23 Ιουλ 2012

Φυσικές πηγές του Γαβαλά Αλιβερίου

ΦΥΣΙΚΗ πηγή ή βρύση είναι το σημείο της επιφάνειας της γης, απ’ όπου φλεβίζει νερό και διατηρεί γεμάτο το μόνιμο λακκάκι, που είναι εξ’ επί τούτου σκαμμένο αμέσως μετά την φλέβα ή σπάνια γύρω απ’ αυτή. Το νερό της βροχής και του χιονιού που απορροφά η γη με τη βοήθεια των επιφανειακών υδροπερατών της στρωμάτων, λόγω βαρύτητας κινείται προς το κέντρο της. Αν κατά την κίνησή του αυτή συναντήσει υδροαδιαπέραστο στρώμα πετρώματος, κινείται επάνω του κι αν βρει «ευκαιρία» βγαίνει στο φως, σημειακά ή γραμμικά κατά μήκος της επιφάνειας επαφής. Αυτή είναι η περιοχή που φλεβίζει, όπως έλεγαν παλιότερα. Κατά την υπόγεια κίνησή του στο πέρασμα αμέτρητου χρόνου φτιάχνει μικρά ή μεγάλα δίκτυα, αφού χαρακώνει την αδιαπέραστη επιφάνεια επαφής του συνήθως σκληρού πετρώματος και αυλακώνει κατατρώγοντας τη σάρκα της επιφάνειας αυτής του μαλακού (χαλαρού πετρώματος) μέχρι την έξοδό του. Η έξοδος (φλέβα) είναι κατά το πλείστον πολύ μικρών διαστάσεων. Τροφοδοτεί δε την φυσική ή φτιαχτή γούρνα (λακκάκι) για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα, που εξαρτάται από: τη θέση της, τη σύσταση των πετρωμάτων της γύρω περιοχής, το μέγεθος της λεκάνης συλλογής, τον πλούσιο ή φτωχό υδροφόρο ορίζοντα, την εποχή, το κλίμα κ.α.

Πολλές φορές φλέβες που βρίσκονται στην αρχή μιας βραχώδους σχισμής ή στο στόμιο μικροσπηλαίου ασβεστολιθικών κυρίως πετρωμάτων, έχουν μεγάλες διαστάσεις και εκβάλλουν μεγάλες ποσότητες νερού. Είναι τα γνωστά «κεφαλάρια» ή «νερομάνες» κι «ανάβαλοι». Στην περιοχή του χωριού μας δεν υπάρχουν τέτοιες πλούσιες πηγές. Αυτές τροφοδοτούνται με νερό, που έρχεται από ψηλές και μακρινές περιοχές και που τρέχει σ’ ένα υπόγειο άνετο δίκτυο, σχηματισμένο στην ευρύτερη βραχώδη περιοχή. Αποτελεί προσφορά πάντα διαφόρων φυσικών φαινομένων όπως: σεισμών, κατολισθήσεων, ρηγμάτων, μακροχρόνιας διάβρωσης σχιστολιθικών και κυρίως ασβεστολιθικών πετρωμάτων κ.λ.π. Σε τέτοιου είδους πηγές, αν το νερό τους στην άνετη κίνησή του για κάποια αιτία παρασύρει και μεταφέρει φερτά υλικά, μπορεί να κλείσει, κατά κανόνα πρόσκαιρα, την καθημερινή εύκολη διάβασή του και ν’ αλλάξει στόμιο εξόδου ακολουθώντας άλλη διαδρομή. Αυτό συμβαίνει όταν έχει στη διάθεσή του πλούσιο σύστημα διασταυρούμενων σχισμών. Τότε για μικρό ή μεγάλο χρονικό διάστημα η παροχή της πηγής λιγοστεύει ή και μηδενίζεται.

Η τύχη επεφύλαξε τέτοια εύνοια στον ξεσηκωμένο Μωριά του εικοσιένα, όταν η μεγάλη στρατιά του στρατάρχη Δράμαλη κατέβηκε στην Πελοπόννησο για να καταπνίξει την επανάσταση. Η μεγάλη πηγή στο Κεφαλάρι του Άργους τότε, είχε στερφέψει από φράξιμο και αλλαγή πορείας του νερού της κι ο στρατηλάτης αντιμετώπισε τεράστιο πρόβλημα λειψυδρίας για τους στρατιώτες του και τα υποζύγια στον Αργολικό κάμπο. Ήταν κι αυτός ένας από τους λόγους που συνέβαλαν στην καταστροφή του.

Πριν εμφανιστούν τα αρτεσιανά με τη βοήθεια των γεωτρήσεων, οι φυσικές πηγές ήταν πάρα πολλές όχι μόνο στο δικό μας το χωριό, αλλά πανελλαδικά. Σήμερα σ’ εμάς εδώ οι τόποι που τις φιλοξενούσαν, ορφάνεψαν και βουβάθηκαν. Αιτία πρώτη η εγκατάλειψή τους λόγω εξέλιξης. Έτσι οι γούρνες τους σκεπάστηκαν από πεσμένα φύλλα, επιχωματώσεις, ξερά και φρέσκα κλαδιά, θάμνους και χόρτα, αφού αφέθηκαν στο έλεος των καιρικών φαινομένων και της ανεξέλεγκτης φυσικής ανάπλασης. Τα μονοπάτια και οι δρομίσκοι που οδηγούσαν τον διψασμένο σ’ αυτές, έγιναν αδιάβατα ή έσβησαν. Κοπάδια για ελεγχόμενη έστω αποψίλωση των διαβάσεων δεν υπάρχουν. Βοσκοί, ζευγολάτες, θεριστές, σκαλιστάδες και συνοδοί φορτωμένων γαϊδουράλογων πέθαναν προ πολλού. Μαζί τους χάθηκαν το τροκάνι, το περπάτημα, η κουβέντα, το σφύριγμα, το τραγούδι, ο έρωτας, το πεταλοχτύπημα κι ό,τι άλλο συνόδευε την κάθε παρέα.

Αιτία δεύτερη, το βίαιο άρμεγμα του υδροφόρου ορίζοντα, που τον απομάκρυνε απελπιστικά από την εδαφική επιφάνεια με την άντληση ή την υπεράντληση του υπόγειου νερού, που γίνεται με τις γεωτρήσεις τις ζεστές εποχές του χρόνου. Γι’ αυτό και πολλές τους έχουν στερφέψει πριν καλά – καλά μπει το καλοκαίρι.


Οι βρύσες του Γαβαλά

Οι βρύσες μέχρι τουλάχιστον στην αρχή της δεκαετίας που σημάδεψε την αλλαγή στον τρόπο ζωής της επαρχίας, δηλαδή αυτή του εξήντα, που περιμετρικά έζωναν το χωριό και γέμιζαν του ξωμάχου τα νεροκολόκυθα, τα παγούρια και τα κανάτια για ξεδιψασμό τις ζεστές και όχι μόνο μέρες του χρόνου ήταν:
1. Στον Άγιο Θανάση. Στο τραπάκι (νεροφάγωμα), δίπλα στο περιβόλι του μπάρμπα Νικολού του Νταλούρη (Ν.Ρουμελιώτη).
2. Στη Μπούνη. Στο μονοπάτι μετά τα Ρετσάνικα περιβόλια.
3. Στο Ράφτι. Μέσα στο κεντρικό ρέμα κοντά στο μεγάλο μονοπάτι και στο κτήμα του μπάρμπα Νικολού του Καρλαντήρα (Βερονικιάτη).
4. Στο Νύχι. Λίγο πιο πάνω από τον κεντρικό δρόμο, στο τραπάκι του χωραφιού της θεια Βασίλως της Ράνταινας (Β.Ρουμελιώτη).
5. Στην Κοριτζαμπάρδα. Στο τραπάκι, κοντά στη βελανιδιά του χωραφιού του Μαστροκολιού (Ν. Ζωντού).
6. Στα Βρυσάκια. Δίπλα στο δρόμο Βίλιας - Παλιομάντρας.
7. Στο Κροϊγκίξ. Υπήρχαν δύο. Η μία και η γραφική βρισκόταν στη δυτική παρυφή του μονοπατιού που διέσχιζε το ρεματάκι στο ύψος των χωραφιών: Δ. Μητσομπούρη (Δ. Ζωντού), Γ. Ταλαλά (Γ. Καρκαλέτση) και Μάστορη. Η δεύτερη βρισκόταν στο ίδιο ρεματάκι αλλά πιο ψηλά λίγο, στο ύψος των χωραφιών Αν. Χατζάρα (Α. Ζωντού) και Μουστάκα.
8. Στη Μαυροσυκιά. Στο τραπάκι του χωραφιού του ΜητσοΣαμπάνη.
9. Στις Πλάκες. Στο ρέμα, δίπλα στη μεγάλη πετροσουβάλα. Ήταν στη σκιά ενός μεγάλου πλατάνου και είχε δύο γούρνες σκαλιστές πάνω σε συμπαγή ψαμμίτη, από τον παππού Στ.Καράπα. Ήταν η γραφικότερη όλων. Στην ομορφιά της και τη θέση της όφειλε την μεγάλη καθημερινή ντόπια και ξένη πελατεία που είχε.
10. Στο Μαμούρι. Υπήρχαν τρεις. Η πρώτη ήταν του Μπαρέτα (Σ.Μπαράκου) στο τραπάκι, δίπλα στο περιβόλι του. Η δεύτερη κοντά στο μύλο του Τσούφλια και η τρίτη στην άκρη του χωραφιού του Τσέλιγκα (Σ. Ρέτσα).
11. Στην Μπάρα. Υπήρχαν τρεις. Η πρώτη και μεγαλύτερη ανάμεσα στα χωράφια της Ρογκίτσας (Σ. Ζωντού) και Κουρέα (Δ. Πηλιχού). Η δεύτερη γνωστή σαν βρύση του Γκόλα (Μπόκαρη), στο τράπι του χωραφιού του. Η τρίτη στο περιβόλι του Συνταγματάρχη (Κ. Καρκαλέτση).
12. Στο Ίλκι. Υπήρχαν δύο. Μέσα στα Καπετάνικα (Ρετσάνικα). Η μια δίπλα στη στέρνα και η άλλη κάτω στο μονοπάτι.
13. Στους Αγίους Αναργύρους – Γεναικάρι. Υπήρχαν δύο. Η πρώτη και κύρια κάτω από έναν πλάτανο, στο χωράφι του Νικολού του Καρλαντήρα (Βερονικιάτη). Σαν δεύτερη μπορεί να αναφερθεί ο αγιασμός. Απέναντι από την εκκλησία στο μικροσκοπικό φαράγγι, ψηλά στον δακρυρροούντα βράχο, που ήταν και είναι ο «αγιασμός» των Αγ. Αναργύρων.
14. Στη Βαθέα. Κάτω από τον πλάτανο, μέσα στο περιβόλι του Χρήστου του Τζατζά (Χ. Καρκαλέτση).
15. Στο Μαυρόρρεμα. Μέσα στο ρέμα, λίγο πιο κάτω απ’ το κτήμα του πατέρα Κωνστάντιου (Κ. Καράπα), γνωστή σαν η βρύση του Παπακώτσα.
16. Στις Κοκκίστρες. Στο ρεματάκι κάτω από πλατάνια, στο χωράφι του Χρήστου Τζατζά (Χ. Καρκαλέτση).
17. Στο Κόστι. Μέσα στο τράπι στα Γκοφιάνικα (Καρκαλετσιάνικα).
18. Στις Φρυγάδες. Στην άκρη στα Μποντιάνικα περιβόλια.
19. Στο Γκουτζούφτι. Πάνω στον κεντρικό δρόμο Γαβαλά – Δάφνης.
20. Στο Λιστανί. Υπήρχαν δύο. Η μια βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού του δασκάλου Πλούταρχου (Παλιοκρό), ενώ η άλλη ήταν γνωστή σαν βρύση του Ταλαλά (Γ. Καρκαλέτση), η οποία βρισκόταν στην άκρη του χωραφιού του.
21. Στο Σπιθάρι. Η πιο κοντινή στο χωριό, στο τραπάκι ανάμεσα στα χωράφια Λυριτζαίσας (A. Ρέτσα) και Γ. Αϊδίνη.

Από τις παραπάνω βρύσες ο επισκέπτης τους μπορούσε να γεμίσει το κανάτι, το κολοκύθι ή το παγούρι εύκολα ή δύσκολα την άνυδρη συνήθως χρονική περίοδο με τη βοήθεια κούπας ή απευθείας. Τα νερά τους λιγοστά και οι γούρνες τους μικρές. Με την κούπα και προσεκτικά μην το θολώσει, αφού πρώτα ξεδιψούσε, γέμιζε μετά τη μικρή του …υδροφόρα. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που βούταγε απευθείας μέσα στο λάκκο τον νεροκουβαλητή του. Αν η θέση και το πέτρωμα που την φιλοξενούσε το επέτρεπαν, τότε στο αυλάκι που ξεκινούσε από τη γούρνα για να απομακρύνει το παραπανίσιο της νερό, στερέωναν ένα μεγάλο πικροδαφνόφυλλο. Η στερέωση γινόταν στην κατάλληλη θέση με τη βοήθεια μικρού κομματιού ευλύγιστου κλαδιού, τοξοειδούς σχήματος, που πατούσε σταθερά την έμμισχη άκρη του. Έτσι η παροχή ή ένα μέρος της ακολουθούσε το έλασμα του φύλλου και από την απόληξή του πεταγόταν πέρα (ήταν το τσουλουνάρι). Εκεί τοποθετούσαν τον ανοιχτό υδρομεταφορέα να γεμίσει. Τέτοιες γραφικές βρύσες υπήρχαν ελάχιστες. Πολλές φορές ο διψασμένος ξωμάχος σπρωγμένος από την ανυπόμονη και βασανιστική δίψα του, έσκυβε κι έπινε απευθείας από το λάκκο - κι ας είχε κούπα - όπως οι πρώτοι πρόγονοί του. Εξαίρεση αποτελούσε η ιδιόμορφη πηγή του «αγιασμού» στους Αγίους Αναργύρους. Εκεί είχε τοποθετηθεί μεταλλικός αγιασμοσυλλέκτης, για να μαζεύει από τη μεγαλομέτωπη βραχώδη και δακρυρροούσα επιφάνεια το «αγίασμα» και να εξυπηρετεί καλύτερα τους πιστούς.

Είδη εδαφών του Γαβαλά

    Αμμουδερό: αυτό που εκτός της άμμου έχει και άλλα συστατικά σε μικρότερες ποσότητες. Είναι χαλαρό, προσφέρεται για καλλιέργειες, υποφέρει λίγο από ξηρασία.
    Ασπρόχωμα ή ασπρούδα: χώμα που προέρχεται από αποσάθρωση μαργαϊκού ασβεστόλιθου και ψαμμίτη. Κρατάει την υγρασία και είναι κατάλληλο για καλλιέργειες.
    Βαρικό: το λασπώδες. Αυτό που κρατάει για μεγάλο διάστημα πολλή υγρασία. Τέτοια εδάφη είναι τα αργιλούχα ή τα φρεσκοβρεγμένα.
    Κοκκινούρα: υπερτερεί η άργιλος που βρίσκεται σε πρόσμειξη με άλλα συστατικά της γης. Ανάλογα με τις ποσότητες τους κάνουν το έδαφος από λίγο έως πολύ κατάλληλο για καλλιέργεια.
    Πετρώδες: αποτελείται από συνεχείς ασβεστολιθικούς όγκους που καταλαμβάνουν μεγάλο ποσοστό έκτασης. Το υπόλοιπο της πετρώδους περιοχής καλύπτουν ψαμμιτικοί και κροκαλοπαγείς όγκοι. Όπου μεταξύ των όγκων υπάρχει λίγο ή πολύ αποσαθρωμένο υλικό - που είναι γονιμότατο - εκεί έχουν αναπτυχθεί θαμνώδη φυτά, μεγάλης ποικιλομορφίας. Στην τοπική ντοπιολαλιά τη μορφή αυτή της πετρο – βλάστησης τη λέμε «σκίμπι» .
    Πορί: το συμπαγές, το σκληροψαμμιτικό. Δε βοηθάει στην καλλιέργεια, γιατί είναι φτωχό σε αποσαθρωμένο χαλαρό πέτρωμα (υλικό).
    Στούπα: αποτελείται κυρίως από σχιστολιθικά τεμάχια μικρών διαστάσεων. Δεν κρατάει υγρασία. Φτωχό, κατάλληλο για ορισμένες δενδροκαλλιέργειες.
    Τραγάνα: μείγμα αποσαθρωμένου σχιστόλιθου, κυρίως όμως ψαμμίτη. Δε λασπώνει εύκολα. Κατάλληλο για καλλιέργειες.
    Τροχαλώδες: το χαλικώδες. Πολύ διαπερατό από το νερό, δεν κρατάει υγρασία και δεν ευνοεί τις καλλιέργειες.
    Τσίγκα: μείγμα αργιλοσχιστολιθικό. Δεν είναι εύκολα υδροπερατό, λόγω της μεγάλης ποσότητας αργίλου. Είναι πολύ σφιχτό. Υποφέρουν από ξηρασία οι καλλιέργειες.

Ο θολωτός τάφος της Αγίας Παρασκευής


 
τη γοργόφτερη και κλέφτρα σκέψη, αφήνοντας ορφανή τη λογική –μίζερο τέκνο της φτωχής γνώσης– μπουσουλάμε στη σφαίρα της φαντασίας την εποχή του μετατρωικού ταξιδιού των Αχαιών. Ψάχνουμε τα σβησμένα χνάρια αυτών που σαν να έβαλαν τη μυκηναϊκή τους υπογραφή, όταν σωρεύοντας το χώμα του τύμβου, έκρυψαν μέσα του τον θολωτό τάφο.

Είμαστε νοεροί συνταξιδιώτες, αναγνώστη, σ’ αυτόν τον ολιγότροφο τόπο με τον χωματόλοφο, που ήταν γνωστός στους παλαιότερους σαν η «βήρα του κουσάρη», δηλαδή τρύπα του κλέφτη. Ένας τόπος άνυδρος με φτωχά χλωρονόμια, μακριά από τα αηδονήματα της ρεματιάς, κοντά στην Αγία Παρασκευή του χωριού Κατακαλού και στον Ράφτη του Γαβαλά.

Σίγουρα ο Αχαιός θα ήταν κάποιος αξιωματούχος, για να του χτίσουν ένα σπουδαίο για την περιοχή και τον χρόνο τάφο, αν εκεί σταμάτησαν τα βήματά του ή λίγο πιο πέρα. Και από εκεί υψοταφής και βιγλάτορας να αγναντεύει τη συνέχεια του δρόμου της επιστροφής των συντρόφων του για την πατρίδα, αφού θα ακολουθούσαν τον ίδιο δρόμο που διάλεξε η φλόγα πριν από λίγο καιρό φέρνοντας το μήνυμα ότι η «Τροία εάλω». Αυτό βέβαια εάν ήταν αρχηγός κάποιου αχαϊκού μπουλουκιού, που εξόκειλε με τα πλοία του στον γυρισμό, στ’ αφιλόξενα και ορθόγκρεμα παράλια της ανατολικής Εύβοιας. Είναι γνωστό, συνταξιδιώτη μου, ότι πολλά τα ναυάγια από την περιοχή της Κύμης μέχρι την Κάρυστο κατά την επιστροφή των Ελλήνων στις πατρίδες τους.

Ακροβατώντας πάνω στο χωρίς προστατευτικό δίχτυ, κάτω από το συρματόσχοινο του χρόνου, η πλανεύτρα σκέψη αυθαιρετεί, τυλιγμένη πάντα στον μανδύα της τέλειας άγνοιας και όχι της γνώσης του αντικειμένου. Έτσι ποδηγετεί τη λογική και τη σέρνει στο γυμνό ακροβατόσχοινο. Μα αν δεν ήταν Αχαιός ναυαγός με τ’ ασκέρι του που κινούνταν πάνω στο μεσημβρινό: ΤροίαΤένεδοςΣκύροςΟξύλιθοςΠάρνηθα - Αραχναίο για γυρισμό σε κάποια πατρίδα του κράτους των Μυκηνών, θα ήταν θύμα, ένα από τα πολλά, κάποιας σύγκρουσης εξωτρωικής εποχής του στρατού του και του στρατού κάποιου κράτους–πόλης της Εύβοιας. Εκεί, όμως, γιατί; Αφού τα πεδία των μαχών θα πρέπει να ήταν κοντά σε τόπους έφορους, παραθαλάσσιους, κοντά στις πρωτεύουσες κρατών ή στον δρόμο προς αυτές, δηλαδή μακριά από τον τόπο του μόνιμου αποσταμού του. Μας είναι άγνωστο, βέβαια, πού βρισκόταν η πόλη των Ταμυνών, η πιο κοντινή σ’ αυτόν, που για ευνόητους λόγους δε θα ήταν εκεί γύρω. Υπάρχουν σημάδια ύπαρξης μικρών οικισμών, άγνωστης αρχαίας εποχής, στην ευρύτερη περιοχή του τάφου.

Μας είναι επίσης γνωστό ότι το κράτος των Μυκηνών διατηρούσε δεσμούς με το νησί της Εύβοιας. Υπήρχε μάλιστα σ’ αυτό βουνό με το όνομα Εύβοια. Κι εδώ η κουρσάρα σκέψη πρόθυμη, σαν άμαθη κι άπειρη λαγωνίκα, τρέχει πέρα–δώθε ιχνηλατώντας, η δε γνώση, όπως ο κουτσολαγονιάρης, παρακολουθεί από μακριά. Μήπως στο βουνό δόθηκε το όνομα Εύβοια για να θυμούνται οι σύντροφοί του και οι μετά από αυτούς τον αρχηγό τους, που τον άφησαν εκεί; Μήπως υπακούοντας στον νόμο της ανάγκης να ταφεί, έχτισαν την τελευταία του κατοικία, όπως αυτοί ήξεραν και όπως πρόσταζαν οι νόμοι τους για τον αρχηγό τους; Πρόκειται για έργο που δεν έγινε σε μία και δύο μέρες, ούτε από λίγους μόνο άνδρες. Άραγε να στρατωνίστηκαν εκεί μετά την έκβαση κάποιας μάχης, αρκετά μακριά από τη θάλασσα για λόγους ασφαλείας; Μήπως, άραγε, ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να αφήσουν τον κεκοιμημένον μακριά και κρυφά από βέβηλα μάτια και χέρια; 

Του βάζουν σίγουρα παρέα τα αγαπημένα του όπλα, ίσως και κάποιο ζώο, τα διάφορα ταφικά αντικείμενα και τον οβολό για τον ψυχοπερατάρη βαρκάρη από τον Επάνω στον Κάτω Κόσμο, στο βασίλειο των Σκιών· μαζί του ίσως και το σταμνί με το λησμονέρι να ξεδιψά και να ξεχνά η ψυχή του στο μεγάλο ταξίδι που θα κάνει, τον πόνο που δοκίμασε τις τελευταίες στιγμές. Και αφού ξεχείλισαν το άβατο –για τροφή στον αγαπημένο τους– με την απέραντη αγάπη τους, τον βουβό τους πόνο και τη βαθιά τους θλίψη για τα χιλιάδες χρόνια που θα ακολουθούσαν, έφυγαν αλάρωτοι (1), με τρικυμισμένο νου από την απελπισία του χαμού. Έτσι έμεινε μόνος, σαν δραγάτης, να μετρά τα ηλιοδρόμια και τις ηλιοφωλιές μ’ όλους τους καιρούς και να ακούει τ’ αραιά τροκάνια των κοπαδιών, εξόν από τα σφυρίγματα του σφυριχτάρη, τους αλαλαγμούς του κατσουλιέρη και τις μουσικές καντρίλιες του καρδερινιού. Έμεινε για πάντα εκεί, γιατί η μεταφορά του στον τόπο προορισμού θα ήταν αδύνατη και ίσως γιατί η ράχη της ταφής του να θύμιζε λίγο τις ράχες που πατούσε και περπατούσε στην πατρίδα.

Ποιος να ήταν άραγε και ποιες οι επιδόσεις του αξιωματούχου αυτού ενοίκου; Μήπως ήταν ένας τρομερός τοξότης, φοβερός ακοντιστής που ποτέ δεν αστοχούσε, ο πρώτος των πρώτων καβαλαραίων κι άτρομος φλαμπουράρης ή ένας μπροστάρης παιανίστας, που η μουσική του έσπρωχνε με ορμή μπροστά αφηνιασμένα άτια, αλογολάτες (2)  και πεζούς, άτρομους στη φωτιά του πολέμου; Θα μπορούσε να είναι κι ένας ομότεχνος του μάντη Κάλχα, που συνομιλούσε με τους βασιλείς και τους ορμήνευε, σαν γνώριζε τα μελλούμενα να συμβούν και τις παραγγελίες από τα θεϊκά παιχνίδια. Θα μπορούσε να είναι και ένας πλωρίτης (3) δρομοκόπων (4) και αλογολατών, που τους οδηγούσε στην ανεύρεση νέας γης, για χτίσιμο καινούργιας αποικίας.

Οι θολωτοί τάφοι, όμως, μας είναι γνωστό από τη βιβλιογραφία ότι χτίζονταν για βασιλιάδες και μέλη των οικογενειών τους, ενώ για τους πολίτες, φτωχούς και πλούσιους, οι θαλαμοειδείς τάφοι. Έτσι οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για κάποιο μέλος της στενής βασιλικής οικογένειας, όπως αναφέρει ο Γ. Ε. Μυλωνάς (5).

Αν η εκστρατεία της Τροίας έγινε περί το 1280 π.Χ., είναι επίσης γνωστό ότι μετά απ’ αυτή Αιολείς εξ Αχαΐας μετανάστευσαν στην Εύβοια. Αρχικά με αρχηγό τον Ορέστη, στη συνέχεια με τον γιο του Πένθιλο και αργότερα με τον Εχέλατο, γιο του Πενθίλου. Κατέλαβαν έτσι και κατοίκησαν την ανατολική Εύβοια, κτίζοντας την πόλη της Κύμης στα 1189 π.Χ. Οι Αιολείς αυτοί ανήκαν στο γένος των Αχαιών. Υπήρχε δε και στην Αχαΐα λόφος με τ’ όνομα Κάρυστος, συνώνυμος της ευβοϊκής πόλης, που δείχνει φυλετική συγγένεια, όπως αναφέρει ο Γουναρόπουλος στην Ιστορία του νησιού. Αλλά και αργότερα ο Γράιος, γιος του Πενθίλου, το 1151 π.Χ. πέρασε με την ακολουθία του στη Λέσβο κι από εκεί στην απέναντι στεριά, κτίζοντας την Κύμη της Αιολίδας κοντά στη Σμύρνη, όπως αναφέρει ο γεωγράφος Στράβωνας. Ίσως στις μετακινήσεις αυτές να κόπηκε βίαια ή ομαλά σε κάποιον επιφανή άνδρα το νήμα της ζωής του εκεί γύρω και να τάφηκε για κάποιους λόγους σ’ αυτήν την κάπως αφιλόξενη γη. Ποιός ξέρει πότε τούτη η γης δεν άντεξε άλλο και πρόδωσε το μυστικό του άνδρα που έκρυβε;

 Ένας ή περισσότεροι τυμβωρύχοι, τυχαία ή πληροφορημένοι, σκύλευσαν το μνήμα, διακόπτοντας τον αιώνιο ύπνο του ενοίκου του. Κλέφτηκε και σκίστηκε έτσι η διαθήκη και έμεινε μόνο η υπογραφή των Μυκηνών. Αυτοί ή κάποιοι άλλοι χρησιμοποίησαν τον τάφο στη συνέχεια για κρυψώνα, ώστε να φτάσει ως τις μέρες μας σαν η «βήρα του κουσάρη». Έγινε ακόμη και μαντρί από κάποιους βοσκούς ευκαιριακά. Σήμερα η οροφή του, νικημένη ίσως από τη σκαπάνη των τυμβωρύχων, το βάρος τουλάχιστον 3.000 χρόνων και των υλικών που υπήρχαν πάνω της, έχει υποχωρήσει, αφήνοντας έως πριν από λίγα χρόνια τα στοιχεία της φύσης να αποτελειώσουν ό,τι άφησαν οι βέβηλοι και βάρβαροι άρπαγες των μυστικών του.  Έχασκε –από τη στιγμή της σύλησης και μετά– σαν γυναικογάστρι ανοιγμένο και κουρσεμένο πριν από την ώρα της γέννας, με χαμένη τη φύτρα του. Νεκρή και αφανισμένη ή ζωντανή και ανώνυμη να στολίζει τη συλλογή κάποιου, αφού ο σπαραγμός της κυράς του από τον πόνο, τα παρακαλετά, τις κατάρες και το βουβό κλάμα από το άγος (6), δε συγκίνησαν τους άνομους με ή χωρίς τη θέλησή τους αρχαιοκάπηλους, την ώρα της βαρβαρότητας. «Έπεφταν τα κατσίκια μέσα και κατεβαίναμε και τα πιάναμε» ήταν μία πληροφορία σε ανύποπτο χρόνο για μένα, του δικού μου πατέρα, όταν μικρός έκανε τον γιδοβοσκό στα μέσα της 3ης δεκαετίας του περασμένου αιώνα. Τότε, όμως, δεν υπήρχε περιέργεια να ρωτήσουμε κι άλλους μεγαλύτερους για περισσότερες πληροφορίες, που αφορούσαν την ιστορία του, και έτσι αυτές χάθηκαν. Μας έμειναν μόνο φαντασιώσεις για υπόγειες στοές ως τη ρεματιά, την πηγή, την εύκολη διαφυγή κ.ά.



Τώρα βρίσκεται σε κατάσταση ίσως τραγική εξαιτίας της αδιαφορίας που είχαν δείξει οι υπεύθυνοι τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα. Αν και υπήρχε από την περίοδο της τελευταίας δικτατορίας βιντεοκασέτα στα χρονοντούλαπα του υπουργείου Πολιτισμού, που γύρισε με απειλή για τη ζωή του από αρχαιοκάπηλους ο φανατικός αρχαιολάτρης και ακούραστος εργάτης της πολιτισμικής Εύβοιας, γιατρός κ. Σκούρας, κανείς δε συγκινήθηκε. Λίγο αργότερα κάποιοι ευαίσθητοι και «υποψιασμένοι» προϊστάμενοι του λιγνιτωρυχείου Αλιβερίου, διέθεσαν λίγη ξυλεία και με τη βοήθεια «μποσκαδόρων» (7), όπως αυτοί ήξεραν από τις υπόγειες στοές όπου εργάζονταν, έδωσαν προσωρινή παράταση ζωής στο μνημείο. Σήμερα έχουν ενισχύσει με άκομψες μεταλλικές σκαλωσιές τα πρώτα εσωτερικά ικριώματα και μ’ ένα πρόχειρο στέγαστρο στο άνοιγμα της κορυφής, να του δίνουν την εντύπωση της μίζερης προστασίας. Διάχυτος ο φόβος που κατέχει τον επισκέπτη, ότι το μνημείο θα σωριαστεί στο εγγύς μέλλον, αφού υπάρχει εγκατάλειψη και αδιαφορία από τους αρμόδιους, ώστε να ακούγεται πάντα επίκαιρη η Σοφόκλεια κραυγή από το στόμα του Οιδίποδα «τυφλός τα τ’ώτα τον τε νουν τα τ’ όμματ’ ει», δηλαδή τυφλός στα αυτιά, στα μάτια και στη σκέψη.

Κρίθηκε σκόπιμο να παρατεθούν και λίγα χαρακτηριστικά του μνημείου έπειτα από πρόχειρη παρατήρησή του και με τις γνώσεις ενός αδαούς αρχαιοδίφη. Για την κατασκευή του χρησιμοποιήθηκαν σαν υλικά δομής ό,τι παρείχε ο τόπος αυτός: σχιστόλιθοι και χώμα· γιατί οι θολωτοί τάφοι είναι κατασκευές κάτω από τη γη, πότε λαξευμένοι σε βράχο ή σε σκληρή χωμάτινη λοφοπλαγιά και πότε σε επίπεδο έδαφος με ένα πολύ μεγάλο όγκο χώματος σωρευμένο πάνω τους, εν είδει τύμβου. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και δω. Δηλαδή υπάρχει ομαλή επιφάνεια στην κορυφή του χωματόλοφου και κρατώντας την ταφική συνήθεια του «χεύειν χυτήν γαίαν» που μνημονεύεται στα Ομηρικά έπη, δημιουργήθηκε τύμβος. Οι σχιστολιθικές πλάκες δομής έχουν τις δύο εμφανείς τους διαστάσεις μικρές. Η τρίτη και αόρατη διάσταση, δηλαδή αυτή που σκεπάζεται από αυτήν της επάνω πλάκας, σίγουρα θα είναι μεγαλύτερη. Ασβεστοκονίαμα δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε. Έτσι όλη η κατασκευή μοιάζει με ξερολιθιά. Κατά τον ακαδημαϊκό Γ. Ε. Μυλωνά (5), για τους βασιλικούς θολωτούς τάφους των Μυκηνών, αυτή η κατασκευή ανήκει στην πρώτη ομάδα, τους αρχαιότερους. Αυτοί είναι χτισμένοι με μικρούς λίθους και χωρίς το ανακουφιστικό τρίγωνο πάνω από το υπέρθυρο.



Εντύπωση, απορία και θαυμασμό προκαλούν οι ογκόλιθοι που υπάρχουν ως υπέρθυρα στην είσοδο. Είναι όλοι τους στη μέση της μεγάλης τους διάστασης ρηγματωμένοι. Ο πρώτος με σχήμα ορθογώνιου παραλληλεπιπέδου, έχει διαστάσεις 2 x 0,60 x 0,45m. Κάπου αλλού βρέθηκαν, πελεκήθηκαν, μεταφέρθηκαν, ανυψώθηκαν και τοποθετήθηκαν στη σημερινή τους θέση. Πώς όμως; Να γιατί ο τάφος δε θα μπορούσε να είναι έργο μόνο λίγων ημερών και χεριών.

Ο προσανατολισμός του είναι πάνω στον άξονα Ανατολής – Δύσης. Ο τάφος αποτελείται από τρία μέρη: τον θόλο, την είσοδο και τον δρόμο. Ο θόλος έχει διάμετρο βάσης 5m και ύψος λίγο παραπάνω ίσως. Η είσοδος έχει μήκος 3,5m, ύψος 1,5m και πλάτος 0,8m. Ο δρόμος δηλαδή απλά το προαύλιο ή η εξωτερική είσοδος έχει κοπεί από αγροτικό κοινοτικό δρόμο. Το τμήμα που έχει μείνει, έχει μήκος 5m, πλάτος στην είσοδο 1,5m και στην έξοδο 2m. Οι πλευρές του δρόμου με σχήμα περίπου ορθογωνίου τριγώνου, κάθετες στο δάπεδο με μικρότερες πλευρές αυτές που εφάπτονται του θόλου, έχουν μήκος το ύψος της εισόδου και είναι κτισμένες με πλάκες όπως και ο θόλος.

Αξίζει τον κόπο να τον επισκεφθεί κανείς, όσες φορές κι αν έχει δει τους βασιλικούς τάφους των Μυκηνών. Μπορεί να φαντάζει εμπρός τους «φτωχός συγγενής», δεν παύει όμως να προκαλεί  τον θαυμασμό.

Παραπάνω παρατίθεται μια πρόχειρη μελέτη κάτοψης και τομής, που έγινε χωρίς ακριβείς μετρήσεις, ελπίζοντας στην κατανόηση, επιείκεια και συμπάθεια του όποιου ειδήμονα τις προσέξει.

-------------
(1) Αλάρωτος: απαρηγόρητος για όποιον πενθεί
(2) Αλογολάτης: οδηγός αλόγου
(3) Πλωρίτης: πιλότος δρομοκόπων
(4) Δρομοκόπος: πεζός
(5) Γεώργιος Ε. Μυλωνάς, «Πολύχρυσοι Μυκήναι», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήναι 1983, σ. 161–169
(6) Άγος: ανοσιούργημα
(7)  Μποσκαδόρος: τεχνίτης υποστήλωσης υπόγειων στοών με αντιστύλια