6 Απρ 2011

Ξωκλήσια


Ο Γαβαλάς έχει περιμετρικά μέσα στην περιφέρειά του τέσσερα ξωκλήσια: τον Άγιο Αθανάσιο ή Αγιοθανάση, τον Προφήτη Ηλία, τους Αγίους Αναργύρους και τον Άγιο Παντελεήμονα. Σ’ αυτά, αν προστεθεί και το μεγάλο εικονοστάσι –λειψό ξωκλήσι– του Αϊ–Γιάννη στην Καμάρα, θα γίνουν πέντε.

Ο Αϊ-Γιάννης.
ΑΪΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι ένα μεγάλο εικονοστάσι με διαστάσεις πολύ μικρού δωματίου στα δυτικά του χωριού, στα τρία χιλιόμετρα, ανάμεσα στις τοποθεσίες ΚαμάραΜακρυνάριΒρύζες. Από τότε που χτίστηκε, χάρισε τ’ όνομά του στη μικρή περιοχή που τον περιτριγυρίζει. Την ανέγερσή του θεώρησαν καθήκον και υποχρέωσή τους λιγνιτωρύχοι του χωριού μας, που κάποια γεναριάτικα μεσάνυχτα του Αϊ–Γιαννιού τη μεσοδεκαετία του '50, είχαν την ατυχία να βρίσκονται στο αυτοκίνητο των λιγνιτωρυχείων που τους μετέφερε στο χωριό, όταν αυτό έπεσε στον γκρεμό, στ’ αντίκρια του εικονοστασίου. Είχαν όμως και την τύχη –χέρι του Αγίου πίστεψαν– που κατά το γκρέμισμα, παρόλο που το φορτηγό με τις σκάμνες ήταν γεμάτο, ένα–δύο άτομα τραυματίστηκαν, μάλλον ελαφρά. Σε ανάμνηση του γεγονότος έχτισαν το εικονοστάσι–ξωκλήσι στη μνήμη του Αγίου, που γιόρταζε την ημέρα του ατυχήματος.

Ο Αγιος Παντελεήμονας.
ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ: Βρίσκεται στα βόρεια του χωριού και σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων. Ο ναός έχει ανεγερθεί κοντά στον λιθοσωρό (γκουμουράδα) πολύ παλιού, με άγνωστη ιστορία. Η μόνη πληροφορία που έχει διασωθεί, αναφέρει ότι μέσα στην γκουμουράδα βρέθηκε εικόνα του Αγίου. Η ανέγερση του σημερινού έγινε τη δεκαετία του '70 με δαπάνη του συγχωριανού Κωνσταντίνου Καρκαλέτση (Κωτσοταλαλά). Είναι χτισμένος σε κορυφή λόφου, απ’ όπου ο επισκέπτης αντικρίζει κοιτάζοντας κατά τον βοριά, το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ κατά τον Νοτιά τον Ευβοϊκό Κόλπο. Αν υπάρχει δε και μεγάλη ατμοσφαιρική διαφάνεια, είναι δυνατό να διακρίνει αμυδρά το νησί της Σκύρου στο Αιγαίο.
Τα καλοκαίρια, στις μεγάλες ζέστες, οι δύο θάλασσες σχηματίζουν ελαφρό ρεύμα κι ο ιδρωμένος επισκέπτης αισθάνεται να τον φυσάει δροσερό αιγαίικο αγέρι, που δροσίζει τα πυρωμένα του μάγουλα. Η πρόκληση είναι τόσο μεγάλη για λίγη ξάπλα στα χτιστά μαρμάρινα τραπέζια κάτω από το δροσόσκι του μικρού πευκοδάσους, που λίγοι την ξεπερνούν. Το χτίσιμο των πολύ εξυπηρετικών τραπεζιών έγινε επί προεδρίας Νικολάου Ρουμελιώτη (Νταλούρη) και το δασάκι δημιούργημα και αυτό των κατοίκων του χωριού, που έγινε με προσφορές γης και προσωπικής εργασίας παιδιών του εξωραϊστικού συλλόγου. Την παραμονή της

Πετρόχτιστα παγκάκια στον Αγιο Παντελεήμονα.

γιορτής του, στις 26 Ιουλίου, μετά τον εσπερινό, τα τελευταία χρόνια έχει πλέον καθιερωθεί να γίνεται μεγάλο πανηγύρι με ζωντανή μουσική. Εκεί, κατακαλόκαιρο, με το «φυσικό» κλιματιστικό, τη θέση, να ρίχνει αρκετά τη θερμοκρασία, οι προσκυνητές, που είναι πολλοί, αφού δοκιμάσουν τους μεζέδες–προσφορές και πιουν δροσερά ποτά, μπορούν να εκτονωθούν και να δείξουν και τις χορευτικές τους ικανότητες –όσοι, βέβαια, θέλουν.

Το ξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων.
 ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ: Είναι ξωκλήσι που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού, σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων. Πιθανόν μετόχι της κατεστραμμένης γυναικείας μονής του Αγίου Δημητρίου (Γυναικάρι), που βρισκόταν πιο πάνω και στα ριζά της Ψηληρράχης.
Χτισμένο σχεδόν παρόχθια, εποπτεύει το μικροσκοπικό φαράγγι του, το μικρό εικονοστάσι που είναι καρφωμένο στο μέσον της απέναντί του κάθετα κομμένης όχθης και την ανάβρα «τ’ αγιασμού».
Με σκαλιά που ξεκινούν δίπλα από τον περίβολο της εκκλησίας κι από τον κεντρικό δρόμο, κατεβαίνει όποιος επισκέπτης θέλει να δει από κοντά αυτό το πανέμορφο και γραφικό κομμάτι της πλατανοδαφνόφυτης ρεματιάς με τον αγιασμό. Σ’ αυτό το σημείο της κοίτης, οργιάζει η βλάστηση μικρών και μεγάλων θάμνων και ποωδών φυτών με πληθώρα υγρόφιλων, εξαιτίας της μεγάλης παρόχθιας υγρασίας. Ο επισκέπτης περνάει την κοίτη του ποταμού με τη βοήθεια μίας μικροσκοπικής τσιμεντένιας γεφυρούλας, που παλιότερα ήταν ξύλινη. Πέρα απ’ αυτήν υπάρχουν σκαλάκια, αν θέλει κάποιος ν’ ανεβεί ψηλότερα και να λουστεί με τις νεροστάλες που ξερνάει η ανάβρα του ορθογκρεμού πάνω από το κεφάλι του. Αυτές οι αναβλύζουσες σταγόνες θεωρούνται από πολύ παλιά «αγιασμός» και ίσως ήταν η αιτία αυτό το μέρος να επιλεγεί και να γίνει τόπος λατρείας με το χτίσιμο της εκκλησίας. Χρειάζεται λίγη προσοχή το ανέβασμα, γιατί τα σκαλάκια είναι μικρά, απότομα, υγρά και ενίοτε σκεπασμένα με βρυόφυτα, που γλιστρούν. Ο επισκέπτης–προσκυνητής, πέρα από το φυσικό ράντισμα που δέχεται από ψηλά, μπορεί να πάρει αγιασμό απευθείας ή από τον τοποθετημένο αγιασμοσυλλέκτη. Εντύπωση μεγάλη προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί το θέαμα που αντικρίζει γύρω του όχι μόνο ο πρωτοεπισκεπτόμενος το τοπίο, αλλά και ο ταχτικός με το κρέμασμα φορεμένων ρούχων στους κορμούς και τα κλαριά δέντρων και θάμνων. Ένα έθιμο πολύ παλιό, μπορεί ανάγκη κι ελπίδα, που συντηρείται ακόμα από πιστούς, που πιστεύουν ότι έτσι θα ξορκίσουν το κακό και θ’ αφήσουν μαζί με τα ρούχα την αρρώστια του δικού τους ανθρώπου. Ταπεινοί προσκυνητές και ικέτες, ανάβουν τα καντήλια της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων και ζητούν τη βοήθεια των γιατρών Αγίων, να μεσιτέψουν στον θαυματοποιό θεό, ελπίζοντας ότι με το παράτημα των ρούχων που κατάσαρκα φορούσε ο άρρωστός τους, αντάμα μένει και το μικρό ή μεγάλο κακό κι έτσι εξαγνίζεται απ’ αυτό.
Εξαιτίας του αγιασμού η γύρω περιοχή έχει βαφτιστεί «αγίασμα», ονομασία επικρατέστερη αυτής των Αγ. Αναργύρων.
Οι Άγιοι γιορτάζουν δύο φορές τον χρόνο. Την 1η Νοεμβρίου, η μικρή τους γιορτή με καθαρά τοπικό χαρακτήρα και λίγους προσκυνητές, συνήθως απ’ το χωριό. Ενώ την 1η Ιουλίου που είναι η μεγάλη γιορτή, γινόταν και συνεχίζει ακόμη, μεγάλο πανηγύρι. Από πάρα πολύ παλιά οι Άγιοι είχαν τη φήμη των θαυματοποιών γιατρών και για ανίατες και φοβερές αρρώστιες, γι’ αυτό στη μνήμη τους συνέρρεε και συρρέει πλήθος κόσμου απ’ όλη την ευρύτερη περιοχή. Την παραμονή της μεγάλης γιορτής μετά το απομεσήμερο περνούσαν από το χωριό μας, παρά την καλοκαιριάτικη λάβα, αμέτρητα καραβάνια προσκυνητών από τις ανατολικές γύρω περιοχές. Ήταν όμορφο και γραφικό να βλέπεις παρέες – παρέες αρκετών πολλές φορές αναβατών, ξενο–ομοχωριανών, να περνούν καθισμένοι πάνω στα στολισμένα σαμάρια των υποζυγίων τους με πολύχρωμα κιλίμια ή άλλα κομψοϋφασμένα στρωσίδια. Μαζί τους τα γερά ή άρρωστα παιδιά στα χέρια ή στα καπούλια των ζώων, αν αυτό ήταν μπορετό, αν όχι, είχαν πάρει μαζί τους ένα ρούχο του ανήμπορου, μαζί και την ελπίδα της γιατρειάς, για να τ’ αφήσουν εκεί στην «κολυμπήθρα Σιλωάμ» στο μικρό, υπαίθριο ρουχομουσείο. Πήγαιναν οι πιστοί στη χάρη των Αγίων με την ίδια όλοι ελπίδα, οι γεροί να μη χάσουν την υγεία τους, οι άρρωστοι να την επανακτήσουν με την ίαση της όποιας ιάσιμης ή ανίατης αρρώστιας τους ταλαιπωρούσε.
Όμορφα κι ανεπανάληπτα τ’ ακούσματα· από φωνές ξενομερίτικες με την ίδια ιδιωματική προφορά των λέξεων, που προδίδαν το χωριό προέλευσης· το ποδοβόλι και τα πεταλοχτυπήματα, που σκόρπιζαν γύρω τους τα μεταφορικά μέσα, το πρόγκισμα των τελευταίων αργοπορημένων τότε προσκυνητών, που δέχονταν οι μεταφορείς τους για να προκάνουν στον εσπερινό. Πολύς ο κόσμος κι αποβραδίς, λίγοι οι ντόπιοι και πολλοί οι ξένοι που διανυχτέρευαν στον περίγυρο της εκκλησίας, αλλά και πιο πέρα στις θερισμένες καλαμιές κάτω από το έναστρο ουρανοκοίλι. Κανένας φόβος ανθρώπου από άνθρωπο, μόνο από τα ιοβόλα ερπετά. Το πρωί, ανήμερα δηλαδή, όσοι δεν μπορούσαν αποβραδίς ντόπιοι και ξένοι, ξεκινούσαν νωρίς για να προλάβουν τη λειτουργία. Μαζί με τους προσκυνητές και οι πραματευτάδες με τους μανάβηδες, για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους. Ο περίγυρος της εκκλησίας ανθρωποπλημμυρισμένος και οι γύρω λάκκες με μυρμηγκιά γαϊδουραλόγων, που θύμιζαν λίγο ζωοπάζαρο. Ένας χώρος για ανθρώπους και ζώα, που τα ερωτικά σαϊτιάσματα έφερναν καρδιοχτύπια. Ξένα ζευγάρια νεαρών ματιών αντάμωναν και έβαζαν σε σκέψη αγόρια και κορίτσια. Πλατωνικοί έρωτες με σπάνια κατάληξη. Εμπόδιο τα συντηρητικά ήθη και οι αποστάσεις. Δεν ήταν όμως το ίδιο βουβοί και συνεσταλμένοι οι έρωτες στα αλυσοδεμένα βαρβάτα υποζύγια, που χαλούσαν τον κόσμο με τα χρεμετίσματα και τα γκαρίσματά τους, προσθέτοντας τη δική τους νότα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα που περιέρρεε τον εκκλησιαστικό χώρο. Αλίμονο αν κάποιο απ’ αυτά έσπαγε τις αλυσίδες, τους δεσμοφύλακες κι εχθρούς της βαρβατιάς.
Μετά το σχόλασμα, οι περισσότεροι έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής κατά «πυκνές μάζες» για τα χωριά τους. Λίγοι έμεναν για να «τσιμπήσουν κάτι» κάτω από τα πλατανοδροσόσκια που αφθονούσαν κατά μήκος της ρεματιάς. Δεν έλειπαν κι αυτοί που επιδίδονταν στο σούβλισμα και στο γερό φαγοπότι.
Και σήμερα συνεχίζεται η κοσμοσυρροή. Μόνο που τα τροχοφόρα αντικατέστησαν τα τετράποδα και μηδένισαν τις αποστάσεις. Κι αυτά γεμίζουν τις γύρω λάκκες κι αυτά διασπούν την προσοχή και διαταράσσουν την κατανυκτική ατμόσφαιρα, σε ώρες κορύφωσης της θρησκευτικής ευλάβειας των προσκυνητών με τις «κόρνες» και τα «μαρσαρίσματά» τους. Επειδή η πρόσβαση είναι εύκολη με τα τροχοφόρα, οι επισκέπτες είναι περισσότεροι σήμερα, τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Αλλά και οι ληστείες δε λείπουν από το παγκάρι της εκκλησίας.
Οι Άγιοι Ανάργυροι ανακαινίστηκαν τη δεκαετία του '70, με έξοδα των ομογενών Νικολάου και Ματούλας Καρκαλέτση, κατοίκων Παναμά, του πρώτου με Γαβαλέικη καταγωγή, όπως αναφέρει η εντοιχισμένη πλάκα των δωρητών.

Ο Προφήτης Ηλίας.
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ: Ο προφήτης Ηλίας βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού και σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων, στην ευρύτερη περιοχή της τοποθεσίας Βίλια. Ο σημερινός ναός είναι ο παλιός ανακαινισμένος. Η ανακαίνισή του ξεκίνησε μετά τα μέσα του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται ακόμα. Κατ’ αυτήν χάθηκαν κάποια ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά που είχε, όπως όλα τα παλιά τουλάχιστον ξωκλήσια, δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής του καιρού της ανέγερσής τους. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, που έχουν ηλικία πάνω από εξήντα, θα θυμούνται ότι είχε πλακοσκεπή, που αντικαταστάθηκε με σύγχρονη κεραμοσκεπή και γυμνούς πετρόχτιστους τοίχους, που επιχρίστηκαν με ασβεστοκονίαμα. Έτσι, προσωρινά έχουν χαθεί πληροφορίες για το είδος της λιθοδομής, την τελειότητά του, για τα υλικά δομής, αν δηλαδή είναι ντόπια ή προϊόντα κλοπής αρχαίων ναών. Κι αυτό γιατί εκεί κοντά μέσα σε ξερολιθιά, βρέθηκε πέτρα τελείως ξενομερίτικη, με χαρακτηριστικά που παραξενεύουν για την παρείσακτη παρουσία της εκεί. Πώς βρέθηκε εκεί και γιατί, αφού ο τόπος του Πρ. Ηλία μόνο από πέτρες δεν πάσχει, κι ούτε φέρει ίχνη σμίλευσης…
Ακόμα θα θυμούνται ότι το δάπεδό του ανυψώθηκε, ενώ ήταν κάτω από την εξωτερική γήινη πετρώδη επιφάνεια, όπως και σε άλλο παλιό ξωκλήσι. Το παλιό τέμπλο με τις παλιές εικόνες του αντικαταστάθηκε κι αυτό με νέο και σύγχρονες εικόνες του εμπορίου. Μαζί με τις παλιές εικόνες χάθηκαν, γιατί πετάχτηκαν κάποιοι κατάλογοι με μερικά ονόματα –επίθετα παράξενα κι άγνωστα στο σημερινό επιθετολόγιο του χωριού. Τι ήταν αυτοί; Δωρητές, πιστοί που έκαναν παρακλήσεις για κάτι; Ή μήπως άτομα που υπηρέτησαν με τον τρόπο τους τα θεία;
Το υπόστεγο που προστέθηκε για να προστατεύει τους προσκυνητές στη λειτουργία της γιορτής του από τον καυτό ιουλιάτικο ήλιο, του έχει αλλάξει την εξωτερική παλιά του εμφάνιση.
Ποτέ δε θα μαθευτεί ποιος ήταν ο ρόλος του Πρ. Ηλία όταν η περιοχή της Βίλιας έσφυζε από ζωή. Κάπου αναφέρεται ότι ήταν το καθολικό του οικισμού. Αυτή η αναφορά δεν πρέπει να ευσταθεί γιατί ο ναός βρέθηκε μικρός, μέσα στην πετρογή, φτωχός, «νηστικός» και στην άκρη του οικισμού. Ενώ, αντίθετα, ο γκρεμισμένος Αϊ– Γιώργης –δίπλα στο πηγάδι– συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα, που έλειπαν απ’ αυτόν... Γιατί, όμως, αφού ξεθεμελίωσαν τον Αϊ–Γιώργη, λυπήθηκαν τον Προφήτη; Να χτίστηκε αργότερα; Ίσως... αλλά πότε; Χτίστηκε, όποτε κι αν, σε τοπίο σκληρό, άγονο, φτωχό, πετρώδες, αλλά με αγνάντια που είναι το «κεκτημένο» του Προφήτη όπου γης χριστιανοί. Γιατί, όμως, δεν χτίστηκε λίγα μέτρα πιο δυτικά, μέσα στην πετρογή ο βιγλάτορας Προφήτης, όπου θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο η εποπτεύουσα περιοχή του;  Είναι
Ο σπόνδυλος στον Προφήτη Ηλία.
 αξιοπερίεργο και γεννά απορίες ένας σπόνδυλος ασβεστωμένος που βρίσκεται έξω από τον ναΐσκο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Από πού προέρχεται και τι μέρος κατασκευής ήταν; Έχει στο κέντρο του κωνικό και αβαθές για τις διαστάσεις του λακκάκι. Το χρησιμοποιούσαν παλιότερα αφού το γέμιζαν νερό, να σβήνουν τ’ αναμμένα κεριά. Λίγο παράδοξο να φτιάχτηκε γι’ αυτόν τον σκοπό...
Πιο αληθοφανής φαίνεται η πληροφορία ότι ο σπόνδυλος αποτελούσε τη βάση στην Αγία Τράπεζα κι ότι στο λακκάκι είχαν βάλει έναν κατάλογο σε σχήμα ρολού. Για να διατηρηθεί και να κρυφτεί, το 'χωσαν μέσα στο γεμάτο με λιωμένο κερί λάκκο. Αν η τελευταία πληροφορία είναι ακριβής, ο κατάλογος είχε κάποια ονόματα, όπως του ιερέα και ίσως επιτρόπων ή δωρητών, που θεμελίωσαν για πρώτη φορά το ναΐδιο. Είχε βρεθεί όταν έγινε η ανακαίνιση και πετάχτηκε στον περίβολο χώρο ως άχρηστος μαζί με άλλα χρήσιμα υλικά, κυρίως όμως με τις παλιές λιγοφθαρμένες εικόνες του Πρωτόναου, για να σβηστούν και να χαθούν οι όποιες πληροφορίες έφεραν, από τους ανθρώπους και στοιχεία της φύσης.
Ο Προφήτης Ηλίας είναι το ξωκλήσι που έχει συνδεθεί στενά με βοσκούς, βοσκαρούδια και λιόρηδες πολλών γενιών, διεκδικώντας μεγάλο μέρος από τις παιδικές τους αναμνήσεις. Μέσα κι έξω από τον ναό, πόσοι και πόσοι μικροί δε μιμήθηκαν παπάδες και ψαλτάδες κάνοντας επίδειξη της φωνητικής τους ψαλμοδεξιοτεχνίας. Η Βίλια ορφάνεψε, μαζί της κι ο Προφήτης, αφότου η γη τους έπαψε να τρέφει τα ζώα που είχε μεγαλώσει και θρέψει για πολλές εκατονταετίες, ίσως πάνω από μία χιλιετία. Οι αλογότροφες Λάκκες, ο γελαδότροφος φηγός με το Φλωρί και η προβατογιδότροφη Παλιομάντρα, θα προσμένουν για πάντα με αγάπη τους περιπατητές τους για να τους κάνουν και πάλι την καθιερωμένη φυσική αποψίλωση, τον εχθρό της φωτιάς…

Διασωθέν ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγιοθανάση.
ΑΓΙΟΘΑΝΑΣΗΣ: Βγαίνοντας από το χωριό, λίγο πριν από το νεκροταφείο, στα δεξιά του κεντρικού δρόμου, αρχίζει χωματόδρομος, που χρησιμοποιείται και ως παρακαμπτήριος του χωριού για όποιον κινείται στον κεντρικό Αλιβερίου ΓαβαλάΝεοχωρίου. Σε απόσταση μικρότερη του χιλιομέτρου, βγαίνοντας από τη διασταύρωση, συναντάμε στο τέλος της κατηφόρας, στ’ αριστερά του δρόμου, ένα μικρό ξωκλήσι, τον Αγιοθανάση. Είναι πολύ κοντά στο μικρό κι ανάβαθο πηγάδι της Μουτσάρας, απ’ όπου υδρευόταν για πάρα πολλά χρόνια ένα μεγάλο μέρος του χωριού παλιότερα. Καθόλου παράξενο κι απίθανο, μαζί με το πηγάδι της Λέδεζας, να ήταν οι κύριοι υδρευτές του παλιού ομώνυμου οικισμού.
Ο σημερινός Αγιοθανάσης, ανέγνωρος1 για όσους μεγάλους σε ηλικία θυμούνται τον παλιό, από επίσκεψη στη μικρή τους ηλικία. Μόνο η θέση έμεινε η ίδια. Γιατί όπως σε όλα τα σύγχρονα χτισμένα ή ανακαινισμένα ξωκλήσια, έτσι κι εδώ, το ασπροκόρμι του καπελάρεται από σύγχρονη καφέ κεραμοσκεπή. Δηλαδή, το επιβλητικό παλιό γκρίζο της πέτρας, της άριστης λιθοδομής του, έχει επιχρισθεί με το ψυχρό κι αποκρουστικό άσπρο ασβεστοκονίαμα –για ένα πολύ παλιό κτίσμα–, η δε γραφική γκρίζα πλακοκαμαρωτή σκεπή του έχει αντικατασταθεί με τα τυποποιημένα καφεκόκκινα κεραμίδια του εμπορίου. Εδώ η βιομηχανία νίκησε τη χειροτεχνία, η κακοτεχνία την καλλιτεχνία, η αχάμνια τον πλούτο, η ασκήμια του άκομψου την ομορφιά της τέχνης. Το σημερινό σκληρό άσπρο κόκκινο χρώμα έδιωξε το ζεστό, σεβάσμιο πετρόσταχτο και το αδιάφορο του σημερινού επισκέπτη διαδέχθηκε την έκπληξη και το δέος του παλιού, στη θέα του ναΐσκου. Κι όλα αυτά, γιατί σ’ αυτό το ξωκλήσι διαπράχθηκε ένα αρχαιολογικό και πολιτισμικό έγκλημα τη δεκαετία του
'50 από τα άτεχνα χέρια στενοκέφαλων μαστόρων, που υλοποίησαν χωρίς ίχνος ντροπής το βέβηλο σχέδιο του άξεστου εμπνευστή του, για λίγα μεροκάματα.
Το τέλειο, όμως, έγκλημα συντελέστηκε στο εσωτερικό του. Εκεί που ένα τουβλόχτιστο κι ασβεστοκονιαμένο τέμπλο πήρε τη θέση ενός περίτεχνου παλιού ξυλόγλυπτου, που καταδικάστηκε σε θάνατο χωρίς να του καταλογιστεί ούτε ένα ελαφρυντικό και με μόνη κατηγορία ότι ήταν παλιό, ξύλινο και παλιομοδίτικο, ενώ το σύγχρονο θα ήταν ένα πάγκαλο2 τουβλόχτιστο. Τα «μιαρά3» χέρια που το αποκαθήλωσαν και το τεμάχισαν, λες και του 'χαν αμάχη για «χαριστική βολή», το παρέδωσαν τροφή στη φάουσα4 φλόγα της αυλής ενός φθινοπωρινού απόβραδου. Η καταδίκη και εκτέλεση της ποινής από τους αφορμάρηδες έγινε με συνοπτικές διαδικασίες επί τόπου, ώστε να σβηστούν για πάντα τα ίχνη του εγκλήματος…
Καμιά πληροφορία δεν διασώθηκε για το έτος κατασκευής του, για το ποιός ήταν ο λαϊκός ξυλογλύπτης και ο δωρητής του. Εικασίες μόνο του ιεροψάλτη και γραμματικού μακαρίτη Κωνσταντίνου Ρουμελιώτη ότι ο ναΐσκος πρέπει να ανακαινίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα. Άγνωστο αν υπήρχε ή τοποθετήθηκε τότε το θεσπέσιο5 ξυλόγλυπτο τέμπλο, που μ’ ασπούδα6, απερισκεψία κι ευκολία μεγάλη έγινε παρανάλωμα του πυρός, θυσία στον βωμό του εκσυγχρονισμού και της ελεύθερης διάβασης των προσκυνητών στην αυλή. Διασώθηκε με δυσκολία μεγάλη και πολλή τύχη από τη φλογομανία, ένα ΄ποκαΐδι μικρών διαστάσεων (55x25cm), για να καταγγέλλει «εσαεί7», σαν αψευδής και μοναδικός μάρτυρας, στις επερχόμενες γενιές, το διαπραχθέν πολιτισμικό «έγκλημα». Το ορφανό και θλιβερό αυτό κατάλοιπο που ξέφυγε από τα σαγόνια της φωτιάς, μας πληροφόρησε ότι το τέμπλο αυτό είχε δύο φορές επιχρωματιστεί, αν η πρώτη στρώση χρώματος ήταν το προστατευτικό «μίνιο». Πάνω του έχει σκαλισμένα ρόδακες, μεγάλες μαργαρίτες και φοινικόφυλλο(;), το δε συνολικό περίτεχνο διάκοσμο συμπλήρωνε «άμπελος» με τα κλήματά της, με τα αμπελόφυλλα και τα σταφύλια της. Ίσως να υπήρχαν και κάποιες παραστάσεις. Κατέληγε δε στην επάνω ελεύθερή του επιφάνεια σε φτερωτά άγρια φίδια, σαν δράκους, που με τ’ ανοιχτά στόματα έμοιαζαν έτοιμα να χιμήξουν και γέμιζαν με τρόμο τα περίεργα και διερευνητικά μάτια των μικρών επισκεπτών, σημαδεύοντας ανεξίτηλα και για πάντα την πρώτη τους επίσκεψη… Πολύ κοντά και





Στ’ αχνοσβησμένο θυμητάρι του παιδικού μου νου
επισκέπτης και προσκυνητής σαν μπήκα τότε του ναού
εικόνες που με μιας τυπώθηκαν, με φόβο κι ευκολία
μόλις το τσεμπερέκι8 άφησε λεύτερο κι άνοιξε το πορτί
ξεθωριασμένες αργοπερνούν μπροστά μου, με μεγάλη δυσκολία
για να γραφτούνε σήμερα –μετά 'πό εξήντα χρόνια– σε τούτο το χαρτί.
Κι όποιο παιδί ακάτεχα το 'σπρωχνε προς τα μέσα,
το θώρι9 των φιδιών μόλις αντίκριζε, ευτύς κοντοστεκόταν.
Προς το πορτί εκοίταζαν σα να 'τανε η Μέδουσα10
αυστηρή εντολή απ’ άνωθεν έχουσα
να ξεχωρίσει και να πετρώσει που 'ψαχνε απ’ όποιον εισερχόταν
αυτόν που αμαρτωλό τον πίστευε πως ήτανε, κι ακόμα ποθοακράτης11
γι΄ αυτό μονοστιγμής γινότανε ατός12 του θυροκράτης
του φόβου του αδύναμος να γίνει γητευτής13
κι η φούρια του αχάμνευε να μπει προσκυνητής.
Λιγοκαρδούσε το παιδί,
κι αντάρα του κατάτρεχε όλο του το κορμί,
τόσο που ο καταπιόνας του εσάλευε,
καθώς ψηλά το πλατανόφυλλο στ’ ανέμου την πνοή,
γιατί το θάρρος του, τον φόβο αδύναμα τον πάλευε,
τα πόδια του ολότρεμα γοργά πισωδρομούσαν
και τα μικρά τα μάτια του ασάλευτα κοιτούσαν.
Πιστρόφια ζάλατ’ άρχιζε σα να ΄ταν του Ερμή14,
για ν΄ αλαργάρει γρήγορα χωρίς ανασαμό,
να τον κρατήσει εκεί δεν μπόραγε καμία αφορμή
και χτυποκάρδι ένιωθε χωρίς σταματημό·
Κι αν το ρωτούσαν το παιδί καθόλου δε μιλούσε,
αφού το τσεμπερέκι έπεφτε και το πορτί σφαλούσε,
που ʼκλεινε μέσα φυλακισμένα τ’ ανήμερα θεριά,
έξω μη βγουν και παραμονεύσουν στης αυλής κάποια μεριά,
εκεί να μείνουν στου τέμπλου το πάνω ακροχείλι,
πιο ψηλά από του Άγιου τ’ αναμμένο το καντήλι,
που σαν στο ξωστάρι15 τους προσμένανε, έτοιμα να χιμήξουν
οι φτερωτοί αυτοί κι αιματολάφτες16 όφεις,
με τις σκληρές, ψυχρές κι αγριωπές τους όψεις,
σάρκες για να γευτούν και αίμα να ρουφήξουν.
Βυζάχτρες στο κορμί του αμαρτωλού προσκυνητή
Κι αλάστορές17 του να γενούν,
που τόλμησε ο άνομος μες στο ναό να μπει,
αφού τα πόδια του δρασκέλισαν το σκαλοπάτι για να κατεβούν,
αλόρτος κι ατάραχος μπροστά τους να σταθεί,
να τους κοιτάξει κατάματα και θαρρετά χωρίς να φοβηθεί.
Κι όποιος μικρός μονάχος του πρωτόμπαινε
πριν μεγαλώσει, ποτέ του πάλι δε δευτέρωνε
ούτε απ’ όξου απ’ την αυλή
με τόλμη να περάσει, να πάει για την πηγή.
Ο φόβος του αμέρωτος που φώλιαζε μες την ψυχή,
αχάμνευε μόνο προσμένοντας να δυναμώσει το κορμί.
Κι όταν αντρειωνότανε κι είχε πια μεγαλώσει,
τότες σαν τον Αϊ Γιώργη τον κοντιστή,
θα ‘μπαινε τον δρακόφοβο να σκοτώσει…


κάτω από το ναΐσκο, υπήρχε μία βρύση στο τραπάκι του περιβολιού του μπαρμπα–Νικόλα του Νταλούρη, απ’ όπου την εποχή του θεριστή οι γύρω θεριστάδες έπαιρναν κι έπιναν δροσερό νερό. Κανένας μικρός βοηθός, που υπήρξε θεατής των φτερωτών δράκων, πηγαίνοντας για νερό, δεν περνούσε μέσα από τη μικρή αυλή. Το πηδάλιό του εκεί πάθαινε εμπλοκή και δεν «έκοβε». Γι’ αυτό ο μικρός με το κανάτι στα χέρια, έκανε στροφή πουλιού χωρίς ουρά, για να ξεπεράσει το εμπόδιο του δρακοφόβου…
Αναπάντητα θα μείνουν τα ερωτήματα: Ποιος και πότε να ήταν ο δωρητής, γιατί το δώρισε εκεί κι όχι στο καθολικό του χωριού; Μήπως είχε το χωριό ξυλογλύπτη και κόστιζε φθηνά η δουλειά του; Αν ήταν έτσι θα είχε και ο Αϊ–Δημήτρης, που κι αυτού η τύχη θα υπήρξε όμοια, αλλά πολύ νωρίτερα. Το βέβαιο είναι ότι το χωριό πολύ μετά την Επανάσταση του ʼ21 είχε ακόμα πυκνά δάση βελανιδιάς, που κάποια από αυτά κάηκαν από πυρκαγιά, που τα ʼκαιγε για μέρες πολλές. Άρα ξυλεία υπήρχε άφθονη. Αν το τέμπλο ήταν πάρα πολύ παλιό, πιθανόν στα γύρω μοναστήρια να υπήρχαν καλόγεροι ξυλογλύπτες, που εύκολα να σκάλιζαν και που μπορεί ο Αγιοθανάσης να ήταν μετόχι τους.


1 Ανέγνωρος:αγνώριστος
2 Πάγκαλο: πολύ ωραίο
3 Μιαρά: βέβηλα, στυγερά
4 Φάουσα: τρώει τα πάντα
5 Θεσπέσιο: θαυμάσιο
6 Ασπούδα: βιασύνη
7 Εσαεί: για πάντα
8 Τσεμπερέκι: πετούγια
9 Θώρι: όψη, εμφάνιση
10 Μέδουσα: αποτρόπαια θνητή γοργόνα, που απολίθωνε όποιον την κοιτούσε
11 Ποθοακράτης: αυτός που έχει ακράτεια πόθου
12 Ατός: εαυτός
13 Γητευτής: μάγος, ξεπλανευτής, εξημερωτής
14 Ερμής: ο φτεροπόδαρος αγγελιαφόρος θεός
15 Ξωστάρι: εξώστης
16 Αιματολάφτης: αιμοβόρος
17 Αλάστορας: τιμωρός