρινές περιοχές και που τρέχει σ’ ένα υπόγειο άνετο δίκτυο, σχηματισμένο στην ευρύτερη βραχώδη περιοχή. Αποτελεί προσφορά πάντα διαφόρων φυσικών φαινομένων όπως: σεισμών, κατολισθήσεων, ρηγμάτων, μακροχρόνιας διάβρωσης σχιστολιθικών και κυρίως ασβεστολιθικών πετρωμάτων κ.λ.π. Σε τέτοιου είδους πηγές, αν το νερό τους στην άνετη κίνησή του για κάποια αιτία παρασύρει και μεταφέρει φερτά υλικά, μπορεί να κλείσει, κατά κανόνα πρόσκαιρα, την καθημερινή εύκολη διάβασή του και ν’ αλλάξει στόμιο εξόδου ακολουθώντας άλλη διαδρομή. Αυτό συμβαίνει όταν έχει στη διάθεσή του πλούσιο σύστημα διασταυρούμενων σχισμών. Τότε για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα η παροχή της πηγής λιγοστεύει ή και μηδενίζεται.
Η τύχη επεφύλαξε τέτοια εύνοια στον ξεσηκωμένο Μωριά του εικοσιένα, όταν η μεγάλη στρατιά του στρατάρχη Δράμαλη κατέβηκε στην Πελοπόννησο για να καταπνίξει την επανάσταση. Η μεγάλη πηγή στο Κεφαλάρι του Άργους τότε, είχε στερφέψει από φράξιμο και αλλαγή πορείας του νερού της κι ο στρατηλάτης αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα λειψυδρίας για τους στρατιώτες του και τα υποζύγια στον Αργολικό κάμπο. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στην καταστροφή του.
Πριν εμφανιστούν τα αρτεσιανά με τη βοήθεια των γεωτρήσεων, οι φυσικές πηγές ήταν πάρα πολλές όχι μόνο στο δικό μας το χωριό, αλλά πανελλαδικά. Σήμερα σ’ εμάς εδώ οι τόποι που τις φιλοξενούσαν, ορφάνεψαν και βουβάθηκαν. Αιτία πρώτη η εγκατάλειψή τους λόγω εξέλιξης. Έτσι οι γούρνες τους σκεπάστηκαν από πεσμένα φύλλα, επιχωματώσεις, ξερά και φρέσκα κλαδιά, θάμνους και χόρτα, αφού αφέθηκαν στο έλεος των καιρικών φαινομένων και της ανεξέλεγκτης φυσικής ανάπλασης. Τα μονοπάτια και οι δρομίσκοι που οδηγούσαν τον διψασμένο σ’ αυτές, έγιναν αδιάβατα ή έσβησαν. Κοπάδια για ελεγχόμενη έστω αποψίλωση των διαβάσεων δεν υπάρχουν. Βοσκοί, ζευγολάτες, θεριστές, σκαλιστάδες και συνοδοί φορτωμένων γαϊδουράλογων πέθαναν προ πολλού. Μαζί τους χάθηκαν το τροκάνι, το περπάτημα, η κουβέντα, το σφύριγμα, το τραγούδι, ο έρωτας, το πεταλοχτύπημα κι ό,τι άλλο συνόδευε την κάθε παρέα.
Αιτία δεύτερη, το βίαιο άρμεγμα του υδροφόρου ορίζοντα, που τον απομάκρυνε απελπιστικά από την εδαφική επιφάνεια με την άντληση ή την υπεράντληση του υπόγειου νερού, που γίνεται με τις γεωτρήσεις τις ζεστές εποχές του χρόνου. Γι’ αυτό και πολλές τους έχουν στερφέψει πριν καλά – καλά μπει το καλοκαίρι.
Οι βρύσες του Γαβαλά
Οι βρύσες μέχρι τουλάχιστον στην αρχή της δεκαετίας που σημάδεψε την αλλαγή στον τρόπο ζωής της επαρχίας, δηλαδή αυτή του εξήντα, που περιμετρικά έζωναν το χωριό και γέμιζαν του ξωμάχου τα νεροκολόκυθα, τα παγούρια και τα κανάτια για ξεδιψασμό τις ζεστές και όχι μόνο μέρες του χρόνου ήταν:
1. Στον Άγιο Θανάση. Στο τραπάκι (νεροφάγωμα), δίπλα στο περιβόλι του μπάρμπα Νικολού του Νταλούρη (Ν.Ρουμελιώτη).
2. Στη Μπούνη. Στο μονοπάτι μετά τα Ρετσάνικα περιβόλια.
3. Στο Ράφτι. Μέσα στο κεντρικό ρέμα κοντά στο μεγάλο μονοπάτι και στο κτήμα του μπάρμπα Νικολού του Καρλαντήρα (Βερονικιάτη).
4. Στο Νύχι. Λίγο πιο πάνω από τον κεντρικό δρόμο, στο τραπάκι του χωραφιού της θεια Βασίλως της Ράνταινας (Β.Ρουμελιώτη).
5. Στην Κοριτζαμπάρδα. Στο τραπάκι, κοντά στη βελανιδιά του χωραφιού του Μαστροκολιού (Ν. Ζωντού).
6. Στα Βρυσάκια. Δίπλα στο δρόμο Βίλιας - Παλιομάντρας.
7. Στο Κροϊγκίξ. Υπήρχαν δύο. Η μία και η γραφική βρισκόταν στη δυτική παρυφή του μονοπατιού που διέσχιζε το ρεματάκι στο ύψος των χωραφιών: Δ. Μητσομπούρη (Δ. Ζωντού), Γ. Ταλαλά (Γ. Καρκαλέτση) και Μάστορη. Η δεύτερη βρισκόταν στο ίδιο ρεματάκι αλλά πιο ψηλά λίγο, στο ύψος των χωραφιών Αν. Χατζάρα (Α. Ζωντού) και Μουστάκα.
8. Στη Μαυροσυκιά. Στο τραπάκι του χωραφιού του ΜητσοΣαμπάνη.
9. Στις Πλάκες. Στο ρέμα, δίπλα στη μεγάλη πετροσουβάλα. Ήταν στη σκιά ενός μεγάλου πλατάνου και είχε δύο γούρνες σκαλιστές πάνω σε συμπαγή ψαμμίτη, από τον παππού Στ.Καράπα. Ήταν η γραφικότερη όλων. Στην ομορφιά της και τη θέση της όφειλε την μεγάλη καθημερινή ντόπια και ξένη πελατεία που είχε.
10. Στο Μαμούρι. Υπήρχαν τρεις. Η πρώτη ήταν του Μπαρέτα (Σ.Μπαράκου) στο τραπάκι, δίπλα στο περιβόλι του. Η δεύτερη κοντά στο μύλο του Τσούφλια και η τρίτη στην άκρη του χωραφιού του Τσέλιγκα (Σ. Ρέτσα).
11. Στην Μπάρα. Υπήρχαν τρεις. Η πρώτη και μεγαλύτερη ανάμεσα στα χωράφια της Ρογκίτσας (Σ. Ζωντού) και Κουρέα (Δ. Πηλιχού). Η δεύτερη γνωστή σαν βρύση του Γκόλα (Μπόκαρη), στο τράπι του χωραφιού του. Η τρίτη στο περιβόλι του Συνταγματάρχη (Κ. Καρκαλέτση).
12. Στο Ίλκι. Υπήρχαν δύο. Μέσα στα Καπετάνικα (Ρετσάνικα). Η μια δίπλα στη στέρνα και η άλλη κάτω στο μονοπάτι.
13. Στους Αγίους Αναργύρους – Γεναικάρι. Υπήρχαν δύο. Η πρώτη και κύρια κάτω από έναν πλάτανο, στο χωράφι του Νικολού του Καρλαντήρα (Βερονικιάτη). Σαν δεύτερη μπορεί να αναφερθεί ο αγιασμός. Απέναντι από την εκκλησία στο μικροσκοπικό φαράγγι, ψηλά στον δακρυρροούντα βράχο, που ήταν και είναι ο «αγιασμός» των Αγ. Αναργύρων.
14. Στη Βαθέα. Κάτω από τον πλάτανο, μέσα στο περιβόλι του Χρήστου του Τζατζά (Χ. Καρκαλέτση).
15. Στο Μαυρόρρεμα. Μέσα στο ρέμα, λίγο πιο κάτω απ’ το κτήμα του πατέρα Κωνστάντιου (Κ. Καράπα), γνωστή σαν η βρύση του Παπακώτσα.
16. Στις Κοκκίστρες. Στο ρεματάκι κάτω από πλατάνια, στο χωράφι του Χρήστου Τζατζά (Χ. Καρκαλέτση).
17. Στο Κόστι. Μέσα στο τράπι στα Γκοφιάνικα (Καρκαλετσιάνικα).
18. Στις Φρυγάδες. Στην άκρη στα Μποντιάνικα περιβόλια.
19. Στο Γκουτζούφτι. Πάνω στον κεντρικό δρόμο Γαβαλά – Δάφνης.
20. Στο Λιστανί. Υπήρχαν δύο. Η μια βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού του δασκάλου Πλούταρχου (Παλιοκρό), ενώ η άλλη ήταν γνωστή σαν βρύση του Ταλαλά (Γ. Καρκαλέτση), η οποία βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού του.
21. Στο Σπιθάρι. Η πιο κοντινή στο χωριό, στο τραπάκι ανάμεσα στα χωράφια Λυριτζαίσας (A. Ρέτσα) και Γ. Αϊδίνη.
Από τις παραπάνω βρύσες ο επισκέπτης τους μπορούσε να γεμίσει το κανάτι, το κολοκύθι ή το παγούρι εύκολα ή δύσκολα την άνυδρη συνήθως χρονική περίοδο με τη βοήθεια κούπας ή απευθείας. Τα νερά τους λιγοστά και οι γούρνες τους μικρές. Με την κούπα και προσεκτικά μην το θολώσει, αφού πρώτα ξεδιψούσε, γέμιζε μετά τη μικρή του …υδροφόρα. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που βούταγε απευθείας μέσα στο λάκκο τον νεροκουβαλητή του. Αν η θέση και το πέτρωμα που την φιλοξενούσε το επέτρεπαν, τότε στο αυλάκι που ξεκινούσε από τη γούρνα για να απομακρύνει το παραπανίσιο της νερό, στερέωναν ένα μεγάλο πικροδαφνόφυλλο. Η στερέωση γινόταν στην κατάλληλη θέση με τη βοήθεια μικρού κομματιού ευλύγιστου κλαδιού, τοξοειδούς σχήματος, που πατούσε σταθερά την έμμισχη άκρη του. Έτσι η παροχή ή ένα μέρος της ακολουθούσε το έλασμα του φύλλου και από την απόληξή του πεταγόταν πέρα (ήταν το τσουλουνάρι). Εκεί τοποθετούσαν τον ανοιχτό υδρομεταφορέα να γεμίσει. Τέτοιες γραφικές βρύσες υπήρχαν ελάχιστες. Πολλές φορές ο διψασμένος ξωμάχος σπρωγμένος από την ανυπόμονη και βασανιστική δίψα του, έσκυβε κι έπινε απευθείας από το λάκκο - κι ας είχε κούπα - όπως οι πρώτοι πρόγονοί του. Εξαίρεση αποτελούσε η ιδιόμορφη πηγή του «αγιασμού» στους Αγίους Αναργύρους. Εκεί είχε τοποθετηθεί μεταλλικός αγιασμοσυλλέκτης, για να μαζεύει από τη μεγαλομέτωπη βραχώδη και δακρυρροούσα επιφάνεια το «αγίασμα» και να εξυπηρετεί καλύτερα τους πιστούς.

