6 Απρ 2011

Ξωκλήσια


Ο Γαβαλάς έχει περιμετρικά μέσα στην περιφέρειά του τέσσερα ξωκλήσια: τον Άγιο Αθανάσιο ή Αγιοθανάση, τον Προφήτη Ηλία, τους Αγίους Αναργύρους και τον Άγιο Παντελεήμονα. Σ’ αυτά, αν προστεθεί και το μεγάλο εικονοστάσι –λειψό ξωκλήσι– του Αϊ–Γιάννη στην Καμάρα, θα γίνουν πέντε.

Ο Αϊ-Γιάννης.
ΑΪΓΙΑΝΝΗΣ: Είναι ένα μεγάλο εικονοστάσι με διαστάσεις πολύ μικρού δωματίου στα δυτικά του χωριού, στα τρία χιλιόμετρα, ανάμεσα στις τοποθεσίες ΚαμάραΜακρυνάριΒρύζες. Από τότε που χτίστηκε, χάρισε τ’ όνομά του στη μικρή περιοχή που τον περιτριγυρίζει. Την ανέγερσή του θεώρησαν καθήκον και υποχρέωσή τους λιγνιτωρύχοι του χωριού μας, που κάποια γεναριάτικα μεσάνυχτα του Αϊ–Γιαννιού τη μεσοδεκαετία του '50, είχαν την ατυχία να βρίσκονται στο αυτοκίνητο των λιγνιτωρυχείων που τους μετέφερε στο χωριό, όταν αυτό έπεσε στον γκρεμό, στ’ αντίκρια του εικονοστασίου. Είχαν όμως και την τύχη –χέρι του Αγίου πίστεψαν– που κατά το γκρέμισμα, παρόλο που το φορτηγό με τις σκάμνες ήταν γεμάτο, ένα–δύο άτομα τραυματίστηκαν, μάλλον ελαφρά. Σε ανάμνηση του γεγονότος έχτισαν το εικονοστάσι–ξωκλήσι στη μνήμη του Αγίου, που γιόρταζε την ημέρα του ατυχήματος.

Ο Αγιος Παντελεήμονας.
ΑΓΙΟΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΟΝΑΣ: Βρίσκεται στα βόρεια του χωριού και σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων. Ο ναός έχει ανεγερθεί κοντά στον λιθοσωρό (γκουμουράδα) πολύ παλιού, με άγνωστη ιστορία. Η μόνη πληροφορία που έχει διασωθεί, αναφέρει ότι μέσα στην γκουμουράδα βρέθηκε εικόνα του Αγίου. Η ανέγερση του σημερινού έγινε τη δεκαετία του '70 με δαπάνη του συγχωριανού Κωνσταντίνου Καρκαλέτση (Κωτσοταλαλά). Είναι χτισμένος σε κορυφή λόφου, απ’ όπου ο επισκέπτης αντικρίζει κοιτάζοντας κατά τον βοριά, το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ κατά τον Νοτιά τον Ευβοϊκό Κόλπο. Αν υπάρχει δε και μεγάλη ατμοσφαιρική διαφάνεια, είναι δυνατό να διακρίνει αμυδρά το νησί της Σκύρου στο Αιγαίο.
Τα καλοκαίρια, στις μεγάλες ζέστες, οι δύο θάλασσες σχηματίζουν ελαφρό ρεύμα κι ο ιδρωμένος επισκέπτης αισθάνεται να τον φυσάει δροσερό αιγαίικο αγέρι, που δροσίζει τα πυρωμένα του μάγουλα. Η πρόκληση είναι τόσο μεγάλη για λίγη ξάπλα στα χτιστά μαρμάρινα τραπέζια κάτω από το δροσόσκι του μικρού πευκοδάσους, που λίγοι την ξεπερνούν. Το χτίσιμο των πολύ εξυπηρετικών τραπεζιών έγινε επί προεδρίας Νικολάου Ρουμελιώτη (Νταλούρη) και το δασάκι δημιούργημα και αυτό των κατοίκων του χωριού, που έγινε με προσφορές γης και προσωπικής εργασίας παιδιών του εξωραϊστικού συλλόγου. Την παραμονή της

Πετρόχτιστα παγκάκια στον Αγιο Παντελεήμονα.

γιορτής του, στις 26 Ιουλίου, μετά τον εσπερινό, τα τελευταία χρόνια έχει πλέον καθιερωθεί να γίνεται μεγάλο πανηγύρι με ζωντανή μουσική. Εκεί, κατακαλόκαιρο, με το «φυσικό» κλιματιστικό, τη θέση, να ρίχνει αρκετά τη θερμοκρασία, οι προσκυνητές, που είναι πολλοί, αφού δοκιμάσουν τους μεζέδες–προσφορές και πιουν δροσερά ποτά, μπορούν να εκτονωθούν και να δείξουν και τις χορευτικές τους ικανότητες –όσοι, βέβαια, θέλουν.

Το ξωκλήσι των Αγίων Αναργύρων.
 ΑΓΙΟΙ ΑΝΑΡΓΥΡΟΙ: Είναι ξωκλήσι που βρίσκεται στα βορειοδυτικά του χωριού, σε απόσταση περίπου πέντε χιλιομέτρων. Πιθανόν μετόχι της κατεστραμμένης γυναικείας μονής του Αγίου Δημητρίου (Γυναικάρι), που βρισκόταν πιο πάνω και στα ριζά της Ψηληρράχης.
Χτισμένο σχεδόν παρόχθια, εποπτεύει το μικροσκοπικό φαράγγι του, το μικρό εικονοστάσι που είναι καρφωμένο στο μέσον της απέναντί του κάθετα κομμένης όχθης και την ανάβρα «τ’ αγιασμού».
Με σκαλιά που ξεκινούν δίπλα από τον περίβολο της εκκλησίας κι από τον κεντρικό δρόμο, κατεβαίνει όποιος επισκέπτης θέλει να δει από κοντά αυτό το πανέμορφο και γραφικό κομμάτι της πλατανοδαφνόφυτης ρεματιάς με τον αγιασμό. Σ’ αυτό το σημείο της κοίτης, οργιάζει η βλάστηση μικρών και μεγάλων θάμνων και ποωδών φυτών με πληθώρα υγρόφιλων, εξαιτίας της μεγάλης παρόχθιας υγρασίας. Ο επισκέπτης περνάει την κοίτη του ποταμού με τη βοήθεια μίας μικροσκοπικής τσιμεντένιας γεφυρούλας, που παλιότερα ήταν ξύλινη. Πέρα απ’ αυτήν υπάρχουν σκαλάκια, αν θέλει κάποιος ν’ ανεβεί ψηλότερα και να λουστεί με τις νεροστάλες που ξερνάει η ανάβρα του ορθογκρεμού πάνω από το κεφάλι του. Αυτές οι αναβλύζουσες σταγόνες θεωρούνται από πολύ παλιά «αγιασμός» και ίσως ήταν η αιτία αυτό το μέρος να επιλεγεί και να γίνει τόπος λατρείας με το χτίσιμο της εκκλησίας. Χρειάζεται λίγη προσοχή το ανέβασμα, γιατί τα σκαλάκια είναι μικρά, απότομα, υγρά και ενίοτε σκεπασμένα με βρυόφυτα, που γλιστρούν. Ο επισκέπτης–προσκυνητής, πέρα από το φυσικό ράντισμα που δέχεται από ψηλά, μπορεί να πάρει αγιασμό απευθείας ή από τον τοποθετημένο αγιασμοσυλλέκτη. Εντύπωση μεγάλη προκαλούσε και συνεχίζει να προκαλεί το θέαμα που αντικρίζει γύρω του όχι μόνο ο πρωτοεπισκεπτόμενος το τοπίο, αλλά και ο ταχτικός με το κρέμασμα φορεμένων ρούχων στους κορμούς και τα κλαριά δέντρων και θάμνων. Ένα έθιμο πολύ παλιό, μπορεί ανάγκη κι ελπίδα, που συντηρείται ακόμα από πιστούς, που πιστεύουν ότι έτσι θα ξορκίσουν το κακό και θ’ αφήσουν μαζί με τα ρούχα την αρρώστια του δικού τους ανθρώπου. Ταπεινοί προσκυνητές και ικέτες, ανάβουν τα καντήλια της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων και ζητούν τη βοήθεια των γιατρών Αγίων, να μεσιτέψουν στον θαυματοποιό θεό, ελπίζοντας ότι με το παράτημα των ρούχων που κατάσαρκα φορούσε ο άρρωστός τους, αντάμα μένει και το μικρό ή μεγάλο κακό κι έτσι εξαγνίζεται απ’ αυτό.
Εξαιτίας του αγιασμού η γύρω περιοχή έχει βαφτιστεί «αγίασμα», ονομασία επικρατέστερη αυτής των Αγ. Αναργύρων.
Οι Άγιοι γιορτάζουν δύο φορές τον χρόνο. Την 1η Νοεμβρίου, η μικρή τους γιορτή με καθαρά τοπικό χαρακτήρα και λίγους προσκυνητές, συνήθως απ’ το χωριό. Ενώ την 1η Ιουλίου που είναι η μεγάλη γιορτή, γινόταν και συνεχίζει ακόμη, μεγάλο πανηγύρι. Από πάρα πολύ παλιά οι Άγιοι είχαν τη φήμη των θαυματοποιών γιατρών και για ανίατες και φοβερές αρρώστιες, γι’ αυτό στη μνήμη τους συνέρρεε και συρρέει πλήθος κόσμου απ’ όλη την ευρύτερη περιοχή. Την παραμονή της μεγάλης γιορτής μετά το απομεσήμερο περνούσαν από το χωριό μας, παρά την καλοκαιριάτικη λάβα, αμέτρητα καραβάνια προσκυνητών από τις ανατολικές γύρω περιοχές. Ήταν όμορφο και γραφικό να βλέπεις παρέες – παρέες αρκετών πολλές φορές αναβατών, ξενο–ομοχωριανών, να περνούν καθισμένοι πάνω στα στολισμένα σαμάρια των υποζυγίων τους με πολύχρωμα κιλίμια ή άλλα κομψοϋφασμένα στρωσίδια. Μαζί τους τα γερά ή άρρωστα παιδιά στα χέρια ή στα καπούλια των ζώων, αν αυτό ήταν μπορετό, αν όχι, είχαν πάρει μαζί τους ένα ρούχο του ανήμπορου, μαζί και την ελπίδα της γιατρειάς, για να τ’ αφήσουν εκεί στην «κολυμπήθρα Σιλωάμ» στο μικρό, υπαίθριο ρουχομουσείο. Πήγαιναν οι πιστοί στη χάρη των Αγίων με την ίδια όλοι ελπίδα, οι γεροί να μη χάσουν την υγεία τους, οι άρρωστοι να την επανακτήσουν με την ίαση της όποιας ιάσιμης ή ανίατης αρρώστιας τους ταλαιπωρούσε.
Όμορφα κι ανεπανάληπτα τ’ ακούσματα· από φωνές ξενομερίτικες με την ίδια ιδιωματική προφορά των λέξεων, που προδίδαν το χωριό προέλευσης· το ποδοβόλι και τα πεταλοχτυπήματα, που σκόρπιζαν γύρω τους τα μεταφορικά μέσα, το πρόγκισμα των τελευταίων αργοπορημένων τότε προσκυνητών, που δέχονταν οι μεταφορείς τους για να προκάνουν στον εσπερινό. Πολύς ο κόσμος κι αποβραδίς, λίγοι οι ντόπιοι και πολλοί οι ξένοι που διανυχτέρευαν στον περίγυρο της εκκλησίας, αλλά και πιο πέρα στις θερισμένες καλαμιές κάτω από το έναστρο ουρανοκοίλι. Κανένας φόβος ανθρώπου από άνθρωπο, μόνο από τα ιοβόλα ερπετά. Το πρωί, ανήμερα δηλαδή, όσοι δεν μπορούσαν αποβραδίς ντόπιοι και ξένοι, ξεκινούσαν νωρίς για να προλάβουν τη λειτουργία. Μαζί με τους προσκυνητές και οι πραματευτάδες με τους μανάβηδες, για να πουλήσουν τις πραμάτειες τους. Ο περίγυρος της εκκλησίας ανθρωποπλημμυρισμένος και οι γύρω λάκκες με μυρμηγκιά γαϊδουραλόγων, που θύμιζαν λίγο ζωοπάζαρο. Ένας χώρος για ανθρώπους και ζώα, που τα ερωτικά σαϊτιάσματα έφερναν καρδιοχτύπια. Ξένα ζευγάρια νεαρών ματιών αντάμωναν και έβαζαν σε σκέψη αγόρια και κορίτσια. Πλατωνικοί έρωτες με σπάνια κατάληξη. Εμπόδιο τα συντηρητικά ήθη και οι αποστάσεις. Δεν ήταν όμως το ίδιο βουβοί και συνεσταλμένοι οι έρωτες στα αλυσοδεμένα βαρβάτα υποζύγια, που χαλούσαν τον κόσμο με τα χρεμετίσματα και τα γκαρίσματά τους, προσθέτοντας τη δική τους νότα στην κατανυκτική ατμόσφαιρα που περιέρρεε τον εκκλησιαστικό χώρο. Αλίμονο αν κάποιο απ’ αυτά έσπαγε τις αλυσίδες, τους δεσμοφύλακες κι εχθρούς της βαρβατιάς.
Μετά το σχόλασμα, οι περισσότεροι έπαιρναν τον δρόμο της επιστροφής κατά «πυκνές μάζες» για τα χωριά τους. Λίγοι έμεναν για να «τσιμπήσουν κάτι» κάτω από τα πλατανοδροσόσκια που αφθονούσαν κατά μήκος της ρεματιάς. Δεν έλειπαν κι αυτοί που επιδίδονταν στο σούβλισμα και στο γερό φαγοπότι.
Και σήμερα συνεχίζεται η κοσμοσυρροή. Μόνο που τα τροχοφόρα αντικατέστησαν τα τετράποδα και μηδένισαν τις αποστάσεις. Κι αυτά γεμίζουν τις γύρω λάκκες κι αυτά διασπούν την προσοχή και διαταράσσουν την κατανυκτική ατμόσφαιρα, σε ώρες κορύφωσης της θρησκευτικής ευλάβειας των προσκυνητών με τις «κόρνες» και τα «μαρσαρίσματά» τους. Επειδή η πρόσβαση είναι εύκολη με τα τροχοφόρα, οι επισκέπτες είναι περισσότεροι σήμερα, τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου. Αλλά και οι ληστείες δε λείπουν από το παγκάρι της εκκλησίας.
Οι Άγιοι Ανάργυροι ανακαινίστηκαν τη δεκαετία του '70, με έξοδα των ομογενών Νικολάου και Ματούλας Καρκαλέτση, κατοίκων Παναμά, του πρώτου με Γαβαλέικη καταγωγή, όπως αναφέρει η εντοιχισμένη πλάκα των δωρητών.

Ο Προφήτης Ηλίας.
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ: Ο προφήτης Ηλίας βρίσκεται στα νοτιοδυτικά του χωριού και σε απόσταση περίπου τριών χιλιομέτρων, στην ευρύτερη περιοχή της τοποθεσίας Βίλια. Ο σημερινός ναός είναι ο παλιός ανακαινισμένος. Η ανακαίνισή του ξεκίνησε μετά τα μέσα του περασμένου αιώνα και συνεχίζεται ακόμα. Κατ’ αυτήν χάθηκαν κάποια ιδιαίτερα
χαρακτηριστικά που είχε, όπως όλα τα παλιά τουλάχιστον ξωκλήσια, δείγματα της λαϊκής αρχιτεκτονικής του καιρού της ανέγερσής τους. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού, που έχουν ηλικία πάνω από εξήντα, θα θυμούνται ότι είχε πλακοσκεπή, που αντικαταστάθηκε με σύγχρονη κεραμοσκεπή και γυμνούς πετρόχτιστους τοίχους, που επιχρίστηκαν με ασβεστοκονίαμα. Έτσι, προσωρινά έχουν χαθεί πληροφορίες για το είδος της λιθοδομής, την τελειότητά του, για τα υλικά δομής, αν δηλαδή είναι ντόπια ή προϊόντα κλοπής αρχαίων ναών. Κι αυτό γιατί εκεί κοντά μέσα σε ξερολιθιά, βρέθηκε πέτρα τελείως ξενομερίτικη, με χαρακτηριστικά που παραξενεύουν για την παρείσακτη παρουσία της εκεί. Πώς βρέθηκε εκεί και γιατί, αφού ο τόπος του Πρ. Ηλία μόνο από πέτρες δεν πάσχει, κι ούτε φέρει ίχνη σμίλευσης…
Ακόμα θα θυμούνται ότι το δάπεδό του ανυψώθηκε, ενώ ήταν κάτω από την εξωτερική γήινη πετρώδη επιφάνεια, όπως και σε άλλο παλιό ξωκλήσι. Το παλιό τέμπλο με τις παλιές εικόνες του αντικαταστάθηκε κι αυτό με νέο και σύγχρονες εικόνες του εμπορίου. Μαζί με τις παλιές εικόνες χάθηκαν, γιατί πετάχτηκαν κάποιοι κατάλογοι με μερικά ονόματα –επίθετα παράξενα κι άγνωστα στο σημερινό επιθετολόγιο του χωριού. Τι ήταν αυτοί; Δωρητές, πιστοί που έκαναν παρακλήσεις για κάτι; Ή μήπως άτομα που υπηρέτησαν με τον τρόπο τους τα θεία;
Το υπόστεγο που προστέθηκε για να προστατεύει τους προσκυνητές στη λειτουργία της γιορτής του από τον καυτό ιουλιάτικο ήλιο, του έχει αλλάξει την εξωτερική παλιά του εμφάνιση.
Ποτέ δε θα μαθευτεί ποιος ήταν ο ρόλος του Πρ. Ηλία όταν η περιοχή της Βίλιας έσφυζε από ζωή. Κάπου αναφέρεται ότι ήταν το καθολικό του οικισμού. Αυτή η αναφορά δεν πρέπει να ευσταθεί γιατί ο ναός βρέθηκε μικρός, μέσα στην πετρογή, φτωχός, «νηστικός» και στην άκρη του οικισμού. Ενώ, αντίθετα, ο γκρεμισμένος Αϊ– Γιώργης –δίπλα στο πηγάδι– συγκέντρωνε όλα τα πλεονεκτήματα, που έλειπαν απ’ αυτόν... Γιατί, όμως, αφού ξεθεμελίωσαν τον Αϊ–Γιώργη, λυπήθηκαν τον Προφήτη; Να χτίστηκε αργότερα; Ίσως... αλλά πότε; Χτίστηκε, όποτε κι αν, σε τοπίο σκληρό, άγονο, φτωχό, πετρώδες, αλλά με αγνάντια που είναι το «κεκτημένο» του Προφήτη όπου γης χριστιανοί. Γιατί, όμως, δεν χτίστηκε λίγα μέτρα πιο δυτικά, μέσα στην πετρογή ο βιγλάτορας Προφήτης, όπου θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο η εποπτεύουσα περιοχή του;  Είναι
Ο σπόνδυλος στον Προφήτη Ηλία.
 αξιοπερίεργο και γεννά απορίες ένας σπόνδυλος ασβεστωμένος που βρίσκεται έξω από τον ναΐσκο, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Από πού προέρχεται και τι μέρος κατασκευής ήταν; Έχει στο κέντρο του κωνικό και αβαθές για τις διαστάσεις του λακκάκι. Το χρησιμοποιούσαν παλιότερα αφού το γέμιζαν νερό, να σβήνουν τ’ αναμμένα κεριά. Λίγο παράδοξο να φτιάχτηκε γι’ αυτόν τον σκοπό...
Πιο αληθοφανής φαίνεται η πληροφορία ότι ο σπόνδυλος αποτελούσε τη βάση στην Αγία Τράπεζα κι ότι στο λακκάκι είχαν βάλει έναν κατάλογο σε σχήμα ρολού. Για να διατηρηθεί και να κρυφτεί, το 'χωσαν μέσα στο γεμάτο με λιωμένο κερί λάκκο. Αν η τελευταία πληροφορία είναι ακριβής, ο κατάλογος είχε κάποια ονόματα, όπως του ιερέα και ίσως επιτρόπων ή δωρητών, που θεμελίωσαν για πρώτη φορά το ναΐδιο. Είχε βρεθεί όταν έγινε η ανακαίνιση και πετάχτηκε στον περίβολο χώρο ως άχρηστος μαζί με άλλα χρήσιμα υλικά, κυρίως όμως με τις παλιές λιγοφθαρμένες εικόνες του Πρωτόναου, για να σβηστούν και να χαθούν οι όποιες πληροφορίες έφεραν, από τους ανθρώπους και στοιχεία της φύσης.
Ο Προφήτης Ηλίας είναι το ξωκλήσι που έχει συνδεθεί στενά με βοσκούς, βοσκαρούδια και λιόρηδες πολλών γενιών, διεκδικώντας μεγάλο μέρος από τις παιδικές τους αναμνήσεις. Μέσα κι έξω από τον ναό, πόσοι και πόσοι μικροί δε μιμήθηκαν παπάδες και ψαλτάδες κάνοντας επίδειξη της φωνητικής τους ψαλμοδεξιοτεχνίας. Η Βίλια ορφάνεψε, μαζί της κι ο Προφήτης, αφότου η γη τους έπαψε να τρέφει τα ζώα που είχε μεγαλώσει και θρέψει για πολλές εκατονταετίες, ίσως πάνω από μία χιλιετία. Οι αλογότροφες Λάκκες, ο γελαδότροφος φηγός με το Φλωρί και η προβατογιδότροφη Παλιομάντρα, θα προσμένουν για πάντα με αγάπη τους περιπατητές τους για να τους κάνουν και πάλι την καθιερωμένη φυσική αποψίλωση, τον εχθρό της φωτιάς…

Διασωθέν ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγιοθανάση.
ΑΓΙΟΘΑΝΑΣΗΣ: Βγαίνοντας από το χωριό, λίγο πριν από το νεκροταφείο, στα δεξιά του κεντρικού δρόμου, αρχίζει χωματόδρομος, που χρησιμοποιείται και ως παρακαμπτήριος του χωριού για όποιον κινείται στον κεντρικό Αλιβερίου ΓαβαλάΝεοχωρίου. Σε απόσταση μικρότερη του χιλιομέτρου, βγαίνοντας από τη διασταύρωση, συναντάμε στο τέλος της κατηφόρας, στ’ αριστερά του δρόμου, ένα μικρό ξωκλήσι, τον Αγιοθανάση. Είναι πολύ κοντά στο μικρό κι ανάβαθο πηγάδι της Μουτσάρας, απ’ όπου υδρευόταν για πάρα πολλά χρόνια ένα μεγάλο μέρος του χωριού παλιότερα. Καθόλου παράξενο κι απίθανο, μαζί με το πηγάδι της Λέδεζας, να ήταν οι κύριοι υδρευτές του παλιού ομώνυμου οικισμού.
Ο σημερινός Αγιοθανάσης, ανέγνωρος1 για όσους μεγάλους σε ηλικία θυμούνται τον παλιό, από επίσκεψη στη μικρή τους ηλικία. Μόνο η θέση έμεινε η ίδια. Γιατί όπως σε όλα τα σύγχρονα χτισμένα ή ανακαινισμένα ξωκλήσια, έτσι κι εδώ, το ασπροκόρμι του καπελάρεται από σύγχρονη καφέ κεραμοσκεπή. Δηλαδή, το επιβλητικό παλιό γκρίζο της πέτρας, της άριστης λιθοδομής του, έχει επιχρισθεί με το ψυχρό κι αποκρουστικό άσπρο ασβεστοκονίαμα –για ένα πολύ παλιό κτίσμα–, η δε γραφική γκρίζα πλακοκαμαρωτή σκεπή του έχει αντικατασταθεί με τα τυποποιημένα καφεκόκκινα κεραμίδια του εμπορίου. Εδώ η βιομηχανία νίκησε τη χειροτεχνία, η κακοτεχνία την καλλιτεχνία, η αχάμνια τον πλούτο, η ασκήμια του άκομψου την ομορφιά της τέχνης. Το σημερινό σκληρό άσπρο κόκκινο χρώμα έδιωξε το ζεστό, σεβάσμιο πετρόσταχτο και το αδιάφορο του σημερινού επισκέπτη διαδέχθηκε την έκπληξη και το δέος του παλιού, στη θέα του ναΐσκου. Κι όλα αυτά, γιατί σ’ αυτό το ξωκλήσι διαπράχθηκε ένα αρχαιολογικό και πολιτισμικό έγκλημα τη δεκαετία του
'50 από τα άτεχνα χέρια στενοκέφαλων μαστόρων, που υλοποίησαν χωρίς ίχνος ντροπής το βέβηλο σχέδιο του άξεστου εμπνευστή του, για λίγα μεροκάματα.
Το τέλειο, όμως, έγκλημα συντελέστηκε στο εσωτερικό του. Εκεί που ένα τουβλόχτιστο κι ασβεστοκονιαμένο τέμπλο πήρε τη θέση ενός περίτεχνου παλιού ξυλόγλυπτου, που καταδικάστηκε σε θάνατο χωρίς να του καταλογιστεί ούτε ένα ελαφρυντικό και με μόνη κατηγορία ότι ήταν παλιό, ξύλινο και παλιομοδίτικο, ενώ το σύγχρονο θα ήταν ένα πάγκαλο2 τουβλόχτιστο. Τα «μιαρά3» χέρια που το αποκαθήλωσαν και το τεμάχισαν, λες και του 'χαν αμάχη για «χαριστική βολή», το παρέδωσαν τροφή στη φάουσα4 φλόγα της αυλής ενός φθινοπωρινού απόβραδου. Η καταδίκη και εκτέλεση της ποινής από τους αφορμάρηδες έγινε με συνοπτικές διαδικασίες επί τόπου, ώστε να σβηστούν για πάντα τα ίχνη του εγκλήματος…
Καμιά πληροφορία δεν διασώθηκε για το έτος κατασκευής του, για το ποιός ήταν ο λαϊκός ξυλογλύπτης και ο δωρητής του. Εικασίες μόνο του ιεροψάλτη και γραμματικού μακαρίτη Κωνσταντίνου Ρουμελιώτη ότι ο ναΐσκος πρέπει να ανακαινίστηκε στις αρχές του περασμένου αιώνα. Άγνωστο αν υπήρχε ή τοποθετήθηκε τότε το θεσπέσιο5 ξυλόγλυπτο τέμπλο, που μ’ ασπούδα6, απερισκεψία κι ευκολία μεγάλη έγινε παρανάλωμα του πυρός, θυσία στον βωμό του εκσυγχρονισμού και της ελεύθερης διάβασης των προσκυνητών στην αυλή. Διασώθηκε με δυσκολία μεγάλη και πολλή τύχη από τη φλογομανία, ένα ΄ποκαΐδι μικρών διαστάσεων (55x25cm), για να καταγγέλλει «εσαεί7», σαν αψευδής και μοναδικός μάρτυρας, στις επερχόμενες γενιές, το διαπραχθέν πολιτισμικό «έγκλημα». Το ορφανό και θλιβερό αυτό κατάλοιπο που ξέφυγε από τα σαγόνια της φωτιάς, μας πληροφόρησε ότι το τέμπλο αυτό είχε δύο φορές επιχρωματιστεί, αν η πρώτη στρώση χρώματος ήταν το προστατευτικό «μίνιο». Πάνω του έχει σκαλισμένα ρόδακες, μεγάλες μαργαρίτες και φοινικόφυλλο(;), το δε συνολικό περίτεχνο διάκοσμο συμπλήρωνε «άμπελος» με τα κλήματά της, με τα αμπελόφυλλα και τα σταφύλια της. Ίσως να υπήρχαν και κάποιες παραστάσεις. Κατέληγε δε στην επάνω ελεύθερή του επιφάνεια σε φτερωτά άγρια φίδια, σαν δράκους, που με τ’ ανοιχτά στόματα έμοιαζαν έτοιμα να χιμήξουν και γέμιζαν με τρόμο τα περίεργα και διερευνητικά μάτια των μικρών επισκεπτών, σημαδεύοντας ανεξίτηλα και για πάντα την πρώτη τους επίσκεψη… Πολύ κοντά και





Στ’ αχνοσβησμένο θυμητάρι του παιδικού μου νου
επισκέπτης και προσκυνητής σαν μπήκα τότε του ναού
εικόνες που με μιας τυπώθηκαν, με φόβο κι ευκολία
μόλις το τσεμπερέκι8 άφησε λεύτερο κι άνοιξε το πορτί
ξεθωριασμένες αργοπερνούν μπροστά μου, με μεγάλη δυσκολία
για να γραφτούνε σήμερα –μετά 'πό εξήντα χρόνια– σε τούτο το χαρτί.
Κι όποιο παιδί ακάτεχα το 'σπρωχνε προς τα μέσα,
το θώρι9 των φιδιών μόλις αντίκριζε, ευτύς κοντοστεκόταν.
Προς το πορτί εκοίταζαν σα να 'τανε η Μέδουσα10
αυστηρή εντολή απ’ άνωθεν έχουσα
να ξεχωρίσει και να πετρώσει που 'ψαχνε απ’ όποιον εισερχόταν
αυτόν που αμαρτωλό τον πίστευε πως ήτανε, κι ακόμα ποθοακράτης11
γι΄ αυτό μονοστιγμής γινότανε ατός12 του θυροκράτης
του φόβου του αδύναμος να γίνει γητευτής13
κι η φούρια του αχάμνευε να μπει προσκυνητής.
Λιγοκαρδούσε το παιδί,
κι αντάρα του κατάτρεχε όλο του το κορμί,
τόσο που ο καταπιόνας του εσάλευε,
καθώς ψηλά το πλατανόφυλλο στ’ ανέμου την πνοή,
γιατί το θάρρος του, τον φόβο αδύναμα τον πάλευε,
τα πόδια του ολότρεμα γοργά πισωδρομούσαν
και τα μικρά τα μάτια του ασάλευτα κοιτούσαν.
Πιστρόφια ζάλατ’ άρχιζε σα να ΄ταν του Ερμή14,
για ν΄ αλαργάρει γρήγορα χωρίς ανασαμό,
να τον κρατήσει εκεί δεν μπόραγε καμία αφορμή
και χτυποκάρδι ένιωθε χωρίς σταματημό·
Κι αν το ρωτούσαν το παιδί καθόλου δε μιλούσε,
αφού το τσεμπερέκι έπεφτε και το πορτί σφαλούσε,
που ʼκλεινε μέσα φυλακισμένα τ’ ανήμερα θεριά,
έξω μη βγουν και παραμονεύσουν στης αυλής κάποια μεριά,
εκεί να μείνουν στου τέμπλου το πάνω ακροχείλι,
πιο ψηλά από του Άγιου τ’ αναμμένο το καντήλι,
που σαν στο ξωστάρι15 τους προσμένανε, έτοιμα να χιμήξουν
οι φτερωτοί αυτοί κι αιματολάφτες16 όφεις,
με τις σκληρές, ψυχρές κι αγριωπές τους όψεις,
σάρκες για να γευτούν και αίμα να ρουφήξουν.
Βυζάχτρες στο κορμί του αμαρτωλού προσκυνητή
Κι αλάστορές17 του να γενούν,
που τόλμησε ο άνομος μες στο ναό να μπει,
αφού τα πόδια του δρασκέλισαν το σκαλοπάτι για να κατεβούν,
αλόρτος κι ατάραχος μπροστά τους να σταθεί,
να τους κοιτάξει κατάματα και θαρρετά χωρίς να φοβηθεί.
Κι όποιος μικρός μονάχος του πρωτόμπαινε
πριν μεγαλώσει, ποτέ του πάλι δε δευτέρωνε
ούτε απ’ όξου απ’ την αυλή
με τόλμη να περάσει, να πάει για την πηγή.
Ο φόβος του αμέρωτος που φώλιαζε μες την ψυχή,
αχάμνευε μόνο προσμένοντας να δυναμώσει το κορμί.
Κι όταν αντρειωνότανε κι είχε πια μεγαλώσει,
τότες σαν τον Αϊ Γιώργη τον κοντιστή,
θα ‘μπαινε τον δρακόφοβο να σκοτώσει…


κάτω από το ναΐσκο, υπήρχε μία βρύση στο τραπάκι του περιβολιού του μπαρμπα–Νικόλα του Νταλούρη, απ’ όπου την εποχή του θεριστή οι γύρω θεριστάδες έπαιρναν κι έπιναν δροσερό νερό. Κανένας μικρός βοηθός, που υπήρξε θεατής των φτερωτών δράκων, πηγαίνοντας για νερό, δεν περνούσε μέσα από τη μικρή αυλή. Το πηδάλιό του εκεί πάθαινε εμπλοκή και δεν «έκοβε». Γι’ αυτό ο μικρός με το κανάτι στα χέρια, έκανε στροφή πουλιού χωρίς ουρά, για να ξεπεράσει το εμπόδιο του δρακοφόβου…
Αναπάντητα θα μείνουν τα ερωτήματα: Ποιος και πότε να ήταν ο δωρητής, γιατί το δώρισε εκεί κι όχι στο καθολικό του χωριού; Μήπως είχε το χωριό ξυλογλύπτη και κόστιζε φθηνά η δουλειά του; Αν ήταν έτσι θα είχε και ο Αϊ–Δημήτρης, που κι αυτού η τύχη θα υπήρξε όμοια, αλλά πολύ νωρίτερα. Το βέβαιο είναι ότι το χωριό πολύ μετά την Επανάσταση του ʼ21 είχε ακόμα πυκνά δάση βελανιδιάς, που κάποια από αυτά κάηκαν από πυρκαγιά, που τα ʼκαιγε για μέρες πολλές. Άρα ξυλεία υπήρχε άφθονη. Αν το τέμπλο ήταν πάρα πολύ παλιό, πιθανόν στα γύρω μοναστήρια να υπήρχαν καλόγεροι ξυλογλύπτες, που εύκολα να σκάλιζαν και που μπορεί ο Αγιοθανάσης να ήταν μετόχι τους.


1 Ανέγνωρος:αγνώριστος
2 Πάγκαλο: πολύ ωραίο
3 Μιαρά: βέβηλα, στυγερά
4 Φάουσα: τρώει τα πάντα
5 Θεσπέσιο: θαυμάσιο
6 Ασπούδα: βιασύνη
7 Εσαεί: για πάντα
8 Τσεμπερέκι: πετούγια
9 Θώρι: όψη, εμφάνιση
10 Μέδουσα: αποτρόπαια θνητή γοργόνα, που απολίθωνε όποιον την κοιτούσε
11 Ποθοακράτης: αυτός που έχει ακράτεια πόθου
12 Ατός: εαυτός
13 Γητευτής: μάγος, ξεπλανευτής, εξημερωτής
14 Ερμής: ο φτεροπόδαρος αγγελιαφόρος θεός
15 Ξωστάρι: εξώστης
16 Αιματολάφτης: αιμοβόρος
17 Αλάστορας: τιμωρός

28 Φεβ 2011

Στον Πλούταρχο, τον δάσκαλό μου με αγάπη


Όταν τα χρόνια περνούν, οι άνθρωποι, πρωταγωνιστές στο θέατρο της ζωής, φεύγουν, έρχονται άλλοι να παίξουν τον ρόλο τους. Ο θίασος σε κάθε γειτονιά και κοινότητα, μικρή ή μεγάλη, αδιάκοπα κι απρόσκοπτα ανανεώνεται με διαφορετικούς παίχτες, έργα και σκηνικά. Υπήρξαν πρωταγωνιστές που παίζοντας τον ρόλο τους ξεχάστηκαν, πριν η αυλαία κλείσει τη σκηνή, κι άλλοι που άφησαν με το φευγιό τους κενό μαζί με τις άσβηστες μνήμες, σ’ αυτούς που είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν μικρό ή μεγάλο κομμάτι του δραματολογίου τους. Κι αυτό, γιατί είχαν ταλέντο κι ερμήνευσαν με μοναδικό τρόπο τον ρόλο που ο πλάστης τούς έταξε να υπηρετήσουν. Η ζωή για κάθε ζωντανό ον διαρκεί όσο είναι μιας μοναστραπής η φωτοβολή μέσα στην κατασκότεινη νύχτα που είναι η αιωνιότητα. Είναι σαν το νερό που τρέχει σε πολύ κατηφορικό αυλακόρεμα και δε γυρίζει ποτέ πίσω να νοτίσει τους ίδιους όχτους που θώπεψε κυλώντας.

Ένας τέτοιος θιασάρχης και πρωταγωνιστής, για πολλά χρόνια πάνω στο σανίδι, που λεγόταν δημοτικό σχολείο Γαβαλά, ήταν ο δάσκαλός του, ο αξέχαστος Πλούταρχος. Έπαιξε υπηρετώντας τον σκοπό για τον οποίο ετάχθη, κάνοντας το χρέος του στο ακέραιο. Ακούραστος, ειλικρινής, φιλομαθής, αδέκαστος, αυστηρός δικαστής, περήφανος, σοβαρός και εργασιομανής πηγαινοερχόταν καθημερινά, πεζοπορώντας για περίπου δύο δεκαετίες την απόσταση που χωρίζει τα χωριά Βαρυπόμπι–Γαβαλά. Τον δρόμο-γιδόστρατα τότε, πάνω από τρία χιλιόμετρα, με βαθιόρεμα και μεγάλη ανηφόρα, ανέκοπα1 ποδοπατούσε μ’ όλους τους καιρούς, μέχρι τα μισά της δεκαετίας του '50.

Κάθε πρωί τις σχολικές καματερές2 μέρες μας ξυπνούσε ο άσπλαχνος πρωινός διαλάλης3, η καμπάνα της εκκλησίας. Καμπανοκρούστης ο ίδιος, πάντα στην ώρα του, καλούσε τις τέσσερις μεγάλες τάξεις για μάθημα το πρωί και τις δύο μικρές το απόγευμα. Τα πέντε χρόνια που τον είχα δάσκαλο, δύο μόνο πρωινά πέρασαν ακαμπανόκρουστα. Το ένα στην κηδεία του γερο-παπαΧρήστου, που ήταν ο πατέρας του. Καθημερινά πάλευε και με τα στοιχεία της φύσης, με μόνα όπλα μία ομπρέλα ή μία αγκούλα4 και μπόλικο πείσμα. Μ’ αυτά χτυπιόταν με τον βροχάρη, τον ηλιάτορα, το ανεμοβρόχι, το ανεμορούφι5, το δρολάπι, την παγωνιά, το χιόνι και τη λάσπη. Πολλές φορές ήρθε με βρεγμένο το κατωκόρμι του και χιονοδαρμένος, αφού το αλεξιβρόχι6 του δεν τον προφύλαγε μέχρι κάτω, κι άλλοτε μέσα στο ιδρωκόπι7 στα θεριστιάτικα λιοπύρια. Αδιαμαρτύρητα κι ανέγνοια8 –έτσι μας φαινόταν– δεν παραμελούσε ποτέ το καθήκον του, ξεπληρώνοντας στο ακέραιο το χρέος που του ‘λαχε, το να υπηρετεί πιστά και άπαυτα το χωριό που τον γέννησε. Υγιέστατος και ακμαιότατος, εχθρός της ανημπόριας, ξεπερνούσε εύκολα τις μικροαδιαθεσίες. Ποτέ δε θυμόμαστε ν’ αρρώστησε παρ’ όλες τις προσευχές μας. Φαίνεται ότι ο Θεός είχε αλλού γυρισμένες τις κεραίες του και δεν αυτιαζόταν9 τα παρακαλετά μας. Μήτε χιόνι μπόγια έριχνε να σκεπάσει μονοπάτια, δρόμους και δέντρα, ώστε να σταματήσει τον ερχομό του, να χαρούμε και μείς λίγο. Όταν λόγω καιρικών φαινομένων καθυστερούσε ελάχιστα το πρωινό κάλεσμα του διαλάλη, τα πρώτα νταν–νταν μάς βούλιαζαν σε θάλασσα απελπισίας και ήταν για το μικροκόρμι μας καρφοβελόνες που έφταναν στα κόκαλα. Κάθε πρωί μ’ ένα κομμάτι ψωμί στο ‘να χέρι, ένα ξύλο στ’ άλλο για τη σόμπα αν ήταν χειμώνας, παραμάσχαλα κανένα βιβλίο ή τετράδιο, παίρναμε τον δρόμο για το σχολείο, οι πιο πολλοί ξυπόλητοι, σαν ν’ ανήκαμε στο «ξυπόλητο τάγμα του Καραγκιόζη». Εκεί που η πείνα, το κρύο, η ζέστη, η φτώχεια θα μετουσιώνονταν με τη βοήθειά του σε μάθηση. Το μεσημέρι, όταν σχολούσε το μεγάλο σχολείο, θα ‘τρωγε στο σπίτι των γονιών του, θα ξεκουραζόταν για πολύ λίγο και ξανά η καμπάνα για το μικρό σχολείο, δηλαδή την πρώτη και δευτέρα τάξη. Σαν τέλειωνε το μάθημα με τους μικρούς, σφάλιζε το σχολείο αφήνοντας μέσα και πίσω του το στεγνό προσωπείο της ανέγνοιας κι αναδρόμιζε10 νοτισμένος τώρα από τα οικογενειακά προβλήματα και δίνοντάς τους λύση, να κονέψει11 στο γυναικοχώρι, στην αγκαλιά των δικών του, σαν άριστος οικογενειάρχης που ήταν.

Ασκούσε πραγματικό λειτούργημα κι όχι επάγγελμα. Κανείς ποτέ δεν είπε ότι τον φιλοδώρησε, έστω και μ’ έναν καφέ. Αντίθετα, ο ίδιος πάντα φίλευε χαμογελώντας μ’ ένα ή δύο τσιγάρα –για τώρα και μετά– τους φτωχούς τρακαδόρους μπαρμπα-Νάση και Τσουτσάνη, όταν έκαναν την εμφάνισή τους στο προαύλιο του σχολείου, περιμένοντας με απαίτηση το φίλεμα. Αλλά και τους διαμαρτυρόμενους συγχωριανούς καθησύχαζε όταν τον επισκέπτονταν φωνάζοντας για κάποια ζημιά που τους έγινε από άταχτο μαθητή. Το «θα σε πάω στο δάσκαλο» ήταν η μεγαλύτερη και μόνιμη απειλή για τον καθένα μας. Απειλή ακόμα από τους ίδιους μας τους γονείς. Η δίκη για το οποιοδήποτε παράπτωμα γινόταν δημόσια, στη μοναδική αίθουσα του σχολείου, η καταδίκη και η εκτέλεση της ποινής μπρος στη μαθητική κοινότητα, για παραδειγματισμό. Παρόλα αυτά, τα αδικήματα βροχή. Ακόμα και ομαδικές ανταρσίες είχαμε κατά περίσταση: όπως ομαδικό φευγιό από μεγάλους για μπάνιο στο ποτάμι ή για μαύρα μούρα στου Λάλα, αφού το χωριό μας ήταν φτωχό σ’ αυτά.

Όμως, το «μέγιστο ομαδικό –και γραφικό– έγκλημα» καταγραφόταν κατ’ επανάληψη την Καθαρή Δευτέρα. Πλήθος νοικοκυράδων διαμαρτυρόταν το πρωί της Τρίτης στον δάσκαλο γιατί την Κυριακή το βράδυ της Αποκριάς έχαναν από τις τρακάδες τους τα πίφανα και το πρωί δεν είχαν προσάναμμα για τη φωτιά στο τζάκι. Το έθιμο ήθελε την Κυριακή το βράδυ μεγάλες φωτιές στις δύο γειτονιές. Γινόταν ανταγωνισμός στο ύψος και τη διάρκεια. Όταν οι προμήθειες των ημερών που προηγήθηκαν δεν ήταν αρκετές, έπαιρναν την κατάσταση στα χέρια τους οι πιφανοκλέφτες. Έβαζαν χέρι στην αποθήκη της άλλης γειτονιάς ή σάρωναν με παγανιά τις αυλές. Έτσι, όταν Τρίτη πρωί ο δάσκαλος έλεγε να βγουν μπροστά εδώ στο «εδώλιο των κατηγορουμένων» οι κλεφτοπιφανάδες, ξεπρόβαλλε ολόκληρη ομάδα. Το μητρώο του καθενός λερωνόταν. Στο πίσω πανωγάμπι έμπαινε η λερή βούλα με βέργα ή χάρακα, μέσα σε ανάμεικτα αισθήματα.

Την πρώτη μου γνωριμία με το σχολείο και τον δάσκαλο την έκανα έναν χρόνο νωρίτερα της κανονικής. Επειδή η παρέα μου τα γειτονόπουλα που ήταν μεγαλύτερα πήγαιναν σχολείο, ζήλεψα και πήγα κάποια μέρα ακροατής. Καθισμένος πίσω από τους τελευταίους της πρώτης τάξης, άκουσα τις απλές, όμορφες και μικρές προτάσεις που διάβαζαν τα πρωτάκια στο αναγνωστικό τους. Ήταν γραμμένες από σοφούς παιδαγωγούς και δασκάλους αυτής της τέχνης, πραγματικούς μάστορες του παιδικού λόγου, κι ενθουσιάστηκα. Πήγα την άλλη, την παράλλη, μεσούσης μάλλον της χρονιάς, και ως καλός ακουστικός τύπος, με καθαρό το τυπογραφείο του μυαλού των έξι ετών, μέχρι να διαβάσει κι ο τελευταίος μαθητής την ανάγνωση, μάθαινα το μικρό και συναρπαστικό κείμενο. Έτσι, αν κάποιος πριν από το τέλος κόμπιαζε, τον βοηθούσα. Κίνησα, έτσι, την περιέργεια του δασκάλου. Δεν άργησε να με βάλει να διαβάσω όταν τελείωσε ο τελευταίος και ήρθε η σειρά μου. Το είπα νεράκι! Ίσως και χωρίς να κοιτάζω τελείως μέσα. Μόλις σχόλασε το σχολείο, περιχαρής και πανευτυχής τρέχω σπίτι και με μάρτυρα τον ξάδελφό μου τον Μπάμπη, που πήγαινε δευτέρα τάξη, για επιβεβαίωση, το είπα στην αγράμματη γιαγιά μας:
- Ρε, έμαθες και διαβάζεις;
- Ναι, ρώτα τον Μπάμπη, είπα και καμάρωνα σαν «γύφτικο σκεπάρνι».
-Θα ‘γινε θαύμα, θαύμα, αφού σε λίγες μέρες έμαθες και άλλοι έναν χρόνο πάνε σχολείο και δεν έμαθαν.
Το επόμενο απόγευμα πάλι το ίδιο. Ο δάσκαλος, απορημένος κι αυτός θα αναρωτήθηκε: «Μπας και του ’ρθε Θεία Επιφοίτηση;». Πώς είναι δυνατό χωρίς να έρθει από την αρχή, να μάθει την αλφαβήτα και τον συλλαβισμό, να διαβάζει; Η μάθηση ήταν έργο του δασκάλου. Έλεγχος στο σπίτι ή βοήθεια από τους γονείς, ακόμη κι αν ήξεραν ανάγνωση, δε γινόταν. Έτσι, απλά, ύστερα από μία ακόμα ανάγνωση, ο προβληματισμένος δάσκαλος έρχεται από πάνω μου και μου κρύβει με την παλάμη του το επάνω μέρος του κειμένου. «Διάβασε», μου λέει, «από 'κεί και κάτω, αυτά που βλέπεις». Εγώ αρχίζω πάλι νεράκι, από την αρχή. Χαμογέλασε, με κοίταξε και μου ’πε:
-Άντε φύγε από δω, σαβούρα του Αυγεία.
Εδώ σταμάτησε η Θεία Επιφοίτηση και το θαύμα που κράτησε μόνο λίγες μέρες. Περίπου το ίδιο επαναλήφθηκε πολύ αργότερα, όταν έγραφα, μαθητής της ογδόης τάξης του τότε γυμνασίου, διαγώνισμα στο μάθημα των Λατινικών. Επειδή διαβάζαμε λίγο αυτό το μάθημα, μαθαίναμε την ερμηνεία του κειμένου απ’ έξω, που ήταν πιο εύκολο. Η καθηγήτρια του μαθήματος το ‘μαθε φαίνεται. Έβγαλε λέξεις και προτάσεις από το κείμενο που μας έβαλε να ερμηνεύσουμε. Εμείς οι φωστήρες στο μάθημα, ερμηνεύαμε και αυτά που έλειπαν.

Ο δάσκαλός μας θεωρούσε πάντα ως υπέρτατο αγαθό τη γνώση –έτσι, δασκάλευε και επιτηρούσε με αυστηρότητα τη μάθηση, ανεβάζοντας καθημερινά την αξία του κάθε μαθητή στο χρηματιστήριο που λεγόταν «τάξη». Μπορώ, εδώ, να πω με πεποίθηση ότι οι μέτριοι ως καλοί του μαθητές περνούσαν εύκολα όχι μόνο τις εισαγωγικές εξετάσεις για το γυμνάσιο, αλλά και τις δύο πρώτες τάξεις του γυμνασίου με ελάχιστο διάβασμα, μόνο με τις γνώσεις που τους είχε μεταδώσει. Ότι έχαιρε εκτίμησης και από τους καθηγητές του γυμνασίου Αλιβερίου το κατάλαβα όταν έδινα προφορικά για την εισαγωγή στο γυμνάσιο. Φεύγοντας έπειτα από ολιγόλεπτη εξέταση, μία καθηγήτρια, βλέποντας τον τόπο καταγωγής, απευθύνθηκε στους άλλους δύο συνεξεταστές χαμηλόφωνα:
- Και τούτος μαθητής είναι του Πηλιχού.
Φαίνεται ότι είχε καθιερωθεί ως όνομα με τις επιτυχίες και τους καλούς μαθητές στις πρώτες γυμνασιακές τάξεις, από προηγούμενα χρόνια. Το θεωρούσαν αυτονόητο, οι μαθητές του ν’ απαντούσαν σωστά, αν και η δική μου σειρά τον στερήθηκε την τελευταία χρονιά στο δημοτικό. Στέρηση για τώρα, χαρά και αγαλλίαση τότε με τη μετάθεσή του. Ήρθε στη θέση του γυναίκα συνάδελφός του, που με δυσκολία στεκόταν στην τάξη.

Όσοι από τους μαθητές του γίναμε δάσκαλοι μικρών ή μεγάλων παιδιών στην άσκηση του λειτουργήματός μας, ήταν για μας πάντα παράδειγμα προς μίμηση. Μπροστά μας πάντα η φωτεινή φιγούρα του καδραρισμένη με κορνίζα φτιαγμένη με λέξεις υπέρτατης αξίας όπως: ευσυνειδησία, ακεραιότητα, δικαιοσύνη, περηφάνια… Γιατί έτσι ήταν. Πάνω απ’ όλα το καθήκον, που το υπηρετούσε με θρησκευτική ευλάβεια και το ‘χε αναγάγει σε ιδανικό ανώτερο από το Εγώ του.

Σίγουρα όμως θα τον πικράναμε γιατί ποτέ δεν του είπαμε πόσο τον θαυμάζαμε, πόσο τον σεβόμασταν, πόσα του χρωστούσαμε και πόσο τον αγαπούσαμε. Χρέος μου, έστω και τώρα, τα παραπάνω λόγια, για ένα μεγάλο και ολόψυχο ευχαριστώ και μια συγγνώμη για τη μεγάλη άργητα. Ας είναι ακόμη αυτές οι γραμμές κεράκια αναμμένα για να φωτίζουν πάντα τη μνήμη σου κι ανάχυτο12 το χώμα της βαρυπομπέικης γης που σε σκεπάζει.

Δάσκαλε, αν μας ακούς από κει ψηλά, σ’ αγαπάμε και δε σε ξεχνάμε!!!

1 Ανέκοπα: χωρίς κούραση, χωρίς διακοπή
2 Καματερές: εργάσιμες
3 Διαλάλης: σαν ντελάλης
4 Αγκούλα: μπαστούνι με κυκλική χειρολαβή
5 Ανεμορούφι: δυνατός αέρας, σίφουνας
6 Αλεξιβρόχι: ομπρέλα
7 Ιδρωκόπι: λουσμένος στον ιδρώτα
8 Ανέγνοια: χωρίς έγνοιες
9 Αυτιαζόταν: άκουγε
10 Αναδρόμιζε: γύριζε πίσω
11 Κονέψει: να περάσει το βράδυ
12 Ανάχυτο: ελαφρύ, προκειμένου για χώμα που σκεπάζει νεκρό

Ο Νικομπετζής (Νικόλαος Ρέτσας ή «Νίκος»)


Πάνω κει ψηλά στο όρος των Κενταύρων
κει που γινότανε σβήσιμο πόθων, παράνομων και λάβρων
των Ολύμπιων θεών , επά στα κρυφά τους τα κλινάρια,
γιατ’ ήταν θέρετρο γι’ αυτούς, τα καλοκαιρινά μόνο τα βράδια,
εκεί αντάμωσαν και δώσανε τα χέρια
σε εποχή που διάτα1 έδινε, η φτώχια κι η μιζέρια,
συγχωριανών μας δυο φιγούρες «γραφικές», κι ολίγον τι ξεχωριστές,
τότε που κι ένα καρβέλι μαύρο ψωμί, έφτιαχνε μικρούς ληστές.
Ο Γιωργομόρτης σα στρατιώτης
Κι ο Νικομπετζής «χειρούργος», ταξιδιώτης.
Ο μικρός που ήταν επίδοξος κλαρινιστής
ενώ ο μεγάλος, στο επάγγελμα, παλιός μουνουχιστής.
Ο Γιώργης αργά-αργά να κατεβαίνει
Κι ο Νίκος γοργοπόδαρος, τον ίδιο δρόμο ν΄ ανεβαίνει.
Ο πρώτος βαθμοφόρος του στρατού
και ‘δω μπροστάρης σε λόχο πεζικού
του τάγματος του δικού του μεγάλου αδερφού.
Κι ο δεύτερος κουβαλητής πόθου κρυφού
να μην τον πρόλαβε- κει που πάει- άλλη κόψη ξένου ξουραφιού,
άλλαζε γρήγορα τον λεύτερο κι ανάλφρο βηματισμό
αγνοώντας τελείως του Γιώργη και του Σταύρου τoν στρατωνισμό.
Είχε στην πλάτη του ριγμένο το ταγάρι
με τα χειρουργικά του εργαλεία, κι αλλαξιές ένα ζευγάρι.
Δρομολάτης2 σε Πηλιορίτικη ανηφοριά
έβλεπε θαμπά στο βάθος να δρομίζει, κατεβαίνοντας μια στρατιά.
Βιαζότανε όμως να φτάσει σε χωριό πριν ο ήλιος βασιλέψει
για νάβρει μέρος κάπου να κονέψει.
Τέτοιους είχε στο νου του λογισμούς
Κι ούτε που πρόσεχε τους στρατιωτικούς σχηματισμούς,
όταν ξάφνου βλέπει στρατιώτες και μπροστά τους τον αρχηγό
που παρουσίαζαν ξαργού γι’ αυτόν όπλα, σα νάβλεπαν … το στρατηγό.
Κοντοστέκεται, διώχνει τις όποιες είχε σκέψεις
κουνάει το κεφάλι του να δει, μήπως ονείρου είναι βλέψεις ;
Μα ήταν πέρα για πέρα αληθινά.
«Φταρώθηκα3 πολύ» θα πει σε λόγια του κατοπινά.
Συνέρχεται όμως από την ζάλη του αυτοστιγμεί
Κι ανταποδίδει τη μεγάλη που του κάνανε τιμή.
Βάζει το ένα χέρι στη τραγιάσκα του και χαιρετά
και με το άλλο του κρατάει το ταγαρόσκοινο σφιχτά
κι αρχίζει το στράτευμα να επιθεωρεί
αφού γύρω του στρατηγό καθόλου δε θωρεί.
Σκέφτεται όμως, μήπως περιμένουνε για τα μουλάρια
αχαμνοβγάλτη στρατηγό, που να ‘ρχεται με τα ποδάρια
ντυμένος όπως εγώ, για να μη τον βρουν πετσοκομμένο
από κάνα προβοκάτορα ψευτοαντάρτη καλά κρυμμένο;
Ή μήπως έτσι καλοσωρίζουνε και τιμούν σταρτιωτικά
τον κάθε ξωμερίτη που φτάνει στην γειτονιά τους ξαφνικά;
Τί απ΄ όλα τούτα να συμβαίνει
καθόλου, μα καθόλου δεν καταλαβαίνει.
Σαν όμως φτάνει στο τέλος της η τελετή
άκουσε να ορδινιάζει4 μια γνώριμη βραχνή φωνή:
«Επ΄ώμου και πάρα πόδα όπλα» πού ‘δωσε το παράγγελμα
Κι αμέσως γνώρισε αυτόν που, μουσικός ήθελε να γίνει στο επάγγελμα.
Σταματάει ευθύς να περπατάει
γυρίζει κατά την φωνή και βλέπει τον… Μόρτη, π΄ αρχίζει να γελάει.
Αρχίζει το γέλιο του ν΄ απλώνεται σαν το γοργό και τ΄ αψηλό το κύμα
που ξεκινάει κυκλοτερώς μ΄ αντάριασμα και παραχρήμα
πο ’κει πούπεσε βράχος κοντά στην ακροθαλασσιά
με τα νερά της τα γαλάζια τα βαθειά
πολλές στροφές σαν έφερε κατρακυλώντας να βολίζεται
στην τελευταία του με άλμα, όταν αποχωρίζεται
το ορθογκρέμι, που ορθώνεται, κι απ΄ την κορφή του ξεκινάει
το μπόδιστρο που αντιστέκεται όταν επάνω του ξεσπάει
η πελαγίσια μάνητα5 χειμώνα καλοκαίρι
με αφορμάρι πάντοτε την Τρίαινα πούχει το Ποσειδώνιο το χέρι
«χάχαχα, γκουχου-γκουχου, χάχαγκου … χάχαγκούχου γκούχου»
γελάει και βήχει ο Μόρτης δυνατά.
Ο επιλοχίας θέλει αμέσως πολλά για το χωριό να τον ρωτήσει
αλλά ο βήχας ‘πο το γέλιο του που να τον αφήσει.
Αντάμα με αυτά και τα σφυρίγματα των στρατιωτών τα δυνατά
αφού κάποιοι ντόπιοι απ΄ αυτούς τον θυμηθήκανε- πεντέξι- χρόνια μετά
πο τότε που τα κονάκιά τους τα είχε προπολεμικά επισκεφθεί
Κι απ΄ το ξουράφι του τ’ αχαμνά, πολλών αρσενικών τους, είχαν σκιστεί.
Ο «γιατρός» μόλις συνέρχεται, μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο
αφού κόπασε και του αρχηγού το βηχόγελο
με γελαστή, τρεμουλιαστή και δυνατή φωνή κραύγασε:
- Ε ε ε, έ! Ρε κούτσικο!!
Του φίλου μου του εργολάβου πού ΄σαι το μικρούτσικο,
ρεέ, πώς βρέθηκες δω πάνου και πώς με γνώρισες ‘πό τόσο μακριά;
- Γυρίζουμε ΄πο άσκηση που κάναμε στη Πορταριά,
και θα σε γνώριζα σ΄ όποια της γης κι αν σε ‘βλεπα γωνιά…
γιατί κανένας άλλος στο περπάτημα του δεν έχει τη δική σου τσαχπινιά.
Αν δεν έχεις να φας και που να κοιμηθείς
γύρνα πίσου με μας και στο στρατόπεδο καλά θα βολευτείς.
- Όχι, δεν χρειάζεται, κάπου θάβρου μια στρώση
γιατί ξέρουν όλοι εκεί που πάου, ότι το ξουράφι μου δουλεύει ώσπου να στομώσει
κι ότι το βράδυ τ΄ αμελέτητα, από τη θράκα μες στο πιάτο,
είναι ο καλύτερος μεζές για το κρασί το ρετσινάτο.
Με γέλια και χαρές αντιδρομίστηκαν
και ν΄ ανταμώσουνε νωρίς συνεννοήθηκαν.
« Άμα δεν κατέβου γώ, ανέβα Γιώργη συ για να με δεις,
εύκολα σε κάποιο από τα Πηλιοχώρια θα με βρεις.
Είχα φίλους στενούς σε κάθε Πηλιορείτικο χωριό.
Δεν ξέρω όμως, μετά τον πόλεμο, αν θα τους βρω.
Σίγουρα όμως, υπάρχουνε και για τους δυο
χήρες ζωηρές, ασπροπόδαρες και παχουλές ένα σωρό».
Τ’ άκουσε ο Γιώργης κι άρχισε να ξερογλείφεται, γιατί ΄χε πάθος γι’ αυτές αμέρωτο
ενώ του Νίκου, του το προσπερνούσε, του κρασιού … τ΄ ανέρωτο
και τράβηξαν αφού είπαν αυτά, ο ένας κατά του Βοριά την ανηφόρα
κι ο άλλος, με το μυαλό στις χιονοστράγαλες, κατά του Νοτιά την κατηφόρα.
Από τον αδερφό όμως που και τους δύο ήξερε πολύ καλά
άδεια δεν πήρε ο Γιώργης για ν΄ ανεβεί και να τον βρει εκεί ψηλά.
Ήταν καλοκαιράκι μέσα στον εμφύλιο
όταν η συντυχιά έγινε στο Πήλιο.
Αργότερα πολύ, όταν κι οι δυο ήταν στο χωριό
θυμάμενοι αυτά γελούσαν πίνοντας συντροφιαστά στο κρασοπουλειό
κρασάκι με λίγο ξίγκι αλατισμένο ωμό
του Γιώργη που το ‘παιρνε από του πατέρα του κάποιο σφαχτό
ή με κανά τηγανητό, πούφερνε ο μουνουχιστής, βγαντό.
Ο μισευτής ταξίδευε μόνο στα Πηλιοχώρια
όταν μονοχρονίς θα πέρναγε όλα τ’ αρβανιτοχώρια
Αττικοβοιωτίας δύο και τρεις φορές
καλοκαίρι, Πάσχα ή κι Αποκριές.
Μα πάντα σχεδόν απένταρος θα γύριζε κάποιο βράδι
στην οικογένειά του, πούτρεφε για το φαΐ, κάποιο μικρό κοπάδι.
Αργότερα όταν μεγάλωσε κι έγινε ‘ξηντάρης
σταμάτησε τα πέρα – δώθε του σα να ‘ταν διαβατάρης
γιατί το χέρι του έτρεμε κάνοντας χειρουργείο
και δε δυνόταν πια, άτρεμα να χειρίζεται, «το φονικό του εργαλείο»
αυτό που ήταν το κακό τ’ όνειρο κι ο φονιάς της βαρβατιάς
μήπως μαζί με τ’ αχαμνά έκανε και σκίσιμο της … κοντινής κοιλιάς.
Περιβολάρης έγινε σε Βαθέα και Μαυρρόρεμα
πο το πρωί ξεκίναγε και σταματούσε το απόγευμα
το παντελόνι του έβγαζε κι έμενε, με τα μακριά του σώβρακα
σαν πότιζε με το γεράνι του τα περιβολικά που φύτευε στ’ αχαμνοχώματα
γι’ αυτό και η σοδειά του ήταν πολύ μικρή
μα πάντοτε φτηνή, γλυκιά και οικολογική.
Σαν τέλειωνε, καβάλαγε σ’ ένα ‘πο τα μικρόσωμά του γαϊδουράλογα
γιατί κοπάδι έτρεφε ‘παυτά, κι ανάλογα
ένα έδενε ‘πο πίσω στο σαμάρι και τ’ άλλα ‘κολουθούσαν
παρέλαση στον δρόμο κάνοντας απ’ όπου κι αν περνούσαν
γκαρίζοντας και χρεμετίζοντας τροχάδι πίσω – μπρος
κι αυτός καμάρωνε στη μέση της πομπής σα να ‘ταν στρατηγός.
Τσαμπάσης στα παζάρια πήγαινε για το δικό του ιππικό
που όλο και κάτι έμενε – απ’ το κρασί – και για το σπιτικό,
αφού το κοπαδάκι του αυτό το έτρεφε απ’ το παζάρι
της Αγια - Μαρίνας τον Ιούλη, μέχρι του Οκτώβρη στ’ Αυλώνάρι.
Γνωστός στον κύκλο τον τσαμπάσικο σ’ όλα τα ζωοπανηγύρια
πολύ συχνά – πυκνά μπαινόβγαινε στα γύφτικα τσαντίρια
και τις δουλειές που ήθελε τις τέλειωνε μ’ ευκολία
γι’ αυτό περίσσιο αλογογάιδουρο δεν τάϊσε, την εποχή την κρύα.
Από τα περιβόλια του καλοκαιριού τα βράδια
όταν γύριζε και δεν είχε τα χέρια άδεια
έφερνε το βιος του σ’ ένα μικρό κοφίνι
- αφού και στο σπίτι έπρεπε κάτι απ’ αυτά ν΄ αφήνει –
για πούλημα, σιγά – σιγά τα πέρναγε στον κεντρικό τον δρόμο
έχοντας κρεμασμένη την μπαλάτζα του απ’ τον ζερβό τον ώμο.
Άλλοτε όμως περπατούσε τον ίδιο δρόμο μέσα στο χωριό
ανάλαφρα, τσαχπίνικα, χωρίς σταματημό
όταν μέσα στο δίσκο της μπαλάτζας πού ‘χε όλη του την πραμάτεια
την πήγαινε στην κάτω γειτονιά, σε δυό γαλάζια μάτια.
τα έξοδά του για δυοτρία «κατοσταράκια» πούθελε να βγάλει
χωρίς στην τσέπη του ούτε δραχμή να βάλει.
Έτσι έβγαζε τα έξοδα για της ώρας το κρασί
Κι άμα έβρισκε Μαυρομάτη ή Εργολάβο, τα ‘πιναν μαζί..
Τραγουδούσαν και χόρευαν οι δυό τους
το ίδιο πούκανε με ξένους στο χωριό τους.
Πάντα έβρισκε κάποιον που πίνανε μαζί να τον κρατάει
σα χόρευε γι’ αυτό στο σπίτι του ποτέ, πολλά λεφτά δεν είχε πάει.
Σαν έπινε και μόνος του δυο – τρία ποτηράκια
χόρευε και τραγουδούσε χτυπώντας παλαμάκια.
Πάνω στο κερνοβόλι του άρεσε πολύ να τραγουδάει
και το γεμάτο του ποτήρι, ψηλά στο χέρι να κρατάει
λίγο το καμάρωνε, το ματοχάιδευε, του υπομειδιούσε
κι όση ώρα κει το βάσταγε, πολύ το μελετούσε
και φρόντιζε, όσο του ήταν μπορετό, καθόλου μην του κουνηθεί
λες και κει μέσα έβλεπε το τί θα του συμβεί,
και μετά, σα να μάλωνε, λέγοντας τραγουδιστά στον εαυτό του
γι’ αυτήν την καθυστέρηση που είχε στο πιοτό του:
«Ρεεέ τι άαντρας είσαι συύ!
που δε μπίνεις τοο κραασί!
τόοο κρασίι τοο ρέετσινάτο
δώστου μια να πάει στον πάατοο» …
και χλουπ, του ‘δινε μια κι έβλεπε άσπρο …πάτο.
Με μια καρδιά αλέγρα ζούσε την κάθε του στιγμή
έτσι που να ‘παιρνε μέρος στο κέφι όλο του το κορμί,
πλημμυρισμένος από μεγάλη ψυχική εφορία
σα να κολύμπαγε σε πέλαγο γεμάτο ευτυχία
και πως γι’ αυτόν ετούτη η στιγμή
- λες και στο ποτήρι του μόλις την είχε δει –
πως της ζωής του ήτανε η τελευταία
γι’ αυτό και την χαιρότανε χωρίς καμώματα ακραία.
Στις φωνές του, στα τραγούδια και στα παλαμάκια
έτρεχαν για να τον δουν, της γειτονιάς όλα τα μικρά παιδάκια,
κι αυτός άμα τα έβλεπε τα φώναζε: «έϊ, έϊ κούτσικα, κουτσουλάι»
και πάντα ήθελε να τα ‘χει στο δικό του πλάι.
Το καθένα απ’ αυτά μπάρμπα Κουτσουλάι τον προσφωνούσε
όταν τον έβλεπε στον δρόμο σαν περνούσε.
Αρχές του εξήντα θα ‘τανε, έξω ‘πο κάποιο χωριό της Αττικής
όταν ένα βράδι βρέθηκαν από σταμάτημα της μηχανής
της «Μουργκάνας» του φορτηγού του, ο Μαυρομάτης
μαζί κι ο Τασογραμματέας, που χιόνιζε κι ας ήταν Μάρτης.
Περπάτησαν μέσα στα χιόνια και πήγαν στο χωριό
κει που φαινόταν φως και ήταν κατά τύχη καπηλειό.
Μπαίνοντας βλέπουν να χορεύει ο Νίκος ο Μπετζής
που τους φάνηκε την ώρα αυτή, πως ήταν ο θεός ο απομηχανής,
γιατί θα τους γλύτωνε από την πείνα και την παγωνιά,
αμέσως, εύκολα και με χαρά, τους εξασφάλισε φαΐ και μια ζεστή γωνιά.
Ό,τι μπορούσε θα ‘κανε για να τους βοηθήσει
αφού σε τέτοια δύσκολη στιγμή έτυχε να τους απαντήσει.
Με τους φίλους πούχε σε κάθε ένα χωριό
βόλευε όταν λάχαινε και άλλους καναδυό,
γι’ αυτό κι όταν κάποιος τέτοιος φίλος του ήρθε στο δικό του σπιτικό
δίνει διάτα στη γυναίκα του τη θειά – Κατερινιώ
να σφάξει ένα κοτόπουλο, αφού θα τον φιλοξενούσε,
εκείνη όμως άμα τ’ άκουσε πολύ αδιαφορούσε:
«Για τους άσωτους σα σένα ‘γω κοτόπουλο δεν σφάζω
τάχω για τα παιδάκια μου, που στο τζουβέκι, μόνο γι’ αυτά τα βάζω».
Χολιάζει τότες δα ο Νίκος ο αμελετητοβγάλτης
και με περίσσια μάνητα γίνεται ο ίδιος του κόκορα ο σφάχτης.
Αφού άρπαξε το πετεινάρι, που στο κοτέτσι ήτανε το μοναδικό
σα μανιακός, για την κοινωνική τους την απόρριψη, ζητάει γδικιωμό,
γι’ αυτό και σφάζει το, καταμεσίς της κάμαρας, γεμίζοντάς την αίματα
αφού μπόδιστρο δεν στάθηκαν της Κατερίνας του τα διάφορα καμώματα
και της τον πέταξε μετά, με φόρα μες την αγκαλιά
κι η δόλια τον μαγείρεψε, με ασταμάτητη ψιθυροκακολογιά
πο φόβο μην της σφάξει και τ’ άλλα της κοτόπουλα
και δεν είχαν μετά να φάνε τα δικά τους τα παιδόπουλα.
«Αχ! ρε άσωτε κιασόϊστε» μονολογούσε σιγανά
«Εσύ ‘σαι ικανός να μας αφήσεις εδωνά
να πεθάνουμε ούλοι ‘πο την πείνα»
έλεγε όσο τον μαγείρευε, αξεθύμαστη, η θεία η Κατερίνα,
και ξανάλεγε: «Για τους φίλους σου γίνεσαι θυσία,
ενώ για μας ούλους δω καμιά δε δίνεις σημασία».
Τέτοιος ήταν ο μπάρμπα Νίκος, απ’ το Μελίσσικο το τζάκι
πού ‘μοιαζε λίγο και με το Ζορμπά του Νικοκαζατζάκη.
Γνήσιο τέκνο στο επάγγελμα το θεϊκό
που πρωτασκήθηκε από πρωτόθεους στο γένος τους τ’ αρσενικό
αφού ο Δίας ευνούχισε τον πατέρα του τον Κρόνο
και του ‘κλεψε μετά τον θεϊκό τον θρόνο.
Αλλά κι ο Κρόνος για τον ίδιο λόγο πριν πολύ καιρό
το ίδιο είχε κάνει - κατά την μυθολογία – στον πατερούλη του τον Ουρανό.
Άφησε τσάμπα την τελευταία του πνοή
σε Αθηναϊκό νοσοκομείο ένα καλοκαιριάτικο πρωί
στα τέλη της δεκαετίας του εξήντα
ήταν – δεν ήτανε στην ηλικία εβδομήντα,
γιατί έσκασε είπαν το σκουλήκι απ’ το θυμό
αυτό που έχουμε όλοι, πιο κάτω απ’ τον αφαλό.
Άργησε πολύ ο πηγαιμός του στο νοσοκομείο
κι αυτό τον έκανε νωρίς να μπει σε λάκκο στο νεκροταφείο.
Όταν το θλιβερό κι αναπάντεχο μαντάτο κυκλοφόρησε το μαύρο κείνο πρωινό
και του χωριού μας η καμπάνα το διαλάλησε, χωρίς σταματημό
όλο το χωριό μαζί μ’ αυτούς ‘πορφάνεψαν και το καντήλι του άναψαν,
κι από κοντά όλα τα κούτσικα τον Κουτσουλάι τους αλάγιαστα6 τον έκλαψαν.
Φόρος τιμής για έναν ακόμα «γραφικό»
που του εαυτού του πάντα ήταν το μόνιμο αφεντικό
ας είναι τούτες οι απλές γραμμές
γιατί όσο ζούσε σκόρπιζε ανεπανάληπτες στιγμές
με όμορφες και γραφικές εικόνες πού ‘διναν ζωή
εκεί που σήμερα αφεντικό είναι μόνο η «μηχανή»
και στα βουβά πια από «ζωντανά λόγια» καφενεία
που τότε τα ‘κανε χοροστάσια και κρασοποτεία.
Φεύγοντας άφησε στο χωριό, το δικό του το κενό
που δε γέμισε, κι ούτε φαίνεται να γεμίζει στο αύριο το μακρινό.
Αιωνία η μνήμη σου μπάρμπα Νικολό.
1 Διάτα: διαταγή
2 Δρομολάτης: πεζοπόρος
3 Φταρώθηκα: ξαφνιάστηκα
4 Ορδινιάζει: δίνει διαταγή
5 Μάνητα: μεγάλος θυμός
6 Αλάγιαστα:ασταμάτητα